Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Νίκος Κατσαλίδας: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Νίκος ΚατσαλίδαςΟ Νίκος Κατσαλίδας γεννήθηκε στην Άνω Λεσινίτσα των Αγίων Σαράντα, σε μια βορειοηπειρωτική οικογένεια με παραδόσεις. Έκανε ανώτερες φιλολογικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων. Ποιητής, μυθιστοριογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος της εθνικής ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, με πολλές τιμητικές διακρίσεις. Ανάμεσα στις ποιητικές του συλλογές, αναφέρονται: Το μοιρολόι του βουρκωμένου βουνού, Κι η Σφίγγα μίλησε, Τα πικρολέμονα, Τα εκατό εκατόφυλλα της Πούλιας, Η αμβροσία των βράχων, Το δάκρυ του κυκλάμινου. Χρημάτισε υπουργός Επικρατείας (παρά τω πρωθυπουργώ, 2001-2002) για τις μειονότητες στην Αλβανία και μορφωτικός ακόλουθος της Αλβανικής Πρεσβείας στην Αθήνα.
Θα 'θελα να αρχίσουμε τη συνέντευξη με την ευκαιρία της έκδοσης του ποιητικού σας βιβλίου Ο παρακλητικός του ηλιοβασιλέματος.
Ο παρακλητικός του ηλιοβασιλέματος είναι ποίημα πόνου, πένθους και λύπης, που από βιωματικός πόνος περνάει σε οικουμενικός πόνος μιας ολόκληρης συγκεκριμένης γενιάς, ένας ελεγειακός ύμνος των γερόντων «δεινόσαυρων» της γενέτειράς μου, που δεν ξεκόπηκαν ποτέ από τη γενέθλια γη τους, η οποία μοσχοβολάει αμάραντο και χώμα, και τώρα αδειάζει κι εκκενώνεται στα όρια της αβύσσου. Κι όλα διαδραματίζονται στο τοπικό περιβάλλον της οπτασιακής ανάβασης ανάμεσα γης και ουρανού, βιολογικά και μεταφυσικά, με τα σώματά τους και τα πνεύματά τους πότε να βαδίζουν μες στα ποτάμια και μες στα κεφαλάρια και να μπαινοβγαίνουν στα περιβόλια και στα κοιμητήρια, και πότε να αιωρούνται με τις φτερούγες των αρχαγγέλων στα φαράγγια των βόρειων ηπειρωτικών βουνών μας με την αρχέτυπη γλώσσα και το αρχέγονο ελληνικό ύφος της αθανασίας.
Όπως ξέρω, σας έχει βοηθήσει να σπουδάσετε ο συγγραφέας Ισμαήλ Κανταρέ. Μπορείτε να αναφέρετε κάτι απ' αυτή τη γνωριμία;
Πράγματι, ο Κανταρέ δεν με βοήθησε μόνο με την αισθητική της τέχνης, όπως πολλούς ποιητές της γενιάς μου, αλλά και για ανώτατες φιλολογικές σπουδές. Όντας μαθητής Λυκείου, ήρθε στο σχολείο μας, διάβασε τα πρωτόλεια ποιήματά μου, γίναμε φίλοι, βγαίναμε παρέα, τα λέγαμε. Θυμάμαι, μιλούσαμε για τον Καζαντζάκη και με ρώτησε: «Έλληνας είσαι, Νίκο;» Ενώ άλλοι μάς λέγανε μειονοτικούς. Ενδιαφέρθηκε για τις πρώτες εκδόσεις μου. Μεσαίο σχολείο δεν μου δώσανε. Τελείωσα Λύκειο φιλοξενούμενος από τη θεία Ελένη στο Μπεράτι και γύρισα στη γενέτειρα να ζητήσω ανώτατες σπουδές, όπως γινόταν τότε, αλλά ούτε δικαίωμα για σπουδές, ούτε υποτροφία πήρα. Οι παππούδες ξενιτεμένοι στην Αμερική κι εμείς δακτυλοδεικτούμενοι για τα δολάρια που 'στελναν οι «ιμπεριαλιστές» παππούδες μας, καμαριέρηδες στα εστιατόρια της Νέας Υόρκης. Κι ο πατέρας σπουδασμένος στην Ελλάδα «γεύτηκε» κι αυτός τα μπουντρούμια του Αργυροκάστρου. «Τι κάνουν οι καλές βιογραφίες;» μου 'πε ο Κανταρέ. «Κάνουν καλά ποιήματα; Εσύ θα πας στο Πανεπιστήμιο». Και σπούδασα με το ενδιαφέρον του, δίχως επίσημη έγκριση των ιθυνόντων της νομενκλατούρας της γενέτειράς μου. Κι όταν τελείωσα σπουδές και με απομόνωσαν δέκα χρόνια στα καταράχια του Θεολόγου, ώρες ολάκαιρες ποδαρόδρομος κάθε μέρα μες στα φαράγγια και στα ποτάμια, ο Κανταρέ και ο Αγκόλι μού συμπαραστάθηκαν κι ενδιαφέρθηκαν να κατέβω στην πόλη των Αγίων Σαράντα, όχι για καμιά πολιτική αναρρίχηση, αλλά για καλύτερες δημιουργικές συνθήκες.
Δίχως την ποίηση ίσως να γινόμουνα αγρίμι να ούρλιαζα τα βράδια. Μα εγώ δεν έγινα αγρίμι σαν κόπηκε στη μέση ο αιώνας των βοριάδων. Η έβδομη μέρα της γένεσης πρέπει να χαρίστηκε από τον Δημιουργό στους ποιητές. Γιατί αυτοί στα υποστατικά τους φτιάχνουν τα μοντέλα τους πιο γραφικά κι από αυτά του ίδιου του Θεού.
Διατελέσατε υπουργός Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Αλβανία. Μπορεί η ποίηση να συμβιώσει και να φτάσει στην εξουσία;
Στις δημοκρατικές αλλαγές στην Αλβανία συμβάλαμε κι εμείς οι εκεί Έλληνες. Κανένας από μας δεν ήταν πολιτικός και δεν είχε μια τέτοια εμπειρία. Όμως μπροστά σ' αυτό το ιστορικό άνοιγμα, αναρωτηθήκαμε: «Τι θα γίνει; Ποια η εκπροσώπησή μας στους νέους καιρούς;» Και ιδρύσαμε όλοι μαζί την οργάνωση ΟΜΟΝΟΙΑ κι οι συγκυρίες με κάνανε κι εμένα υπουργό Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κι αργότερα διπλωμάτη, μορφωτικό σύμβουλο στην Αθήνα. Όταν η ΟΜΟΝΟΙΑ και το ΚΕΑΔ μου πρότειναν αυτές τις θέσεις, αναρωτήθηκα αν θα 'ταν σωστό αυτό για έναν ποιητή δίχως να κατέχει τις οργανωτικές, διοικητικές και διπλωματικές εμπειρίες. Όντας συνειδητοποιημένος ότι αναλάβαινα εκτός από το μεγάλο βάρος της εντιμότητας να εκπροσωπεύσω τους ομοεθνείς μου κι ένα άλλο μεγάλο ρίσκο για την ποιητική βιογραφία μου, μες στα βαλκανικά γνωστά εθνικιστικά συμπλέγματα. Από κει μ' αποκάλεσαν δούρειο ίππο της Ελλάδας στην αλβανική κυβέρνηση και υπηρέτη των Ελλήνων στην Αλβανική Πρεσβεία (αν και στη θητεία μου πρόβαλα τον πολιτισμό και μετέφρασα τόσους ποιητές και πεζογράφους). Κι από δω, οι δικοί μας συντοπίτες «πατριώτες» της κακιάς ώρας το ίδιο ρεφρέν στις φυλλάδες τους: αλβανικός δούρειος ίππος κατά της Ελλάδας. Αλλά, δόξα σοι ο Θεός, βγήκα με έντιμα χέρια. Εκτός από 'να ελάχιστο έκζεμα άγχους που το 'χω ξεπεράσει. [Χαμογελάει.] Η ποίηση έχει οικουμενικές αξίες και ρίζες, είναι ευρείας εμβέλειας, πάνω από εξουσίες και συγκυρίες. Κανένας δεν θέλει να μάθει κι ούτε είναι σημαντικό να ξέρει για έναν ποιητή πού εργάστηκε και πού βρέθηκε. Ο ποιητής θα λογοδοτήσει μπροστά στον Θεό μόνο για την ποιότητα του λογοτεχνικού του έργου. Γι' αυτόν τον πλούσιο αγρό που τάχτηκε να καλλιεργήσει, αν τον καλλιέργησε και πώς τον καλλιέργησε. Και στο υπουργικό συμβούλιο πολλές φορές έχω γράψει στίχους και μεταφράσει Ελύτη.
Πώς διατηρήσατε τη μητρική σας γλώσσα και καταφέρατε να εκφραστείτε γραπτά στην ελληνική γλώσσα;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα Έλληνας πλάι στα συρματοπλέγματα. Μες στη βουβαμάρα βαστούσαμε μυστικά να μη μας ακούν, στα συρτάρια της μνήμης, τους εσωτερικούς μονόλογους της Σίβυλλας και τα ερωτηματικά της Σφίγγας. Και ρωτούσαμε νοερά δυο βήματα πιο πέρα το μαντείο της Δωδώνης για τη μοίρα μας. Ήμουν καλεσμένος σε μια συνάντηση ποιητών με τη Μελίνα Μερκούρη στα Τίρανα, πριν από τα χρόνια της μεταπολίτευσης. «Καλωσόρισες», της είπα. «Ξέρεις ελληνικά;» λέει. «Η μάνα μου», λέω, «δεν ξέρει άλλη γλώσσα εκτός από την ελληνική». Τότε πετάχτηκε και με αγκάλιασε με τα πελώρια χέρια της αυτή η θεόρατη γυναίκα. Η ελληνική είναι η μητρική γλώσσα, που μου γαλούχησε η μάνα μου και καλλιέργησε ο δάσκαλος, λαογράφος πατέρας μου. Ήταν αυτή η γενιά των σπουδασμένων δασκάλων στην Ελλάδα που μας έμαθε ελληνικά στις δύσκολες νύχτες. Αλλιώς, ύστερα από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, κλεισμένοι στη σπηλιά του Πολύφημου θα ροκανίζαμε βουβαμένοι φωνήεντα και σύμφωνα της λαλιάς μας. Και να μην ξεχάσω και κάτι άλλο. Η γιαγιά μου, σοφός αοιδός, που 'ξερε απέξω εκατοντάδες στίχους δεκαπεντασύλλαβους δημοτικών ασμάτων, μου 'μαθε στην αγκαλιά της να απαγγέλλω τα: «Μωρ' Δεροπολίτισσα», «Το γιοφύρι της Άρτας», «Μάνα με τους εννιά σου γιους» και άλλα. Τι μπορούσε να 'κανε για τη μητρική γλώσσα ένα δημοτικό σχολείο στα ελληνικά, αν δεν είχαν συμβάλει πολλοί παράγοντες ριζωμένοι μέσα μας;
Γνωρίζουμε ότι έχετε μεταφράσει ποιητές και συγγραφείς. Μπορείτε να μας αναφέρετε ποια είναι τα κριτήρια της επιλογής τους;
Τα κριτήρια είναι ποιοτικά για να περάσουν στην άλλη όχθη οι εκπρόσωποι της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Να μεταφράσεις έναν ποιητή είναι μια ξεχωριστή εμπειρία, μπαίνεις σε ένα πρωτότυπο εργαστήρι. Εκτός των άλλων, χρειάζεται κόπος και χρόνος, τόσος που θα μπορούσες να δημιουργήσεις έργα δικά σου. Είναι γύρω στους σαράντα οι μεταφρασμένοι ποιητές και οι πεζογράφοι, ξεκινώντας από: Ελύτη, Σεφέρη, Γκάτσο, Εγγονόπουλο, Ρίτσο, Σινόπουλο, Ουράνη, Βαλτινό, Κουμανταρέα, Νόλλα, Γαλανάκη, Βαρβιτσιώτη, Πατρίκιο, Δημουλά, Γκανά, Κοντό, Κ.Γ. Παπαγεωργίου, Κοσμόπουλο, Φωστιέρη, Βλαβιανό, Καψάλη, Γκρη, Μόντη, Χαραλαμπίδη κι άλλους.
Μεταφράσατε το Άξιον εστί και το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας του Οδυσσέα Ελύτη. Είχατε γνωρίσει τον ίδιο τον ποιητή;
Και μετέφρασα τον νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη και συναντήθηκα μαζί του. Η συνάντηση από ονειρική προσγειώθηκε. Σα λάτρης της σουρεαλιστικής του ποίησης από τις καταβολές της, που συμπίπτει με την αισθητική μου, πίστευα ότι θα συναντούσα τον δέκατο τρίτο θεό των Ελλήνων. Και ήμουν τυχερός που με φιλοξένησε ένα μεσημέρι, στη Σκουφά 23. Μιλήσαμε για ποίηση, μετάφραση, Ιστορία. Θυμήθηκε λεπτομέρειες από το πέρασμά του στη γενέτειρά μου στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Πήρα το δικαίωμα της μετάφρασης, γιατί: αφενός, είπε, είσαι ποιητής και αφετέρου, η μετάφραση θα γινόταν από το πρωτότυπο, εκφράζοντας δυσαρέσκεια για μεταφράσεις που έγιναν από μια δεύτερη γλώσσα. Κι ενώ εγώ γύρισα προς τα βόρεια και άρχισα τη μετάφραση, ύστερα από τρεις μήνες αυτός ταξίδεψε για την αθανασία. Πήρα μαζί μου τα λόγια του Ελύτη: «Εσείς οι Έλληνες εκεί πάνω είστε οι καλύτεροι πρέσβεις του ελληνισμού και συνιστώ στους κυβερνήτες μας να σας προσέξουν».
Ποιος είναι ο εσωτερικός κόσμος του ποιητή Νίκου Κατσαλίδα;
Θα μιλήσω μεταφορικά και θα σας πω ότι εγώ δεν έγινα αγρίμι. Ήμουν κλεισμένος στη σπηλιά του Πολύφημου, στο ερεβώδες σπήλαιο του τρόμου αμετάβλητος. Και περίμενα την καταβρόχθισή μου. Κι έκανα τα χέρια χωνί, φωνάζοντας τους αρχαίους θεούς και μάντεις της ελπίδας. Εκεί βαθιά στα Τάρταρα. Στα καταχθόνια όρια της αβύσσου. Στα πιο πηχτά σκοτάδια με του Χάρου τις χειρομαντείες, στ' άχαρα χοροστάσια. Κι έβαζα στη φωτιά της φαντασίας και της οπτασίας μου το ξύλινο σουβλί να τύφλωνα τον Κύκλωπα. Ου... ου... ου... βοούσαν οι βοριάδες. Κι έγινε το θαύμα. Σαν ο Οδυσσέας, βγήκα στο φως του κόσμου, στη μαρμαρυγή των βάρδων. Δίχως την ποίηση ίσως να γινόμουνα αγρίμι να ούρλιαζα τα βράδια. Μα εγώ δεν έγινα αγρίμι σαν κόπηκε στη μέση ο αιώνας των βοριάδων. Η έβδομη μέρα της γένεσης πρέπει να χαρίστηκε από τον Δημιουργό στους ποιητές. Γιατί αυτοί στα υποστατικά τους φτιάχνουν τα μοντέλα τους πιο γραφικά κι από αυτά του ίδιου του Θεού. Και στη μετέπειτα στιγμή του Πύργου της Βαβέλ, όταν άλλαξαν οι γλώσσες, ο ποιητής ανάλαβε να χειριστεί μια άλλη γλώσσα, αυτή της ποίησης, η κοινή γλώσσα του κόσμου, να μας ημερώνει, να μη γινόμαστε αγρίμια. Ένας πιο ωραίος αισθητικός κόσμος των αισθημάτων.
Ποιες είναι οι σχέσεις ζωής και τέχνης και πόσο σας βοηθούν στην ποιητική έκφραση;
Ο παρακλητικός του ηλιοβασιλέματος Νίκος Κατσαλίδας Εκδόσεις του Φοίνικα
Ο παρακλητικός του ηλιοβασιλέματος
Νίκος Κατσαλίδας
Εκδόσεις του Φοίνικα
142 σελ.
Τιμή € 10,00
Έναν άλλο κόσμο ονειρικό, βάσει του μοντέλου, αλλά και πέρα από το μοντέλο, για να ξαναχτίσω θέλησα. Από δω απάνω, απ' τα εκατόκορφα του Αραράτ αντίκρισα τον κόσμο. Από δω, μου 'λεγε η γιαγιά, πήρε η περιστέρα κλάρα ελιάς στο ράμφος για το Νώε. Από τον όγκο και τις κορυφές της Μουργκάνας, από τη Στουγάρα, το Πολύαινον, το Σεντενίκο. Από δω πάνω από τα καταράχια, είδα βουνά και θάλασσες. Άρπαξα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και τα ηλιοβασιλέματα. Άρπαξα τα μπουλούκια των άστρων και των βοριάδων, που ουρλιάζανε στα βράχια για τις μεταφορές μου. Άρπαξα τις αστραπές και τις βροντές που μπήγονταν σαν βέλη γδέρνοντας τα τραγικά βαλαντωμένα χώματά μου. Να τα ημέρωνα στις χούφτες μου, να μεταμόρφωνα τ' άψυχα σ' έμψυχα με το μελισσοβότανο της ποίησης. Έκοψα τα ερωτικά εκατόφυλλα της Πούλιας για τις λεπτεπίλεπτες χορδές της αύρας. Ζήτησα την τροφή των θεών και την αμβροσία των βράχων για να γιγαντώσει το κουράγιο. Έψαξα σημεία θλίψης, πήδησα στη σέλα της σελήνης, βρήκα ηλιακά ρολόγια στα εραλδικά της κίχλης, εκεί που 'χε μείνει φύλακας ο όφις ο οικουρός μας. Γιατί τα κράσπεδα τα ξέπλεναν βροχές και βγαίνανε από τη γη της αντοχής οι ρίζες του αμάραντου και τρίζανε των βράχων οι κοκάλες. Κεκλεισμένοι στη σπηλιά του Πολύφημου περισσότερο κι από τον ίδιο τον Οδυσσέα.
Τι είναι αυτό που μας κάνει να νιώθουμε δυνατοί στη σχέση με τον γενέθλιο τόπο;
Έχω ένα φυλαχτό στον κόρφο μου βαθιά ραμμένο από την παιδική μου ηλικία. Με μια χούφτα χώμα μέσα απ' την ιδιαίτερη, πικρή, μικρή και γραφική πατρίδα, που πάντα αχνίζει κι ευωδιάζει. Και με δυο-τρεις ρίζες του αμάραντου, που πάντοτε με γαργαλίζει. Κι άφοβα περνώ με ανοιχτά αυτιά για την Ιθάκη μου, λυμένος πάνω στα κατάρτια. Και στην κόψη των βοριάδων, στο μεταίχμιο της αστραπής και της βροντής, με τ' ανεμούριό μου στημένο εκεί πάνω στον καμπουριασμένο καβαλάρη του αρχοντικού μου με τα γαλλικά μας κεραμίδια, εγώ δίνω και παίρνω και σφυρίζω στους εξορκισμούς μου με τους ανελέητους βοριάδες. Και γι' αυτό πιστεύω πως εμένα δεν μ' έβαλαν κάτω, δεν με πλευριτώσανε παλεύοντας οι ανελέητοι βοριάδες. Φτιάχνοντας στην ατραπό της μοναξιάς και ημερεύοντας το ύφος των βοριάδων.
diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου