Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

«Ως την τελευταία φλοίδα του κρεμμυδιού – για τον Γκίντερ Γκρας» του Μιχάλη Μακρόπουλου

«Ως την τελευταία φλοίδα του κρεμμυδιού – για τον Γκίντερ Γκρας» του Μιχάλη Μακρόπουλου«Η ενοχή όμως, τόσο η αποδεδειγμένη όσο και η καλυμμένη ή ακόμη και η υποτιθέμενη, μένει. Σε τύπτει συνεχώς, ακόμη και όταν ταξιδεύεις στο πουθενά, αυτή είναι ήδη εκεί και δεν το κουνάει από τη θέση της... Καθώς το κρεμμύδι φυραίνει φλούδα μετά τη φλούδα, τη βλέπεις ανεξίτηλη στις νεαρότερες φλούδες: πότε με κεφαλαία, πότε ως δευτερεύουσα πρόταση ή υποσημείωση, πότε ευανάγνωστη, έπειτα πάλι με ιερογλυφικά που η αποκρυπτογράφησή τους είναι δύσκολη, εάν όχι αδύνατη. Όσον αφορά εμένα, ευανάγνωστη προβάλλει η επιγραφή: Σιώπησα. Επειδή όμως σιώπησαν τόσο πολλοί, παραμένει μεγάλος ο πειρασμός να αγνοήσω εντελώς τη δική μου αφλογιστία, να καταθέσω αντ' αυτού αγωγή εναντίον της γενικής ενοχής ή να μιλήσω για μένα μεταφορικά στο τρίτο πρόσωπο: ήταν, είδε, έκανε, είπε, σιώπησε...»
Με δύο συγγραφείς έχει πιο πολύ συνδεθεί ο μεταπολεμικός γερμανικός λόγος γιατί δεν σιώπησαν: με τον Χάινριχ Μπελ και τον Γκίντερ Γκρας (ήταν μέλη, και οι δύο, της περίφημης λογοτεχνικής ομάδας Gruppe 47, μαζί με την Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, τον Μάρτιν Βάλσερ, τον Ζίγκφριντ Λεντς, κ.ά.π.). Ο πρώτος έφερε τα τραύματα του πολέμου στο κορμί του το ίδιο (λαβώθηκε τέσσερις φορές ως στρατιώτης της Βέρμαχτ) και τούτη η άμεση βίωση της φρίκης, η σωματική, τον έκανε ίσως να 'ναι στον λόγο του πιο λεπτός και υπαινιχτικός, να γράψει σύνθετα ψυχογραφήματα.
Ο Γκρας έζησε παιδί κι έφηβος τον πόλεμο (γνωστή η εξομολόγησή του που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, στο αυτοβιογραφικό Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι · πως στα δεκαεφτά του, τους στερνούς μήνες του πολέμου, στρατολογήθηκε στα Waffen-SS: «Και όμως επί δεκαετίες αρνιόμουν να ομολογήσω τη λέξη και το διπλό γράμμα. Ό,τι είχα δεχτεί με τη βλακώδη περηφάνια των νεανικών μου χρόνων, ήθελα μετά τον πόλεμο να μου το αποσιωπήσω από ντροπή που όλο μεγάλωνε»). Αν και πολέμησε και τραυματίστηκε ελαφρά, βίωσε τον πόλεμο κυρίως σαν ενοχή, και για να μιλήσει για τη γερμανική κατάσταση στράφηκε πίσω σε παλαιότερες φόρμες, στην ευφυή χοντροκοπιά του Ραμπελέ, στην αποσπασματική, περιπετειώδη δομή του πικαρέσκου, στον Γκριμελσχάουζεν ή τον Τιλ Ουλενσπίγκελ (και μαθήτεψε επίσης, «βιβλίο μετά το βιβλίο», στον Άλφρεντ Ντέμπλιν του Βερολίνου Αλεξάντερπλατς).
Πράγματι, στο πρώτο και κορυφαίο του μυθιστόρημα, που το 1999 του χάρισε τελικά το βραβείο Νομπέλ –Το τενεκεδένιο ταμπούρλο, 1959–, μέρος της «Τριλογίας του Ντάντσιχ», της γενέτειράς του (τα άλλα δύο βιβλία της τριλογίας είναι τα Γάτα και ποντίκι, 1961, και Σκυλίσια χρόνια, 1963), χτυπά μια ιοβόλα πικαρέσκα καρδιά και τα πρόσωπα είναι μουτσούνες βγαλμένες, θαρρείς, από πίνακες του Τζορτζ Γκρος ή του Όντο Ντιξ, των ζωγράφων της σχολής της Neue Sachlichkeit –της Νέας Αντικειμενικότητας– και παραπίσω, από σκηνές σε πίνακες του Μπρέγκελ.
Καμία άλλη λογοτεχνική φιγούρα δεν καθρέφτισε ίσως πιο ξεκάθαρα το τρομερό πρόσωπο της Γερμανίας, απ' αυτήν του πρωταγωνιστή του Ταμπούρλου, του Όσκαρ Ματσεράτ, που αρνιέται να ψηλώσει κι έτσι παραμένει νανοφυής, κρούει το παιδικό τενεκεδένιο τύμπανό του και με τα ξεφωνητά του «σπάζει κάθε είδους γυαλί», η κραυγή του «σκοτώνει τα βάζα», το τραγούδι του «κάνει θρύψαλα τα τζάμια των παραθύρων αφήνοντας να βασιλεύουν τα ρεύματα». Παραμένοντας στο σώμα παιδί, ο Όσκαρ ζει τις πικαρέσκες περιπέτειές του. Έχει δυο πιθανούς πατεράδες: ένα μέλος του ναζιστικού κόμματος κι έναν Πολωνό του Ντάντσιχ που εκτελέστηκε κατά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία. Η κρυφή αγαπητικιά του Όσκαρ παντρεύεται τον ναζιστή πατέρα του και το παιδί που γεννά είναι πιθανώς του Όσκαρ, που ωστόσο απογοητεύεται διαπιστώνοντας πως το βρέφος επιμένει να μεγαλώνει και η ανάπτυξή του δεν παύει στα τρία χρόνια. Στον πόλεμο ο Όσκαρ ακολουθεί έναν θίασο από νάνους που ψυχαγωγούν τους Γερμανούς φαντάρους στο μέτωπο, η δεύτερή του αγαπητικιά σκοτώνεται από τους συμμάχους κατά την απόβαση στη Νορμανδία· γίνεται αρχηγός συμμορίας στο Ντάντσιχ, ο ναζιστής πατέρας του εκτελείται από τους Ρώσους· μετά τον πόλεμο πάει στο Ντίσελντορφ, γίνεται γυμνό μοντέλο και επιγραφοποιός σε μνήματα, έπειτα ντράμερ σε τζαζ συγκρότημα (ο Γκρας ήταν επίσης τζαζ ντράμερ) και, τέλος, δέχεται να καταδικαστεί για έναν φόνο που δεν διέπραξε (μιας μοναχής που αγαπούσε ο Όσκαρ) και κλείνεται στο φρενοκομείο, όπου γράφει τ' απομνημονεύματά του.
Οι σκηνές στο Ταμπούρλο έχουν τώντις όλη τη λεπτομέρεια και την γκροτέσκα ζωντάνια ενός φλαμανδικού πίνακα – και άλλωστε η ζωγραφική ήταν πάντα σύντροφος του Γκρας στα συγγραφικά βήματά του. «Από δέκα χρονών αγόρι», γράφει, «ξεχώριζα κιόλας με την πρώτη τον Χανς Μπάλντουνγκ, τον επιλεγόμενο Πράσινο, από τον Γκρίνεβαλντ, τον Φρανς Χαλς από τον Ρέμπραντ και τον Φίλιππο Λίπι από τον Τσιμάμπουε». Μάλιστα, μετά τον πόλεμο μαθήτεψε λιθοξόος και γλύπτης, και η ψυχή του ήταν αυτή ενός παλαιού τεχνίτη που γράφει μ' ειρωνεία: «Θα μπορούσαμε να περιγελάσουμε όλες αυτές τις σαβούρες των installations και τις μοντέρνες ανοησίες, τη νευρική βιντεομανία και τα πηδήματα σαν ακρίδα από event σε event, τα παλιοσίδερα που έχουν ανυψωθεί στην τάξη των αγίων και το υπερπλήρες κενό της πάντα σημερινής βιομηχανίας της τέχνης».
«Έχει κάποια σχέση, θαρρώ, με τις κοινωνικές συνθήκες όπου μεγάλωσα», απαντά σε μια συνέντευξη που έδωσε στο Paris Review, όταν ρωτήθηκε γιατί έγινε συγγραφέας. «Η οικογένειά μας ήταν μικρομεσοαστική· είχαμε ένα δυαράκι. Η αδελφή μου και εγώ δεν είχαμε ο καθένας το δωμάτιό του, δεν είχαμε καν έναν δικό μας χώρο. Στο καθιστικό, ανάμεσα στα δυο παράθυρα, ήταν μια γωνίτσα όπου είχα τα βιβλία μου κι άλλα πράγματα – τις νερομπογιές μου, κ.λπ. Συχνά, έπρεπε να πλάθω στη φαντασία μου τα πράγματα που χρειαζόμουν. Έμαθα από πολύ νωρίς να διαβάζω μέσα σε θόρυβο. Έτσι, αρχίνησα από μικρός να γράφω και να ζωγραφίζω... Ήμουν μεγάλος ψεύτης όταν ήμουν παιδί, αλλά ευτυχώς στη μητέρα μου άρεσαν τα ψέματά μου. Της υποσχόμουν υπέροχα πράγματα. Όταν ήμουν δέκα χρονών, με φώναζε Πέερ Γκιντ...» Και παρακάτω: «Η πεζογραφία, η ποίηση και η ζωγραφική υπάρχουν πλάι πλάι στο έργο μου, με τρόπο πολύ δημοκρατικό. Η γένεση ενός μυθιστορήματος αρχινά μ' ένα ποίημα. Δεν λέω πως (το ποίημα) είναι πιο σημαντικό, αλλά δεν μπορώ να κάνω δίχως αυτό. Το χρειάζομαι ως σημείο εκκίνησης... Η γραφή είναι λιγάκι σαν τη γλυπτική. Πρέπει να δουλεύεις ένα γλυπτό από κάθε πλευρά. Αν αλλάξεις κάτι εδώ, πρέπει ν' αλλάξεις κάτι εκεί... Για ολόκληρες μέρες μπορεί να δουλεύω μια μακριά πρόταση ή μία περίοδο μονάχα... Τα πάντα είναι κει πέρα, αλλά υπάρχει σ' αυτά κάτι βαρύ. Και έπειτα κάνω μερικές αλλαγές, που δεν τις θεωρώ πολύ σημαντικές, κι αυτό είναι! Πάνω κάτω, να τι 'ναι για μένα η ευτυχία. Βαστά δυο τρία δευτερόλεπτα όλα κι όλα και μετά χάνεται, με το που σκέφτομαι την επόμενη περίοδο».
Στην Ελλάδα ο Γκρας μεταφράστηκε από τον Γιάννη Κοιλή (Ένα ευρύ πεδίο, 1995), από την Έμη Βαϊκούση (Γάτα και ποντίκι, 1963), μα ο λόγος του κυρίως συνδέθηκε με το μεταφραστικό τάλαντο και την άοκνη γλωσσική έγνοια της Τούλας Σιετή, που μετέφρασε για τις εκδόσεις Οδυσσέας πέντε έργα του: το Ταμπούρλοκαι τα Ο αιώνας μου, 1999· Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι (απ' όπου είναι παρμένα όλα τα παραπάνω αποσπάσματα εκτός από κείνα της συνέντευξης), 2006· Σαν τον κάβουρα, 2002· Ιστορίες σκοτεινού θαλάμου, 2008.
Στις 13 του φετινού Απρίλη ξεφλουδίστηκε για τον Γκίντερ Γκρας η τελευταία φλοίδα του κρεμμυδιού.
diastixo.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου