Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

«Μεταφράζοντας Αραγκόν το 1952-1953» της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου

«Μεταφράζοντας Αραγκόν το 1952-1953» της Σταυρούλας Γ. ΤσούπρουΗ συλλογή διηγημάτων Σκλαβιά και μεγαλείο του Λουί Αραγκόν, στη μετάφραση του Κοσμά Πολίτη, κυκλοφόρησε πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1953, από τις Εκδόσεις Σύγχρονα Βιβλία, και δεύτερη φορά το 1988, μετά τον θάνατο του μεταφραστή, από τις Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος (συμπληρωμένη με ένα μάλλον εκτενές Βιογραφικό Σημείωμα για τον Γάλλο συγγραφέα, για το οποίο δεν αναφέρεται μεταφραστής)· έκτοτε κυκλοφορεί μέχρι σήμερα. Το γεγονός ότι ο Κοσμάς Πολίτης μεταφράζει έναν κομμουνιστή συγγραφέα το 1953 δεν είναι, μάλλον, τυχαίο, καθώς, μόλις το 1951 είχε κατέβει ο ίδιος ως υποψήφιος βουλευτής της ΕΔΑ (αργότερα, δε, κάτι αντίστοιχο δεν θα ήταν εξίσου πιθανό, δεδομένου ότι ο συγγραφέας διέκοψε πιθανότατα τους δεσμούς του τόσο με το ΚΚΕ όσο και με την ΕΔΑ), παρόλο που, όπως είναι γνωστό (και ισχύει, εξάλλου, έως έναν βαθμό γενικότερα), δεν επέλεγε ο ίδιος τα προς μετάφραση κείμενα, αλλά κατά κανόνα δεχόταν ό,τι του ανέθεταν· κάποιον ρόλο, πάντως, είναι πιθανόν να έπαιξε και η ιδεολογική σύμπλευσή του τότε με τον Αραγκόν. (Τα παραπάνω, ωστόσο, καθόλου δεν εξασφάλιζαν, όπως θα δούμε, και την «ακεραιότητα» του πρωτότυπου κειμένου.)
Η σχέση του Λουί Αραγκόν με τη σύγχρονή του τότε ελληνική πνευματική ζωή, κυρίως, δε, με την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου (και πολύ αργότερα και με τον ίδιο τον ποιητή), είναι ασφαλώς γνωστή, ενώ, από την ελληνική πλευρά, γενικότερα η γενιά του ’30, ιδιαίτερα, δε, ο Οδυσσέας Ελύτης και οι υπερρεαλιστές Ανδρέας Εμπειρίκος και Νίκος Εγγονόπουλος γνώριζαν, βέβαια, ήδη, πολύ καλά και διαλέγονταν με το έργο τόσο του Λουί Αραγκόν όσο και των Πολ Ελιάρ και Αντρέ Μπρετόν, των θεμελιωτών, δηλαδή, του Υπερρεαλιστικού κινήματος. Από ένα σημείο και μετά, ωστόσο, ο Αραγκόν, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας ήδη από το 1927, διαχώρισε τη θέση του (όπως και ο Πολ Ελιάρ), αποφασίζοντας να υιοθετήσει ως «γνώμονα της τέχνης του», ποιητικής και πεζογραφικής, τον «σοσιαλιστικό ρεαλισμό» (Σπανός 1987: 11), ο οποίος, βεβαίως, «πόρρω απέχει από τα προτάγματα του υπερρεαλισμού» (Δημητρούλια 2013: 3), χωρίς αυτό να σημαίνει και ότι υποτάχθηκε στις σοβιετικές κατευθυντήριες γραμμές. Παρασημοφορημένος, επιπλέον, ήδη, με τον Πολεμικό Σταυρό του Μετώπου κατά τον Α′ Παγκόσμιο Πόλεμο και μαχόμενος δίπλα στον Αντρέ Μαλρό ενάντια στον φασισμό, μέσα από τον Διεθνή Σύνδεσμο των Συγγραφέων για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού, ο Αραγκόν επιστρατεύεται, το 1940, ύστερα και από δικό του αίτημα (στην ηλικία των 43 ετών), και πολεμά στη Φλάνδρα. «Μετά την ανακωχή του 1940 ετοιμάζει με άλλους συγγραφείς την Αντίσταση. Στη Νότια Γαλλία, μετά στη Λυών, οργανώνεται σε παράνομα δίκτυα», ενώ «με ψευδώνυμο ή και επώνυμα γράφει ακατάπαυστα» (Σπανός 1987: 8-9, 11).
Η επιλογή, λοιπόν, να μεταφραστούν κάποια από τα διηγήματα της συλλογής Σκλαβιά και μεγαλείο των Γάλλων στα ελληνικά σήμαινε την απόφαση να μεταφερθούν στη γλώσσα ενός επίσης πολύ (αν όχι περισσότερο) βασανισμένου από τη Γερμανική Κατοχή λαού τα αντιστασιακά διηγήματα του Γάλλου εθνικού ποιητή, όσο ακόμα ο απόηχος του Πολέμου δεν είχε σβήσει. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι αυτός ο εθνικός ποιητής συνέβαινε να είναι κομμουνιστής είχε έναν πολύ συγκεκριμένο αντίκτυπο στο μεταφρασμένο στην ελληνική κείμενο, μιας και θα έπρεπε, λόγω των εγχώριων πολιτικών συνθηκών, να απαλειφθούν ορισμένα επίμαχα σημεία του πρωτοτύπου.
Η συλλογή των διηγημάτων του με τον τίτλο Servitude et grandeur des Français (Σκλαβιά και μεγαλείο των Γάλλων) εκδίδεται στις 22 Μαΐου 1945, μετά την απελευθέρωση, και συγκεντρώνει υπό κοινή στέγη τα διηγήματα: «Συναπαντήματα» («Les Rencontres»), «Οι καλοί γειτόνοι» («Les Bons Voisins»), «Εξομολόγηση του 1943» («Pénitent 1943»), «Ο Βαλτός» («Le Mouton»), «Ο Συνεργάτης» («Le Collaborateur»), «Οι νέοι άνθρωποι» («Le Jeunes Gens») και «Το ρωμαϊκό δίκαιο δεν υπάρχει πια» («Le droit romain n’est plus») – από αυτά τα επτά διηγήματα στην ελληνική έκδοση συμπεριελήφθησαν μόνον τα τέσσερα πρώτα (των οποίων οι τίτλοι παρετέθησαν εδώ στη μετάφραση του Κοσμά Πολίτη). Από την προηγηθείσα παράθεση γίνεται, δε, φανερό ότι ο τίτλος της συλλογής (στην ελληνική έκδοση παραλείφθηκε ο προσδιορισμός «των Γάλλων», που υπήρχε στο πρωτότυπο, με αποτέλεσμα να διευρυνθούν οι δυνατότητες απήχησης και εφαρμογής της συγκεκριμένης θεματικής) δεν είναι δανεισμένος, όπως συνηθίζεται, από κάποιο από τα διηγήματα, αλλά τίθεται συνειδητά ως σχόλιο του συγγραφέα επί της θεματικής και του στόχου τους, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον έπαινο, τη δοξολογία των Γάλλων που στρατεύθηκαν με γενναιότητα στην Αντίσταση κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο[1]. Άλλωστε, ο Αραγκόν «ήταν πια ο εθνικός ποιητής της Γαλλίας, ακολουθώντας τα χνάρια του Ουγκώ» (Δημητρούλια 2013: 4), ο «εθνικός βάρδος» της (Σπανός 1987: 12)· είναι, εξάλλου, ο πιο πολυτραγουδισμένος Γάλλος ποιητής (Sadoul 1985: 229). Tα ποιήματά του «τα έριχναν σαν προκηρύξεις τα συμμαχικά αεροπλάνα» και «τα διάβαζε όλος ο κόσμος», ενώ ο Στρατηγός ντε Γκολ είχε «απαγγείλει τρεις στίχους από το ποίημα “Πιο όμορφη από τα δάκρυα” / “Plus belle que les larmes” σε μια ομιλία του το 1943», η οποία είχε μεταδοθεί από το ραδιόφωνο (Aragon 2000, «Chronologie», σ. LXIII ).
Η επιλογή, λοιπόν, να μεταφραστούν κάποια από τα διηγήματα της συλλογής Σκλαβιά και μεγαλείο των Γάλλων στα ελληνικά σήμαινε την απόφαση να μεταφερθούν στη γλώσσα ενός επίσης πολύ (αν όχι περισσότερο) βασανισμένου από τη Γερμανική Κατοχή λαού τα αντιστασιακά διηγήματα του Γάλλου εθνικού ποιητή, όσο ακόμα ο απόηχος του Πολέμου δεν είχε σβήσει. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι αυτός ο εθνικός ποιητής συνέβαινε να είναι κομμουνιστής είχε έναν πολύ συγκεκριμένο αντίκτυπο στο μεταφρασμένο στην ελληνική κείμενο, μιας και θα έπρεπε, λόγω των εγχώριων πολιτικών συνθηκών, να απαλειφθούν ορισμένα επίμαχα σημεία του πρωτοτύπου. Έτσι, δεν μπορούμε παρά να εικάσουμε ότι ο Κοσμάς Πολίτης υποχρεώθηκε στις ακόλουθες, μεταξύ άλλων, προσαρμογές: α) στο μεταφρασμένο κείμενο, το «communiste» του πρωτοτύπου κάποτε, αν και όχι όλες τις φορές, αποδίδεται ως «επαναστάτης», κάποτε ως «αντάρτης» και κάποτε ως «αριστερός» (Αραγκόν 1988: 20, 21, 8 αντίστοιχα), β) από το μετάφρασμα έχουν παραλειφθεί γενικότερα κάποιες σχετικές με τον κομμουνισμό και τους κομμουνιστές αναφορές (για κάποιες τέτοιες παραλείψεις βλ., επί παραδείγματι, στο Aragon 2000: 1136), γ) μεταξύ των, λίγο έως πολύ, αναμενόμενων, σε κάθε απόπειρα μετάφρασης, παραλείψεων, που αφορούν σε λέξεις ή φράσεις του εκάστοτε πρωτότυπου κειμένου, συγκαταλέγονται εδώ, προφανώς διόλου τυχαία, και οι αναφορές του ονόματος του κομμουνιστή στρατάρχη Τίτο (βλ. στο πρωτότυπο, Aragon 2000: 1136, 1139, 1140).
Ως προς την, ήδη θιγείσα νωρίτερα εδώ, ιδεολογική συμπόρευση μεταφραζομένου και μεταφραστή, προκειμένου για εκείνη ειδικά την εποχή, πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η κομμουνιστική συνείδηση του Αραγκόν σε αυτά τα διηγήματα δεν παρουσιάζεται αρραγής· αντιθέτως, αντιμετωπίζει συγκεκριμένα διλήμματα, δημιουργημένα κυρίως από τον ευρύτερο διχασμό των Ευρωπαίων κομμουνιστών απέναντι της εθνικής, από τη μια, ή της διεθνικής οδού, από την άλλη, και, επιπλέον, από το ειδικότερο πρόβλημα το οποίο είχε προκύψει ύστερα από την υπογραφή του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου, στις 23 Αυγούστου 1939. Η ως άνω διλημματική κατάσταση απηχείται ορισμένως τόσο στη θεματική όσο και στους χαρακτήρες της συλλογής, η συγγραφή των διηγημάτων της οποίας συμπίπτει, εν πολλοίς, με την αρχή της συγγραφής του εξάτομου έργου του Αραγκόν Οι Κομμουνιστές. (Να σημειώσουμε, παρεμπιπτόντως, εδώ ότι και ο ίδιος ο Κοσμάς Πολίτης είχε συγγράψει, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1945, δύο αντιστασιακά διηγήματα, με τους τίτλους «Το ρέμα» και «Ένα διπλό» αντίστοιχα, ενταγμένα τώρα στη συλλογή Η Κορομηλιά. Και άλλα διηγήματα· στο δεύτερο από αυτά, διαβάζουμε τον διάλογο ανάμεσα σε έναν φασίστα και έναν κομμουνιστή.)
Τρία από τα διηγήματα της συλλογής Σκλαβιά και μεγαλείο (το 2ο, το 3ο και το 4ο) είχαν ήδη κυκλοφορήσει παράνομα στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στη Γαλλία, αν και, βέβαια, δεν θα μπορούσαν να συναγωνιστούν τα ποιήματα του Αραγκόν της ίδιας περιόδου, από την άποψη του εθνικού ενθουσιασμού και της αγωνιστικής διάθεσης που αυτά τα τελευταία ενέπνεαν. Ποιοτικά άνισα μεταξύ τους, τα διηγήματα της συγκεκριμένης συλλογής πέρασαν μάλλον απαρατήρητα, αν και βασίζονταν σε αληθινά γεγονότα, στοιχείο που θα μπορούσε να τα προσδιορίσει και ως μαρτυρίες, ανάμεικτες πάντως, ενίοτε, με ελαφρότερα ζητήματα. Αυτό το χαρακτηριστικό οφείλεται οπωσδήποτε και στις ιδιαίτερες συνθήκες της περιόδου κατά την οποία, κυρίως τα τελευταία από αυτά, γράφτηκαν: τους μήνες Μάιο-Ιούλιο του 1944, η ήττα των Γερμανών προδιαγράφεται όλο και σαφέστερα, ενώ, εξαιτίας αυτού, οι ίδιοι γίνονται όλο και πιο σκληροί. Συνάγεται από ορισμένα στοιχεία (πρόσωπα που επανέρχονται, κοινοί χώροι δράσης) ότι ο Λουί Αραγκόν πιθανόν να ήθελε να εντάξει αυτές τις ιστορίες σε ένα ενιαίο (μυθιστορηματικό;) κάδρο, ενώ απολύτως σίγουρο και πασιφανές είναι το ιδεολογικό μήνυμα: η αντίσταση στον γερμανικό ναζισμό έτεινε να γίνει το εθνικό σπορ των Γάλλων, ήδη από το 1942. Ενδεικτικά: ο δημοσιογράφος Vandermeulen, του πρώτου διηγήματος, αρχικά εχθρικός απέναντι στους κομμουνιστές, σιγά σιγά συντάσσεται με τις θέσεις των Αντιστασιακών, ενώ ακόμα και οι, λίγοι συγκριτικά, καταδότες δεν αποτελούν πάντοτε περιπτώσεις μη αναστρέψιμες, όπως διαμηνύει ένα από τα διηγήματα που δεν συμπεριελήφθησαν στην ελληνική έκδοση (το «Le Collaborateur»). Ο Daniel Bougnoux, επιμελητής της έκδοσης στη Βιβλιοθήκη Pléiade, θεωρεί πως αδίκως αυτά τα διηγήματα παραμένουν ξεχασμένα, καθώς, στις καλύτερες από τις σελίδες της συλλογής, το εθνικό τραγούδι του ποιητή Αραγκόν συνοδεύεται αξιέπαινα από το άλλο του πρόσωπο, τον καλό πεζογράφο.
Μεταξύ των διηγημάτων, πάντως, ξεχωρίζει για τον κεφάτο χαρακτήρα του, στοιχείο που εξηγεί εύκολα το γεγονός ότι είναι και το πιο δημοφιλές, το διήγημα με τον τίτλο «Οι καλοί γειτόνοι» (ήδη από τον τίτλο φαίνεται η «προσαρμογή» του Κοσμά Πολίτη στην ανάλαφρη διάθεση του Αραγκόν). Μικρή θεατρική κωμωδία (saynete) το χαρακτηρίζει ο επιμελητής Daniel Bougnoux (Aragon 2000: «Notice», 1446), όπου ο Αραγκόν βρίσκει την ευκαιρία, διασκεδάζοντας τον ζόφο των ημερών, να εκμεταλλευθεί το πάθος του για τις διαλογικές σκηνές, καταγράφοντας με έμπνευση μία πολυφωνία προερχόμενη τόσο από εξωτερικές όσο και από εσωτερικές πηγές. Ο ως άνω κινηματογραφικός-ραδιοφωνικός οίστρος, ωστόσο, τον οποίο, σημειωτέον, ο Έλληνας μεταφραστής αποδίδει με επιτυχία, δεν αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη, ο οποίος, παρ’ όλο το ευτράπελο του επεισοδίου, όπως αυτό παρουσιάζεται από τον συγγραφέα, είναι σε θέση να κατανοήσει ότι παρόμοιες βάρβαρες εισβολές τής, πανταχού παρούσας και αλαζονικής, αστυνομίας, στα σπίτια των συνηθισμένων ανθρώπων, εντάσσονταν στην πολύ δύσκολη καθημερινότητα της περιόδου της Γερμανικής Κατοχής (η εσωτερική χρονολόγηση του διηγήματος το τοποθετεί στον Ιούλιο του 1942, δίνοντάς του έτσι και τη χρονική προτεραιότητα συγγραφής έναντι των υπολοίπων). Η προαναφερθείσα, δε, αναφορά των διηγημάτων σε αληθινά γεγονότα ενισχύεται, μεταξύ άλλων, και από την εμφάνιση, με άλλο όνομα (αν και όχι τόσο διαφορετικό από το πραγματικό), ενός ιστορικού – πραγματικού προσώπου, στο τρίτο από τα μεταφρασμένα διηγήματα, στο διήγημα με τον τίτλο «Εξομολόγηση του 1943»: ο εφημέριος Λερουά (Leroy), ο οποίος συμπρωταγωνιστεί εκεί με τον «εξομολογούμενο» του τίτλου, είναι ο αβάς François Larue, ένας από τους μάρτυρες της λυονέζικης Αντίστασης, στο πρεσβυτέριο του οποίου λάμβαναν χώρα μυστικές συναντήσεις, με τη συμμετοχή σε κάποιες (κατά το 1943) και του ίδιου του Αραγκόν (Aragon 2000: «Notes et Variantes», 1448). Ο Αραγκόν είχε γράψει, με άλλη ευκαιρία, για την ηρωική αφοσίωση αυτού του ιερωμένου, τον οποίο οι στρατιώτες του Χίτλερ έκαψαν ζωντανό, ενώ στο χειρόγραφο του διηγήματος, πριν από την έντυπη έκδοση, το αληθινό όνομά του κοσμούσε τις σελίδες ως ελάχιστος φόρος τιμής. Είναι φανερό πως ο Αραγκόν του συγκεκριμένου διηγήματος (αλλά και γενικότερα αυτής της συλλογής) βρίσκεται πολύ μακριά από τον συγγραφέα των αντικληρικών κειμένων της προηγούμενης δεκαετίας, καθώς εκείνο που επιδιώκει και, τελικά, κατορθώνει να παρουσιάσει είναι η συνένωση όλων των ζωντανών δυνάμεων της κατεχόμενης Γαλλίας, των χριστιανών συμπεριλαμβανομένων, στον αγώνα κατά του φασισμού (Aragon 2000: 1447).
Όσο για το τέταρτο και τελευταίο από τα διηγήματα που μετέφρασε ο Κοσμάς Πολίτης, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε τον εμπνευσμένα μεταφρασμένο τίτλο του: το «Ο Βαλτός», γραμμένο με κεφαλαία και στις δύο εκδόσεις, μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί «Ο Βάλτος», ενώ αποτελεί απόδοση στην ελληνική του γαλλικού «Le Μouton»· παρατήρηση η οποία μας φέρνει στο ζήτημα της μετάφρασης αυτής καθεαυτήν από τον Έλληνα συγγραφέα.
Πέρα από τις ιδιαιτερότητες του λεξιλογίου του ίδιου του Κοσμά Πολίτη[2] και τα αρκετά, οπωσδήποτε, μεταφραστικά λάθη (εκτός των προαναφερθεισών εδώ και επιβεβλημένων, όπως είδαμε, για συγκεκριμένους λόγους, παραλείψεων και αλλαγών) που υπάρχουν (και για των οποίων την επισήμανση και διόρθωση θα χρειαζόταν ειδική μελέτη), οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο μεταφραστής κατορθώνει να μεταφέρει με αρκετή πιστότητα τον, συχνά πολύ κοντά στον προφορικό, αφηγηματικό λόγο του Αραγκόν, δημιουργώντας παράλληλα ένα ρέον, εύληπτο κείμενο στην ελληνική γλώσσα. Υπάρχουν, δε, σημεία στο μεταφρασμένο κείμενο, τα οποία (κατόπιν αντιπαραβολής με το πρωτότυπο) διαβεβαιώνουν τον μελετητή τόσο για την πολύ καλή γνώση της γαλλικής από τον μεταφραστή Κοσμά Πολίτη (της γαλλικής γλώσσας όχι μόνον των βιβλίων και των λεξικών, αλλά και της καθημερινής συνομιλίας), όσο και για το συγγραφικό ταλέντο του – στοιχείο το οποίο τον κατέστησε ικανό να συλλάβει το ιδιαίτερο ύφος του μεταφραζόμενου Αραγκόν και να το μεταφέρει στην ελληνική, όχι αυτούσιο (ετούτο, ούτως ή άλλως, δεν είναι ποτέ εφικτό), αλλά προσαρμοσμένο στις δικές της συνθήκες, πάντα όμως διακριτό και ελκυστικό, ως αποτέλεσμα μιας ευπρόσδεκτης υφολογικής (και ιδεολογικής) μείξης και συμφωνίας.
[1 ] Σχετικά με τη διατιτλική σχέση, η οποία συνδέει αυτήν τη συλλογή διηγημάτων του Louis Aragon με το έργο, κατά κύριο λόγο, του Alfred de Vigny, Servitude et grandeur militaires (1835), αλλά και με το έργο του Berthold Brecht, βλ. στο: Aragon 2000, «Notice du Recueil» (par Daniel Bougnoux), σ. 1439 (εκεί και μία νύξη για τη διατιτλική-διακειμενική σχέση που συνδέει δύο από τα διηγήματα αυτής της συλλογής του Aragon με ένα θεατρικό κείμενο του Brecht). Συνολικά οι παραπομπές στο παρόν άρθρο γίνονται στις ακόλουθες εκδόσεις: Aragon, Œuvres romanesques complètes II, Édition publiée sous la direction de Daniel Bougnoux avec, pour ce volume, la collaboration de Raphaël Lafhail-Molino, Bibliothèque de la Pléiade, nrf, Gallimard, 2000// Aragon, LouisΜπλανς ή Η λησμονιά, Εισαγωγή – Μετάφραση: Γιώργος Σπανός, Σύγχρονη Κλασική Βιβλιοθήκη/ Εξάντας, 1987// Αραγκόν, Επιμέλεια γαλλικής έκδοσης: Georges Sadoul, Μετάφραση: Γιώργος Σπανός, Πλέθρον, <Πρόσωπα και Ιδέες/ Λογοτεχνία 8>, Αθήνα, 1985// Αραγκόν, Λουΐ Σκλαβιά και μεγαλείο (Διηγήματα), Μετάφραση: Κοσμά Πολίτη, Εκδοτικός οίκος Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος & ΣΙΑ Ο.Ε., <Κλασική Λογοτεχνία 108>, Αθήνα, 1988// Αραγκόν, Σκλαβιά και μεγαλείο (Διηγήματα), Μετάφραση: Κοσμά Πολίτη, Σύγχρονα βιβλία, Αθήνα, Ιούλιος 1953// Δημητρούλια, Τιτίκα «Ο ποιητής Λουΐ Αραγκόν σήμερα», Τα Ποιητικά 10, Ιούνιος 2013, σσ. 1-5/ Πολίτης, Κοσμάς Η Κορομηλιά. Και άλλα διηγήματα, Ερμής, Αθήνα, 1990. [2 ] Βλ. σχετικά και εκτενώς στο Επίμετρο της έκδοσης: Πόε, Έδγαρ Άλλαν Αφηγήματα. Οι ιστορικές μεταφράσεις από τον Κοσμά Πολίτη, Επιμέλεια – Επίμετρο: Στέφανος Μπεκατώρος, Ελληνικά Γράμματα, 2006.
 diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου