Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

Βαγγέλης Ραπτόπουλος: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959. Έργα του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες και διασκευάστηκαν για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Το προσωπικό αρχείο του βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Έχει δημοσιεύσει είκοσι τίτλους μυθοπλασίας (Διόδια, Τα τζιτζίκια, Ο εργένης, Λούλα, Η απίστευτη ιστορία της πάπισσας Ιωάννας, Μαύρος γάμος, Η επινόηση της πραγματικότητας, Φίλοι, Η Μεγάλη Άμμος, Ιστορίες της λίμνης, Η πιο κρυφή πληγή, Λεσβία κ.ά.), τέσσερα βιβλία μεταξύ χρονικού και αυτοβιογραφίας (Ακούει ο Σημίτης Μητροπάνο;, Η δική μου Αμερική, Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας), καθώς και μια συλλογή-σύνθεση με μεταφρασμένα αποσπάσματα από αρχαίους Έλληνες συγγραφείς (Αρχαία συνταγή: Ηρόδοτος, Ηράκλειτος, Λουκιανός). 
Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;
Ιούλιος Βερν και Καζαντζάκης ήταν οι πρώτοι συγγραφείς που διάβασα με τον τρόπο που ακόμη διαβάζω όσους μ’ αγγίζουν βαθιά, δηλαδή πιάνοντας τα βιβλία τους στη σειρά, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Ωστόσο, λογοτεχνία είναι και αναγνώσματα όπως ο Μικρός σερίφης. Ή τα κόμικς, από το Μίκυ Μάους ως το Λούκι Λουκ. Λαϊκή λογοτεχνία για την ακρίβεια, η οποία δεν νομίζω ότι με καθόρισε λιγότερο ως δημιουργό. Πράγμα που ισχύει και για πολλές κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, τραγούδια και έργα ζωγραφικής. Οι επιδράσεις ακολουθούν πολλά μονοπάτια.
Ποιοι συγγραφείς σας επηρέασαν;
Θα μπορούσα ν’ αναφέρω πεζογράφους, ποιητές, θεατρικούς συγγραφείς, δοκιμιογράφους και στοχαστές που θα ήθελα να μ’ έχουν επηρεάσει. Αλλά ποιοι μ’ έχουν όντως επηρεάσει δυσκολεύομαι να πω, τόσο κοντά που έχω τη μύτη μου στον καθρέφτη.
Με το μυθιστόρημα Χάσαμε τον μπαμπά εξερευνάτε το καίριο ζήτημα της απουσίας του πατέρα. Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η απουσία για ένα παιδί;
Η απουσία του πατέρα, και μάλιστα η καθολική απουσία του από τα έντεκα ενός παιδιού μέχρι τα τριάντα του, όπως συμβαίνει στο μυθιστόρημά μου, προκαλεί μια τεράστια ανισορροπία. Γι’ αυτό και ο ήρωάς μου αναπαράγει στην ερωτική ζωή του το χάος που άφησε πίσω του ο μπαμπάς του. Τηρουμένων των αναλογιών, η παρατεταμένη απουσία ενός πατέρα από τη ζωή του παιδιού του μοιάζει με την απουσία ενός ποδιού ή ενός χεριού από έναν άνθρωπο ή, πιο σωστά, με την απουσία ενός ποδιού κι ενός χεριού μαζί. Το γεγονός ότι τα δικαστήρια δεν υποχρεώνουν και τους δύο διαζευγμένους γονείς να μοιράζονται το παιδί τους επί ίσοις όροις (κάτι που συμβαίνει στις ανεπτυγμένες χώρες, και δειλά δειλά αρχίζει να συζητιέται κι εδώ, και μιλάω για την αποκαλούμενη «συνεπιμέλεια»), είναι μια τερατώδης αδικία, ένα φρικτό λάθος, που εύχομαι να αποκατασταθεί και να επανορθωθεί το συντομότερο δυνατόν. Πώς μπορεί ένα παιδί να βλέπει τον πατέρα του μόνο κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο, και μάλιστα σύμφωνα με τον νόμο; Κατά τα άλλα, εμμέσως, το Χάσαμε τον μπαμπά θίγει το μείζον ζήτημα της απουσίας του αρσενικού προτύπου στις σύγχρονες κοινωνίες. Μια ακόμη μεγαλύτερη ανισορροπία, στην οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η ρευστότητα που βιώνουν σήμερα και τα δύο φύλα.
Ο πατέρας του Άγγελου έχει φύγει με τη θεία του Τίνα. Όταν είχε πρωτοσυνδεθεί μαζί της ερωτικά, πριν ακόμη κάνει παιδί, κατέγραψε τις σκέψεις του για τη σχέση τους σ’ ένα τετράδιο. Γιατί;
Ο ανώνυμος μπαμπάς του ήρωά μου συνδέεται ερωτικά με την αδελφή της γυναίκας του, την Τίνα, σε δύο φάσεις. Η πρώτη, από την οποία προέρχεται και το τετράδιο που αναφέρετε, πριν ακόμη παντρευτεί την αδελφή της Τίνας κι αποκτήσει μαζί της παιδί. Κι όταν η μετέπειτα κουνιάδα του φεύγει για σπουδές στην Αγγλία και του ζητά να χωρίσουν, ο μπαμπάς Γεωργιάδης γράφει όσα γράφει σ’ ένα τετράδιο προκειμένου να ξορκίσει, να αντιμετωπίσει τον πόνο του χωρισμού. Όσο για τη δεύτερη φάση, αφού έχει γίνει πια πατέρας, τότε είναι που επανασυνδέεται με τη θεία Τίνα και φεύγει μαζί της, εγκαταλείποντας τη γυναίκα και τον γιο του, τον Άγγελο. Το τετράδιο πέφτει στα χέρια του Άγγελου μετά από τον θάνατο του μπαμπά του, δηλαδή μετά από την οριστική και αμετάκλητη απώλειά του. Και κατ’ ουσίαν πρόκειται για ένα εξομολογητικό κείμενο που υποκαθιστά στη συνείδηση του γιου την απούσα πατρική φιγούρα. 
Θα μπορούσα ν’ αναφέρω πεζογράφους, ποιητές, θεατρικούς συγγραφείς, δοκιμιογράφους και στοχαστές που θα ήθελα να μ’ έχουν επηρεάσει. Αλλά ποιοι μ’ έχουν όντως επηρεάσει δυσκολεύομαι να πω, τόσο κοντά που έχω τη μύτη μου στον καθρέφτη.
Ο γιος του Άγγελος προσπαθεί να μιμηθεί τον πατέρα του. Ποια προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει αυτή η μίμηση;
Τα παιδιά μιμούνται θέλοντας και μη τους γονείς τους, αλλά και το υπόλοιπο κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνουν. Εάν δεν είχα γίνει πατέρας, ίσως και να μην είχα καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα με τόσο μεγάλη βεβαιότητα. Ο άνθρωπος μαϊμουδίζει τον κόσμο γύρω του πολύ περισσότερο απ’ όσο αντέχει να το ομολογήσει στον εαυτό του. Ευτυχώς, όμως, καθώς διαμορφώνεται το εγώ μας και κατασταλάζει η μοναδικότητα της ταυτότητάς μας, διαφοροποιούμαστε αρκούντως από τις επιδράσεις των γονιών, των φίλων και των προτύπων μας. Εάν παραμέναμε σκέτα προϊόντα μίμησης, είδωλα άλλων υπάρξεων σ’ έναν καθρέφτη, το αποτέλεσμα θα ήταν τραγικά στείρο. Ωραίο θέμα για δυστοπικό μυθιστόρημα της λογοτεχνίας του φανταστικού, εδώ που τα λέμε: ένας εφιαλτικός κόσμος γεμάτος απομιμήσεις γονιών, που κι αυτοί είχαν μιμηθεί τους γονείς τους, ένα αρχικό ζευγάρι που αντικατοπτρίζεται στα παιδιά του ξανά και ξανά αενάως.
Μου άρεσε η περιγραφή που κάνετε για το διαμέρισμα όπου συναντιόταν ο πατέρας του Άγγελου και η Τίνα. Κάποτε όμως δεν ήταν όνειρο να έχεις ένα διαμέρισμα;
Η εξαντλητική περιγραφή της γκαρσονιέρας όπου συχνάζει το ζευγάρι του μπαμπά και της Τίνας στην αρχική φάση του έρωτά τους αντιγράφει την ανάλογη τεχνική του Άρη Αλεξάνδρου στο Κιβώτιο. Εκεί, όποτε πρέπει να ειπωθεί κάτι κρίσιμο συναισθηματικά ή υπαρξιακά, ο αφηγητής το ρίχνει στις περιγραφές, ώστε να καθυστερήσει την αποκάλυψη. Και μιλάμε για λεπτομερείς περιγραφές που θυμίζουν το ξεχασμένο σήμερα πια νουβό ρομάν ή αντιμυθιστόρημα. Το ίδιο κάνει και ο πατέρας του Άγγελου, καθυστερώντας να αποκαλύψει ότι η Τίνα του έχει ζητήσει να χωρίσουν. Εκείνα τα χρόνια (τέλη της δεκαετίας του ’70), ιδίως για τα νεαρά ζευγάρια που δεν έβρισκαν εύκολα ερωτικό καταφύγιο, ένα διαμέρισμα ήταν όντως όνειρο. Όπως ήταν όνειρο και για πάμπολλους μεροκαματιάρηδες, ως πρώτη κατοικία. Το θλιβερό είναι ότι σήμερα που η οικονομική κρίση μάς έχει τσακίσει, οι πλειστηριασμοί των τραπεζών απειλούν να μας πάρουν τα σπίτια, και με την υψηλή φορολογία δυσκολευόμαστε να τα κρατήσουμε, κινδυνεύουμε να επιστρέψουμε στην παλιά εκείνη κατάσταση. Όπως το θέτει και ο Δημήτρης Νόλλας στο τελευταίο μυθιστόρημά του Ο κήπος στις φλόγες, το μικρομάγαζο και η ιδιοκατοίκηση, γενικότερα η μικροϊδιοκτησία χαρακτήριζε μέχρι τώρα τους ατίθασους, αναρχικούς ατομικιστές που είναι οι Νεοέλληνες. Από δω και πέρα, το σύστημα, θέλοντας να εξαλείψει αυτά ακριβώς τα στοιχεία του συλλογικού χαρακτήρα μας, βάζει στο στόχαστρο τη μικροϊδιοκτησία επιχειρήσεων και κατοικιών. Πράγμα αναμενόμενο, από τη στιγμή που στα χρόνια των παχιών αγελάδων λατρέψαμε τα καταναλωτικά, τα υλικά αγαθά των Γερμανών και των υπόλοιπων ανεπτυγμένων δυτικών, και ακόμη και σήμερα, που δεν μπορούμε να τ’ αποκτήσουμε, εξακολουθούμε να τα λατρεύουμε. Με άλλα λόγια, αυτό είναι το κόστος για το γεγονός ότι έχουμε μεταλλαχθεί σε καταναλωτές, σε υποτελείς του χρήματος, που δεν αναγνωρίζουν άλλη αξία στη ζωή τους.
Η απουσία του μπαμπά φέρνει και ένα καλό. Ο γιος του διαβάζει πολλά βιβλία. Ουδέν κακόν αμιγές καλού;
Στη ζωή μου έχω αγωνιστεί να ωθήσω ένα σωρό φίλες και φίλους ν’ αγαπήσουν τη λογοτεχνία, αλλά το αποτέλεσμα ήταν τις πιο πολλές φορές μια τρύπα στο νερό. Στο βάθος αγνοούμε γιατί κάποιος απολαμβάνει με την ψυχή του ένα πεζό ή ένα ποίημα, και κάποιος άλλος όχι. Επομένως, και στην περίπτωση του ήρωά μου, κανείς δεν ξέρει γιατί έχει καλή σχέση με το διάβασμα, κι ας πιστεύει ο ίδιος ότι το οφείλει στον πατέρα του, που έγραφε ποιήματα. Επίσης, με την αθρόα παραγωγή ασήμαντων λογοτεχνικών βιβλίων στα χρόνια της πλασματικής ευημερίας, η οποία παραγωγή εξακολουθεί απρόσκοπτα και επί οικονομικής κρίσης, με μια ελαφριά κάμψη μόνο, δεν είμαι πια τόσο σίγουρος ότι είναι οπωσδήποτε θετικό να διαβάζει κανείς. Οφείλουμε, επιτέλους, να αναρωτηθούμε πρώτα τι είδους λογοτεχνία διαβάζουν οι άνθρωποι γύρω μας, και στη συνέχεια εάν και κατά πόσο διαβάζουν.
Ο πατέρας γράφει τις σκέψεις του σε ένα τετράδιο και ο γιος στον υπολογιστή. Πρέπει να γράφουμε τις προσωπικές σκέψεις για τη ζωή μας;
Τίποτε δεν πρέπει, τουλάχιστον σε σχέση με το δημιουργικό γράψιμο. Ή με τη δημιουργική γραφή, όπως ονομάζουμε τώρα τελευταία τη λογοτεχνία, επηρεασμένοι από τους Αγγλοσάξονες, οι οποίοι καλλιτεχνικά φαίνεται πια να έχουν κυριαρχήσει σ’ ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Στο Χάσαμε τον μπαμπά το γράψιμο πατέρα και γιου (υποτίθεται ότι) δεν είναι λογοτεχνικό, αλλά αποσκοπεί στην ψυχοθεραπεία. Επειδή το να καταγράφεις τη ζωή σου, ακόμα και σε ημερολογιακή μορφή, βοηθά να αποστασιοποιηθείς από τον εαυτό σου και να δεις καθαρότερα τι σου συμβαίνει. Όμως η λογοτεχνία δεν γράφεται για να ψυχοθεραπευθούν οι δημιουργοί, ασχέτως εάν κάποτε λειτουργεί και κάπως έτσι. Όταν ξεκινάς με παρόμοιες επιδιώξεις, προκύπτουν μέτρια λογοτεχνικά έργα.
Ο Άγγελος φτιάχνει μια σχέση που είναι δύσκολο να επιβιώσει. Γιατί δεν σηκώνει το κεφάλι για να δει την πραγματικότητα;
Ακόμη κι όταν ολοκληρώνεις ένα μυθιστόρημα, δεν σημαίνει ότι ξέρεις πραγματικά γιατί οι ήρωες και οι ηρωίδες σου κάνουν όσα κάνουν στις σελίδες του. Εννοώ ότι η μυθοπλασία αντλεί και από το υποσυνείδητό μας, και τα γραπτά μας ξέρουν περισσότερα από τη συνειδητή πλευρά μας. Αλλιώς ίσως και να μην τα γράφαμε.
Έχετε γράψει πολλά βιβλία και έχετε γίνει γνωστός στους αναγνώστες. Είστε ικανοποιημένος από τη συγγραφική σας πορεία; 
Το να παραμένεις ανικανοποίητος, αλλά όχι τυφλός ή αγνώμων απέναντι στις κατακτήσεις σου, νομίζω ότι είναι ο βασικός όρος για να συνεχίζεις να γράφεις, όσα βιβλία κι αν έχεις δημοσιεύσει. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πλειονότητά τους οι νομπελίστες λογοτέχνες σωπαίνουν δημιουργικά. Εν ολίγοις, η μεγάλη ικανοποίηση βλάπτει σοβαρά την πνευματική υγεία. 
Ωραίο θέμα για δυστοπικό μυθιστόρημα της λογοτεχνίας του φανταστικού, εδώ που τα λέμε: ένας εφιαλτικός κόσμος γεμάτος απομιμήσεις γονιών, που κι αυτοί είχαν μιμηθεί τους γονείς τους, ένα αρχικό ζευγάρι που αντικατοπτρίζεται στα παιδιά του ξανά και ξανά αενάως.
Πέρα από τη συγγραφή με τι άλλο ασχολείστε;
Κάνω καθημερινά εκπομπή στο Ραδιόφωνο 24/7 και διδάσκω δημιουργική γραφή στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Κυρίως όμως προσπαθώ ν’ απολαμβάνω τη ζωή όσο περισσότερο γίνεται, παρά τα σκαμπανεβάσματά της, όπως κάνουμε ως επί το πλείστον εμείς οι Νεοέλληνες. Γιατί αυτό πιστεύω ότι είναι το εθνικό ρεφρέν μας.
Τι θα προτείνατε στους νέους συγγραφείς;
Να μην πιστεύουν αυτό που τους υπαγορεύει η εποχή μας και στο οποίο φαίνεται να έχουν υποταχθεί. Όχι, δεν είμαστε όλοι ανταγωνιστές, και κυρίως οι νέοι συγγραφείς και καλλιτέχνες μεταξύ τους. Ο καθένας και η καθεμία καλλιεργούμε τον λογοτεχνικό κήπο μας, κι ο ανθισμένος κήπος του διπλανού μας ενώνεται μυστικά με τον δικό μας βοηθώντας τον ν’ ανθίσει. Δεν είμαστε μοναχικά νησιά, κλεισμένα στον εαυτό τους κι αποξενωμένα, αλλά κρίκοι σε μια δυναμική αλυσίδα, η κρυφή συνέχεια ο ένας του άλλου. 
Χάσαμε τον μπαμπά
Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Κέδρος
320 σελ.
ISBN 978-960-04-4853-5
Τιμή: €14,90
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου