Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Ισμήνη Καπάνταη: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Η Ισμήνη Καπάνταη γεννήθηκε το 1939 στην Αθήνα. Έχει εκδώσει δώδεκα μυθιστορήματα, ένα παιδικό και έχει γράψει τα κείμενα για δύο λευκώματα, το Ιωνία, οι Έλληνες στην Μικρασία και το Εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη». Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σ’ εφημερίδες και περιοδικά και έχει γράψει κείμενα για τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ. Βραβεύτηκε με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Η συνέντευξη δόθηκε με αφορμή το τελευταίο της μυθιστόρημα, το αστυνομικό μυθιστόρημα Αστική οικία στο Χαλάνδρι, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Ποια ήταν η αφορμή για να γραφεί το βιβλίο Αστική οικία στο Χαλάνδρι;
Τον τελευταίο καιρό έκανα προσπάθειες για να αντιληφθώ πότε και σε ποια σημεία σφάλλαμε ως κοινωνία και φθάσαμε σ’ αυτό που βιώνουμε σήμερα, την κρίση δηλαδή, κρίση όχι μονάχα οικονομική, αλλά κυρίως κοινωνική. Φυσικό ήταν, λοιπόν, ν’ ανατρέξω στα χρόνια που προηγήθηκαν, στα χρόνια της επίπλαστης ευδαιμονίας, τα χρόνια όχι τόσο της δεκαετίας του ’80 αλλά της δεκαετίας του ’90, χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων είχε παγιωθεί μέσα μας η βεβαιότητα ότι η όποια ευδαιμονία μας δεν έχει ούτε θα έχει κανένα κόστος ποτέ. Παράλληλα θα έπρεπε ίσως να προσθέσω ότι τελευταία ξαναδιαβάζω, για άλλους λόγους βέβαια, τα της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους (Διαμαντούρο, Δερτιλή, Κλογκ καθώς και απομνημονεύματα αγωνιστών). Αν ψάξει κανείς μέσα σ’ αυτό το υλικό διαπιστώνει, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, ότι σε πάρα πολλά σημεία, κι αυτά είναι πάντοτε τα «κακά», τα αρνητικά, παραμένουμε στην κοινωνική μας συμπεριφορά αναλλοίωτοι. Η εμπειρία προφανώς δεν μας διδάσκει κι επαναλαμβάνουμε, με πάθος μάλιστα, τα ίδια λάθη. Έτσι νομίζω ότι προέκυψε η Αστική οικία στο Χαλάνδρι.
Ο τίτλος που διαλέξατε είναι συμβολικός ή προσδιορίζει κάποια πρόσωπα, κάποιες καταστάσεις;
Ο τίτλος είναι καθαρά συμβολικός. Κατά καιρούς τίθεται το θέμα των τάξεων στην Ελλάδα και ειδικά το θέμα της αστικής τάξης, ἀλλοτε ως ερώτημα, «έχει η Ελλάδα αστική τάξη;» και άλλοτε ως καταληκτικό συμπέρασμα, «η Ελλάδα ούτε είχε ποτέ ούτε έχει τώρα αστική τάξη». Την απάντηση, βέβαια, κάποια στιγμή, στο μέλλον, θα τη δώσουν οι επιστήμονες, οι ιστορικοί. Στην Αστική οικία στο Χαλάνδρι, όμως, ορισμένοι από τους μυθιστορηματικούς μου ήρωες είναι, κατά την άποψή μου, ως συγγραφέως, μια εκδοχή των Ελλήνων αστών.
Στο μυθιστόρημα, κύριο πρόσωπο είναι η Ασπασία Αρναούτη. Από πού βρίσκει τη δύναμη και επιβάλεται σε όλη την οικογένεια;
Στην Ελλάδα των νεανικών χρόνων της Ασπασίας Αρναούτη, κι ενώ τα περί ισότητας των δύο φύλων μόνο στον χώρο της επιστημονικής φαντασίας θα ήταν δυνατόν να υπάρξουν, οι γυναίκες ήταν που κυβερνούσαν, στην ουσία, το σπιτικό τους κι αυτό με τη συναίνεση των αντρών. Οι ρόλοι τους ήταν βεβαια χωρισμένοι και διακριτοί, αλλά ως αρχηγός νοείται πάντα ο άντρας. Ας μην ξεχνάμε, ωστόσο, ότι κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας σε πολλά νησιά, όπου οι ναυτικοί άντρες της οικογένειας έλειπαν όλο τον χρόνο, τον ρόλο τους τον αναλάμβαναν σε όλους τους χώρους οι γυναίκες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ανάμεσα στα άλλα, το οικογενειακό σπίτι να κληροδοτείται νόμιμα όχι στον πρωτότοκο γιο, όπως γινόταν αλλού, αλλά στην πρωτοκόρη, την αποκαλούμενη και «κανακαρή». 
Εθελοτυφλούσαμε; Ήμαστε αυτοκαταστροφικοί; […] Σήμερα απλώς πληρώνουμε το τίμημα, φουσκωμένο κατά πολύ, βέβαια. Στη ζωή όλα, μα όλα, κοστίζουν κι εμείς προφανώς το είχαμε ξεχάσει.
Η Ασπασία είναι μια γυναίκα που έχει αγωνιστεί και που ξέρει από πριν τις καταστάσεις που έρχονται. Φτάνει μόνο αυτό για να κατορθώσει να επιβιώσει στον επιχειρηματικό κόσμο;
Η Ασπασία Αρναούτη ανήκει σ’ ένα ιδιαίτερα προικισμένο, αλλά από την άλλη μεριά τρομαχτικό είδος ανθρώπων, αντρών ή γυναικών, που έχουν προαποφασίσει να μη νικηθούν, να μη χάσουν, και είναι, κατά συνέπεια, διατεθειμένοι να καταβάλουν χωρίς δεύτερη σκέψη το οποιοδήποτε τίμημα στο παιχνίδι που παίζουν προκειμένου να κερδίσουν. Των ανθρώπων που δεν διστάζουν να θυσιάσουν τους πάντες και τα πάντα – η Ασπασία στο βιβλίο μου όχι μόνον θυσιάζει παιδιά και εγγόνια αλλά, υπό μίαν έννοια, πραγματοποιώντας το, το απολαμβάνει κιόλας. Είναι το ανθρώπινο είδος που δεν έχει αναστολές, οι άνθρωποι που, ιδιαίτερα στις παρακμιακές κοινωνίες, οχι μόνον επιβάλλονται, αλλά αποτελούν και πρότυπα.
Αναφέρεστε στη δεκαετία του 1990. Τότε γιατί όλοι πίστευαν ότι μπορούν με τα χρήματα να τα πετύχουν όλα;
Απάντηση στο ερώτημά σας δεν έχω, δυστυχώς. Μελετώντας τα πράγματα τώρα, απορούμε όλοι μας με την αφέλεια που μας διέκρινε τότε, ως κοινωνία. Εθελοτυφλούσαμε; Ήμαστε αυτοκαταστροφικοί; Δεν ξέρω, όταν όμως επανεξετάζουμε τα πράγματα απορούμε διαπιστώνοντας την ευκολία με την οποία αποδεχόμασταν όλα τα θετικά (τα «τζάμπα» θετικά) χωρίς ποτέ ν’ αναρωτηθούμε το πώς προέκυψαν και το γιατί. Σήμερα απλώς πληρώνουμε το τίμημα, φουσκωμένο κατά πολύ, βέβαια. Στη ζωή όλα, μα όλα, κοστίζουν κι εμείς προφανώς το είχαμε ξεχάσει.
Περιγράφετε καταστάσεις σκληρές και κυριότερα την εκμετάλλευση των ανθρώπων. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη για να τιμωρήσει αυτούς που χρησιμοποιούν τους αδύνατους ως υποχείριο για να πετύχουν τον στόχο τους, που είναι το κέρδος;
Δικαιοσύνη πάντοτε υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει, υπάρχει όμως παράλληλα και η θεσμική διαφθορά, η οποία ανθεί σε περιόδους κοινωνικής παρακμής. Η κοινωνία μέσα στην οποία κοινούνται οι ήρωές μου είναι σαφώς παρακμιακή.
Η Μητροδώρα ή Ντόρη παίζει με τη φωτιά. Μήπως ξεφεύγει από τα όρια που της έχουν καθορίσει;
Δεν θα το έλεγα. Ποιος καθορίζει, άλλωστε, τα συγκεκριμένα «όρια», όπως τα αποκαλείτε, και πότε; Είναι τα ίδια πάντοτε, σε όλες τις εποχές; Η Ντόρη μεγάλωσε και ζει μέσα σ’ ένα περιβάλλον όπου το μόνο που μετράει είναι το «πόσα έχεις», και σε καμία περίπτωση το πώς τα απέκτησες. Είναι η κοινωνία όπου κύριο και πρώτιστο μέλημα όσων την απαρτίζουν είναι η επίδειξη. Η Ντόρη είναι κι εκείνη μέλος της κοινωνίας του «φαίνεσθαι», και πράττει αναλόγως. Τα πρότυπα τα έθεσαν άλλοι και η Ντὀρη λειτουργεί βάσει αυτών˙ περισσότερο θύμα θα τη θεωρούσα, και σε καμία περίπτωση θύτη.
Εκβιασμοί, υπόγεια παιχνίδια, απάτες. Όλα αυτά συνυπάρχουν καθημερινά στη ζωή των επιχειρηματιών ή ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας;
Το «καθημερινά» το θεωρώ υπερβολή. Αλίμονο, σίγουρα σε κάθε χώρο υπάρχουν και οι έντιμοι, οι άξιοι, αυτοί που δεν εξαπατούν και δεν εκβιάζουν για να πετύχουν. Οι επιτυχημένοι, ωστόσο, ανέντιμοι, που γίνονται κιόλας αποδεκτοί χωρίς ενδοιασμούς από την κοινωνία, και σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις αποτελούν και πρότυπα, υπήρχαν και τότε και εξακολουθούν να υπάρχουν, δυστυχώς, και στις μέρες μας. Μια ματιά να ρίξεις στις εφημερίδες, ἠ αν ακούς ραδιόφωνο και βλέπεις τηλεόραση, αρκεί για να το διαπιστώσεις.
Και έπειτα συμβαίνει μια δολοφονία. Μήπως είναι συνέπεια της κατάχρησης των άγραφων νόμων της κοινωνίας;
Μα ασφαλώς, και όχι μόνον των άγραφων νόμων αλλά και των καταγεγραμμένων. Δεν είναι το «ου φονεύσεις» που μας εμπόδιζε και μας εμποδίζει να απαλλαγούμε από τον όποιον, κάθε στιγμή, μας ενοχλεί. Υπάρχει και η ποινική δικονομία η οποία όμως παραβιάζεται με τρομαχτική ευκολία από τους έχοντες – τους έχοντες το χρήμα και την πρόσβαση στο καλούμενο «βαθύ κράτος», αυτούς εννοώ.
Από την άλλη, έχουμε τον αστυνομικό Χρήστου. Τι τον κάνει να είναι χαρισματικός;
Ο Χρήστου είναι ένα λαϊκό παιδί που από νωρίς στη ζωή του έβαλε στόχους. Είναι έξυπνος, φιλόδοξος, εργατικός και λειτουργεί συστηματικά, φυσικό είναι λοιπόν τις περισσότερες φορές να επιτυγχάνει. Ας μην ξεχνάμε, ωστόσο, και τον παράγοντα τύχη, καθώς και την αρμονική συνεργασία του, που είναι επιλογή του, τόσο με τον προϊστάμενό του όσο και με την υφισταμένη του με την οποία αναπτύσσει και μιαν άλλη σχέση, σχέση ερωτική. 
Είναι μόνον το σασπένς που καθηλώνει τον αναγνώστη σ’ ένα αστυνομικό; Προσωπική μου άποψη, ως μέλος του αναγνωστικού κοινού τώρα, είναι ότι μονάχα το σασπένς δεν αρκεί. Χρειάζονται οι καλοχτισμένοι χαρακτήρες, κυρίως αυτό, και η αληθοφάνεια στην πλοκή.
Σε κάποιο σημείο γράφετε ότι διαβάζει, ο Χρήστου, αστυνομικά μυθιστορήματα. Μπορεί να συμβεί κάτι ανάλογο στην πραγματικότητα;
Προσωπικά δεν έτυχε στη ζωή μου ως τώρα να έρθω σ’ επαφή με ανθρώπους που εργάζονται στον συγκεκριμένο εργασιακό χώρο ώστε ν’ ανταλλάξω μαζί τους απόψεις με θέμα τη λογοτεχνία, δεν μπορώ, συνεπώς, να ξέρω αν κάτι τέτοιο συμβαίνει, αν δηλαδή αρέσει στους αστυνομικούς να διαβάζουν αστυνομικά μυθιστορήματα, γιατί όμως όχι; Εγώ θα το θεωρούσα, μάλιστα, πάρα πολύ πιθανό. Ξέρουμε άλλωστε ότι τα αστυνομικά μυθιστορήματα αρέσουν στο αναγνωστικό κοινό, πολύ περισσότερο από πολλά άλλα είδη.
Και όπως πάντα η παρουσία του έρωτα. Είναι και αυτό μία από τις συνισταμένες για να γίνει πιο ενδιαφέρον το μυθιστόρημα;
Στο μυθιστόρημά μου, όπως θα είδατε, οι ήρωες είναι πολλοί. Είναι άντρες, είναι γυναίκες, νέοι ή και λιγότερο νέοι, φυσικό και αναμενόμενο θα ήταν, νομίζω, να υπάρξει κάποια στιγμή ανάμεσά τους και ο έρωτας, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή.
Πώς χρησιμοποιείτε το σασπένς για να καθηλώσετε τον αναγνώστη και να αφοσιωθεί στην ανάγνωση;
Σ’ ένα καλό αστυνομικό υπάρχει πάντα «σασπένς» και, αν θέλετε την άποψή μου, θεωρώ ότι υπάρχει έντονο στηνΑστική οικία. Την απάντηση που μετράει πάντως στο ερώτημά σας, αφού εγώ είμαι η συγγραφέας του και είμαι ενδεχομένως προκατειλημμένη, θα περιμένουμε να μας τη δώσουν όσοι θα το διαβάσουν. Θέλω ωστόσο να θέσω εγώ, εδώ, ένα άλλο ερώτημα. Είναι μόνον το σασπένς που καθηλώνει τον αναγνώστη σ’ ένα αστυνομικό; Προσωπική μου άποψη, ως μέλος του αναγνωστικού κοινού τώρα, είναι ότι μονάχα το σασπένς δεν αρκεί. Χρειάζονται οι καλοχτισμένοι χαρακτήρες, κυρίως αυτό, και η αληθοφάνεια στην πλοκή.
Ποιοι αστυνομικοί συγγραφείς σας αρέσουν;
Πολλοί, από τους παλιούς ο Σιμενόν, ο Κόναν Ντόιλ, η Χάϊσμιθ, η Τζέιμς, πρόσφατα διάβασα και Τζο Νέσμπο, αγαπημένη μου ωστόσο παραμένει η Άγκαθα Κρίστι με το αξεπέραστο Ποιος σκότωσε τον Ρότζερ Άκροϊντ.
Γιατί τελευταία εκδίδονται πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα;
Σ’ αυτή την ερώτηση εγκυρότερη απάντηση θα σας έδινε, πιστεύω, ένας εκδότης. Με την οικονομία όμως στο σημείο που βρίσκεται, με την κρίση, δηλαδή, που έχει κυριολεκτικά τσακίσει την αγορά σε όλους τους χώρους, φαντάζομαι ότι οι εκδότες τα προτιμούν, επειδή τα αστυνομικά κινούνταν πάντα και σταθερά πάρα πολύ. 
Αστική οικία στο Χαλάνδρι
Ισμήνη Καπάνταη
Ίκαρος
304 σελ.
ISBN 978-960-572-197-8
Τιμή: €14,50
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου