Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Διώνη Δημητριάδου: «Ο βιωμένος χρόνος»

Ο χρόνος, Ο βιωμένος χρόνος, καταμερισμένος σε «Μικρές ιστορίες», απασχολεί σοβαρά τη Διώνη Δημητριάδου στο ομώνυμο βιβλίο της. Ασφαλώς, ο παρελθών χρόνος, ο βεβαιωμένος, ο υπάρξας κι εκείνος ο παρών χρόνος, ο ακαθόριστος ακόμα κι απροσδιόριστος, με την έννοια ότι δεν ξέρουμε τα όριά του, δεν έχει ολοκληρωθεί. Ωστόσο ο Χρόνος χωρίς τον Χώρο είναι απροσδιόριστος, ανύπαρκτος. Το μέλλον, όπως και ο μελλοντικός χρόνος, είναι έννοιες είτε κενές είτε υποθετικές με κάποιο «Θα!».
Ο χρόνος είναι λέξη, όρος χωρίς περιεχόμενο, αν δεν νοηματιστεί, αν δεν εκταθεί στον χώρο, αν δεν αποκτήσει περιεχόμενο. Και τι είναι περιεχόμενο, πώς ορίζεται το περιεχόμενο; Διαφορετικά θα μπορούσε να νοηθεί ως μια απέραντη ερημιά χωρίς αρχή και δίχως τέλος, δίχως άκρη.
Όσο κι αν έχει απασχολήσει τη φιλοσοφία και τους φιλοσόφους, απάντηση, ορισμός για το τι είναι χρόνος δεν έχει δοθεί, γιατί ορισμός σημαίνει περιορισμός. Απλώς «σχηματοποιείται», όπως ορίζεται από την κίνηση της Γης ως ένα ημερονύκτιο, ως νύκτα και ημέρα, ως ολότητα, χωρίζεται, ορίζεται με τις εποχές και με τις αποστάσεις.
«Ο χρόνος δεν υπάρχει, είναι μια ανθρώπινη επινόηση και εξυπηρετεί ανθρώπινες ανάγκες», κατά τον Αλβέρτο Αϊνστάιν. Ο χρόνος δίνει όλες τις απαντήσεις χωρίς να χρειάζεται καν τις ερωτήσεις, κατά τον αρχαίο Έλληνα τραγικό ποιητή. Ο ιερός Αυγουστίνος, άγιος της Καθολικής Εκκλησίας, ύστερα από μια σειρά φιλοσοφικών ερωτήσεων και υποθετικών απαντήσεων που είναι πολύ ενδιαφέρουσες, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι χρόνος στην πραγματικότητα δεν υπάρχει: «To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη…». Ιδού το χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω. Αλλά σε κάθε περίπτωση τολμώ να πω πως τούτο γνωρίζω: Αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν. Αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον. Αν τίποτε δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε και παρόν. Όμως, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού τo παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δε θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα. Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη…»
Στο βιβλίο της Ο βιωμένος χρόνος η Διώνη Δημητριάδου ασχολείται με τη διαχείριση του βιωμένου –αβίωτος χρόνος δεν υπάρχει, νοείται μόνο ως μέλλων, ακαθόριστος, κενός περιεχομένου– χρόνου της μέσα από ενέργειες και πράξεις που κατανέμει σε σαράντα τέσσερα κείμενα, τις «μικρές ιστορίες», τις οποίες διακρίνει σε έξι ενότητες με ισάριθμους τίτλους που συνοδεύονται από σύντομα σχετικά με τον διαχωρισμό κείμενα, ήτοι: «Ο βιωμένος χρόνος», που είναι και ο τίτλος του βιβλίου, με έξι μικρές ιστορίες˙ «τοπίο», με εννιά˙ «η κλίση», με πέντε˙ «μικρή συνωμοσία», με πέντε˙ «ταξίδια πάλι» με δεκατρείς˙ και «συνυπολογισμός, με έξι μικρές ιστορίες, ήτοι «μετρήσιμα χρονικά διαστήματα», ανάλογα με το περιεχόμενο που τους αναλογεί. 
Η Διώνη Δημητριάδου, έχοντας βρει το σταθερό σημείο του κόσμου της, έχοντας αφετηρία, ορμητήριο τον «αρχιμήδειο τόπο» της, το σπίτι, φιλοσοφεί απλά, διατυπώνει καθαρά και χωρίς περιπλοκές τους συλλογισμούς της.
Τα σαράντα τέσσερα σύντομα στο σύνολό τους κείμενα η συγγραφέας αποκαλεί «μικρές ιστορίες». Ωστόσο, πρόκειται για φιλοσοφικές αναζητήσεις, ανεξάρτητα μελετήματα σχετικά με θέματα που την προβληματίζουν και την απασχολούν, μικρά δοκίμια λειτουργίας της σκέψης μέσω του γραπτού λόγου με συνδετικό ιστό τον Χρόνο, που σε κάθε περίπτωση παίρνει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Λόγου χάριν, τι αισθάνεται και πώς ερμηνεύει την επίδραση που ασκεί στον ψυχισμό της η μεγάλη Τέχνη με τις διάφορες μορφές της και με τον ιδιαίτερο δυναμισμό της:
«Χωρίς ιδιαίτερη εξήγηση, χωρίς καμιά δικαιολογία. Η Τέχνη εισβάλλει στη ζωή ακάλεστη και σου παίρνει τον αέρα, μόλις αντιληφθεί την ασθενική σου αντίσταση στις εκπλήξεις» («Impression», σ. 12).
Και δεν είναι απαραίτητο να είσαι ειδικός για να επικοινωνήσεις, να μπεις στο πνεύμα του δημιουργού, γιατί υπάρχουν στο μυαλό σου προσλαμβάνουσες παραστάσεις των εικονιζόμενων.
Καθένας έχει τις δικές του προτιμήσεις, τις δικές του απόψεις, αξιολογεί τα πάντα με δικά του κριτήρια. Για τον καθένα αξία έχει ό,τι τον ευχαριστεί, ό,τι του είναι αναγκαίο. Η Διώνη Δημητριάδου, έχοντας βρει το σταθερό σημείο του κόσμου της, έχοντας αφετηρία, ορμητήριο τον «αρχιμήδειο τόπο» της, το σπίτι, φιλοσοφεί απλά, διατυπώνει καθαρά και χωρίς περιπλοκές τους συλλογισμούς της, χωρίς να μπερδεύεται και χωρίς να εκφράζεται με φιλοσοφικούς ορισμούς και γρίφους, αλλά τακτοποιεί τους δικούς της προβληματισμούς όπως υπαγορεύει η καθημερινή αναγκαιότητα – π.χ., τι είναι «σπίτι»:
«Σπίτι είναι όπου τα πράγματά σου, οι δίσκοι σου, τα βιβλία σου, αγαπημένες αναμνήσεις που ξεπηδούν μέσα από κάτι μικρά κουτάκια, καλά φυλαγμένα στο μυαλό και στην καρδιά μας» («Άηχος τόπος», σ. 16).
Καθένας βλέπει τον κόσμο και τα πράγματα από τη δική σκοπιά, χωρίς να μπορεί να δώσει ολοκληρωτικά αυτό που έχει στον νου του. Από την ιδέα ίσαμε την πραγματοποίηση και την πραγματικότητα, υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση. Κι αυτή την απόσταση καλείται να γεφυρώσει ο δημιουργός, ο ποιητής.
Υπάρχουν, όμως, και δύσκολα ερωτήματα που μένουν αναπάντητα, στα οποία δεν είναι σε θέση κανείς να δώσει μια λύση, μιαν απάντηση, έστω, που να είναι πειστική. Και φαινόμενα που είναι ανερμήνευτα, όπως το αδιανόητο «νόημα» του θανάτου που κόβει το νήμα της ζωής. Η συγγραφέας δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ο «επελθών» θάνατος βάζει μια τελεία και παύλα στη ζωή. Δεν μπορεί να φανταστεί ότι ο άνθρωπος ήρθε στη ζωή για να τελειώσει εδώ η «σταδιοδρομία» του. Αλλά όπως οι αρχαίοι σοφοί και ο απλός λαός σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, δέχεται πως υπάρχει πιο κει, στο «επέκεινα», η αιωνιότητα της ψυχής. Ότι ο άνθρωπος μπορεί να δώσει διάρκεια στη ζωή με την ψευδαίσθηση πως με τα έργα του εξασφαλίζει μια αιωνιότητα. Πως έτσι εκτείνεται, προχωράει η διάρκειά του μέσα στα έργα του, με τα πράγματα που δέχονται την αφή του, με τον ήχο της φωνής του, γιατί «είμαστε δεμένοι με τα πράγματα. […] Περιτριγυριζόμαστε από τα πράγματα που μας δανείζουν τη δική τους προσωπικότητα» («Εμείς, ο χώρος, τα πράγματα» σ. 63), ανταποδίδουν αυτό που με κάποιο τρόπο τους δώσαμε, που τα αγγίξαμε με τη σκέψη, που τα ονομάσαμε και τα φέραμε στην επιφάνεια. Που αφήσαμε πάνω τους την αφή μας. Και «αν κάποτε όλα εξαφανιστούν, σκέφτομαι» γράφει «μπορεί να μείνει η ανάμνηση των αγγιγμάτων» («Εμμονή στην αφή», σ. 52).
Ένας ατέλειωτος διάλογος με τα πράγματα, με τη φύση που μας περιβάλλει είναι η ζωή. Μέσα σε τούτο το περιβάλλον, στο διάστημα που διανύομε σε συγκεκριμένο χώρο, η ζωή παίρνει και δίνει, αποκτά περιεχόμενο ο χρόνος, εγγράφεται στο κρανίο του ήλιου, παίρνει υπόσταση ο χρόνος των πραγμάτων, ο αντικειμενικός, και: «έτσι όπως τρέχουν οι στιγμές και μεγαλώνεις μέσα τους […] αντιλαμβάνεσαι τη σχέση του αορίστου χρόνου με όλα τα ενεστώτα πράγματα […] υπάρχει ένα σημείο που αρχίζει ο χρόνος πια να νιώθεται και οι μέρες να βιώνονται» («Ο προσωπικός χρόνος», σ. 105, 106). Και πιστοποιείται ο προσωπικός χρόνος, ο χρόνος του καθενός ο προσφιλής, ο βιωμένος, ο παρελθών χρόνος ως ενιαίο παρελθόν που ενυπάρχει στο παρόν και ατενίζει υπαινικτικά σ’ έναν μελλοντικό, αχαρτογράφητο χρόνο:
Time present and time past
Are both perhaps present in time future,
And time future contained in the time past.
If all time is eternally present
All time is unredeemable.
(T. S. Eliot, «Burnt Norton»)
Που σημαίνει:
Ο χρόνος ο τωρινός κι ο περασμένος χρόνος
Είναι αμφότεροι παρόντες στον μελλούμενο χρόνο,
Και ο χρόνος ο μελλοντικός εμπεριέχεται στον παρελθόντα χρόνο.
Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών
Όλος ο χρόνος είναι ανεξαργύρωτος.
(Μτφρ. Ελένη Χωρεάνθη)

Ο βιωμένος χρόνος
Μικρές ιστορίες
Διώνη Δημητριάδου
ΑΩ
120 σελ.
ISBN 978-960-9484-88-6
Τιμή: €12,20
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου