Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Pino Corrias: συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη

Ο Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Πίνο Κορίας γεννήθηκε το 1955 στη Σαβόνα αλλά ζει και εργάζεται στη Ρώμη. Υπήρξε συνεργάτης της RAI (Ιταλικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης) ως παραγωγός και σεναριογράφος τηλεοπτικών εκπομπών, καθώς και ειδικός απεσταλμένος της εφημερίδας La Stampa. Από το 1980 έως σήμερα έχει εκδώσει δεκαπέντε βιβλία, μεταξύ των οποίων και τη βιογραφία του αναρχικού συγγραφέα και μεταφραστή Λουτσιάνο Μπιαντσιάρντι (Vita agra di un anarchicoLuciano Bianciardi aMilano, 1993).
Το μυθιστόρημα Θα κοιμηθούμε όταν γεράσουμε (Dormiremo da vecchi, 2015), που είναι το πρώτο του αμιγώς λογοτεχνικό εγχείρημα, ιστορεί την άνοδο και την πτώση του υπερφιλόδοξου κινηματογραφικού παραγωγού Όσκαρ Μαρτέλο, ο οποίος έχει βαλθεί να κατακτήσει τον κόσμο του θεάματος με κάθε θεμιτό και –κυρίως– αθέμιτο μέσο. Άσπονδοι «σύμμαχοί» του, ο σεναριογράφος και στενός του φίλος Αντρέα Σεράνο και η ανερχόμενη ηθοποιός Γιακαράντα Ρίτσι, η οποία κρύβει ένα ζοφερό μυστικό. Το βιβλίο, που έχει τιμηθεί με το βραβείο Ultima Frontiera «Carlo Cassona» και πρόκειται σύντομα να μεταφερθεί στον κινηματογράφο, κυκλοφόρησε φέτος τον Φεβρουάριο στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Κριτική, σε θαυμάσια μετάφραση της Άννας Παπασταύρου.

Ο Όσκαρ Μαρτέλο βασίζεται σε πραγματικό πρόσωπο; Το μικρό του όνομα θυμίζει το διάσημο κινηματογραφικό βραβείο και το επώνυμό του (που σημαίνει «σφυρί») μου έφερε στον νου τον Μαρτσέλο, τον πρωταγωνιστή στην 
Dolce Vita του Φελίνι, αλλά και τον Χαμ από το Τέλος του παιχνιδιού του Μπέκετ.
Ο Όσκαρ Μαρτέλο δεν «φωτογραφίζει» συγκεκριμένο πρόσωπο. Αποτελεί συνδυασμό πολλών προσώπων, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει πάντοτε σε μια καλή ιστορία. Έχει προτερήματα και κυρίως ελαττώματα, που τα έχω «δανειστεί» από δω κι από κει, από άτομα τα οποία γνωρίζω προσωπικά: παραγωγούς, ηθοποιούς, απατεώνες, «καρχαρίες» του κόσμου του σινεμά – που εδώ στη Ρώμη τους αποκαλούν συλλήβδην «cinematografari» (κινηματογραφιστές). Πρόκειται για είδος κατεξοχήν σαρκοβόρο! Το μικρό όνομα του Όσκαρ είναι όντως ένα παιχνίδι και εμφανώς παραπέμπει στο μαγικό αγαλματάκι που γυαλίζει πολύ, αλλά όπως θα ξέρετε δεν είναι από αληθινό χρυσάφι... Το επίθετό του, Μαρτέλο, αντικατοπτρίζει την ψυχή του και συγχρόνως την εταιρεία παραγωγής του, που έχει την επωνυμία «Άκμων» («Incudine», δηλαδή «αμόνι» στο πρωτότυπο) και την οποία διευθύνει με πυγμή σιδερένια. Οι αναφορές στον Φελίνι και τον Μπέκετ δεν ήταν εσκεμμένες, αλλά ευτυχώς που υπάρχουν! Τους αξίζει άλλωστε ένας φόρος τιμής.
Το στιλ γραφής πράγματι δημιουργεί εικόνες στον αναγνώστη – είναι εξαιρετικά ζωντανό, με γοργό ρυθμό και δίχως ιδιαίτερα ποικίλματα. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο γράφω, διαμορφωμένος από απειράριθμα διαβάσματα και ακούσματα, αλλά και από το ότι δούλεψα για πάρα πολλά χρόνια ως ανταποκριτής σε εφημερίδες, καθώς και ως σεναριογράφος στην τηλεόραση.
Το βιβλίο είναι γραμμένο με τρόπο «σεναριακό» και απ’ ό,τι διάβασα πρόκειται να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη (άρα θα γίνει ταινία που μιλάει για ταινίες). Είχατε σκεφτεί τη συγκεκριμένη προοπτική κατά τη διαδικασία της συγγραφής του; Κάνω συχνά την ερώτηση αυτή, γιατί στις μέρες μας η κινηματογραφική διασκευή ενός δημοφιλούς βιβλίου είναι λίγο πολύ καθεστώς...
Pino Corrias: συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη
Θα κοιμηθούμε όταν γεράσουμε
Pino Corrias
Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου
Κριτική
328 σελ. 
ISBN 978-960-586-191-9
Τιμή: €17
Το στιλ γραφής πράγματι δημιουργεί εικόνες στον αναγνώστη – είναι εξαιρετικά ζωντανό, με γοργό ρυθμό και δίχως ιδιαίτερα ποικίλματα. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο γράφω, διαμορφωμένος από απειράριθμα διαβάσματα και ακούσματα, αλλά και από το ότι δούλεψα για πάρα πολλά χρόνια ως ανταποκριτής σε εφημερίδες, καθώς και ως σεναριογράφος στην τηλεόραση. Όσο για το αν σκεφτόμουν την πιθανότητα μιας κινηματογραφικής μεταφοράς όταν έγραφα το βιβλίο... η απάντηση είναι «όχι». Το μόνο που με απασχολούσε ήταν να γράψω ένα καλό μυθιστόρημα. Τα δικαιώματά του αγοράστηκαν από έναν παραγωγό, τον Λούκα Μπαρμπαρέσκι, το ίδιο πρωί της κυκλοφορίας του στην αγορά. Έχει καλώς! Εξακολουθώ ωστόσο να έχω την πεποίθηση ότι τα βιβλία είναι φτιαγμένα από τη φαντασία, ενώ οι ταινίες από εικόνες, δηλαδή μιλούν δυο διαφορετικές γλώσσες. Και το κάθε είδος έχει τη δική του, ξεχωριστή ζωή.
Ποιον σκηνοθέτη (ή ποιου σκηνοθέτη το ύφος) θα θεωρούσατε ιδανικό για την κινηματογραφική εκδοχή τού Θα κοιμηθούμε όταν γεράσουμε;
Ιδανικός θα ήταν όποιος ευσυνείδητος σκηνοθέτης θα είχε τη διάθεση να βάλει στην ταινία την ψυχή του, την καρδιά του, χωρίς υπερβολικές απαιτήσεις.
Αν υπήρχε πιθανότητα να γίνει το βιβλίο σας τηλεοπτική σειρά, θα συμφωνούσατε;
Γιατί όχι; Η τηλεόραση είναι ένα μαγικό κουτί – το οποίο, πέρα απ’ οτιδήποτε άλλο, πληρώνει αδρά!
Η Γιακαράντα (που επίσης μου θύμισε τη Σίλβια από την Dolce Vita) θα λέγατε ότι κατά κάποιον τρόπο αντιπροσωπεύει την κινηματογραφική βιομηχανία και γενικά τη βιομηχανία του θεάματος; Είναι όμορφη και εντυπωσιακή εξωτερικά, αλλά πάσχει από διπολική διαταραχή και εξαρτήσεις και νιώθει μέσα της ένα αθεράπευτο κενό...
Η Γιακαράντα είναι πολύ δυστυχισμένη, πολύ νευρωτική, πολύ εύθραυστη. Την ίδια στιγμή όμως είναι όμορφη, πλούσια, αποφασιστική – αν και μονάχα ως ένα ορισμένο σημείο, όταν αυτή η αποφασιστικότητα θα γίνει η καταδίκη της. Έτσι είναι συνήθως οι γυναίκες ηθοποιοί – τουλάχιστον οι περισσότερες απ’ όσες έτυχε να συναναστραφώ. Είναι απόλυτα ικανές να κυριαρχούν στη σκηνή, αλλά στην πραγματική ζωή έχουν χάσει τον εαυτό τους.
Το διαδίκτυο δεν απομυθοποίησε τον κινηματογράφο. Ούτε νομίζω πως θα το καταφέρει, όσο ο κινηματογράφος διατηρεί την καθηλωτική του δύναμη – το να σας κλείνει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και να σας αφηγείται πρόσωπο με πρόσωπο τη ζωή και τις ιστορίες των άλλων, ενίοτε, μάλιστα, διδάσκοντάς σας πώς να βελτιώσετε τη δική σας ζωή.
Στο μυθιστόρημά σας, η κινηματογραφική βιομηχανία περιγράφεται με τα πιο μελανά χρώματα: ένας κόσμος γεμάτος υποκρισία και απληστία. Μέσα σ’ ένα τέτοιο σύμπαν, μπορεί να υπάρξει χώρος για γνήσιους οραματιστές και έντιμους δημιουργούς;
Κατηγορηματικά, ναι! Ο κινηματογράφος είναι ένας κόσμος ανελέητος, όπου κυκλοφορεί πολύ χρήμα, μεγάλη πλεονεξία, έντονα πάθη και απογοητεύσεις. Είναι όμως κι ένας κόσμος ολοζώντανος, όπου ο καθένας αγωνίζεται για την επιβίωσή του και όπου όσοι αξίζουν περισσότερο –μερικές φορές, τουλάχιστον– κατορθώνουν να βγουν απ’ τον λαβύρινθο της μονότονης καθημερινότητας και να βρουν τον δικό τους δρόμο.
Η βιομηχανία του θεάματος περιβαλλόταν ανέκαθεν από ένα είδος «μυστηρίου» που την καθιστούσε πόλο έλξης για τους δημοσιογράφους όσο και για το κοινό. Πιστεύετε ότι το διαδίκτυο την έχει ως έναν βαθμό απομυθοποιήσει;
Όχι, δεν το πιστεύω αυτό. Το διαδίκτυο δεν απομυθοποίησε τον κινηματογράφο. Ούτε νομίζω πως θα το καταφέρει, όσο ο κινηματογράφος διατηρεί την καθηλωτική του δύναμη – το να σας κλείνει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και να σας αφηγείται πρόσωπο με πρόσωπο τη ζωή και τις ιστορίες των άλλων, ενίοτε, μάλιστα, διδάσκοντάς σας πώς να βελτιώσετε τη δική σας ζωή.
Η ψηφιακή τεχνολογία αποτελεί «απειλή» για την τέχνη του κινηματογράφου όπως την ξέρουμε;
Και βέβαια όχι. Πιστεύω πως η ψηφιακή τεχνολογία έχει δημιουργήσει νέες «γλώσσες» που θα λειτουργήσουν ως συμπλήρωμα όλων των παρελθοντικών (αλλά και των μελλοντικών). Ο κινηματογράφος δεν εξαφάνισε το θέατρο, η τηλεόραση δεν εξαφάνισε το ραδιόφωνο, ούτε το διαδίκτυο πρόκειται να εξαφανίσει το σινεμά. Πάντα θα υπάρχει κοινό, χρόνος και δυνατότητες για όλα αυτά τα μέσα. Τουλάχιστον με την προϋπόθεση ότι κάποιος Τραμπ ή κάποιος Πούτιν, ή ακόμα και η απροσμέτρητη ηλιθιότητά μας, δεν θα βαλθεί μια μέρα να καταστρέψει τον κόσμο.
Πώς και πόσο επηρεάζει η δημοσιογραφική σας εμπειρία τα θέματα και το ύφος των λογοτεχνικών σας έργων;
Η δημοσιογραφία μού έμαθε να εκφράζω το απολύτως ουσιώδες μέσα σε περιορισμένο χρόνο και αριθμό λέξεων. Το λογοτεχνικό μου ύφος είναι το απόσταγμα όλων όσων έχω δει και διαβάσει, όσων έχουν γράψει άλλοι και όσα έχω γράψει εγώ ο ίδιος. Έχω επηρεαστεί από πολλούς συγγραφείς, από τον Όμηρο ως τον Μάρκαρη – διά μέσου του Τομ Γουλφ, του Σάλινγκερ και του Ρέιμοντ Κάρβερ. Με εμπνέει η χρήση του λεξιλογίου στην ποιοτική διαφήμιση, όπως και οι ταινίες του Σαμ Μέντες και η μουσική του Μάιλς Ντέιβις. Βαριέμαι τον Μοράβια, με συγκινεί ο Καλβίνο, λατρεύω το Netflix (συνδρομητική τηλεοπτική υπηρεσία μέσω διαδικτύου)...
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr
 Κατηγορία: ΞΕΝΟΙ
κείμενο: Μάριον Χωρεάνθη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου