Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Приглашение_в Разговорный Клуб--61--Λέσχη Διαλόγου και Επικοινωνίας-Μόνο Ελληνικά - 14.05.2020

ПОКА ВСЕ ДОМА !!!
СОХРАНЯЕМ ФОРМУ, ОТТАЧИВАЕМ НАВЫКИ !!!
В УСЛОВИЯХ КОРОНАВИРУСА  !!!

СНОВА и ВСЕГДА ВМЕСТЕ !!!
СОВЕРШЕННО НОВЫЙ ФОРМАТ !!!
ГРЕЧЕСКИЙ РАЗГОВОРНЫЙ КЛУБ –
«ΜΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ» - 61-я сессия
ЧЕТВЕРГ, 14 мая 2020г., время - 19:00 !!!
он-лайн конференция с использованием платформы Skype!
                                                                                  Москва, 09 мая 2020г.
Дорогие друзья,!

Сообщаем Вам, что в связи с введенными российскими властями мерами по борьбе с распространением инфекции коронавируса и закрытием для посетителей ряда образовательно-культурных и досуговых учреждений, наша 61я сессия нашего Разговорного клуба «Общаться по-гречески - только по-гречески» - «ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΟΥΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ – ΜΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ» состоится в ЧЕТВЕРГ 14 мая 2020г., в 19.00, в режиме он-лайн конференции с использованием платформы Skype !!! 
Просим всех желающих принять участие направить нам свой адрес на скайпе.
Для этого необходимо иметь или установить программу Skype на компьютер/ноутбук. Ссылка для скачивания https://www.skype.com/ru/get-skype/
61-я тема нашего Клуба «Общаться по-гречески – только по- гречески», по предложению участников нашей предыдущей сессии
«“Греческая музыка, ее история, эволюция и современная греческая музыка, ЧАСТЬ 2”, с участием директора ГКЦ, кандидата исторических наук и актрисы Теодоры Янници.
2020-05-01_17-07-05 
Ο Επιτάφιος του Σεικίλου σε μεταγραφή. Πάνω από το κανονικό κείμενο του τραγουδιού
φαίνεται η αλφαβητική μουσική σημειογραφία. / Эпитафия Сейкила (II век до н.э.).
Эпитафия в транскрипции. Над обычным текстом песни появляется алфавитное
обозначение музыки.
Регистрация открыта по ссылке: https://hecucenter.timepad.ru/event/1311868/
Особо нас радует в последнее время, в условиях дистанцилнного общения, участие нашей аудитории, Эллинов и Филэллинов со всего мира, не только из России и Греции, но еще из США, Великобритании и др., а также активное участие с различных регионов России, не только из Москвы и Подмосковья, но и с Крыма, Петрозаводска, Оренбурга, а с нашей родной Тавриды приняла участие наша диаспора из Севастополя и Симферополя. Расширение географии нашего Клуба захватывает дух !!! Трудно передать нашу радость и те позитивные эмоции, которые мы испытали во время нашего общения !!! Тема грееской музыки неисчерпаемя и всеми любима, в связи с тем решили посвятить ей и нашу следующую сессию !!! Каждому участнику предлагается рассказать о своем любимом греческом исполнителе.
В случае возникновения каких-либо вопросов просим обратиться к координатору клуба Елене Лещевой по электронной почте monogreek@gmail.comhcc@mail.ru. Наша страничка на фэйсбуке:
Ждем Вас !!! Остаемся дома и ВМЕСТЕ !!! ВМЕСТЕ мы СИЛА !!!
Μόσχα, 9 Μαΐου 2020

ΟΣΟ ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ
ΠΑΛΙ και ΠΑΝΤΑ ΜΑΖΙ !!!
ΔΙΑΤΗΡΟΥΜΕ ΤΗ ΦΟΡΜΑ ΜΑΣ, ΒΕΛΤΙΩΝΟΥΜΕ Τις ΓΝΩΣΕΙΣ ΜΑΣ !!!

ΠΑΛΙ και ΠΑΝΤΑ ΜΑΖΙ !!!
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΜΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ»- 61η ΣΥΝΕΔΡΙΑ
ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ και το 2020 !!!
Πέμπτη, 14 Μαΐου 2020, ώρα - 19:00 !!!
μέσω εξ αποστάσεως ηλεκτρονική σύνδεση, παρατίθενται σχετικές
Пαρακαλούμε τους ενδιαφερόμενους να μάς αποστείλουν τις διευθύνσεις τους στο skype

Αγαπητοί φίλοι !
Σάς ενημερώνουμε ότι λόγω των προσφάτως ληφθέντων από τις Ρωσικές Αρχές μέτρων περί ακύρωσης εκδηλώσεων, αναστολής λειτουργίας κέντρων πολιτισμού, ψυχαγωγίας και εστίασης και απαγόρευσης συναθροίσεων για την αντιμετώπιση της διάδοσης του κοροναϊού-Covid-19, η προσεχής 61η συνεδρίαση της Λέσχης Διαλόγου & Επικοινωνίας «ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΟΥΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ – ΜΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ» προτείνεται να πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 14 Μαΐου 2020, ώρα 19.00, μέσω εξ αποστάσεως ηλεκτρονική σύνδεση, παρατίθενται σχετικές οδηγίες μέσω του Συνδέσμου   https://www.skype.com/ru/get-skype/
Пαρακαλούνται όλοι, όσοι επιθυμούν να μετάσχουν, να μάς αποστείλουν τη διεύθυνσή τους στο skype.
Το θέμα της εξηκοστής πρώτης  (61ης ) συνάντησης της Λέσχης μας, κατόπιν πρότασης των συμμετεχόντων στην τελευταία συνεδρίασή μας, διατυπώθηκε ως εξής:
«Еλληνική μουσική, ιστορία, εξέλιξή της, σύγχρονη ελληνική μουσική, ΜΕΡΟΣ 2»,
με τη συμμετοχή της διευθύντριας του Κ.Ε.Π., ιστορικού-ηθοποιού Δώρας Γιαννίτση.
2020-05-01_17-07-05
Ο Επιτάφιος του Σεικίλου σε μεταγραφή. Πάνω από το κανονικό κείμενο του τραγουδιού
φαίνεται η αλφαβητική μουσική σημειογραφία. / Эпитафия Сейкила (II век до н.э.).
Эпитафия в транскрипции. Над обычным текстом песни появляется алфавитное
обозначение музыки.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή είναι η υποβολή δήλωσης συμμετοχής:
Ιδιαίτερα μάς χαροποιεί τον τελευταίο καιρό η εξ αποστάσεως δραστήρια παρακολούθηση του κοινού μας, Ελλήνων και Φιλελλήνων όχι μόνο από Ρωσία και Ελλάδα, αλλά και από ΗΠΑ, Μεγάλη  Βρετανία αλλά και η απευθείας συμμετοχή Ελλήνων και Φιλελλήνων από διάφορες περιοχές της Ρωσίας, όχι μόνο από Μόσχα και την ευρύτερη Περιφέρεια της Μόσχας, αλλά και από Ορενμπούργκ (Σιβηρία), Πετροζαβόντσκ και την δική μας  ιστορική Ταυρίδα, με μέλη των Ελληνικών Συλλόγων από Σεβαστούπολη και Συμφερούπολη. Η διεύρυνση της γεωγραφίας της Λέσχης μας εντυπωιάζει και χαροποιεί ιδιαίτερα. Είναι δύσκολο να περιγράψουμε τα θετικά συναισθήματα, που βιώσαμε από την απευθείας επικοινωνία μας κατά τη διάρκεια της Συνεδρίας μας !!!  Το κεφάλαιο της ελληνικής μουσικής και τραγουδοποιίας είναι τεράστιο και ανεξάντλητο, ιδιαίτερα δε αγαπητό στους θαμώνες μας, δια τούτο και αποφασίσαμε ομόφωνα να του αφιερώσουμε και την προσεχή μας συνεδρίαση. Έκαστος καλείται να μάς παρουσιάσει τον αγαπημένο του Έλληνα ερμηνευτή.
Καλούμε τα μέλη της Λέσχης μας και τους εθελοντές μας να αντλούν επικαιροποιημένη ενημέρωση στη διαδικτυακή ομάδα μας  https://www.facebook.com/Греческий-Разговорный-Клуб-μόνο-Ελληνικά-991010794322440/
Για περισσότερες πληροφορίες και για να δηλώσετε συμμετοχή δύνασθε να απευθύνεστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση monogreek@gmail.com, (αρμόδια η σπουδάστρια του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού κυρία Γιελένα Λεσόβα), facebook: https://www.facebook.com/Греческий-Разговорный-Клуб-μόνο-Ελληνικά-991010794322440/
Σάς περιμένουμε !!!
Μένουμε σπίτι και παραμένουμε ΜΑΖΙ !!! ΜΑΖΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΥΝΑΜΗ !!!
                                                 Λεξικό-61
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
 «ΜΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ» 
“Греческая музыка, ее история, эволюция и современная греческая музыка”.  
“Еλληνική μουσική, ιστορία, εξέλιξή της, σύγχρονη ελληνική μουσική”.
Современная греческая песня – Σύγχρονη ελληνική τραγουδοποιία
Аутентичный/подлинный исполнитель - исполнительница – Αυθεντικός ερμηνευτής / αυθεντική ερμηνεύτρια  
Музыкальный композитор – μουσικοσυνθέτης
Поэт-песенник -  στιχουργός

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ – ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ
Νεοελληνική μουσική - Δημοτικό Τραγούδι, Ακριτικό & Κλέφτικο, Στεριανό και Νησιώτικο,
Αστική Λαϊκή Μουσική, Ρεμπέτικο, Λαϊκό τραγούδι, Έντεχνο τραγούδι

Νεοελληνική Έντεχνη Μουσική
Ελληνική Οπερέτα
Σύγχρονη ελληνική μουσική

EΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
2020-05-01_17-07-05
Ο Επιτάφιος του Σεικίλου σε μεταγραφή. Πάνω από το κανονικό κείμενο του τραγουδιού
φαίνεται η αλφαβητική μουσική σημειογραφία. / Эпитафия Сейкила (II век до н.э.).
Эпитафия в транскрипции. Над обычным текстом песни появляется алфавитное
обозначение музыки.
.
Αρχαία και Ελληνιστική εποχή
Δεν έχουν διασωθεί τραγούδια ή στίχοι από την αρχαία Ελλάδα, ωστόσο γνωρίζουμε ότι γινόταν εππαγελία ποιημάτων (όπως παραδείγματος χάριν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια) από τους τραγουδιστές της εποχής τους αιηδούς με τη συνοδεία μουσικής (κυριώς της άρπας). Τη μεγάλη σημασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στη μουσική φανερώνουν πλήθος ποιητικές αναφορές, παραστάσεις και μύθοι. Έτσι ο Ορφέας με την λύρα του γοήτευε τ' άγρια θηρία, οι πέτρες, γοητευμένες από το παίξιμο του Αμφίονα, πήγαιναν χορεύοντας και έμπαιναν μόνες τους στη θέση που έπρεπε όταν πρωτοκτιζόταν η Θήβα, και ο Αρίωνας γοήτευε με την κιθάρα του τα δελφίνια της θάλασσας. Οι μύθοι αυτοί φανερώνουν μια βαθιά πίστη στη δύναμη της τέχνης των ήχων και παραπέμπουν σε πεποιθήσεις για τις μαγικές ιδιότητες της μουσικής, κοινές σε όλους σχεδόν τους μουσικούς πολιτισμούς του κόσμου.
Είδη και μορφές
Η αρχαία ελληνική μουσική ήταν μονοφωνική. Από τις σωζόμενες πηγές μαρτυρείται επίσης ένα είδος ετεροφωνίας, ενώ η πολυφωνία φαίνεται ότι δεν ήταν σε χρήση. Το αρχαιοελληνικό μέλος ταυτιζόταν απόλυτα με την ποίηση με τρόπο που ήχος και λόγος συνταιριάζονταν σε ένα αδιαίρετο σύνολο, όπου ο ρυθμικός στίχος υπαγόρευε το ρυθμό της μελωδίας (μέτρο) και δενόταν μαζί του. Γι' αυτό και τις περισσότερες φορές, ποιητής και συνθέτης ήταν το ίδιο πρόσωπο. Έτσι το μέτρο της ποίησης καθόριζε και το μέτρο της μουσικής που έφτασε σε μεγάλη ποικιλία, παρακολουθώντας την πλούσια ποιητική μετρική και τους τρόπους της απαγγελίας.
Την πρώτη μορφή έντεχνης ποίησης και μουσικής τη συναντάμε στην μορφή του ομηρικού έπους. Σε αυτά τα χρόνια οι αοιδοί (ποιητές και μουσικοί ταυτόχρονα) ιστορούσαν - άλλοτε σε συμπόσια και άλλοτε σε επίσημες γιορτές και αγώνες - πολεμικές δόξες και κατορθώματα, συνοδεύοντας την απαγγελία τους με τη λύρα ή την κιθάρα. ΦήμιοςΘάμυρηςΔημόδοκος είναι ονόματα αοιδών που αναφέρει ο Όμηρος σαν τους πιο ξακουστούς της εποχής του.
Στους ίδιους καιρούς ήταν γνωστά και διάφορα άλλα λαϊκά τραγούδια, όπως ο θρήνος και ο ιάλεμος (μοιρολόι), ο λίνος (θρηνητικό τραγούδι για τον αποχωρισμό θέρους και φθινοπώρου), ο υμέναιος (τραγούδι του γάμου), ο κώμος (που έκλεινε τα γλέντια) και άλλα.
Σε αντίθεση με την επική, η λυρική ποίηση, που αναπτύχθηκε τον 7ο και 6ο αιώνα, εκφράζει υποκειμενικά συναισθήματα του ποιητή. Με τις ωδές, τους παιάνες, τα επινίκια, τα παρθένεια, τα επιθαλάμια, ανάδειξαν την άφταστη τέχνη τους σειρά ολόκληρη από λυρικούς ποιητές ο Αλκαίος, η Σαπφώ, ο Ανακρέοντας, ο Πίνδαρος, η Κόριννα, ο Στησίχορος είναι οι πιο γνωστοί της εποχής εκείνης.
Ο 5ος π.Χ. αιώνας είναι ο αιώνας ακμής της αττικής τραγωδίας και κωμωδίας, που φαίνεται να έχει τις ρίζες της στη λατρεία του Διονύσου και ιδιαίτερα στο διθύραμβο και σε άλλα χορευτικά τραγούδια, όπως τα φαλλικά, με σκωπτικό και άσεμνο πολλές φορές περιεχόμενο. Το νέο αυτό δραματικό είδος έδενε αναπόσπαστα ποίησημουσική και χορό. Έτσι τα χορικά μέρη, τραγουδιόνταν με συνοδεία αυλού, ενώ οι μονόλογοι και οι διάλογοι γίνονταν με συνοδεία λύρας ή κιθάρας.
Η ενόργανη μουσική (αυλητική και κιθαριστική τέχνη) αναπτύσσεται και αυτή σε πολύ μεγάλο βαθμό από το β' μισό του 5ου αι. π.Χ. Στους διάφορους μουσικούς αγώνες, που διοργανώνονταν, οι καλύτεροι αυλητές και κιθαρωδοί, έπαιρναν χρηματικά ή άλλου είδους βραβεία. Ανάμεσά τους ακουστός ο αυλητής Σακάδας, θριαμβευτής στους Δελφικούς αγώνες, και ο Τιμόθεος από τη Μίλητο. Η ενόργανη αυτή συνοδεία του τραγουδιού, χρησιμοποιούσε, πολλές φορές, διάφορα μετρικά μελωδικά στολίδια, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως αλλοιωνόταν έτσι, και ο μονόφωνος χαρακτήρας της μουσικής, αφού μοναδικός σκοπός του ενόργανου ήχου, ήταν η υπογράμμιση του ρυθμού, που λογαριαζόταν ως το βασικότερο στοιχείο της μουσικής.

Μουσική θεωρία και πράξη
Από τη μουσική πρακτική της αρχαίας Ελλάδας υπάρχουν σήμερα ελάχιστα δείγματα με τη μορφή σημειογραφίας, ανάμεσα στα οποία, ολοκληρωμένα είναι μόνο τα παρακάτω: δύο Δελφικοί Ύμνοι, τρεις Ύμνοι στον Απόλλωνα και μια επιτάφια πλάκα (Επιτάφιος του Σεικίλου), που πάνω της έχει χαραγμένο ένα «σκόλιον». Τα υπόλοιπα λείψανα είναι αρκετά αποσπασματικά.
Μα αν τα λείψανα της αρχαίας ελληνικής μουσικής είναι πολύ λίγα, οι θεωρητικές πληροφορίες που έχουμε γι' αυτήν είναι πολύ περισσότερες, έτσι που να μπορούμε να σχηματίσουμε κάποια γνώση της θεωρίας της. Αυτές τις πληροφορίες τις βρίσκουμε διάσπαρτες στα συγγράμματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, στα Αρμονικά του Αριστόξενου, στα συγγράμματα του Ευκλείδη, στο Περί Μουσικής του Πλούταρχου, στα συγγράμματα Βυζαντινών, Λατίνων συγγραφέων και αλλού. Από τις πηγές αυτές παίρνουμε διάφορες θεωρητικές πληροφορίες, όπως π.χ. για τα τετράχορδα, τα γένη τους (διατονικό, χρωματικό, εναρμόνιο), τους τρόπους, τις αρμονίες, και τα «ήθη» αυτών.
Τις βάσεις της μουσικής θεωρίας και της μουσικής ακουστικής θεωρείται ότι τις έθεσε ο Πυθαγόρας με τους μαθητές του. Αυτός καθόρισε τη σχέση ανάμεσα στο ύψος του ήχου και στο μήκος της χορδής, κάνοντας πειράματα πάνω στον λεγόμενο «κανόνα» ή «μονόχορδο του Πυθαγόρα». Όσο μεγαλώνει το μήκος της χορδής, τόσο χαμηλότερος (βαρύτερος) γίνεται ο ήχος που παράγεται από αυτήν και το αντίστροφο. Πέρα από τους Πυθαγόρειους ασχολήθηκαν και άλλοι με τη θεωρία της μουσικής, ο Αριστοτέλης, ο Αριστόξενος, ο Πλούταρχος κ.ά. Ο Αριστόξενος μάλιστα με τα έργα του Ρυθμικά στοιχεία και Αρμονικά άρχισε να δίνει βασική σημασία, όχι στις μαθηματικές αναζητήσεις, όπως έκαναν οι Πυθαγόρειοι, αλλά στην πραγματική ακουστική σχέση ανάμεσα στους ήχους, όπως αυτή προέκυπτε από τη μουσική πρακτική. Η αντίθεση αυτών των δύο θεωριών διατηρήθηκε και καθόρισε δύο διαφορετικές πορείες στις μουσικοθεωρητικές έρευνες. Την εποχή του Αριστόξενου διαμορφώθηκε και ο μουσικός τονισμός των φθόγγων και ο προσδιορισμός του με συμβατικά σημεία. Για να αποδώσουν τους μουσικούς φθόγγους οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν γράμματα του αλφαβήτου σε διάφορες θέσεις (όρθια, ανάποδα, πλάγια), ενώ άλλη σημειογραφία χρησιμοποιούσαν για την φωνητική μουσική και άλλη για την οργανική.
Μουσικά όργανα
Όσο για τα μουσικά τους όργανα, αυτά ήταν έγχορδα, κρουστά και πνευστά. Τα έγχορδα ήταν συνήθως του τύπου της λύρας, όπως ΧέλυςβάρβιτοςκιθάραφόρμιγξΨαλτήρι κ.α. Στα τέλη τουλάχιστον του 7ου αιώνα π.Χ. χρονολογείται η άρπας (τρίγωνον), ενώ από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. μαρτυρούνται οι αρχαίες πανδουρίδες (έγχορδα του τύπου του λαούτου), οι οποίες θεωρούνται πρόγονοι του σημερινού ταμπουρά και μπουζουκιού, τόσο κατασκευαστικά, όσο και ετυμολογικά.
Στα πνευστά συγκαταλέγονταν συνήθως οι αυλοί, μονοί ή διπλοί, με διπλή συνήθως γλωττίδα, σαν τον σημερινό ζουρνά και οι σύριγγες, μονοκάλαμες ή πολυκάλαμες. Κλασικός στην ελληνική λογοτεχνία είχε γίνει ο συνδυασμός της λύρας (ή κιθάρας) με τον αυλό. Ένα ακόμη όργανο της εποχής αποτελεί και η ύδραυλις, το οποίο, λόγω της μεγάλης του ηχητικής έντασης, χρησιμοποιούνταν συχνά σε εορταστικά και αθλητικά γεγονότα (π.χ. ιπποδρομίες).
Κρουστά ήταν τα κρόταλα ή κρέμβαλα, τα τύμπανα, τα κύμβαλα, καθώς και διάφορα σείστρα και κουδούνια (κώδωνες). Η χρησιμοποίηση του κρουστών δεν ήταν τόσο διαδεδομένη στα αρχαία ελληνικά μουσικά δρώμενα, όσο στις διονυσιακές τελετές οργιαστικού χαρακτήρα, όπου γινόταν χρήση κυρίως τυμπάνων, κυμβάλων και κουδουνιών.
Ελληνιστική εποχή
Στην ελληνιστική εποχή ο λόγος, η μουσική και ο χορός αρχίζουν να διαχωρίζονται σε ξεχωριστούς κλάδους και να μην αποτελούν σαν και πρώτα μια τέλεια ενότητα. Έτσι, ο διθύραμβος, από ομαδικό, λατρευτικό τραγούδι που ήταν, τώρα τραγουδιέται από ένα πρόσωπο για να φανερωθεί και να επιβληθεί, ένα πνεύμα δεξιοτεχνίας. Αρχίζει η εποχή των "βιρτουόζων", που είναι περιζήτητοι και πληρώνονται μεγάλα ποσά.
Βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή
Κύριο λήμμα: Βυζαντινή μουσική
Λέγοντας βυζαντινή μουσική εννοούμε τη μουσική της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, όπως διαμορφώθηκε στους βυζαντινούς χρόνους και μετά από την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όπως οι περισσότερες μορφές τέχνης που έχουν σωθεί από εκείνη την εποχή, έτσι και η βυζαντινή μουσική εξυπηρέτησε βασικά την Εκκλησία και αποτελεί μια σύνθεση από αρχαία ελληνικά, στοιχεία και διάφορες ανατολικές μουσικές επιδράσεις.
Χαρακτηριστικά στοιχεία της βυζαντινής μουσικής είναι: η μονοφωνία, η έλλειψη ενόργανης συνοδείας και το σημειογραφικό παρασημαντικό της σύστημα, που εξελίχθηκε σταδιακά στο πέρασμα των αιώνων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία από τους πρώτους κιόλας χριστιανικούς αιώνες, είχε αποκλείσει τα μουσικά όργανα από την λατρεία. Βέβαια από τον 4ο αιώνα βρίσκουμε στο Παλάτι, στον Ιππόδρομο, στην Αγία Σοφία κ.ά. την ύδραυλι (εφεύρεση του Κτησίβιου του Αλεξανδρινού), το οποίο χρησίμευε στην κοσμική μουσική και μόνο για την εκγύμναση των ψαλτών.
Την ιστορία της βυζαντινής μουσικής μπορούμε να τη χωρίσουμε σε 3 εποχές.
Από τον 4ο ως τον 8ο αιώνα
Από τον Μέγα Κωνσταντίνο ως τον Ιωάννη το Δαμασκηνό, η εκκλησιαστική μουσική αναπτύσσεται ιδιαίτερα, μαζί με το τελετουργικό τυπικό. Ο χριστιανισμός έχει επίσημα αναγνωριστεί, οι διωγμοί είχαν σταματήσει και η ψαλτική μουσική έχει γίνει βασικό στοιχείο της Λειτουργίας.
Οι πρώτοι χριστιανικοί εκκλησιαστικοί ύμνοι ή ψέλνονταν, από ολόκληρο το εκκλησίασμα ή από έναν ψάλτη, που τον ακολουθούσε το πλήθος ψέλνοντας μαζί του μόνο τις τελευταίες συλλαβές . Σιγά-σιγά η υμνωδία αρχίζει να πλουτίζεται. Οι διάφορες αιρέσεις παίζουν σπουδαίο ρόλο σε αυτό, καθώς προσπαθούν για προσηλυτισμό περισσότερων οπαδών να χρωματίσουν ελκυστικότερα τη μουσική τους. Για τούτο και εκείνοι που έγραφαν τους ύμνους και αυτοί που τους μελοποιούσαν, δε δίσταζαν να χρησιμοποιούν παλιές μελωδίες, που τις αναζητούσαν σε κοσμική μουσική. Με την εξάπλωση του Χριστιανισμού παρουσιάζεται επίσης η αντιφωνία, ο χωρισμός δηλ. των ψαλτών σε αριστερό και δεξιό χορό, που ο καθένας ψέλνει ύστερα από τον άλλον, το ίδιο μέλος, (επίδραση από το χορό της αρχαίας τραγωδίας). Με το πέρασμα του χρόνου διαμορφώνονται δύο ειδών μελωδίες: το ειρμολογικό μέλος (γρήγορο και συλλαβικό) και το στιχηραρικό μέλος (πιο αργό και μελισμαστικό).
Οι σπουδαιότεροι διαμορφωτές της εκκλησιαστικής μουσικής αυτής της εποχής - που κατά κάποιον τρόπο αποτελεί και το σύνδεσμο της βυζαντινής με την αρχαία ελληνική μουσική – είναι οι Εφραίμ ο Σύρος, Αμβρόσιος των Μεδιολάνων, Μέγας ΒασίλειοςΓρηγόριος ΝαζιανζηνόςΙωάννης ο Χρυσόστομος. Όλοι αυτοί έγραψαν ύμνους και τροπάρια, που, ανάλογα με το περιεχόμενό τους, χωρίζονται σε απολυτίκια, μεγαλυνάρια, κεκραγάρια κλπ. Από τους μελωδούς και υμνωδούς της ίδιας εποχής σπουδαιότεροι είναι ο Ρωμανός ο Μελωδός, που χάρισε στη βυζαντινή μουσική κάποιους από τους ωραιότερους ύμνους και τροπάρια (Η Παρθένος σήμερον κ.ά.).
Η βυζαντινή μουσική ως τον 8ο αιώνα έπαιξε και στην Ευρώπη αξιόλογο ρόλο. Εισχώρησε στη Ρώμη, στη Νότια Ιταλία, τη Φραγκονία, την Ιρλανδία και περισσότερο στο γειτονικό βαλκανικό χώρο που συχνά συνδεόταν με τη βυζαντινή πολιτική, ώστε να γίνεται ένα από τα όργανα της προπαγάνδας της.
Από τον 8ο ως τον 13ο αιώνα
Από τον Ιωάννη το Δαμασκηνό ως τον Ιωάννη Κουκουζέλη, η βυζαντινή μουσική γνωρίζει τη μεγαλύτερη ακμή της. Καθιερώνοντας επίσημα τα τρία μουσικά γένη (διατονικό, χρωματικό, εναρμόνιο) διαμορφώνεται και τρίτο είδος μελωδίας, το παπαδικόν μέλος, που συμπλήρωνε τα δύο άλλα (ειρμολογικό και στιχηραρικό) και ήταν πιο αργό από αυτά. Χωρίζεται επίσης το έργο του υμνογράφου από το έργο του μελοποιού και η μουσική γίνεται εκφραστικότερη και παίρνει ένα περίτεχνο και διακοσμητικό ύφος.
Αυτή την εποχή ακμάζει και η μεγάλη μορφή της βυζαντινής μουσικής, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Διάσημος θεολόγος, φιλόσοφος και υμνογράφος, συγκέντρωσε όλες τις λειτουργικές μελωδίες, που ήταν σύμφωνες με το ορθόδοξο δόγμα και το αυστηρό πνεύμα της βυζαντινής μουσικής (αποκλείοντας ότι θύμιζε παλιό ειδωλολατρικό τραγούδι) τις κωδικοποίησε στην Οκτώηχο, που είναι το σπουδαιότερο από τα έργα του και στάθηκε σταθμός στην εξέλιξη της βυζαντινής μουσικής. Στην περίφημη αυτή Οκτώηχο είναι συγκεντρωμένοι οι καλύτεροι ύμνοι, καταταγμένοι σε ομάδες.
Στην ίδια εποχή ακμάζουν και οι υμνογράφοι Θεόδωρος και Ιωσήφ Στουδίτης, ο Πατριάρχης Φώτιος, ο Λέων ο σοφός, ο Κωνσταντίνος Ζ'Πορφυρογέννητος, ο Ιωάννης ο Γλυκύς, ο Μιχαήλ Ψελλός, η μοναχή Κασσιανή κ.ά.
Μεταβυζαντινή εποχή
Κατά την Οθωμανική περίοδο η εκκλησιαστική μουσική δεν σταμάτησε να αναπτύσσεται και ονομάζεται συχνά μεταβυζαντινή. Η θεωρητική και πρακτική μελέτη των περασμένων εποχών γίνεται η κύρια απασχόληση των ειδικών. Ο σημαντικότερος από τους θεωρητικούς αυτών των χρόνων είναι ο Ιωάννης Κουκουζέλης, που ασχολήθηκε με τις μουσικές μελέτες, τη συγγραφή σπουδαίων θεωρητικών έργων και τη σύνθεση τροπαρίων και ύμνων.
Εκτός από τον Κουκουζέλη και άλλοι, όπως ο Γ. Παχυμέρης και ο Μανουήλ Βρυέννιος, πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στη θεωρητική μελέτη της μουσικής του καιρού τους. Η πιο σημαντική όμως εξέλιξη αυτής της εποχής, είναι η λεγόμενη «απλοποίηση» της βυζαντινής μουσικής (σημειογραφίας), η οποία πέρασε από πολλά στάδια.
Ο Βαλάσιος (17ος αιώνας) και ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος (18ος αιώνας) απλοποίησαν το σύστημα της σημειογραφίας, το οποίο πήρε την τελική του μορφή μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα από τους τρεις μεγάλους μουσικοδιδασκάλους, τον Χρύσανθο Μαδύτου, τον Γρηγόριο τον Πρωτοψάλτη και τον Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα. Σε αυτούς τους τρεις οφείλεται και η ονομασία των επτά φθόγγων της βυζαντινής μουσικής: πα, βου, γα, δη, κε, ζω, νη.
Νεοελληνική μουσική
Κύριο λήμμα: Νεοελληνική μουσική
Με τον όρο νεοελληνική μουσική εννοείται το σώμα της ελληνικής μουσικής και καλύπτει χρονικά την περίοδο από τον 16ο αιώνα έως τη σύγχρονη εποχή. Από τις απαρχές της νεοελληνικής μουσικής και τον Φραγκίσκο Λεονταρίτη, τη νεοελληνική όπερα, τη Νεοελληνική Εθνική Μουσική Σκηνή, την νεοελληνική ηλεκτρακουστική εποχή, τον Ν. Σκαλκώτα και τον Γ.Α. Παπαϊωάννου η νεοελληνική μουσική φέρει εγγενώς ένα πλούσιο παρελθόν σε ό.τι αφορά στη λόγια και τη λαϊκή της παράδοση.
Δημοτικό τραγούδι
Κύριο λήμμα: Δημοτικό τραγούδι
Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι αναπτύχθηκε παράλληλα με την βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική και διαδόθηκε κυρίως με προφορικά μέσα. Είναι και αυτό μονοφωνικό και τροπικό στη δομή του, ενδεικτικό μάλιστα είναι ότι η πιστότερη καταγραφή του γίνεται με την βυζαντινή σημειογραφία. Δεν ήταν άγνωστο επίσης το φαινόμενο κατά το οποίο τα λόγια γνωστών εκκλησιαστικών μελών αντικαθίσταντο ακόμα και με σατυρικούς στίχους και τραγουδιούνταν σε γιορτές και πανηγύρια, πράγμα που είναι αποδεδειγμένο ότι συνέβαινε κατά καιρούς και με την δυτική εκκλησιαστική μουσική του Μεσαίωνα.
Ακριτικό και Κλέφτικο
Κύριο λήμμα: Κλέφτικο τραγούδι
Ως αρχή του δημοτικού τραγουδιού θεωρείται το ακριτικό τραγούδι, που δημιουργήθηκε στη χρονική περίοδο από τον 9ο έως και 11ο αιώνα περίπου. Η θεματολογία του ήταν η ζωή και τα ηρωικά κατορθώματα των ακριτών, που κατοικούσαν στα σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας με σκοπό την προστασία των συνόρων από τις συχνές εξωτερικές επιθέσεις της εποχής. Τη σκυτάλη από το ακριτικό τραγούδι πήρε το κλέφτικο, το οποίο διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και σε πανηγύρια στα χρόνια της τουρκοκρατίας, με κορύφωση στην περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Το κλέφτικο τραγούδι ήταν δημιούργημα της ρωμέικης ζωής, εμπνευσμένο από τη ζωή και τη δράση των κλεφτών και των αρματωλών είναι γεμάτο από αυθορμητισμό και ειλικρίνεια συγκίνησης.
Στεριανό και νησιώτικο
Οι περισσότεροι μελετητές διαιρούν την ελληνική δημοτική μουσική σε δύο ομάδες:
Οι διαφορές των δύο ομάδων συνίστανται κυρίως στα παρακάτω σημεία:
  1. Στους ρυθμούς. Οι νησιώτικοι χοροί είναι συνήθως δίσημοι, ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα, οι πεντάσημοι και επτάσημοι χοροί είναι πολύ συχνοί (π.χ. Καλαματιανός σε 7/8).
  2. Τρόποι. Στη στεριά χρησιμοποιούνται κυρίως ανημιτονικές κλίμακες (κλίμακες που δεν έχουν ημιτόνια κατά την διαδοχή των φθόγγων τους), σε αντίθεση με τα νησιά.
  3. Ομοιοκαταληξία και αυτοσχεδιασμοί είναι συχνοί στα νησιά, ενώ στην στεριά παρατηρούνται πολύ σπάνια (π.χ. μανιάτικα μοιρολόγια)
  4. Συνδυασμοί οργάνων. Στην στεριά, ο χαρακτηριστικός συνδυασμός οργάνων ήταν αρχικά η "ζυγιά" νταούλι και ζουρνάς (αργότερα κλαρίνο), ενώ στα νησιά τουμπί και λύρα (αργότερα λαούτο και βιολί). Στα νεότερα χρόνια οι καθιερωμένοι αυτοί συνδυασμοί αμβλύνθηκαν.
Μια Τρίτη κατηγορία που θα μπορούσε να διακριθει είναι η ανατολίτικη μουσική της ενδοχωρας της μικρας Ασίας, (καππαδοκια, καραμαν κλπ) η οποία συγγενευει με τις μουσικές της μέσης ανατολής, ωστόσο δεν φαίνεται να έχει πολλά κοινά με την μουσική της κυρίως Ελλάδας
Η αστική λαϊκή μουσική
Στα αστικά κέντρα με έντονη ελληνική παρουσία (ΠόληΣμύρνηΣύροςΓιάννιναΘεσσαλονίκηΠειραιάς) διαμορφώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα,ανάμεσα σε άλλα μουσικά είδη, και ένα είδος λαϊκού τραγουδιού που ονομάστηκε «ρεμπέτικο». Η ονομασία του όρου είναι αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Ανάμεσα στις πιο διαδεδομένες εκδοχές είναι: από το αρχαιοελληνικό ρέμβω/ρέμβομαι (υποδηλώνοντας τον περιπλανώμενο, τον άεργο). Ωστόσο η λέξη είναι στενά συνδεδεμένη, με τη λέξη μάγκας, ειδικά μετά και από τις πολυάριθμες σχετικές μελέτες που είδαν το φως της δημοσιότητας.[2] Ως μετεξέλιξη του ρεμπέτικου θεωρείται το λαϊκό τραγούδι των δεκαετιών του 1950-1960, το οποίο συνεχίζει να ακούγεται και εξελίσσεται μέχρι και σήμερα. Στην δεκαετία του 1960 κάνει την εμφάνισή του και το έντεχνο τραγούδι, αρχικά με την έννοια της μελοποιημένης ποίησης και των "κύκλων τραγουδιών" και κύριους εκπροσώπους τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη.
Το Ρεμπέτικο
Κύριο λήμμα: Ρεμπέτικη μουσική
Ως περίοδοι του ρεμπέτικου αναγνωρίζονται, με μικρές παραλλαγές, από τους μελετητές οι εξής:
  1. Πρώιμη περίοδος (π.1890-1922). Επικρατούν θεματολογικά οι αναφορές στην παρανομία, τα ναρκωτικά, τη φυλακή και το σινάφι των περιθωριακών. Ο δημιουργός είναι συνήθως ανώνυμος και η διάδοση προφορική και περιορισμένη. Χώρος παραγωγής είναι συχνά ο «τεκές» και η φυλακή.
  2. Κλασική περίοδος (1922-1940). Η ρεμπέτικη αργκό και τα ανατολίτικα στοιχεία που προέρχονταν από τη Σμύρνη αρχίζουν να υποχωρούν, Σ' αυτό συνέτεινε και με σχετικές απαγορεύσεις η λογοκρισία της μεταξικής δικτατορίας. Τα τραγούδια έχουν ως θέμα τους τον έρωτα, τη θλίψη και τη ρεμπέτικη ζωή. Η λαϊκή ορχήστρα εμπλουτίζεται και χώρος παραγωγής είναι πλέον η ταβέρνα.
  3. Εργατική περίοδος (1940-1953). Τραγούδια διαμαρτυρίας, της εργατικής ζωής, του ξενιτεμού, της μάνας. Το στιχουργικό ύφος αποκτά περισσότερο ποιητικό χαρακτήρα και όσον αφορά στην ενορχήστρωση, χρησιμοποιούνται πρόσθετα πολυφωνικά όργανα, όπως το ακορντεόν και το πιάνο (Τσιτσάνης). Τα τραγούδια διαδίδονται με δίσκους και στα «κέντρα διασκεδάσεως».
Σημαντικές σχολές του Ρεμπέτικου ήταν:

Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι από τους πρωτεργάτες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, αποτελώντας ταυτόχρονα και γέφυρα ανάμεσα στο ρεμπέτικοκαι στο λαϊκό (δεκαετία του 1950 και εξής). Η μετάβαση στο λεγόμενο «λαϊκό» γίνεται φανερή στην μουσική με την επιβολή ευρωπαϊκού κουρδίσματος στο μπουζούκι και την προσθήκη της 4ης χορδής από τον Χιώτη (1953), γεγονός που σηματοδοτεί ότι ο δημιουργός μπορεί να γράφει τραγούδια με «αρμονίες» («ματζοράκια-μινοράκια» κατά τον Τσιτσάνη). Η δισκογραφία, το ραδιόφωνο και οι ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες επηρεάζουν αποφασιστικά την δημιουργία και την διάδοση του λαϊκού τραγουδιού. Στη θεματολογία επικρατεί το ερωτικό στοιχείο, αλλά δε λείπουν και θέματα που αφορούσαν στα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, όπως ο εμφύλιος, η μετανάστευση, η ξενιτειά, η φτώχεια, οι κοινωνικές αδικίες. Στο πλαίσιο ενός γενικότερου εξωτισμού, εισάγονται επίσης αραβοπερσικές διασκευές τραγουδιών και εξωτική θεματολογία, αλλά και ρυθμοί, απόρροια της τάσης φυγής από κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της μετεμφυλιακής περιόδου. Το λαϊκό τραγούδι γίνεται σταδιακά αποδεκτό και από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις («Λαός και Κολωνάκι») και ανάλογα με τις προτιμήσεις του κοινού διαμορφώνονται επιμέρους ύφη, όπως «βαρύ λαϊκό», «ελαφρολαϊκό κτλ».
Τον 20 αιώνα (κυρίως την δεκαετία 90 και μετά) έχει άνθιση και το ελαφρολαϊκό τραγούδι το οποίο είχε ιδιαίτερα μεγάλη απήχηση στον κόσμο ο σπουδαιότερος ελαφρολαϊκός-λαικός τραγουδιστής καθιερώνεται ο Δημήτρης Μητροπάνος ο οποίος μεν ξεκίνησε με βάση το Λαϊκό τραγούδι αλλά στην συνέχεια άλλαξε πορεία και επεκτάθηκε προς άλλα είδη του Ελληνικού τραγουδιού.

Το Έντεχνο τραγούδι
Εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1950 - αρχές δεκαετίας του 1960 με πρωτεργάτες τους: Μάνο Χατζιδάκι (Ο Κύκλος με την κιμωλίαΠαραμύθι χωρίς Όνομα) και Μίκη Θεοδωράκη (Επιτάφιος - Διονυσια το επεξεργαστηκα). Κοινό χαρακτηριστικό των πρωτεργατών του «έντεχνου-λαϊκού» τραγουδιού ήταν εκπαίδευσή τους στην κλασική μουσική και η αναζήτηση της ελληνικότητας. Επινοώντας το έντεχνο τραγούδι μετέφεραν και ορισμένα από τα ιδεώδη της Εθνικής Σχολής στο λαϊκό τραγούδι.[3]
Ο όρος ΄΄Έντεχνο-λαϊκό΄΄ περιέχει δύο αντιφατικές έννοιες, δηλωτικές του διχασμού του Νεοέλληνα ανάμεσα στην λαίκή παράδοση και τον δυτικό προσανατολισμό[4] Ο Μίκης Θεοδωράκης ορίζει το Έντεχνο λαϊκό τραγούδι ως[5]: «ένα σύγχρονο σύνθετο μουσικό έργο τέχνης που θα μπορεί να αφομοιωθεί δημιουργικά από τις μάζες». Αφετηρία της προσπάθειας αυτής είναι ο «Επιτάφιος» (1958, σε ποίηση Ρίτσου), για τον οποίο ο Θεοδωράκης αναφέρει: «δεν είναι τίποτε άλλο παρά το πάντρεμα ανάμεσα στη σύγχρονη ελληνική μουσική και στη σύγχρονη ελληνική ποίηση».
Ως αποτέλεσμα δημιουργείται μια παράδοση μελοποιημένης ποίησης που ονομάζεται «Έντεχνο τραγούδι». Διαφέρει από το λαϊκό κυρίως στο στίχο, αλλά και στη μουσική (ενορχήστρωση, ύφος). Ο χαρακτήρας του είναι περισσότερο δυτικός όσον αφορά στα συνθετικά μέσα, δεν έχει όμως καμία σχέση με τη φόρμα του δυτικοευρωπαϊκού ρομαντικού και μεταρομαντικού έντεχνου τραγουδιού Ληντ (Lied). Το ελληνικό Έντεχνο τραγούδι αποκτά γρήγορα μεγάλη απήχηση στις πλατιές μάζες, φαινόμενο πραγματικά σπάνιο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Σε αυτό συνέβαλε και ο ενεργός πολιτικός ρόλος του συγκεκριμένου είδους κατά τη περίοδο της δικτατορίας.
Μερικά χαρακτηριστικά της παράδοσης αυτής του Έντεχνου λαϊκού τραγουδιού είναι:
  1. Οι κύκλοι τραγουδιών: δίσκοι με ενότητες τραγουδιών που ακολουθούν μια ενιαία κεντρική ιδέα. Πρόκειται για μελοποιημένη ποίηση σύγχρονων – κυρίως Ελλήνων – ποιητών ή στιχουργών.
  2. Καθιέρωση του λαϊκού τραγουδιστή και του λαϊκού μουσικού οργάνου (μπουζούκι) ως αυθεντικών εκφραστών του γνήσιου ποιητικού πάθους.
  3. Νέα μορφή επικοινωνίας με το κοινό με την καθιέρωση της λαϊκής συναυλίας σε ανοικτούς ή ειδικά διαμορφωμένους χώρους, με μαζική συμμετοχή.
Ενδεικτικοί κύκλοι τραγουδιών που θεωρούνται σήμερα κλασικοί του Έντεχνου τραγουδιού είναι:
Άλλοι σημαντικοί συνθέτες που υιοθέτησαν το τραγουδιστικό κλίμα του Έντεχνου ήταν οι: Μάνος ΛοΐζοςΔήμος ΜούτσηςΧρήστος ΛεοντήςΔημήτρης ΛάγιοςΝίκος Μαμαγκάκης και από πλευράς στιχουργών οι: Λευτέρης ΠαπαδόπουλοςΜάνος ΕλευθερίουΤάσος Λειβαδίτης κ.ά.
Χαρακτηριστικότεροι ερμηνευτές της πρώτης γενιάς του Έντεχνου ελληνικού τραγουδιού (1950-1980) είναι οι Μαρία ΦαραντούρηΓιώργος ΜούτσιοςΜαρία ΔημητριάδηΦλέρυ ΝταντωνάκηΑλίκη ΚαγιαλόγλουΜαρίζα ΚώχΝάνα Μούσχουρη κ.ά., ενώ από το 1980 μέχρι σήμερα έχουν ξεχωρίσει οι Νάνα ΜούσχουρηΝένα ΒενετσάνουΣαβίνα ΓιαννάτουΈλλη ΠασπαλάΜανώλης ΛιδάκηςΓιάννης ΚότσιραςΔημήτρης Μπάσης και Νατάσα Μποφίλιου, μεταξύ άλλων. Παράλληλα, γνωστοί τραγουδιστές όπως οι Χάρις ΑλεξίουΔήμητρα ΓαλάνηΤάνια ΤσανακλίδουΓιώργος Νταλάρας και Μελίνα Ασλανίδου, έχουν επίσης ασχοληθεί κατά καιρούς με το Έντεχνο πραγματοποιώντας αξιόλογες ερμηνείες
Στην παράδοση του Έντεχνου τραγουδιού προστέθηκαν μέσω της διάδοσης των μπουάτ, οι "τραγουδοποιοί", που γράφουν τη μουσική, το στίχο και τραγουδούν οι ίδιοι τα τραγούδια τους . Πρωτεργάτης θεωρείται ο Διονύσης Σαββόπουλος, ενώ ανάμεσα στους σημερινούς εκπροσώπους του είδους είναι ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης, o Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Ορφέας Περίδης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Γιάννης Αγγελάκας (στην περίοδο της Σόλο καριέρας του) κ.ά.
Από τη δεκαετία του '70 και μετά, εμφανίζεται και το ελληνικό ροκ που πατάει κυρίως σε δυτικές μουσικές φόρμες αλλά χρησιμοποιεί ελληνικό στίχο. Σημαντικοί εκφραστές του είδους θεωρούνται ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας και ο Δημήτρης Πουλικάκος. Στις επόμενες δεκαετίες ακολουθούν τα γκρουπ ΤρύπεςΜωρά στη ΦωτιάΞύλινα ΣπαθιάΔιάφανα ΚρίναΕνδελέχεια,Πυξ Λαξ κ.ά.
Νεοελληνική έντεχνη μουσική
Με την έκφραση νεοελληνική έντεχνη μουσική εννοούμε την μουσική δημιουργία κοσμικής μουσικής από Έλληνες επώνυμους δημιουργούς από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και εξής. Ο όρος υπονοεί συνήθως μουσική σε δυτικοευρωπαϊκό ύφος γραμμένη από επώνυμους Έλληνες στο πλαίσιο της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής (με ιδρυτή τον Μανώλη Καλομοίρη) ή από Έλληνες συνθέτες εκτός εθνικής μουσικής σχολής, αλλά με σημαντικό έργο, αναγνωρισμένο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Νίκος ΣκαλκώταςΓιάννης ΧρήστουΓιάννης Ξενάκης).
Κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο τα δείγματα επώνυμης κοσμικής μουσικής είναι μάλλον περιορισμένα, σε αντιδιαστολή με την εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική, και ως κοσμική μουσική εννοείται κατά βάση το δημοτικό τραγούδι.
Τα πρώτα γνωστά δείγματα επώνυμης κοσμικής μουσικής της νεοελληνικής ιστορίας προέρχονται από τα Επτάνησα, που ήταν και μία από της σημαντικότερες διόδους εισαγωγής των ευρωπαϊκών ιδεών και της δυτικής μουσικής (μέσω Ιταλίας) στην υπόλοιπη Ελλάδα, πριν και μετά την ένωση με αυτήν (1864). Από τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισαν να ιδρύονται Φιλαρμονικές Εταιρείες - αρχικά από Ιταλούς - στην Ζάκυνθο, την Κεφαλλονιάκαι την Κέρκυρα, παίζοντας σημαντικό ρόλο στην μουσική εκπαίδευση των κατοίκων των Ιονίων νήσων, σύμφωνα με τα ιταλικά πρότυπα. Επίσης, η επικοινωνία των Επτανήσων με την Ιταλία, η ανάπτυξη του εμπορίου, οι μελοδραματικοί θίασοι, που κάθε χρόνο έκαναν στα νησιά την επίσκεψή τους, συνετέλεσαν στο να αναπτυχθεί σε αυτά μια αξιόλογη μουσική κίνηση και να δημιουργηθεί μια πλούσια σχετική μουσική παράδοση, που ονομάστηκε επτανησιακή μουσική σχολή. Σε αυτήν ανήκουν όλοι οι πρώτοι επώνυμοι Έλληνες συνθέτες, με σημαντικότερο τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο (1795-1872). Ανάμεσα στους μαθητές του Μάντζαρου ήταν οι: Αντώνιος Καπνίσης, Φραγκίσκος Δομενεγίνης, Παύλος Καρρέρ (ή Καρρέρης στα ελληνικά), Σουζάνα Νεράντζη κ.ά. Σημαντικοί επτανήσιοι συνθέτες θεωρούνται οι: οικογένεια Λαμπελέτ (Εδουάρδος και οι γιοι του Ναπολέων, Λουδοβίκος και Γεώργιος), Σπυρίδων Σπάθης, Σπυρίδων ΣαμάραςΣπυρίδων Ξύνδας κ.ά.
Η επικοινωνία των Επτανήσων με τη Δύση έκανε την επτανησιακή μουσική, ακόμα και τη λαϊκή (καντάδα και αρέκιες), να μείνει προσκολλημένη στα πρότυπα της ιταλικής όπερας. Οι Επτανήσιοι συνθέτες κατηγορήθηκαν αργότερα δριμύτατα από εκπροσώπους της Εθνικής Σχολής (με γνωστή τη σχετική διαμάχη Καλομοίρη-Λαμπελέτ) ότι, παρόλο που εμπνέονταν από την Επανάσταση του 1821 και άλλα εθνικά θέματα, δεν μπόρεσαν να δώσουν «ελληνικό χαρακτήρα» στη μουσική τους, παραμένοντας σε μια στείρα μίμηση της αντίστοιχης ιταλικής. H πρόσφατη έρευνα έχει καταρρίψει εντελώς τη μονόπλευρη αυτή θεώρηση, μιας και έργα που θα μπορούσαν να γίνουν δεκτά ακόμη και από την 'κατά Καλομοίρη' ιδέα της εθνικής μουσικής έχουν συντεθεί ήδη από το 1837. Άλλωστε, το κριτήριο της ελληνικότητας της μουσικής που έθετε η εθνική μουσική σχολή δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρο ή μετρήσιμο και θεωρείται σήμερα αντικείμενο μουσικολογικής έρευνας.[7]
Τα τελευταία χρόνια, έπειτα από διάφορες μουσικολογικές έρευνες (π.χ. Γ. Λεωτσάκου) που είχαν ως αποτέλεσμα την ανεύρεση πολλών χαμένων έργων Επτανησίων συνθετων, αρχίζει να επανεκτιμάται η εν πολλοίς αδικημένη Επτανησιακή Μουσική Σχολή. Αποδεικνύεται μάλιστα ότι η μουσική γλώσσα των Επτανησίων διαθέτει ένα ιδιαίτερο μεσογειακό χρώμα και ακόμη ότι Εθνική μουσική σχολή προϋπήρχε στα Επτάνησα ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η "Ανατολική Συμφωνιά" του Μάντζαρου, "Το Ξύπνημα του Κλέφτη" (έργο για πιάνο) του Ιωσήφ Λιβεράλη, η "Δέσπω" του Καρρέρη (όπερα) κ.ά, έργα που βρίθουν ελληνικότητας. Η άγνοια του έργου αυτών των προικισμένων συνθετών οδήγησε σε εντελώς λανθασμένα συμπεράσματα και επιπόλαιες κριτικές, που δίχασαν και διχάζουν την ελληνική μουσική, στερώντας της μία από τις ωραιότερες μουσικές σελίδες της, την επτανησιακή. Στο Νικόλαο Μάντζαρο χρεώθηκε συχνά ακαδημαϊσμός και ιταλισμός. Ωστόσο αποδεικνύεται πως οι επιρροές που είχε δεχθεί ξεπερνούσαν τα όρια της Ιταλίας. Μουσικά του έργα μπορούν κάλλιστα να συγκριθούν με έργα Γάλλων και Αυστριακών κλασικών συνθετών. Η Επτανησιακή Σχολή αποτελεί φαινόμενο ιδιαίτερο στο χώρο της Μεσογείου. Την ίδια εμπαθή κριτική εδέχθη και η πολυφωνική εκκλησιαστική μουσική των Επτανήσων. Εν τούτοις διαθέτει κι αυτή ένα ξεχωριστό χρώμα, απόλυτα επτανησιακό, και εξίσου νόμιμο με το λεγόμενο "κωνσταντινουπολίτικο".
Η ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, η ανάπτυξη των πόλεων αλλά και η ανάδυση νέων κοινωνικών ομάδων, δημιούργησαν ένα καινούριο μουσικό γούστο στην υπό διαμόρφωση αστική τάξη, στραμμένο προς την Ευρώπη. Είναι η εποχή με τους ιταλικούς μελοδραματικούς θιάσους που επισκέπτονται τακτικά την Αθήνα από το 1840 και μετά. Το ιταλικό μελόδραμα διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μουσικού γούστου των νεότερων Ελλήνων. Σε αυτό συνέβαλαν σημαντικά και οι επτανήσιοι μουσικοί, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν και στην Αθήνα για τη διάδοση της ευρωπαϊκής μουσικής με την ίδρυση διάφορων μουσικών σωματείων ή ιδιωτικών σχολών. Η συστηματοποίηση όμως της μουσικής εκπαίδευσης αρχίζει με την ίδρυση του Ωδείου Αθηνών το 1871. Το Ελληνικό Ωδείο (και το Εθνικό Ωδείο αργότερα) με τα παραρτήματά τους στις διάφορες πόλεις, βοήθησαν να πλατύνει ο κύκλος των σπουδαστών μουσικής.
Οι πρώτοι συνθέτες που θεμελιώνουν στις αρχές του 20ου αιώνα τη νεοελληνική εθνική σχολή είναι: ο Διονύσιος Λαυράγκας, ο Γεώργιος και ο Ναπολέων Λαμπελέτ, ο Μανόλης Καλομοίρης, ο Μάριος Βάρβογλης και ο Αιμίλιος Ριάδης. Η δράση τους, εκτός από το καθαρά δημιουργικό τους έργο, απλώνεται και σε άλλους σοβαρούς τομείς, όπως η μουσική εκπαίδευση, η συλλογή, μελέτη και εναρμόνιση δημοτικών τραγουδιών κ.ά. Ο Μανόλης Καλομοίρης, που εγκαταστάθηκε το 1910 οριστικά στην Αθήνα, θεωρείται ο ιδρυτής και ο οργανωτής της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής. Ο Καλομοίρης, μέσα από την αρθρογραφία του στο περιοδικό Νουμάς υποστήριζε σθεναρά τις απόψεις του για τον δημοτικισμό και για μια εθνική σχολή μουσικής στα γερμανικά ρομαντικά πρότυπα με ενσωματωμένα «ελληνικά» θέματα και μοτίβα(όπως θεωρούσε π.χ. ο Καλομοίρης το τριημιτόνιο), κατηγορώντας παράλληλα τους επτανήσιους συνθέτες - κυρίως τον Γεώργιο Λαμπελέτ και τον Σπύρο Σαμάρα - ως ατάλαντους και την ιταλική μουσική ως «εμπορική». Τις απόψεις του αυτές τις αναθεώρησε αργότερα, λίγο πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε και είχε αναγνωριστεί από το ευρύ κοινό ως η σημαντικότερη προσωπικότητα της εθνικής μουσικής σχολής, έχοντας δημιουργήσει έναν σημαντικό κύκλο Ελλήνων συνθετών, με στόχο την προβολή του έργου της σχολής στο εξωτερικό. Στους συνθέτες αυτούς συμπεριλαμβάνονταν και οι: Μενέλαος ΠαλλάντιοςΔημήτρης ΛεβίδηςΓεώργιος ΣκλάβοςΠέτρος ΠετρίδηςΛώρης ΜαργαρίτηςΓεώργιος ΠονηρίδηςΑνδρέας Νεζερίτης Αγαμέμνων Μουρτζόπουλοςκ.ά.
Ξεχωριστή θέση πρέπει να δοθεί στον πιανίστα, συνθέτη και μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο, που, τελικά, καθιερώθηκε σαν διευθυντής ορχήστραςκαι διηύθυνε κατά καιρούς τις μεγαλύτερες συμφωνικές ορχήστρες του κόσμου, προωθώντας σημαντικά τα έργα Ελλήνων συνθετών στο εξωτερικό.
Η ελληνική οπερέτα
Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 1900, παράλληλα με την εμφάνιση της Εθνικής Μουσικής Σχολής, δημιουργείται και ελληνική οπερέτα. Το κοινό της Αθήνας είχε ήδη γνωρίσει την γαλλική οπερέτα από το 1871 από περιοδεύοντα γαλλικό θίασο. Το Σεπτέμβριο του 1908 ο θιασάρχης Αντώνιος Νίκας αποφασίζει να ανεβάσει μία οπερέτα με Έλληνες εκτελεστές. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1908, έπειτα από σύντομες αλλά εντατικές πρόβες, ανεβαίνει σε ελληνική μετάφραση η οπερέτα "Μαμζέλ Νιτούς" (Mam'zelle Nitouche) του Hervé με πρωταγωνίστρια τη Ροζαλία Νίκα, και αρχιμουσικό το Θεόφραστο Σακελλαρίδη και σημειώνει εκπληκτική επιτυχία, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις ορισμένων. Γρήγορα ο ηθοποιός και θιασάρχης Ιωάννης Παπαϊωάννου (1875-1931) με την χρηματική ενίσχυση του Φώτη Σαμαρτζή, Πατρινού δερματέμπορου, δημιουργεί τον πρώτο αποκλειστικά οπερετικό θίασο, που αφού ανεβάζει επιτυχώς πολλές γαλλικές και αυστριακές οπερέτες, στην πορεία ανεβάζει ελληνικές με πρώτη το "Σία κι αράξαμέ" (1909) του Σακελλαρίδη. Η συγκεκριμένη είναι η πρώτη ελληνική οπερἐτα, αν και συχνά, λανθασμένα, θεωρείται ως πρώτη το "Πόλεμος εν πολέμω" του Σαμάρα. Η οπερέτα κερδίζει αμέσως την αγάπη του κοινού εξ αιτίας του εύθυμου περιεχομένου της, τη ωραίας μουσικής και της χρήσης δημοτικής γλώσσας. Ακολουθούν σε λίγο ο ένας μετά τον άλλον οι θίασοι "Αφεντάκη", "Αθηναϊκή Οπερέττα", "Λαγκαδά", "Νίκα" και άλλοι.
Το δρόμο που άνοιξε ο Σακελλαρίδης ακολουθούν ο Διονύσιος Λαυράγκας ("Λήδα" 1909), ο Σπυρίδων Σαμάρας: "Πόλεμος εν πολέμω" (1914), "Πριγκήπισσα της Σασσώνος" (1915), "Κρητικοπούλα" (1916), ο Νίκος Χατζηαποστόλου: "Μοντέρνα καμαριέρα" (η πρώτη του οπερέτα, 1916) και άλλοι συνθέτες όπως οι: Ιωσήφ ΡιτσιάρδηςΜάρκος ΜαστρεκίνηςΑνδρέας ΜαστρεκίνηςΣπυρίδων ΚαίσαρηςΑττίκΓιάννης ΚομνηνόςΘεόδωρος ΣπάθηςΧρήστος ΧαιρόπουλοςΜίμης ΚατριβάνοςΆγγελος ΜαρτίνοςΓιάννης Κωσταντινίδης κ.ά. Η οπερέτα άρχισε να παρακμάζει μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Οι Θεόφραστος Σακελλαρίδης και ο Νίκος Χατζηαποστόλου είναι οι κυριότεροι εκπρόσωποί της. Το πιο δημοφιλές έργο του Σακελλαρίδη είναι "Ο Βαφτιστικός" (1918) και του Χατζηαποστόλου "Οι Απάχηδες των Αθηνών" (1921).
Σημειώνουμε μερικούς από τους θρυλικούς πρωταγωνιστές της ελληνικής οπερέτας:
Μελπομένη ΚολλυβάΡοζαλία ΝίκαΈλσα ΈνγκελΑφροδίτη ΛαουτάρηΆγγελος Χρυσομάλης,Γιάννης ΣτυλιανόπουλοςΖαζά ΜπριλλάντηΜάνος ΦιλιππίδηςΓιάννης Πρινέας,Κυριάκος ΜαυρέαςΖωζώ ΝταλμάςΗρώ ΧαντάΠέτρος ΚυριακόςΜιχάλης ΚοφινιώτηςΟλυμπία Καντιώτου-ΡιτσιάρδηΣπύρος ΜηλιάδηςΠαρασκευάς Οικονόμου,Σωτηρία ΙατρίδουΝίτσα ΦιλοσόφουΆγγελος ΜαυρόπουλοςΆννα ΚαλουτάΜαρία ΚαλουτάΟρέστης ΜακρήςΜαρίκα ΚρεβατάΛέλα ΠατρικίουΣπύρος ΠατρίκιοςΜαρίκα ΝέζερΠέτρος ΕπιτροπάκηςΑριστείδης ΠανταζινάκοςΑνθή Ζαχαράτου
Η σύγχρονη ελληνική μουσική
Με το Νίκο Σκαλκώτα, ένα άλλο κεφάλαιο της ελληνικής μουσικής ιστορίας άνοιξε. Το έργο του μεταφέρει στην ελληνική μουσική τις σύγχρονες μουσικές τάσεις. Αν και το δημοφιλέστερό του έργο στο ελληνικό κοινό είναι οι 36 Ελληνικοί Χοροί, οι περισσότερες συνθέσεις του ακολουθούν το δωδεκάφθογγο σύστημα, αλλά με ένα ιδιότυπο προσωπικό ύφος, το οποίο δημιούργησε ένα απροσδόκητο ενδιαφέρον σε όλους τους πρωτοποριακούς μουσικούς κύκλους της Ευρώπης (και αργότερα της Ελλάδας), δυστυχώς μετά τον πρόωρο θάνατό του (1949).
Οι σημαντικότεροι Έλληνες συνθέτες σύγχρονης μουσικής μετά τον Νίκο Σκαλκώτα (χρονολογικά) ήταν οι Ιάννης Ξενάκης (1922-2001) και Γιάννης Χρήστου (1926-1970), το έργο των οποίων απέκτησε πολλούς φανατικούς θαυμαστές εντός και εκτός Ελλάδας.
Άλλοι συνθέτες που ακολουθούν στο έργο τους τις σύγχρονες μουσικές τάσεις: ο Γιάννης Α. Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Σισιλιάνος, ο Δημήτρης Δραγατάκης, ο Γιάννης Κωνσταντινίδης (γνωστός και με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης ως συνθέτης ελαφράς μουσικής), ο Μιχάλης Αδάμης, ο Δημήτρης Τερζάκης, ο Θόδωρος Αντωνίου, ο Γιώργος Κουρουπός, ο Κυριάκος Σφέτσας, ο Χρήστος Χατζής, ο Χάρης Ξανθουδάκης, ο Γιώργος Ζερβός,ο Παναγιώτης Κόκορας, ο Μάριος Ιωάννου Ηλία και πολλοί άλλοι, (βλέπε σχετικά και σε αρχεία της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών)

Μάρκος Βαμβακάρης
Το 1924 πρωτοδιδάσκεται μπουζούκι στα σφαγεία στη Δραπετσώνα από τον μπάρμπα Νικό τον Αϊβαλιώτη και εκστασιάζεται. Στη συνέχεια στρατεύεται και απολύεται καθυστερημένα λόγω των πολλαπλών φυλάκων. Έως το 1930, δουλεύοντας περιστασιακά, μαθαίνει να παίζει μπουζούκι όλο και καλυτέρα και γνωρίζεται στο λιμάνι με τους Ανέστη Δελιά, Γιώργο Μπάτη και Στράτο Παγιουμτζή.
Το μπουζούκι είχε γίνει ένα με το χέρι του. Προσαρμόζει τους σμυρνέικους ρυθμούς στο μπουζούκι, δημιουργώντας μετά από ένα ειδικό κούρδισμα των χορδών το πειραιώτικο καραντουζένι. Είναι πρωτοπόρος σε αυτό και είναι ο πρώτος αυτός που βάζει το μπουζούκι στα σμυρνέικα ρεμπέτικα. Έως το 1932 είχε γράψει περισσότερα από 30 τραγούδια. Θεωρείται ο πατριάρχης του Ελληνικού ρεμπέτικου.
Ο ίδιος λέει: Στον Πειραιά, στα Χιώτικα(Δραπετσώνα), άκουσα πρώτη μου φορά το Νίκο τον Αϊβαλιώτη. Είχε κάνει και εκείνος φυλακή, έπαιζε το μπουζούκι τόσο μερακλίδικα και μού βαλε καημό μες στο κεφάλι μου. Τόσο πολύ μου άρεσε που έδωσα όρκο πως αν δεν μάθω το όργανο, θα μου έκοβα τα χέρια. Λογάριασα τον όρκο ιερό και έμαθα μέσα σε έξι μήνες! Το μόνο μου σχολειό ήταν ο τεκές και η ταβέρνα. Η μουσική με έκανε αλλιώς και όλα μου περνούσαν. Αυτό το παλιομπούζουκο ήταν η ζωή μου. Ήταν ένα με το χέρι μου. Και το έπαιξα αντρίκεια και με αξιοπρέπεια γιατί το γούσταρα, εγώ για πάρτη μου. Το δούλεψα πολύ για χρόνια, αίμα έσταζαν τα χέρια μου. Έπρεπε να βγει το ζεϊμπέκικο καραντουζένι. Γινόμουν μονάχος μια ολάκερη ορχήστρα… Ετούτο είναι το μυστικό στο παίξιμο: το χέρι το αριστερό και  το δεξί το πόδι σαν κρουστό. Σαν παίζεις τις πενιές, χτυπάς το πόδι σου στη γη, μιλεί η καρδία σου και λέει για τα χρέη της και τα παράπονα της. Και η φωνή κοφτή και αντρίκια, όχι να σέρνεται. Για αυτό και τα τραγούδια τα δικά μου πρέπει να τα φυλάνε, πρέπει να παίζονται, όχι να σβήνουν, να ξεχνιούνται. Είναι παλιά βυζαντινά, οι δρόμοι τους είναι αρχαίοι.

Γιώργος Μπάτης
Ο Γιώργος Μπάτης γύρω στο 1925 μένει στην οδό Αίμου στην Αγία Σοφία. Μετατρέπει το σπίτι του σε χοροδιδασκαλείο, ΚΑΡΜΕΝ γράφει στην εξώπορτα και το παίζει χοροδιδάσκαλος καθηγητής εκ Παρισίων. Νωρίτερα έκανε τον οδοντίατρο, τον ενεχυροδανειστή, μουσικών οργάνων και άλλα επαγγέλματα. Μέχρι και αυτοσχέδια φάρμακα για τον πονόδοντο. Έπαιζε μπαγλαμά, ενώ μπουζούκι έμαθε περί το τέλος της δεκαετίας. Η μεγαλειώδης αυτή χαρακτηριστική προσωπικότητα της εποχής του, υπήρξε συνδετικός κρίκος και καθοδηγητής όλων των ανθρώπων του ρεμπέτικου. Επιθυμία του ήταν όταν πεθάνει να ταφεί μαζί με το μπαγλαμαδάκι του, πράγμα και το οποίο έγινε.

Σταύρος Παγιουμτζής
Ο Σταύρος Παγιουμτζής είχε μεράκι με το τραγούδι. Όπου και αν βρισκόταν τραγουδούσε αμανέδες.  Στα μέσα της δεκαετίας του 20 γνωρίζεται με τον Βαμβακάρη, τον Δελιά, τον  Μπαγαντιέρα και άλλους. Αρχίζουν να παίζουν για το κέφι τους, αρχικά σε διάφορα στέκια γύρω από το λιμάνι. Το 1934 θα γίνει ο βασικός τραγουδιστής της Ξακουστής τετράδας του Πειραιώς. Το παρατσούκλι του τεμπέλης θα είναι περιπαικτικό, γιατί θα γράψει ελάχιστα τραγούδια. Με τη μυθική του φωνή και τον ιδιαίτερο τρόπο ερμηνείας γνωρίζει αμέσως εκπληκτική επιτυχία.
Η ΞΑΚΟΥΣΤΗ ΤΕΤΡΑΔΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Το 1934 είναι έτος σταθμός για το ρεμπέτικο τραγούδι, γιατί σχηματίζεται η ΞΑΚΟΥΣΤΗ ΤΕΤΡΑΔΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, με τη συμβολή του Σπύρου Περιστέρη. Είναι η πρώτη επίσημη και νόμιμη, εκτός τεκέδων, επαγγελματική δουλειά με μπουζούκια και μπαγλαμάδες στην Ελλάδα.
 Κάπως έτσι και μέσα από τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, τις ταλαιπωρίες, τα λάθη και τις καλλιτεχνικές ανησυχίες αυτών των ανθρώπων, η ψυχή της προσφυγιάς βρίσκει έναν σπουδαίο συνδετικό κρίκο και συναντιέται με την ψύχη των γηγενών Ελλήνων. Αυτός ο κρίκος είναι το ρεμπέτικο τραγούδι.
Αυτή είναι η γνήσια ελληνική μουσική, όπως θα αναλύσει αργότερα και ο Μάνος Χατζιδάκις, που θα εξελιχθεί σε συγκολλητικό στοιχείο όλου του Οικουμενικού Ελληνισμού.
Κάπου εκεί στη Δραπετσώνα, υπήρχε η Μάντρα του Σαραντόπουλου, που παίζει η σμυρνέικη κομπανία. Εκεί μαζεύονται αρκετοί πρόσφυγες που είναι νεοφερμένοι, μετά την καταστροφή της Σμύρνης, για να ακούσουν αμανέδες και ρεμπέτικα τραγούδια της Μικράς Ασίας.  Τα μέλη της σμυρνέικης κομπανίας γνωρίζονται με τους Πειραιώτες ρεμπέτες. Γούσταραν την μπέσα τους και πείθουν τον Σαραντόπουλο να τους καλέσει επαγγελματικά για να παίξουν ρεμπέτικα. Ο Σαραντόπουλος τους συναντάει στο σπίτι του Μπάτη και κανονίζονται τα πάντα. Ο Γιώργος Μπάτης, που είναι και Νονός της ΤΕΤΡΑΔΑΣ, είναι 49 ετών, ο Μάρκος Βαμβακάρης 29, ο Στράτος Παγιουμτζής 28 και ο Ανέστος Δελιάς 22.
Εδώ αρχίζει η πρώτη νόμιμη και επαγγελματική εμφάνιση του Ρεμπέτικου με μπουζούκι και μπαγλαμά στην Ελλάδα. Στριμωγμένοι ανάμεσα σε πάγκους και κουρελόχαρτα τα μπουζούκια συνυπάρχουνε με τα βιολιά και τα σαντούρια σε διπλό πρόγραμμα. Η ρεμπέτικη κομπανία από δυο μπουζούκια, ένα τζουρά και ένα μπαγλάμα. Το σχήμα κρατάει 6 μήνες και η απήχηση είναι τρομερή. Ο Δελιάς, όμως, δημιουργεί προβλήματα στην τετράδα και τον αντικαθιστά ο Στ. Κερομύτης.
Τον Απρίλιο του 1936, μέσα σε πολύ ταραγμένα χρόνια, διορίζεται πρωθυπουργός ο Ιωάννης Μεταξάς.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η ΞΑΚΟΥΣΤΗ ΤΕΤΡΑΔΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ εγκαθίστανται στο ιδιόκτητο μαγαζί του Μάρκου στην νέα γειτονιά του, την Παλιά Κοκκινιά. Από τα εγκαίνια, τον Ιούνιο του 1936, υπάρχει η διάσημη φωτογραφία της ΤΕΤΡΑΔΑΣ. Ο Δελιάς είναι και πάλι μαζί τους. Το μαγαζί δουλεύει μόνο 8 μήνες, διότι δεν ανανέωσε την άδεια η αστυνομία. Στο πάλκο ανεβαίνει για πρώτη φορά γυναίκα, η Σοφία Καρίβαλη.

Πηγή
ΣΙΔΕΡΗΣ, Ν. (2019). Η ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού. Αθήνα: Επτάλοφος.
ГРЕЧЕСКИЙ КУЛЬТУРНЫЙ ЦЕНТР                     ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Москва, Алтуфьевское шоссе,  44                     Altufyevskoe shosse, 44, office No 9, 2nd floor
офис № 9, 2 этаж                                                           127566 Moscow, Russia
Тел.: 7084809 – Тел./Факс7084810                      Tel.: +7 495 7084809; Tel./Fax:  +7 495 7084810

skype: hellenic.cultural.center



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου