Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

«Δύο “ελληνικά” ποιήματα του Εουτζένιο Μοντάλε» του Γιάννη Η. Παππά

H συλλογή Σάτουρα, το τέταρτο ποιητικό βιβλίο του Εουτζένιο Μοντάλε (στο οποίο περιλαμβάνονται και τα δύο ποιήματα που δημοσιεύονται εδώ), συγκεντρώνει και συστηματοποιεί τα ποιήματα που γράφτηκαν μεταξύ του 1962 και του 1970, και κυκλοφόρησε το 1971 από τον εκδοτικό οίκο Μονταντόρι. Σηματοδοτεί, για τον ποιητή, μια νέα ποιητική «διαδρομή»· οι τονικές αλλαγές είναι προσαρμοσμένες στην ανάγκη για μια ανανεωμένη μαρτυρία των μεγάλων ιδεολογικών, κοινωνικών και πολιτικών αναταραχών.
Ο τίτλος Σάτουρα αναφέρεται γενικά στο είδος της λατινικής ποίησης με ποικίλο, αρχικά δραματικό και εν συνεχεία διδακτικό και συνήθως σατιρικό, σκωπτικό ή χλευαστικό περιεχόμενο. Πρωτογράφτηκε από τον Ρωμαίο ποιητή Έννιο και στη συνέχεια από τους Λουκίλιο, Οράτιο, Πέρσιο και Γιουβενάλη. Δεν έχει σχέση με το σατυρικό δράμα.
Με αυτό το βιβλίο ο Μοντάλε αρχίζει μια ποίηση που σχετίζεται με καθημερινές καταστάσεις, με τη δική του ζωή αλλά και των άλλων, αλλά ιδωμένη με μια ειρωνεία αντίθετη στις «ψεύτικες μυθολογίες» της μάζας. Οι δύο πρώτες ενότητες, Xenia I και Xenia II,[1] αναφέρονται στην Drusilla Tanzi, τη γυναίκα του η οποία πέθανε το 1963. Στις άλλες δύο ενότητες, Satura I και Satura II, υπερτερούν σατιρικά, πολεμικά, παρωδιακά και παιγνιώδη θέματα.
Ο Μοντάλε, στη συλλογή Σάτουρα, δίνει στην πρώτη λέξη τη μεταφυσική διάσταση της συλλογής, η διαδρομή της οποίας θα τερματιστεί με το τελευταίο ποίημα «Ah!» της τελευταίας ποιητικής του συλλογής, Άλλοι στίχοι, που γράφτηκε το 1980. Η μεταφυσική διάσταση διαπερνά σχεδόν όλη την ποιητική παραγωγή του Μοντάλε και φανερώνει μια πλευρά η οποία είναι πολύ σημαντική σε όλη την ποιητική του παραγωγή. Η θέση του Μοντάλε μπορεί να συνοψιστεί με αυτά τα λόγια: οι ζωντανοί δεν γνωρίζουν ότι είναι ζωντανοί ή ίσως είναι μόνο σκιές ενός αληθινού κόσμου, για τον οποίο έχουν χαθεί τα ίχνη και για τον οποίο δεν γνωρίζουμε ούτε την υφή του, ούτε τη δομή του.
Μιλώντας ο ίδιος ο ποιητής για τις αλλαγές που επισημάνθηκαν από πολλούς μελετητές, ανάμεσα στα τρία πρώτα βιβλία του και στο τέταρτο, που είναι η συλλογή Σάτουρα, λέει σε μια συνέντευξή του: «Μετά από τη συλλογή Μπόρα δεν έγραψα ποίηση για πολλά χρόνια. Έγραψα μονάχα άρθρα. Έτσι, όταν επέστρεψα στην ποίηση, μου φάνηκε φυσικό να χαμηλώσω τον τόνο των στίχων, καθιστώντας τους πιο πεζολογικούς. Όμως πιστεύω ότι η ποίηση της συλλογής Σάτουρα δεν είναι, αλλά μονάχα μοιάζει να είναι, πεζολογική» (συνέντευξη στον Τζιουλιάνο Ντέγκο, 20 Απριλίου 1975).
Ερώτηση και Απάντηση III[2]
Ο Μοντάλε λέει γι’ αυτό το ποίημα: «Το ποίημα είναι αυτοβιογραφικό και αφηγείται, στην ουσία, το ταξίδι μου στην Ελλάδα το 1962.[3] O παραλήπτης είναι ένα πραγματικό πρόσωπο. Είναι η Μαργαρίτα Δαλμάτη,[4] μία από τις καλύτερες μεταφράστριες των ποιημάτων μου. Η Δαλμάτη, ήδη βοηθός του Μπρούνο Λαβανίνι στο Παλέρμο, είναι επίσης δεξιοτέχνισσα στο τσέμπαλο» [Annalisa Cima και Cesare Segre (επιμέλεια), Eugenio Montale. Το προφίλ ενός συγγραφέα (Profilo di un autore), Rizzoli, Μιλάνο 1977, σσ. 184-5.].
Η σημείωση του συγγραφέα στο τέλος των εκδόσεων της συλλογής Σάτουρα αποκαλύπτει το επεισόδιο το οποίο αναφέρεται στο ποίημα: με την ευκαιρία των γάμων της Σοφίας της Ελλάδας με τον Χουάν Κάρλος των Βουρβόνων της Ισπανίας, μια ατελείωτη σειρά από πρίγκιπες πλημμύρισε το ξενοδοχείο «Βασιλιάς Γεώργιος» (Αθήνα, 1962). Εκείνες τις μέρες, ο Μοντάλε βρισκόταν στην Ελλάδα για την παρουσίαση μιας ανθολογίας ποιημάτων του στα ελληνικά, τα οποία είχαν μεταφραστεί από πολλούς Έλληνες μεταφραστές, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η Δαλμάτη (ψευδώνυμο της Μαρίας-Νίκης Ζωρογιαννίδη), συγγραφέας του γράμματος από την Κηφισιά και συνομιλητής (αληθινός) του ποιητή στο κείμενο «Ο χαρακτήρας των Ελλήνων», που είχε γράψει ο Μοντάλε το 1962, και το οποίο συμπεριέλαβε στη συνέχεια στο βιβλίο του με τίτλο Εκτός σπιτιού.
Ημερομηνία σύνθεσης: 17 Νοεμβρίου 1968.
I
«Ηο riveduto il tetro dormitorio
dove ti rifugiasti quando l'Almanacco
di Gotha straripo dalle soffitte
del King George e fu impietoso al povero
malnato. Gia la pentola bolliva
e a stento bolle ancora mentre scrivo.
Mi resta il clavicembalo arrivato
nuovo di zecca. Ha un suono dolce e quasi
attutisce (per poco) il borbottio
di quel bollore. Meglio non rispondermi».
(lettera da Kifissia)
«Είδα και πάλι το σκοτεινό δωμάτιο
όπου είχες καταφύγει όταν το Αλμανάκ 
του Γκόθα πλημμύρισε από τις σοφίτες του 
Βασιλιά Γεωργίου και ήταν ανελέητο στον φτωχό
κακογεννημένο. Ήδη το καζάνι έβραζε
και σπανίως βράζει ακόμα ενώ γράφω.
Μένει το τσέμπαλο το οποίο ήρθε 
ολοκαίνουργιο. Έχει έναν ήχο γλυκό και σχεδόν
αμβλύνει (για λίγο) τη φασαρία 
από κείνο τον βρασμό. Καλύτερα να μη μου απαντήσεις».
(γράμμα από την Κηφισιά)
Το σκοτεινό δωμάτιο: εναλλακτική κατοικία στο ξενοδοχείο «Βασιλιάς Γεώργιος», η οποία είχε καταληφθεί από τους βασιλείς. Το ξενοδοχείο είναι πολυτελείας και βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα από την Αθήνα. 
Το Αλμανάκ του Γκόθα: ένα γενεαλογικό αλμανάκ των βασιλικών οίκων και των πιο σημαντικών αριστοκρατικών οικογενειών της Ευρώπης, το οποίο δημοσιεύτηκε από το 1763 έως το 1944. Το όνομα προέρχεται από τη γερμανική πόλη του Γκόθα, στη Θουριγγία, όπου και δημοσιεύτηκε.
Κακογεννημένο: κατώτερης κοινωνικής τάξης, μη ευγενής.
Το καζάνι που βράζει: αναφορά στην πολιτική κατάσταση της δεκαετίας του ’60: λίγα χρόνια μετά τη χρονολογία της επίσκεψης του ποιητή στην Αθήνα (1962), ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου θα έλθει σε ανοικτή σύγκρουση με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος θα απαντήσει στις λαϊκές διαδηλώσεις (Ιούλιος του 1965, «Ιουλιανά») υποστηρίζοντας το πραξικόπημα που έγινε το 1967 και που οδήγησε στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Ο γλυκός ήχος του τσέμπαλου (η τέχνη, η ποίηση) μειώνει, εν μέρει, τον θόρυβο.
Το τσέμπαλο: το όργανο που έπαιζε η Δαλμάτη.
Κηφισιά: «την πρωτομαγιά, τη μέρα κατά την οποία από την πολύ κρύα και απομακρυσμένη Κηφισιά κατέβηκα στην πόλη για να βρω ένα λιγότερο εκκεντρικό κατάλυμα» («Ο χαρακτήρας των Ελλήνων»). «Κηφισιά, πατρίδα του Μενάνδρου» γράφει σε ένα κριτικό του κείμενο ο Μοντάλε.
«Η θέση του Μοντάλε μπορεί να συνοψιστεί με αυτά τα λόγια: οι ζωντανοί δεν γνωρίζουν ότι είναι ζωντανοί ή ίσως είναι μόνο σκιές ενός αληθινού κόσμου, για τον οποίο έχουν χαθεί τα ίχνη και για τον οποίο δεν γνωρίζουμε ούτε την υφή του, ούτε τη δομή του.»
II. Από το πρώτο μου καταφύγιο...
Φτάνοντας στην Ελλάδα για να παρουσιάσει τη μετάφραση ενός ποιητικού του βιβλίου, ο Μοντάλε παρουσιάζει ειρωνικά τον εαυτό του ως μια «θεότητα σε τουριστικό περιβάλλον» (στ. 46-47), φορέα, ανάμεσα στους οικοδεσπότες του, εκείνης της φλόγας του «θείου» που είναι η ποίηση.
Di quel mio primo rifugio 
in non ricordo che le ombre 
degli eucalipti; ma le altre, 
le ombre che si nascondono
tra le parole, imprendibili,
mai palesate, mai scritte, 
mai dette per intero, 
le sole che non temono
contravvenzioni,
persecuzioni, manette,
non hanno ne un prima ne un dopo 
perche sono l'essenza della memoria. 
Hanno una forma di sopravvivenza 
che non interessa la storia,
una presenza scaltra, un'asfissia che non e
solo dolore e penitenza.
Ε posso dirti senza orgoglio,
ma e inutile perche
in questo mi rassomigli,
che c' e tra il martire e il coniglio,
tra la galera e l'esilio, 
un luogo dove rinerme 
lubrifica le sue armi, 
poche ma durature.
Resistere al vincitore
merita plausi e coccarde, 
resistere ai vinti quand'essi 
si destano e sono i peggiori, 
resistere al peggio che simula
il meglio vuol dire essere salvi
dall'infamia, scampati (ma e un inganno) 
dal solo habitat respirabile 
da chi pretende che esistere 
sia veramente possibile.
Ricordo ancora l'ostiere
di Xilocastron, il menu
dove lessi barbunia, indovinai
ch'erano triglie e lo furono,
anche se marce, e mi parvero
un dono degli dei. Tutto ricordo
del tuo paese, del suo mare, delle
sue capre, dei suoi uomini,
eredi inattendibili di un mondo
che s'impara sui libri ed era forse
orrendo come il nostra.
Io era un nume
in abito turistico, qualcosa
come il Viandante della Tetralogia,
ma disarmato, innocuo, dissotterrato,
esportabile
di contrabbando da uno specialista.
Ma era pur sempre nel divino. Ora
vivo dentro due chiese che si spappolano,
dissacrate da sempre, mercuriali,
dove i pesci che a gara vi boccheggiano
sono del tutto eguali. Se non fosse
che la pieta è inesauribile eppure
è un intralcio di piu, direi che è usata male.
Ma la merito anch'io? Lascio irrisolto
il problema, sigillo questa lettera 
e la metto da parte. La ventura 
e la censura hanno in comune solo 
la rima. Ε non è molto.
II
Από το πρώτο μου καταφύγιο, 
κρατώ στη μνήμη μου μόνο τις σκιές 
των ευκαλύπτων· αλλά οι άλλες, 
οι σκιές, που κρύβονται 
ανάμεσα στις λέξεις, οι απατηλές, 
που δεν αποκαλύπτονται, οι άγραφες, 
οι μισοειπωμένες, 
οι μόνες που δεν φοβούνται
παρανομίες, 
καταδιώξεις, χειροπέδες, 
δεν έχουν ούτε ένα πριν ούτε ένα μετά, 
γιατί αυτές είναι η ουσία της μνήμης.
Έχουν τη μορφή της επιβίωσης, 
που δεν ενδιαφέρει την ιστορία, 
μια πονηρή παρουσία, μια ασφυξία που δεν είναι
μόνο πόνος και μετάνοια.
Και μπορώ να σου το πω χωρίς οργή, 
αλλά είναι ανώφελο, διότι 
σ’ αυτό μου μοιάζεις, 
ότι ανάμεσα στο θύμα και τον βασανιστή, 
στη φυλακή και την εξορία, 
υπάρχει ένας τόπος όπου ο άοπλος άνθρωπος
γυαλίζει τα λίγα αλλά διαρκή όπλα του.
Η αντίσταση στον νικητή 
αξίζει χειροκρότημα και παράσημα, 
η αντίσταση στους νικημένους 
που θα ξυπνήσουν και θα είναι χειρότεροι, 
η αντίσταση στο κακό που μοιάζει
στο καλό, σημαίνει ότι θα σωθούμε
από την ατιμία, ζωντανοί (αλλά είναι μια ψευδαίσθηση)
στον μοναδικό βιότοπο που αναπνέει
από κείνον που ισχυρίζεται ότι το να ζει
είναι πραγματικά εφικτό.
Θυμάμαι την ξενοδόχο[5] 
στο Ξυλόκαστρο, το μενού 
όπου διάβασα τη λέξη barbunia[6] και μάντευα 
ότι επρόκειτο για μπαρμπούνια, κάτι που ήταν ακριβές,
αν και μπαγιάτικα, και μου φάνηκε
σαν δώρο των θεών. Θυμάμαι τα πάντα
για τη χώρα σου, τη θάλασσά της, 
τις κατσίκες της, τους ανθρώπους της, 
αμφίβολους κληρονόμους ενός κόσμου 
που τον μαθαίνουμε μέσα στα βιβλία και ο οποίος ήταν ίσως 
εξίσου τρομερός με τον δικό μας.
Όσο για μένα, ήμουν ένας θεός 
ντυμένος τουρίστας, κάτι 
σαν τον Οδοιπόρο της Τετραλογίας,[7] 
αλλά άοπλος, άκακος, βγαλμένος, 
από κάποιον ειδικό, λαθραία από τάφο.
Αλλά παρ’ όλα αυτά εγώ λουζόμουνα μέσα στο θείο. Τώρα[8] 
ζω εν μέσω δύο εκκλησιών που καταρρέουν,[9]
βεβηλωμένες από πάντα, διεφθαρμένες
όπου τα ψάρια που παλεύουν μεταξύ τους και πεθαίνουν
είναι εντελώς τα ίδια. Αν δεν πίστευα 
πως η φιλευσπλαχνία είναι ανεξάντλητη αλλά αντίθετα 
ότι είναι ένα παραπάνω εμπόδιο, θα έλεγα ότι γίνεται κατάχρηση.
Αλλά το αξίζω κι εγώ; Αφήνω άλυτο 
το πρόβλημα, κλείνω αυτό το γράμμα 
και το βάζω στην άκρη. Η περιπέτεια 
και η λογοκρισία[10] έχουν κοινό, μόνο
την ομοιοκαταληξία. Και δεν είναι αρκετό.

Σημειώσεις
[1] Οι ενότητες αυτές, 28 ποιήματα συνολικά, θα κυκλοφορήσουν σε βιβλίο μέχρι το καλοκαίρι του 2018 από τις Εκδόσεις Poema του ποιητή Βασίλη Ρούβαλη, με εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια δικά μου.
[2] Στο ποίημα αυτό αναφέρεται σε κείμενό του [Το γράμμα από την Κηφισιά] και ο καθηγητής και μελετητής του Μοντάλε, Cristiano Luciani, στο βιβλίο του: Μοντάλε, Καβάφης και η σύγχρονη Ελλάδα, που κυκλοφορεί σε νέα, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση από τις Εκδόσεις UniversItalia, Ρώμη 2016.
[3] Την πρώτη φορά που επισκέφτηκε ο Μοντάλε την Ελλάδα ήταν το 1948. Γράφει ο ίδιος: «Την τελευταία φορά που έφτασα στην Αθήνα ήταν το 1948. Ο εμφύλιος είχε τελειώσει πριν λίγο καιρό και στα ξενοδοχεία έλειπε ακόμη και το νερό, και σε κάθε οικογένεια βασίλευε η λύπη. Ας αφήσουμε αυτούς που σκοτώθηκαν πολεμώντας, αλλά ποιος έχει σκεφτεί ποτέ αυτούς που πέθαναν από την πείνα τα τελευταία χρόνια εκείνης της τραγωδίας» («Ο χαρακτήρας των Ελλήνων»).
[4] Η Μαργαρίτα Δαλμάτη υπήρξε ποιήτρια και μουσικός. Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1921 και το 1937 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε τσέμπαλο (μαθήτρια του φημισμένου Φερούτσιο Βινιανέλι) και παλαιά μουσική στη Μουσική Ακαδημία «Σάντα Τσετσίλια» της Ρώμης, και μουσική παλαιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Πάρμας. Έγραψε ποίηση, δοκίμιο, θεατρικό σενάριο, παιδική λογοτεχνία, ενώ ασχολήθηκε και με τη μετάφραση, κυρίως από τα ιταλικά. Πέθανε στις 20 Ιουλίου 2009.
[5] Στο κείμενό του «Ο χαρακτήρας των Ελλήνων» γράφει: «Αφήνοντας πίσω μας την Πάτρα […] διασχίζουμε τον μακρύ παραλιακό δρόμο που οδηγεί στον Πύργο, μια μικρή πόλη όπου ένας βενζινοπώλης μάς συμβούλεψε να πάμε στο κοντινό Κατάκωλο, εάν θέλαμε να φάμε εξαιρετικά φρέσκα μπαρμπούνια».
[6] Έτσι στο κείμενο.
[7] Τον Οδοιπόρο της Τετραλογίας: ο θεός Βόταν, στον Ζίγκφριντ (το τρίτο μέρος της τετραλογίας του Ρίχαρντ Βάγκνερ, Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν, παρουσιάστηκε πρώτη φορά στις 16 Αυγούστου 1876, στην όπερα του Μπαϊρόιτ) παρουσιάζεται μεταμφιεσμένος σε ηλικιωμένο οδοιπόρο.
[8] Τώρα: το 1968, την εποχή σύνθεσης του ποιήματος.
[9] Δύο εκκλησιών που καταρρέουν: καθολικοί και κομμουνιστές.
[10] Avventura-censura
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου