Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

«Για τον Όγκι Μαρτς του Σολ Μπέλοου» του Μιχάλη Μακρόπουλου

«Για τον Όγκι Μαρτς του Σολ Μπέλοου» του Μιχάλη ΜακρόπουλουΌταν του απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ το 1976, στην ομιλία του ο Σολ Μπέλοου καταφέρθηκε ενάντια στο nouveau roman (το νέο μυθιστόρημα) και, πιο συγκεκριμένα, ενάντια στον Ρομπ-Γκριγιέ – και περίτρανη απόδειξη του αντιμοντερνισμού (ή του μεταμοντερνισμού, αν το προτιμάτε) του δαιμόνιου αυτού Αμερικανοεβραίου, αποτελούν οι Περιπέτειες του Όγκι Μαρτς (The Adventures of Augie March) του ’53, που του χάρισαν το National Book Award. Τρίτο μυθιστόρημά του, μετά τα The Dangling Man του ’44 και Το Θύμα (The Victim), το χωρίζουν συγγραφικά έτη φωτός από τα δύο προηγούμενα. Ο Μπέλοου αποτινάζει τις πρότερες επιρροές του, από τη Δίκη του Κάφκα μέχρι τον Σωσία και τον Αιώνιο σύζυγο του Ντοστογιέφσκι, και στον Όγκι Μαρτς βουτά με το κεφάλι στη χαρά, την πολυχρωμία και της πολυφωνία της ζωής, γράφοντας ένα βιβλίο που αγαπήθηκε όσο λιγοστά άλλα της εποχής του, μνημονεύεται ακόμη μ’ αγάπη και με συγγραφική ζήλια, και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε κείνα τα λίγα, τα εκλεκτά, που διεκδίκησαν τον τίτλο του «Μεγάλου Αμερικανικού Μυθιστορήματος».
«Διογκωμένες προτάσεις είχαν υπάρξει και πριν στην αμερικανική λογοτεχνία, με πιο εξέχοντα παραδείγματα κείνα του Μέλβιλ και του Φόκνερ», γράφει ο Φίλιπ Ροθ, «αλλ’ όχι σαν αυτές στον Όγκι Μαρτς, που στην έκφραση μου φαίνονται ελεύθερες με το παραπάνω – κι όταν η απλή ελευθερία στην έκφραση ωθεί έναν συγγραφέα, μπορεί εύκολα να οδηγήσει στον κενό επιδεικτισμό κάποιων από τους μιμητές του Όγκι Μαρτς.Αντιλαμβάνομαι την ελεύθερη πρόζα του Μπέλοου ως τρόπο να δειχθεί, συντακτικά, το μεγάλο και σφριγηλό εγώ του Όγκι, τούτο το εγώ που παρατηρεί προσεχτικά, περιπλανάται και εξελίσσεται, που ’ναι διαρκώς σε κίνηση και άλλοτε διαφεντεύεται από τη δύναμη των άλλων κι άλλοτε της ξεφεύγει. Υπάρχουν προτάσεις στο βιβλίο, που η ζωντάνια τους και το κέφι τους σ’ αφήνουν με την αίσθηση πως είναι πάμπολλα αυτά που συμβαίνουν· μια πρόζα θεατρική, επιδειξιομανής και φλογερή, που συνδυάζει τον δυναμισμό της ζωής με την πνευματικότητά της».
Αν ο αντιήρωας του Μπέλοου δεν έχει φιλοδοξίες ή βλέψεις, ο συγγραφέας του είχε τις μεγαλύτερες: να κλείσει στο μυθιστόρημά του την Αμερική, όλο τον κόσμο, όλη την ιστορία του κόσμου, εντέλει τον άνθρωπο όπως είναι αξεχώριστα μικρός και μεγάλος, ταπεινός και σπουδαίος. Με κέφι και ζωντάνια ο Μπέλοου, σε τούτο το τρίτο του βιβλίο, που τον έκανε διάσημο, το ’βαλε σκοπό να γράψει το «μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα», και κατά πολλούς το κατόρθωσε.
Όμως, τι ’ναι τέλος πάντων τούτος ο Όγκι Μαρτς; Είναι ένας αντιήρωας που μπλέκει σε λογής λογής περιπέτειες, από τη γενέτειρά του το Σικάγο μέχρι το Μεξικό (όπου συναντά τον Τρότσκι) και μέχρι τη Γαλλία. Το μυθιστόρημα είναι επεισοδιακό. Είν’ ένα bildungsroman (μυθιστόρημα διάπλασης/μαθητείας), αλλά πάνω απ’ όλα είναι ένα σύγχρονο πικαρέσκο στην παράδοση του Χένρι Φίλντινγκ – κι αν για τον Όγκι Μαρτς δεν υπάρχει δικαίωση, όπως για τον Τομ Τζόουνς, υπάρχει αισιοδοξία (Μπορεί σε τούτο το εγχείρημα να ’μαι νούλα, σκέφτεται στο τέλος ο Όγκι. Κι ο Κολόμβος πίστευε ίσως ότι ήταν νούλα όταν τον έστειλαν αλυσοδεμένο πίσω. Πράγμα που δεν απόδειχνε, ωστόσο, ότι δεν υπήρχε Αμερική).
Πάλι ο Φίλιπ Ροθ, γράφει: «Από το Σικάγο στο Μεξικό, το μέσον του Ατλαντικού και πίσω, τα πάντα για τον Όγκι είναι Βρόβδινγναγ [η χώρα των γιγάντων στα Ταξίδια του Γκιούλιβερ], αλλά παρατηρημένα, εντούτοις, όχι από ’ναν καυστικό και θυμωμένο Σουίφτ, μα από έναν Ιερώνυμο Μπος που ζωγραφίζει με λέξεις, έναν Αμερικανό Μπος, έναν Μπος που δεν κάνει κήρυγμα, είναι αισιόδοξος και, ως και στη μεγαλύτερη κατεργαριά των πλασμάτων του, στον πιο κολοσσιαίο τους δόλο, αυτός ανιχνεύει ό,τι είναι ανθρώπινα συναρπαστικό».
Ο Όγκι Μαρτς είναι ένα δημοκρατικό βιβλίο, όπως νοείται η δημοκρατία από έναν Αμερικανό. Τους χαρακτήρες του ο Μπέλοου, τους κάθε λογής μικροκομπιναδόρους και φτωχοδιάβολους, τους θέλει ν’ αποτελούν ενσάρκωση άπασας της ανθρώπινης ιστορίας, παρομοιάζοντάς τους με τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Ναπολέοντα, τον Κιγκινάτο, τον Κροίσο, τον Σαρδανάπαλο, τον Μέγα Πέτρο, την Πασιφάη, τον Αλκιβιάδη – δεν ξέρω με ποιον άλλον.
Και με την περιγραφική του πλησμονή, χωρά στις σελίδες του ολάκερη την Αμερική, όπως στη σκηνή μέσα στο ασανσέρ στο δημαρχείο, όπου: «…ανεβαίναμε και κατεβαίναμε, με τους αγκώνες μας να τρίβονται μ’ αυτούς σπουδαίων τύπων και κομπιναδόρων, επιτρόπων, αρπάγων, λακέδων, πληροφοριοδοτών, κακοποιών, λύκων, μεσαζόντων, εναγόντων, μπάτσων, αντρών με καουμπόικο καπέλο και γυναικών με γούνες και παπούτσια από φιδόδερμα, μ’ ανάκατα ρεύματα αέρα της Αρκτικής και του θερμοκηπίου, με βαρβατίλα και με πόζα ερωτική, με σημάδια πολυφαγίας, συστηματικού ξυρίσματος, υπολογισμών, οδύνης, αδιαφορίας, ελπίδων για πακτωλό εκατομμυρίων σε τσιμέντο ή για ολόκληρους Μισισιπήδες παράνομου ουίσκι και μπίρας»
Στη δημοκρατία του χειμαρρώδους αυτού μυθιστορήματος, ο ίδιος ο Όγκι ή κι οποιοσδήποτε άλλος μπορεί να διαβάζει Σπινόζα ή Χέγκελ, ή Μπούρκχαρντ ήτην Ευρωπαϊκή σκέψη τον δέκατο ένατο αιώνα του Μερτς ή τηνΙστορία των παπών του Ράνκε ή τη Σύνοδο του Τριδέντιουτου Σάρπι, δίχως να υπάρχει σ’ όλα τούτα τίποτε διανοουμενίστικο, γιατί βιβλία και ζωή είναι αξεχώριστα – όλα είναι ζωή, που ξεχειλίζει από τις σελίδες του βιβλίου με την τεράστια ντικενσιανή τους πινακοθήκη, όπου γκροτέσκες ολοζώντανες φιγούρες διαδέχονται απανωτά η μια την άλλη, αποδοσμένες με περιγραφές, όπως για τον κύριο Κράιντλ: «Άντρας ρωμαλέος και βραχυχέρης με μεγάλη κοιλιά, κατέβαζε με κείνα τα δυνατά του δάχτυλα τα τραπουλόχαρτά του σαν να σκότωνε μύγες απάνω στο τραπέζι, φωνάζοντας “Shtoch! Yasch! Menél! Klabyasch!” Ήταν παλιός Αυστροούγγρος κληρωτός κι είχε απάνω του κάτι στρατιωτικό· έναν λαιμό που ’χε τανυστεί από το πολύ σπρώξιμο τροχών πυροβόλων, μια ερυθρότητα παλαιμάχου στο πρόσωπο, δυνατά σαγόνια και χρυσά σφραγίσματα στα δόντια, πράσινα αλλήθωρα μάτια κι απαλό κοντό μαλλί, δίνοντας συνολικά μια ναπολεόντειο εντύπωση. Τα πόδια του στράβωναν προς τα έξω κατά το ιδανικό του Φρειδερίκου του Μεγάλου, αλλά ήταν κάπου τριάντα εκατοστά κάτω από το ύψος το απαιτούμενο για τα μέλη της ανακτορικής φρουράς. Απέπνεε δεξιοσύνη κι ανεξαρτησία».
Ή για τον Ντίνγκμπατ: «Χωρίς όμως να είναι κακοποιός ο ίδιος, είχε λόξα με οτιδήποτε γκαγκστερικό και με το έγκλημα, ήταν ερασιτέχνης γνώστης και ντυνόταν με γούστο γκάγκστερ, έτσι μπορούσες να τον περάσεις για κάποιον που είχε πάρε-δώσε με τους επικίνδυνους Ντρούτσι ή με τον Μπικ Χέιζ Χούμπατσεκ· με στιλάτο καπέλο χρηματιστή, εφαρμοστό κουστούμι, πουκάμισο φορεμένο με ανδαλουσιανό στιλ, κουμπωμένο μέχρι τον γιακά και χωρίς γραβάτα, και μυτερά παπούτσια νταβατζή γυαλισμένα σαν παπούτσια χορευτή του ταγκό, με τα τακούνια να κροτούν. Το μαλλί του Ντίνγκμπατ ήταν βίαια λαμπερό, μαύρο, περιποιημένο, κυματιστό. Μικρόσωμος αλλά μαχητικός, με λεπτούς μυς, σβέλτος, σχεδόν λεπτεπίλεπτος, είχε πρόσωπο εξωφρενικό. Δεν εννοώ κτηνώδες, όχι, γιατί φανέρωνε κάθε λογής συναισθήματα· αλλά άγριο, στραβωμένο, με λοξή ματιά, με σκέψεις αμετακίνητα στραβές, με τα γένια να βγαίνουν μαύρα μέσ’ από το άταχτα βαλμένο ταλκ του για μετά το ξύρισμα· φάτσα θανατοποινίτη, όχι όμως αληθινού φονιά (έκανε επίθεση με τις γροθιές του κι είχε φονικό χτύπημα, αλλ’ όχι και φονική πρόθεση), αλλά απλώς ατίθαση. Η αλήθεια είναι ότι τον έδερναν όλη την ώρα κι είχε μια κακοεπουλωμένη ουλή κει που το μάγουλό του είχε πιαστεί ανάμεσα στα δόντια του από ένα δαχτυλίδι, αλλά συνέχιζε να επιτίθεται και να παίζει ξύλο, βγαίνοντας ορμητικά από το μπιλιαρδάδικο σε κάθε καινούργια πρόκληση, για να κάνει επιτόπου στροφή στα τακούνια των παπουτσιών του του ταγκό και να ρίξει τις νευρώδεις πουπουλένιες του γροθιές».
Αν ο αντιήρωας του Μπέλοου δεν έχει φιλοδοξίες ή βλέψεις, ο συγγραφέας του είχε τις μεγαλύτερες: να κλείσει στο μυθιστόρημά του την Αμερική, όλο τον κόσμο, όλη την ιστορία του κόσμου, εντέλει τον άνθρωπο όπως είναι αξεχώριστα μικρός και μεγάλος, ταπεινός και σπουδαίος. Με κέφι και ζωντάνια ο Μπέλοου, σε τούτο το τρίτο του βιβλίο, που τον έκανε διάσημο, το ’βαλε σκοπό να γράψει το «μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα», και κατά πολλούς το κατόρθωσε.
diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου