Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Συνέντευξη με τον τενόρο Θεόδωρο Μπιράκο


Το lockdown επηρέασε όλη την κοινωνία και περισσότερο την τέχνη. Πως αντιμετωπίσατε την περίοδο της καραντίνας;
Ευτυχώς έχω για παρέα 2 τετράποδους φίλους που η ασχολία μαζί τους μου γέμιζε το χρόνο και μου έδινε μια παραπάνω αιτιολογία να βγαίνω από το σπίτι μου. Δεν σας κρύβω όμως ότι τις πρώτες μέρες είχα τρομάξει τόσο με το θέμα του κορωνοιού, περισσότερο όμως με την συμπεριφορά τών ανθρώπων. Έβλεπα άτομα να αλλάζουν πεζοδρόμιο με τον φόβο της αρρώστιας και να αντιμετωπίζουν με φόβο τους συμπολίτες τους. Συναντούσες όμως και το ακριβώς αντίθετο΄ ανθρώπους συνωστισμένους σε πάρκα και σε πλατείες. Άν υπάρχει λοιπόν κάτι που με ενοχλεί είναι η έλλειψη μέτρου. Όπως και τώρα. Ήμασταν όλοι κλεισμένοι και ξαφνικά γίνεται το αδιαχώρητο. Επίσης ένα πράγμα που διαπίστωσα για ακόμη μια φορά αν και ήταν κάτι το οποίο γνώριζα, είναι ότι η έλλειψη οργάνωσης, η επιπολαιότητα και ανευθυνότητα δεν αποτελεί αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. 
Είστε τρομπετίστας και σολίστ τενόρος στην περίφημη Μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού. Πόσο λειτουργική είναι η επαναφορά στην κανονικότητα δεδομένου των προστατευτικών μέτρων.
Αυτό δεν τον γνωρίζω ούτε εγώ ούτε κανείς. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι έχουμε να κάνουμε με έναν αόρατο εχθρό, και όλα εξαρτώνται βάση των εξελίξεων. Όσον αφορά τα προστατευτικά μέτρα, κάποια τα θεωρώ υπέρ του δέοντος τραβηγμένα, όπως αυτό με την απαγόρευση του μαθήματος κρουστών ή πνευστών στα ωδεία, γιατί βασίζονται σε σενάρια και υποθέσεις και όχι σε τεκμηριωμένες έρευνες. Πάντως η προστασία γενικότερα έγκειται περισσότερο στην ατομική ευθύνη του καθενός και το αίσθημα χρέους απέναντι στους συμπολίτες τους.
Η πανδημία έφερε τον κόσμο μπροστά στον φόβο του θανάτου. Κάνετε μια ενδοσκόπηση και σε ποια κλίμακα.
Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να έρθει μια τέτοια εντός εισαγωγικών πανδημία για να σκεφτεί ο άνθρωπος τον θάνατο. Ο θάνατος υπάρχει με και χωρίς τον κορωνοϊό. Στον κόσμο γίνονται ακόμη πόλεμοι και πολλοί συμπολίτες μας πεθαίνουν από πολλές άλλες αρρώστιες. Το θεωρώ λοιπόν κάπως υποκριτικό να κάνουμε τα στραβά μάτια για τους άλλους και τώρα με το ενδεχόμενο μιας πιθανής δικής μας απώλειας να ευαισθητοποιούμαστε ξαφνικά.
Συμμετέχετε σε ομάδα όπερας με πολλές εκπαιδευτικές παραστάσεις σε σχολεία. Ποιά είναι η ανταπόκριση των μαθητών στην όπερα;
Οι μαθητές και γενικότερα τα παιδιά είναι το αγαπημένο μου κοινό, και το πιό αληθινό συνάμα. Θα σε επιδοκιμάσουν ή αποδοκιμάσουν με τον πιό αγνό και ακατέργαστο τρόπο. Άμα αυτό που δούν τους φανεί αδιάφορο μετά από λίγο θα αρχίσουν να συνομιλούν μεταξύ τους, ενώ άν τους κεντρίσεις το ενδιαφέρον θα σε παρακολουθούν σιωπηρά και στο τέλος όλοι μαζί θα ξεσπάσουν σε ζητωκραυγές και επευφημίες. Και σε αντίθεση με κάποιον μεγαλύτερο που έρχεται σε μια συναυλία απόλυτα προετοιμασμένος για αυτό που θα ακούσει, στα σχολεία το κοινό είναι παντελώς απροετοίμαστο. Το σημαντικότερο όμως για μένα, είναι πώς έχω την αίσθηση ότι για αυτά η συγκεκριμένη στιγμή δεν αποτελεί μια απλή παράσταση. Δεν είναι μια ώρα που θα περάσουν καλά και θα πάνε στο σπίτι και θα την ξεχάσουν. Είναι ένα μάθημα, μια διδασκαλία, μια εμπειρία που θα την κουβαλάνε χρόνια και ίσως αλλάξει και το μέλλον τους. Εγώ πχ ακόμα θυμάμαι τότε που με το σχολείο μας πήγαν να δούμε το «Ιφιγένεια εν Ταύροις» στο θέατρο Κνωσός και μια πρωινή συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στο παλιό Παλλάς. Τα παιδιά βλέπεις είναι σε μια ηλικία που μπορούν να ρουφούν την κάθε λεπτομέρεια. Για αυτό αισθάνομαι ότι έχω χρέος προς αυτά και πώς δε θα μπορούσα να τους προσφέρω τίποτα λιγότερο, από μια εξαιρετικά διδακτική παράσταση, παρόμοια με εκείνες που κρατώ ανεξίτηλα στη μνήμη μου όλα αυτά τα χρόνια.
Ποιές είναι οι αγαπημένες σας όπερες και ρόλος που θα θέλατε να ερμηνεύσετε;
Δεν μπορώ να πω ότι ταυτίζομαι με κάποια. Περισσότερο είμαι λάτρης της μουσικής παρά της όπερας συγκεκριμένα.
Βλέπετε αισιόδοξο το μέλλον της Όπερας στην Ελλάδα;
Ξέρετε έχουν περάσει σχεδόν 500 χρόνια από τότε που ο Τζιάκοπο Πέρι δημιούργησε την πρώτη όπερα, τη «Δάφνη» ως μια προσπάθεια αναβίωσης του αρχαίου δράματος. Σε αυτά τα 500 χρόνια το είδος αυτό πέρασε πολλά στάδια εξέλιξης, κάθε φορά καλούμενο να προσαρμοστεί στις μουσικές, τεχνολογικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής. Έτσι άλλο μουσικό ύφος, άλλη υπόθεση, και άλλη ορχήστρα έχει μια όπερα του 1900 από μια όπερα του 1700.
Σκεφτείτε πώς είμαστε λοιπόν σε μια συναυλία σε μιά αρένα γύρω στα 1800 όπου οι άνθρωποι εκείνης της εποχής δεν έχουν τα μέσα να ακούσουν καθημερινά μουσική, η ορχήστρα αποτελείται από 50 τουλάχιστον άτομα, την ένταση της οποίας ο τραγουδιστής, πέραν των φωνητικών δυσκολιών καλείται πολλές φορές να υπερκαλύψει. Λόγω λοιπόν όλων αυτών των παραμέτρων και του πλήθους των συντελεστών, μια τέτοια εκδήλωση αποτελούσε για τις κοινωνίες της εποχής σημαντικότατο κοσμικό γεγονός.
Μπαίνοντας στον 20ο αιώνα τα νέα τεχνολογικά επιτεύγματα προσέφεραν μια νέα παλέτα ήχων, συσκευές αναπαραγωγής και ηχητική κάλυψη που έλυνε το θέμα της έντασης της φωνής του τραγουδιστή. Με αυτά τα νέα δεδομένα η κοινωνία σιγά σιγά τείνει να εγκαταλείψει το ύφος μιας φωνητικής παράδοσης 100ετιών πρός αναζήτηση ηχοχρωμάτων και νέων μουσικών προτάσεων. Και μπορεί σε όλους να μήν αρέσει η όπερα αλλά κατ’εμέ είναι ένα είδος που η αξία του και η αξία των τραγουδιστών της δύσκολα μπορεί να αποτυπωθεί από ένα ραδιόφωνο ή μια τηλεόραση. Θα έλεγα μάλιστα πώς η καλλιτεχνική παρουσία και η φωνητική ένταση τις περισσότερες φορές αλλοιώνονται, είτε εξισορροπούνται με εκείνες ενός πόπ στάρ ή ενός λαϊκού τραγουδιστή. Έτσι κάπως έχει χαθεί και η αξία του. 
Όσον αφορά την Ελλάδα, ποτέ αυτό το είδος δεν μπήκε στην ιδιοσυγκρασία του έλληνα, όπως στον εκάστοτε Δυτικοευρωπαίο κυρίως λόγω της μουσικής μας παράδοσης. Για τον Γερμανό, τον Ιταλό, τον Γάλλο, αυτό το είδος που γράφτηκε στη γλώσσα του, αποτελεί πολιτιστική κληρονομιά του και για αυτό το λόγο αναπαράγεται στις χώρες αυτές σε μεγάλο βαθμό και συντηρείται από τις μουσικές τους ακαδημίες. Για τον Έλληνα που πέρασε τουρκοκρατία και που τα μοναδικά μέρη που κάπως άνθισε αυτό το είδος ήταν τα Επτάνησα και γενικότερα οι δυτικοκρατούμενες περιοχές της χώρας, παράδοση αποτελεί η βυζαντινή υμνολογία, το δημοτικό τραγούδι, το ρεμπέτικο. Δεν γνωρίζω αν θα υπάρξει κάποια περαιτέρω εξέλιξη, αν και στην πορεία πάντα προκύπτει κάτι εντελώς καινούργιο. Τον καιρό της καραντίνας έτυχε να δώ κάποιες από τις παραστάσεις που ανέβασε το site της λυρικής και μου άρεσε πάρα πολύ «Το αηδόνι του αυτοκράτορα» της Λ. Πλάτωνος. Ήταν ένα πολύ ωραίο πάντρεμα μοντέρνων ήχων και λυρικών φωνών. Αν επιθυμούμε λοιπόν μια ανανέωση του όρου όπερα αυτή πρέπει να γίνει πάνω σε μια νέα συνθήκη που ίσως οδηγήσει σε κάτι διαφορετικό, όπως εξάλλου και η ίδια η όπερα προέκυψε σαν μια αναβίωση του αρχαίου ελληνικού δράματος, άσχετα αν μετά ακολούθησε τη δική της ξεχωριστή πορεία.
Ποιά η ευχή σας;
Σαν ευχή θα θελα να έχουμε όλοι την υγεία μας, μιά γόνιμη εργασία και είθε να μας φωτίζει ο θεός να εστιάζουμε στα απαραίτητα, τα οποία είναι και τα πιό σημαντικά. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου