Ήταν ένα ταξίδι-οφειλή προς τη γενέτειρά μου. Μια επίσκεψη που, παρότι πραγματοποιήθηκε εν μέσω πανδημίας, υπήρξε πυκνή και πολυδιάστατη. Αυτό ήταν, εξάλλου, το μήνυμα που ήθελα να δώσω τις τρεις μέρες που φιλοξενήθηκα στη Θεσσαλονίκη: ότι οι δραστηριότητές μας μπορεί να μην ανακοπούν και η ζωή μας να συνεχιστεί, αρκεί να τηρούμε με ευλάβεια τα μέτρα προφύλαξης. Κι έτσι, με προσοχή και αυτοσυγκράτηση, προσπάθησα να παρακολουθήσω τον παλμό της πόλης που παραμένει ζωντανή, ανήσυχη, εξωστρεφής, παρά τις δυσκολίες. Παρατήρησα τη γόνιμη όσμωση του σήμερα με το παρελθόν, το βάθος της παράδοσης και της συλλογικής μνήμης που ανασύρεται σε κάθε μας βήμα στην Θεσσαλονίκη. Από το «βυζαντινό γεύμα» που παρέθεσε ο δήμαρχος της πόλης Κωνσταντίνος Ζέρβας με εδέσματα εμπνευσμένα από τη βυζαντινή γαστρονομία τα οποία επιμελήθηκε ο πατήρ Επιφάνιος Αγιορείτης (τον οποίο είχα τη χαρά να γνωρίσω και προσωπικά), ως τους μικρούς περιπάτους μας στην πόλη, τις επισκέψεις στο Μουσείο του Διοικητηρίου, τις εκθέσεις του Αρχαιολογικού Μουσείου, του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, του Πειραματικού Κέντρου Τεχνών, είδα το άλλοτε να αρδεύει το τώρα, να το πλουτίζει με αποχρώσεις και να διευρύνει τις προοπτικές του.
Σε δυο στιγμές, ωστόσο θα' θελα να σταθώ. Τις ανακαλώ σαν σταθμούς αυτής της επίσκεψης, στιγμές μεγάλης έντασης και συγκίνησης. Στο Μουσείο του Σωματείου «Μέριμνα Ποντίων Κυριών», όπου με υποδέχτηκε η δισέγγονη των ιδρυτών του Σωματείου κυρία Θεοφυλάκτου, είδα ν' αποτυπώνεται η γόνιμη προσπάθεια των εμπνευστών της «Μέριμνας» να εξοπλίσουν τις νέες γυναίκες με τις δεξιότητες που θα τους εξασφάλιζαν την οικονομική και κοινωνική αυτονομία τους, όχι μέσω της φιλανθρωπίας αλλά μέσω της αξιοπρέπειας της εργασίας. Και συνειδητοποίησα ότι ένα Μουσείο δεν είναι απλώς φύλακας της μνήμης, αλλά ένας τόπος μεγάλης έντασης που αναδιατάσσει τις αφηγήσεις, τις ερμηνείες, τα νοήματα της ιστορίας και τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρονται στη δημόσια σφαίρα. Κρατώντας ως πολύτιμο θυμητάρι το σηματάκι της ΕΠΟΝ που μου χάρισε η κυρία Θεοφυλάκτου, βαδίζοντας ανάμεσα στις φωτογραφίες εποχής που λειτουργούν ως φόντο για τα εκθέματα του Μουσείου – κεντήματα και εργόχειρα των γυναικών του Πόντου – σταθήκαμε μπροστά στη φωτογραφία μιας νέας γυναίκας: ήταν η Άννα Στακτοπούλου, η μητέρα του δημοσιογράφου Γρηγόρη Στακτόπουλου, του τραγικού προσώπου της υπόθεσης Πολκ. Και τότε ένιωσα την πύκνωση της ιστορίας, μέσα από τους διαδοχικούς κρίκους που ενώνουν πρόσωπα, γεγονότα, εποχές. Το ίδιο αίσθημα αποκόμισα από το Εβραϊκό Μουσείο, περιηγούμενη στην ιστορία μιας κοινότητας που πλούτισε την πόλη με τον πολιτισμό, τη δημιουργικότητα, το επιχειρηματικό δαιμόνιο, τη ζωντάνια της, αλλά δοκιμάστηκε σκληρά στον εικοστό αιώνα με αποκορύφωμα την σχεδόν ολοσχερή εξόντωσή της στα ναζιστικά στρατόπεδα. Αίσθημα πιο συγκλονιστικό, ωστόσο, πιο βίαιο. Ίχνη ανθρώπων που χάθηκαν, θύματα αναίτιου μίσους, ένας κόσμος αφανισμένος που μας καλεί σε περισυλλογή και εγρήγορση. Χαίρομαι που τα τελευταία χρόνια παραμερίστηκε το πέπλο της σιωπής, των αποκρύψεων, των επτασφράγιστων μυστικών του παρελθόντος. Και αναμένω την ανέγερση του Μουσείου Ολοκαυτώματος, σαν έναν τόπο μνήμης και μαρτυρίας, σύμβολο ενάντια στον ρατσισμό και στις διακρίσεις.
Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου