Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

αγγέλης Τασιόπουλος: «Οι μπαλάντες των εύχρηστων πραγμάτων»

Ένας μακρινός πρόγονος, μια σάπια βάρκα, μια ξεχασμένη τεχνική για την απόλυτη λήθη, που αποδεικνύεται αναποτελεσματική. Μπαλάντες για άχρηστα, για χρήσιμα, για εύχρηστα πράγματα. Δηλαδή ποιήματα.
Μια καταιγίδα, για παράδειγμα, υποκινούμενη, όπως λέει ο ποιητής, από τις ανομοιογενείς πτήσεις των πουλιών. Βροχή που απειλεί να εισβάλει στο σπίτι, που μπορεί να θεωρηθεί αιτία ή πρόφαση κατάρρευσης. Και ένα σπίτι κουκλόσπιτο του Ίψεν, με τραπεζάκια στρωμένα με δαντέλες, λικέρ σε κρυστάλλινα ποτήρια, οχυρωμένος κατασκευασμένος οικογενειακός μικρόκοσμος ασφαλείας, οι έντιμοι οικογενειάρχες γύρω από το τραπέζι του φαγητού, ενώ ένας εμφύλιος μαίνεται έξω από τα σφραγιστά παραθυρόφυλλα. Και ένας έφηβος που ψάχνει για αστέρια νάνους στο σύμπαν και γράφει.
Εμφύλια διαμάχη, διωγμοί, χρέος, νίκη, αναγεννηθέν έθνος με μπόλικο ασβέστη υποκρισία και παιάνες σε πανηγύρια. Μια δικτατορία παράλληλη με μια ηλικία αθωότητας, μια ίσως πρώτη εμπειρία μύησης στο εφήμερο και στη γυναικεία φύση.
Μια μπαλάντα για το τέλος του κόσμου ή για την αρχή του. Μια γυναίκα, ένας άντρας, μια περίπολος. Ένας αρχέγονος πόλεμος, η πολεμική των φύλων. Φυλές σε σύγκρουση, εμφύλιος. Μια γυναίκα και ένας άντρας σε χρόνο άτοπο και σε χώρο άχρονο. Ό,τι κερδήθηκε ποτέ δεν αναιρείται.
Κάτι φεύγει, κάτι χάνεται, κάτι θάβεται, κάτι ανταλλάσσεται. Κάτι κρύβεται. Το χώμα σκεπάζει, το χώμα αποχαιρετά, το χώμα έχει ρωγμές.
Στο αφράτο χώμα οι ηδονές, η λήθη και η συνέχεια.
Μαθήματα ποιητικής.
«Κοιτάζω το χέρι μου / βρίσκω τα υλικά / το νήμα, τη γλυφίδα, το αλφάδι, το μυστρί».
Σκαλίζω πολύ. Νοθεύω τα όνειρα. Συνθέτω γραφές, αναβάλλω τη φθορά, ψιθυρίζω. Ποιος είναι ο Επιτετραμμένος-υπερεγώ που κατασκευάζει τις συνθήκες και γράφει με το μολύβι του τη συνταγή; Το ποιητικό εγώ χτίζει το πλίνθινο σπίτι με ρωγμές, πολλές ρωγμές για να μπορεί να αναβλύζει το ασυνείδητο, γιατί η γραφή προέρχεται από τον πόνο των ρωγμών, γιατί δεν υπάρχει ζωή στην ακύμαντη επιφάνεια. Και μέσα ο λακανικός καθρέφτης, απαραίτητο εργαλείο του δημιουργού. Γιατί σβήνονται οι αποδέκτες από την ευχετήρια κάρτα; Γιατί τίποτε δεν είναι πραγματικά προσωπικό, γιατί η ευχετήρια κάρτα έχει έναν μόνο πραγματικό αποδέκτη, τον αναγνώστη.
Γυναικείες μορφές. Γιατί τόσες γυναίκες; αναρωτιέται ο ποιητής. 
Είναι κοινωνική η ποίηση του Βαγγέλη Τασιόπουλου, γιατί είναι παράθυρο και οθόνη και καλειδοσκόπιο, στα οποία προβάλλεται ο νυχτερινός περίπατος ενός ναύτη, ένα ναυάγιο, η φέτα ενός δρόμου σε μια επαρχία, σεκάνς από την ιστορία ενός λαού, ενός εφήβου, ενός ενήλικα.
Φαίδρα, Ανδρομάχη, Ερατώ, Ευρύκλεια, Μελπομένη, Διοτίμα. Έχουν ρυτίδες, ή κοριτσίστικη χάρη, φορούν λινά ανάλαφρα ή τυλίγονται στα μαύρα, απογυμνώνονται, περιφέρουν τη γύμνια τους ως παραίτηση ή ως κόσμημα. Κάποιες είναι εξοικειωμένες με το σκοτάδι, κάποιες προσφέρουν σε άντρες το κορμί τους ή διαμελίζονται στην αγορά. Είναι όλες λυπημένες, πουλιούνται ή προσφέρονται, ικετεύουν ή προδίδουν, κουβαλούν την καταγωγή και τον πόνο, η Φαίδρα για τον πλαδαρό πια πόθο, η Ανδρομάχη για το πένθος του έρημου θρόνου, η Ερατώ για την ανταλλαγή του εραστή με το δώρο των λέξεων, η Ευρύκλεια για τον χαμένο Οδυσσέα και τις ιδεολογίες που ξεθώριασαν, αφού οι σύντροφοι μνηστήρες μπήκαν στο μαυσωλείο με τα σύμπαντα. Η Μελπομένη ανακηρύσσεταιπαράξενη και αγία και περιορίζεται λευκή φιγούρα στα όνειρα, παρά ή εξαιτίας της νεανικής της χάρης που σκανδαλίζει τους νουνεχείς απόμαχους. Όσο για την Διοτίμα, ιέρεια και πεταλούδα που απεκδύθηκε το φως, μέσα από τη λάσπη των νοικοκυραίων που δεν αγάπησαν ποτέ, στην έρημο ενός εμφυλίου, συντηρεί έναν αλαφροΐσκιωτο έρωτα που δεν μετουσιώνεται ποτέ.
Σύνθετη και ερμητική η γραφή του Βαγγέλη Τασιόπουλου.
Στα ποιήματά του καταφέρνει τον εγκιβωτισμό ενός συλλογικού βιώματος, μιας ολόκληρης εποχής αγώνων και αγωνιών, προδοσίας και ελπίδας. Ο ποιητής που μεγάλωσε στον Μελιγαλά, έζησε τη μεταπραγματικότητα του Εμφυλίου, μέσα από τις συζητήσεις, την έμμεση συλλογική μνήμη, τις διηγήσεις, τις αναφορές, τον απόηχο των τουφεκισμών που ακόμα αντιλαλούσε στα στενά καθώς και τις ιστορίες που έλεγαν οι πελάτες στο κουρείο του πατέρα του. Όπως γράφει και ο ίδιος:
«Οι μέρες του διασπάστηκαν για να χωρέσουν έτσι τεμαχισμένες τις ιστορίες του».
Όλα αυτά λοιπόν μεταμφιέζονται σε έναν εικονοποιητικό, αλληγορικό, κρυπτικό, ποιητικό λόγο – τρένο που όλα του τα βαγόνια ξεχειλίζουν από μεταφορές και σύμβολα. Είναι κοινωνική η ποίηση του Βαγγέλη Τασιόπουλου, γιατί είναι παράθυρο και οθόνη και καλειδοσκόπιο, στα οποία προβάλλεται ο νυχτερινός περίπατος ενός ναύτη, ένα ναυάγιο, η φέτα ενός δρόμου σε μια επαρχία, σεκάνς από την ιστορία ενός λαού, ενός εφήβου, ενός ενήλικα. Και είναι υπαρξιακή η ποίηση του Βαγγέλη γιατί είναι ο ίδιος «τυμβωρύχος», γιατί ψάχνει «τα οικόσιτα λαμπάκια που τις νύχτες υποφέρουν στο σκοτάδι». Και είναι ερωτική «αφού οι έρωτές του έτσι κι αλλιώς ευδοκιμούνε στο σκοτάδι».
Συμπερασματικά, λοιπόν, η ποίηση του Βαγγέλη Τασιόπουλου είναι ερωτική, υπαρξιακή, κοινωνική και ανατρεπτική ως οφείλει να είναι πάντα η ατόφια και γνήσια ποίηση.
Υπάρχει κάτι που θέλει να επουλωθεί, κάτι που επουλώνεται. Ο ποιητής αναζητά κάποια συνέχεια, ένα έρμα, έναν συνδετικό κρίκο, μια απάντηση. Κυρίως όμως μπορεί να διαισθανθεί κάποιος διαβάζοντας τα ποιήματα αυτής της συλλογής την ανάγκη του Τασιόπουλου για την αλήθεια. Το αντίθετο της λήθης. Η ηθική αλήθεια. «Η ιστορία, έλεγε ο άστεγος παππούς, διαλέγει εραστές και ακροβάτες».
Ο ποιητής είναι κατά βάθος «ένας ευπατρίδης». Θέλει να θυμίσει τη λαιμητόμο, τις σφαγές, τα ακέφαλα σώματα με το σημείωμα δεμένο στο μεγάλο δάχτυλο για αναγνώριση, τις λεηλασίες, τα κρεματόρια. Τον πόλεμο, τους πολέμους, τις άχρηστες χοές, το ιερό και το ανίερο, τη βεβήλωση, την έκπτωση των αξιών, την απαξίωση της ανθρώπινης οντότητας.
Ο θυρεός του έχει επάνω μόνο στίχους. Η ποίησή του διασχίζει τον χρόνο, ενώνεται με το αιώνιο, από την αρχαιότητα ως τώρα. Από τα ανάκτορα και τα αίθρια με τα πορφυρά αγγεία ως το υπόγειο ψιλικατζίδικο στη γωνία. Είναι αυτόπτης μάρτυρας, όπως γράφει και ο ίδιος, της αποδημίας των πράσινων πουλιών που η μία και μοναδική εμμονή του είναι να τα συναντά.
Υ.Γ. Σύσταση. Αυτή η συλλογή να διαβαστεί με τη συνοδεία σέρτικου τσιγάρου. «Γι’ αυτό σου λέω. Μην ανάβεις σέρτικο στην παραλία οι ευδαίμονες θα συνασπιστούνε στην παραλία και οι διωγμοί δεν θα ’χουν έλεος». 
Οι μπαλάντες των εύχρηστων πραγμάτων
Βαγγέλης Τασιόπουλος
Ρώμη
70 σελ.
ISBN 978-618-5140-95-3
Τιμή: €10,00
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

International Video Poetry Festival #11