Πατούσα ξυπόλυτη το πράσινο χαλί της γης και τα μικροσκοπικά πόδια μου δεν άφηναν αποτυπώματα. Το απαλό χορτάρι ριγούσε σε κάθε πάτημα. Τα μυρμήγκια, άοκνοι εργάτες στο χώμα, παραμέριζαν στέλνοντας με το αδιάκοπο σύρσιμό τους το «καλημέρα». Τους αντιγύρισα τον χαιρετισμό και τάχυνα το βήμα να φτάσω. Πού πήγαινα; αναρωτήθηκα. Καμία απάντηση δεν έφερναν οι κεραίες της μνήμης μου, όσο κι αν τις κουνούσε το ανοιξιάτικο αεράκι. Περπατούσα χαρούμενη κι απολάμβανα εκείνη την ηλιόλουστη μέρα. Τα πόδια μου έμοιαζαν να ξέρουν αυτό που αγνοούσε ή δυσκολευόταν να θυμηθεί το κεφάλι μου. Κατευθυνόμουν προς ένα μυστηριώδες μέρος όπου μ’ έσπρωχνε μια ισχυρή παρόρμηση. Ήταν σαν να ήξερα το πού πηγαίνω κι όμως αδυνατούσα να τ’ ονοματίσω. Ξαφνικά, το κόκκινο παλτό μου συγκρούστηκε με το πρώτο εμπόδιο στον δρόμο, κόβοντάς μου τη φόρα. Αναγνώρισα το δένδρο που είχε αναχαιτίσει την πορεία μου. Ήταν η τεράστια φτελιά. Τα πόδια μου γονάτισαν από τη σύγκρουση, δοκίμασα να σηκωθώ. Το μελισσολόι μαζεύτηκε γύρω μου, με ζάλισε το βουητό του. Η ξένοιαστη διάθεσή μου εξαφανίστηκε. Διέκρινα την κίτρινη μαργαρίτα. Στον ίσκιο της ήταν το σπίτι μου. Ο επίμονος βόμβος των μελισσών δυνάμωνε ολοένα. Στράφηκα να τις κοιτάξω με τα στρογγυλά μάτια μου. Το γέλιο τους ακουγόταν σαν χτύπος καρδιάς. Μπιμπ, τα-τα-τα-τα, μπιμπ, τα-τα… Ασυναίσθητα έκανα να ακουμπήσω τη δική μου, απλώνοντας τα διάφανα φτερά μου. Είχαν τσακιστεί στον κορμό της φτελιάς.
Μουρμούρισα μια δικιά μου προσευχή για κουράγιο. Σκαρφάλωσα ολοκόκκινη στον πράσινο μίσχο της μαργαρίτας. Μου χαμογέλασε. Τότε άκουσα και πάλι τον συνηθισμένο ήχο της καρδιάς μου στο μόνιτορ. Μπιμπ, μπιμπ, μπιμπ. Στα πλευρά μου, στη θέση της κόκκινης φορεσιάς, είχαν φυτρώσει ανθρώπινα χέρια. Ένιωσα σαν να προσγειώνομαι από χαμηλή πτήση. Πήρα βαθιά ανάσα κι άνοιξα τα μάτια. Η οθόνη του μυαλού μου αναβόσβησε σαν αστραπή εκπέμποντας το παρόν. Είχα επιστρέψει πίσω, στο δωμάτιο του χειρουργείου, κι η νοσοκόμα με την κίτρινη μπλούζα μού κρατούσε το χέρι. Μια μεγάλη πασχαλίτσα απλωμένη σε χαρτί ιχνογραφίας στον τοίχο διεκδικούσε όλο το οπτικό πεδίο μου.
«Μαμά, κοίτα, σου έφερα τη ζωγραφιά μου από την εκδρομή με το σχολείο, στο δάσος με τις φτελιές», άκουσα τον πεντάχρονο γιο μου να λέει ενθουσιασμένος που επιτέλους ξύπνησα.
«Το ξέρω, αγόρι μου», ψέλλισα εξουθενωμένη. «Ήμαστε μαζί στην εκδρομή».
Η Τίνα Κουτσουμπού γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε στην ΕΡΤ και στην Εμπορική Τράπεζα. Ζει στην Καλαμάτα από το 1996. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια ιστορικού μυθιστορήματος, δημιουργικής γραφής, διόρθωσης και επιμέλειας κειμένων. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών και έχει διατελέσει γενική γραμματέας και υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων. Διηγήματά της έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Από το 2012 έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα, έχει εκδώσει τέσσερις συλλογές διηγημάτων, έναν τουριστικό οδηγό της Καλαμάτας κι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά, καθώς και σε λογοτεχνικά ιστολόγια.
https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/23503-mia-ekdromi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου