Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2025

Μαρία Σκιαδαρέση: «Αντιγόνη απ’ το Πουσκάρ»

 


Μια διάχυτη μελαγχολία εμποτίζει το μυθιστόρημα Αντιγόνη απ’ το Πουσκάρ της Μαρίας Σκιαδαρέση. Μελαγχολία η οποία συστήνεται ήδη ως οδηγός ανάγνωσής του, και από το απόσπασμα της Αντιγόνης του Σοφοκλή στο motto του βιβλίου: «Άλλωστε, οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν από αυτό που πρόκειται να τους συμβεί». Όλα προδιαγεγραμμένα και είναι ανώφελο για τους πρωταγωνιστές της οδυνηρής ιστορίας της να πασκίζουν ν’ αλλάξουν τη ζοφερή τάξη του κόσμου τους και να ξεφύγουν από την αρχέγονη φύση τους.

Η συγγραφέας πλάθει τον καθένα χαρακτήρα ξεχωριστά, ταυτιζόμενη μαζί του, επιχειρώντας μεγάθυμα να δικαιολογήσει τις πράξεις του και να τον δικαιώσει. Οι ήρωές της έχουν το δικό τους δίκιο σε ό,τι κάνουν. Δεν εμπλέκεται όμως άμεσα στον κόσμο τους η συγγραφέας, στη σκοτεινή δράση τους, τους κατασκοπεύει προσεκτικά, περίεργη να καταλάβει, να τους κατανοήσει. Αυτό ζητά και από μας, τους αναγνώστες. Αθέατοι σαν σκιές γύρω τους, να τους παρακολουθήσουμε και να τους συμπονέσουμε.

Κύριο όπλο της αφήγησής της, η περιγραφή. Η περιγραφή είναι ίσως η ουσία της κάθε αφήγησης, όλα τα άλλα, απόψεις, ιδέες, μηνύματα, η πλοκή γενικότερα, αποτελούν προφάσεις της, καρυκεύματα για να νοστιμέψει η ιστορία, για να αποπλανηθεί και να ενδώσει σ’ αυτήν ο αναγνώστης. Ωστόσο, αυτό το όπλο χρειάζεται τις κατάλληλες σφαίρες του. Κι αυτές είναι οι λέξεις. Λέξεις με γέμιση αναισθητικού, που υπνωτίζουν γλυκά στην αρχή, για να αφυπνίσουν αργότερα και να συνταράξουν. Αυτές αντλούνται από τη δεξαμενή του κάθε συγγραφέα, από τα ιαματικά λουτρά μέσα του. Όσο ένυδρος, όσο υγρός ο συγγραφέας, τόσο περισσότερο αρδεύεται ο αναγνώστης, μπορεί να γεμίζει νερά, να χύνει δάκρυα. Η κάθε λέξη, βέβαια, δεν σημαίνει το ίδιο για τον καθένα. Το νόημα και η σημασία της συναρτώνται με τη συνείδηση και την ποιότητά του, με το βάθος του. Άλλη η σημασία της λέξης «αγαπώ», φερειπείν, για τον έμπειρο της αγάπης, άλλη για τον ανίδεο του έρωτα.

Η Μαρία Σκιαδαρέση πονάει τις λέξεις της, πιστεύει σ’ αυτές ίδια όπως ο παράλυτος στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά, που περίμενε 38 χρόνια έως ότου να σηκωθεί, να φορτωθεί το κρεβάτι του και να τρέξει χαρούμενος μακριά, όταν πίστεψε τον Λόγο του Χριστού. Αυτήν την πίστη στις λέξεις θα τη διαπιστώσουν και όσοι αφεθούν στη γητεία, στον ζοφερό και ταυτόχρονα αβρό κόσμο του μυθιστορήματός της.

Σελίδες 379, διαρθρωμένο σε επτά ενότητες, στις επτά μέρες του τρύγου, το μυθιστόρημα. Πρόλογος – Επεισόδιο – Έξοδος. Μια σύγχρονη δηλαδή τραγωδία. Τόπος η περιοχή της Βοιωτίας, χρόνος ο σημερινός. Πρωταγωνιστές: Ένας γαιοκτήμονας, αμπελουργός, εμβληματική φιγούρα, πατέρας-αφέντης, ο Χόντι, ο Ινδός επιστάτης του, πρόσωπο γοητευτικό αλλά και δυσερμήνευτο, δύο καταχθόνια αδέλφια που τα δένει το μίσος, οι γιοι του γαιοκτήμονα, μια σαγηνευτική Ινδή υπηρέτρια του σπιτιού, η Αντιγόνη, μορφή αγέρωχη, η ηρωίδα ίσως του μυθιστορήματος, ένας Ινδός εργάτης, ένας χαρακτήρας συγκλονιστικός, και άλλα πρόσωπα αντιπροσωπευτικά της σημερινής πραγματικότητας, της χθαμαλής ζωής της υπαίθρου. Έλληνες και μετανάστες. Όλοι καθημαγμένες υπάρξεις.

Δύο φόνοι, μια αυτοκτονία ως δίκαιη τιμωρία. Ματαιωμένοι έρωτες, βία, χυδαιότητα και πηχτή θλίψη συνθέτουν το σκηνικό της σύγχρονης τραγωδίας, όπου μύθοι και πραγματικότητα, οι παλιοί πολιτισμοί και η σημερινή αφόρητη καθημερινότητα καθορίζουν τη μοίρα των πρωταγωνιστών. Μεταφυσική πρόσληψη του κόσμου και συμβατική λογική συνείρονται αδιάλειπτα, με τον θάνατο εντέλει να κυριαρχεί. Υποδόρια αστυνομική η πλοκή, κλιμακώνει την αγωνία, με την κάθαρση που συντελείται, χάρη στο σθένος της Αντιγόνης, να μην αρκεί για να αποσείσει την πίκρα που σκεπάζει σα βαρύ σύννεφο το σκηνικό του δράματος.

Ο ρυθμός της αφήγησης απρόσκοπτος. Η ιστορία κυλάει σαν νερό. Η γλώσσα αποκαθαρμένη, λιτή και ακριβής, οι πρωταγωνιστές αναδύονται ανεπιτήδευτοι, σύγχρονες τραγικές φιγούρες στην αγροτική περιοχή. Αδίστακτοι αγρότες, διαβρωμένοι από τη βουλιμία του κέρδους, ματαιωμένες υπάρξεις και γι’ αυτό ανθρωποφαγικές. Μετανάστες άμοιροι, γοητευτικοί στα πρωτόγονα πάθη τους, με την αυθεντικότητα και τον πανικό τους ταυτόχρονα να τους κρατά αιχμάλωτους σε μια διαρκή αγωνία, σε μόνιμη ταπείνωση, που τους σέρνει εκτός των ορίων τους, στα πιο βαθιά σκοτάδια μέσα τους, τόσο που να φανερώνονται απροσδόκητα ως άγρια θηρία. Η σημερινή αγροτική κοινωνία σε απόλυτη παρακμή, κάθε πρόσωπο και μια πληγή χαίνουσα.

Η Μαρία Σκιαδαρέση δίνει φωνή σε καθέναν από τους ήρωες της ιστορίας της, ανασύρει καθαρή την εικόνα τους και υιοθετεί τον τρόπο τους. Τα πρόσωπα αυτοσυστήνονται και εκθέτουν σε πρώτο πρόσωπο της εκδοχή τους, όμως έντεχνα υποκρύπτεται η συγγραφέας και υποβάλλει τη δική της θέαση σ’ αυτή, τον δικό της λόγο. Τους ακούει να εκθέτουν την οδυνηρή ζωή τους, να λένε όσα η ίδια θα ήθελε να αποκαλύψει και να εξομολογηθεί. Αναδιηγείται δηλαδή η συγγραφέας, αναπλάθει το κάθε πρόσωπο, ως εάν να μας αποκαλύπτει την ψυχαναλυτική κατάθεση του καθενός. Προφάσεις, ωστόσο, αποτελούν οι φόνοι και ο σκοτεινός κόσμος στον οποίο κινούνται οι ήρωές της, για να σκιαγραφηθεί πειστικά το ψυχογράφημα των χαρακτήρων, αφού από αυτή την έκθεση, λιγότερο ίσως ενδιαφέρει τη συγγραφέα να αναδείξει την πραγματικότητα της αγροτικής ζωής, όσο τη δική της αλήθεια, την ερμηνεία του κόσμου που την περιβάλλει και απειλεί να την καταβροχθίσει, αυτήν και όλους μας. Η Σκιαδαρέση συνομιλεί με απίθανη αμεσότητα και τόλμη με τα πρόσωπα της ιστορίας της, για να εξαγάγει σωτήρια συμπεράσματα και να προστατευτεί. Χωρίς να χάνει το νήμα της αφήγησης, καθώς δίνει διαδοχικά τον λόγο στα διαφορετικά πρόσωπα που εκθέτουν το δικό τους δίκιο, συνθέτει και δένει τις αφηγήσεις τους άψογα, ικανότητα που αποδίδει με αφηγηματική δολιότητα στον Χόντι, κυρίαρχη φιγούρα του δράματος:

Λέξεις με γέμιση αναισθητικού, που υπνωτίζουν γλυκά στην αρχή, για να αφυπνίσουν αργότερα και να συνταράξουν.

Έξαφνα έκοβε την κουβέντα, θυμόταν κάτι άλλο, έτρεχε εκεί αφήνοντας ατέλειωτα όσα έλεγε, ενώ μετά από μέρες, με νέα αφορμή, έπιανε πάλι την κλωστή και με διαύγεια ζηλευτή συμπλήρωνε με κάθε λεπτομέρεια αυτά που είχε αφήσει στον αέρα στην προηγούμενη συζήτηση. Με λίγα λόγια, πετιόταν πέρα-δώθε, μιλούσε για τα γεγονότα με αποσπάσματα, κι αυτό που ήταν θαυμαστό είναι πως πάντοτε θυμόταν πού είχε αφήσει ακριβώς το κάθε θέμα του, ακόμα και πριν μέρες.

Αυτό το θαυμαστό χαρακτηρίζει την ίδια τη συγγραφέα. Υπαινικτικές προοικονομίες, τεράστια άλματα από τη Βοιωτία ως την μακρινή Ινδία – πραγματικά εντυπωσιακή η γνώση της γι’ αυτόν τον κόσμο. Τον αναπαριστά με εικόνες λάμπουσες, ποιητικής τρυφερότητας.

Όλους τους χαρακτήρες της ιστορίας της τους συμπονεί, θέλει να τους δικαιολογήσει, να τους κατανοήσει, έκπληκτη διαρκώς από το ξετύλιγμα της ιστορίας, παρασυρμένη στη ροή της, συγκινημένη με την οδυνηρή μοίρα του καθενός ξεχωριστά προσώπου. Γιατί η συγγραφέας δεν κατασκευάζει ερήμην του φυσικού ρυθμού της ανάπτυξης της ιστορίας, αλλά συμπλέει, κολυμπά και η ίδια, αφήνεται στη ροή της. Δεν γράφει ως ξένη, ως αμέτοχος, ο αντικειμενικός λεγόμενος αφηγητής, αλλά μετέχει ταπεινά, ως πάσχον πρόσωπο της ιστορίας, στα γεγονότα που αναδύονται. Είναι ο συνδετικός ιστός προσώπων και γεγονότων. Μια εμπλοκή σίγουρα επώδυνη.

Οι περιγραφές της, ψιλοβελονιές, λεπτομερείς στο έπακρο, όχι μόνο για να επιτύχουν την επιβράδυνση της αφήγησης, αλλά προπαντός για να υποβάλουν τον φυσικό ρυθμό της ιστόρησης και να αναδειχθεί έτσι η αλήθεια της. Διαφορετικοί πολιτισμοί αναδύονται και αυτό αποτελεί βασικό γνώρισμα του μυθιστορήματος, όσο κι αν κοινά τα πάθη και καημοί, όπου γης. Μεγάλος ο σεβασμός της για τον πολιτισμό αυτής της αχανούς χώρας, της Ινδίας, όπως και η έγνοια της για τη σκληρή ζωή και την εκμετάλλευση των μεταναστών στη χώρα μας. Συγκρατημένη, διακριτική η αποτύπωση της οργής που τη διακατέχει. Γιατί η Μαρία Σκιαδαρέση δεν δηλώνει, δεν προβάλλει ένα βουλιμικό και υπερφίαλο συγγραφικό εγώ, δεν παραδίδει στο συναισθηματισμό της την ιστορία, όπως συνηθίζουν προς εκμετάλλευση οι υστερόβουλοι συγγραφείς, αλλά μας φωτίζει με συγκινητική αβρότητα λόγου έναν αδυσώπητο κόσμο, με βίαια πάθη και ανεκπλήρωτες προσδοκίες, για να σκεφθούμε μαζί της και να βαθύνουμε τη συνείδησή μας.

Στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, το δέντρο που μιλάει στην Ανίλα, οι παραδοσιακές τελετουργίες και τα έθιμα των Ινδών μεταναστών, που μεταλαμπαδεύονται στον νέο τους τόπο, η μεταφυσική θεώρηση του κόσμου και η πίστη τους σε παραφυσικά γεγονότα, όπως ακόμα και η καταρράκωση των ιδεολογιών στους Έλληνες του μυθιστορήματος, η ανεξέλεγκτη έκπτωσή τους, η θεοποίηση του χρήματος και η ηθικολογία της επαρχίας, μαζί κι ο κυνισμός, η συλλογική παραίτηση ματαιωμένων υπάρξεων, αναδύονται σε κάθε κεφάλαιο.

Μια οιονεί αστυνομική πλοκή, με φόνους, ίντριγκες, έρωτα, πανικό, που φωτίζει έναν κόσμο χωρίς ελπίδα. Κλασικά φροϋδική η ψυχανάλυση των ηρώων της, με τα ίδια αιώνια πάθη να επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα, τον έρωτα να μην ευδοκιμεί, την ακύρωση μιας ζωής ατελέσφορης όλων των πρωταγωνιστών της ιστόρησης. Μαριονέτες θεάτρου σκιών οι χαρακτήρες, αθύρματα στα χέρια μιας μοίρας μοχθηρής, και η μελαγχολία κυριαρχεί τόσο επί σκηνής όσο και στο ακροατήριο, στους μάρτυρες του δράματος.

Φωτίζει με συγκινητική αβρότητα λόγου έναν αδυσώπητο κόσμο, με βίαια πάθη και ανεκπλήρωτες προσδοκίες, για να σκεφθούμε μαζί της και να βαθύνουμε τη συνείδησή μας.

Η Μαρία Σκιαδαρέση γνέθει με απίστευτη υπομονή την ιστορία της και παράγει ένα λεπτό νήμα, που μας περιτυλίγει με στοργή, γιατί δεν θέλει να μας αγριέψει, όσο κι αν άγριες οι σκηνές που περιγράφονται και συνταρακτικές οι εικόνες της. Χάρη στην εμπνευσμένη σύλληψή της να αναπτυχθεί η ιστόρηση με τη δομή της αρχαίας τραγωδίας, ο πυκνός Πρόλογος, τα Επεισόδια που συμπλέουν έξοχα με την πρωτοπρόσωπη κατάθεση, την εκδοχή των ηρώων του δράματος, κι ανάμεσά τους να παρεμβάλλεται η αφηγήτρια σε τρίτο πρόσωπο, ως πολυπρόσωπος Χορός, που δένει υποδειγματικά τα γεγονότα, αναδεικνύοντας με ανεπίληπτη αποστασιοποίηση τις σκοτεινές πτυχές του κάθε χαρακτήρα και την τραγική μοίρα του. Όποιο απόσπασμα κι αν έχει επιλεγεί να διαβαστεί, θα το πιστοποιήσει. Εγώ θα κλέψω τις οκτώ αράδες του επιλόγου του μυθιστορήματος, γιατί στον αναγνώστη ανήκει, στο κάτω της γραφής, το μυθιστόρημα, όταν δραπετεύσει από τη δεσποτεία του δημιουργού του και σαν επαναστατημένος έφηβος τρέξει μακριά του:

Ο ήλιος έχει γείρει εδώ και ώρα, το σούρουπο γλυκό σαν πετιμέζι. Δύο κοτσύφια, μαύρο το ένα, σταχτόχρωμο το άλλο, κάνοντας δυο τρεις βόλτες γύρω από τη δάφνη, τρυπώνουν στη φωλιά τους τιτιβίζοντας. Λίγα λεπτά περνάνε, βγαίνει ξανά το μαύρο, τσιμπάει ένα φύλλο από το δέντρο σαν να το ασπάζεται, ύστερα απλώνει τα φτερά και με σπουδή πετάει προς την ανατολή, εκεί όπου ξεκινάει η θάλασσα.

Μπήκα στο εύοσμο μυθιστόρημα της Μαρίας Σκιαδαρέση, με παρέσυρε και με αντάμειψε με μεστό και ουσιώδη χρόνο, πράγμα πολύτιμο και γι’ αυτό την ευχαριστώ.

 

Αντιγόνη απ’ το Πουσκάρ
Μαρία Σκιαδαρέση
Εκδόσεις Πατάκη
392 σελ.
ISBN 978-618-07-0790-8
Τιμή €18,80

https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/23505-antigoni-ap-to-pouskar


https://diastixo.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου