Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

«Αμεντέο Μοντιλιάνι: Ζωγράφιζε σαν ποιητής...» του Πέτρου Γκάτζια

Εκείνο το παράξενο φθινόπωρο του 1918, με την Ευρώπη να βρίσκεται στο χείλος της αβύσσου, ο Αμεντέο Μοντιλιάνι πήρε την απόφαση να επισκεφθεί τον μεγάλο ιμπρεσιονιστή ζωγράφο Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ στο ατελιέ του. Έδειχνε από την αρχή απρόθυμος και αδιάφορος, απαντούσε μονολεκτικά στα σχόλια του δασκάλου, τον κοιτούσε ωστόσο ερευνητικά. Θα απορούσε κανείς γιατί βρισκόταν εκεί και γιατί προσπαθούσε να κάνει μια συζήτηση περί τέχνης, με τον Ρενουάρ.
Κάποια στιγμή, ο ζωγράφος, προφανώς για να τον πειράξει επειδή είχε τη φήμη μισογύνη, όσον αφορά τον τρόπο που αντιμετώπιζε τη γυναίκα στα έργα του –ειδικά στα γυμνά– σχολίασε με ένα πονηρό χαμόγελο: «Προσωπικά πιστεύω ότι ένα γυμνό δεν έχει πραγματικά τελειώσει εάν δεν νιώσεις την επιθυμία, βλέποντάς το, να χτυπήσεις με δύναμη τα οπίσθια του μοντέλου σαν να είναι ζωντανό». Όμως, ο Μοντιλιάνι αντί να χαλαρώσει και να γελάσει με το αστείο, με το οποίο ο Ρενουάρ προσπάθησε να αποφορτίσει τη στιγμή, θεώρησε ότι ο ζωγράφος τον προσβάλλει και απορρίπτει τα έργα του. Αποχώρησε λοιπόν εκνευρισμένος από το ατελιέ φωνάζοντας: «Δεν μ’ αρέσουν οι γλουτοί!». Μια απρόσμενη αντίδραση από έναν καλλιτέχνη που ήταν γνωστός τόσο για την ερωτική του ζωή, όσο και για τα διάσημα γυμνά μοντέλα του.
Είναι αλήθεια πως πολλά απ’ αυτά που έζησε ο Μοντιλιάνι θα μπορούσε να τα είχε ζήσει ένας ήρωας μυθιστορήματος. Ένας περιπλανώμενος καλλιτέχνης, ο οποίος λάτρευε την ποίηση και γι’ αυτό έλεγαν πως ζωγράφιζε σαν ποιητής τις θλιμμένες φιγούρες του.
Λέγεται μάλιστα πως όταν έκανε την πρώτη και μοναδική ατομική έκθεσή του με γυμνά, το πλήθος συνέρρεε εκστασιασμένο για να θαυμάσει τα έργα, τα οποία ωστόσο σόκαραν έναν αστυνομικό της εποχής που του έκανε παρατήρηση.
Αυτό που δεν είναι γνωστό είναι πως μπορούσε να απαγγείλει από μνήμης έργα του Δάντη και άλλων ποιητών – είχε άλλωστε ζωγραφίσει τα πορτρέτα των φίλων του: Σεντράρ, Απολιναίρ, Κοκτό. Πάντοτε μαζί, στην τσέπη του σακακιού του, είχε ποιήματα του Λοτρεαμόν. Ο κόμης ήταν για πολλούς μια ιδιοφυία σε σήψη, ένας ερημίτης και ο Μοντιλιάνι έβλεπε πολλές ομοιότητες με τον εαυτό του, με τις απότομες ψυχολογικές μεταπτώσεις και την αίσθηση ότι ζούσε στο περιθώριο καθώς ήταν ένας Ιταλός εβραίος εμιγκρές στο Παρίσι.
Το 1912, πολλά χρόνια πριν από τη συνάντηση με τον Ρενουάρ, ο Μοντιλιάνι άφησε για λίγο τα πινέλα για να πειραματιστεί με τη γλυπτική και, μάλιστα, του προτάθηκε να πάρει μέρος και σε ομαδική έκθεση, μια μεγάλη τιμή για έναν νέο καλλιτέχνη.
Οι βιογράφοι του όμως αναρωτιούνται πώς κατάφερε να βρει όλο αυτό το ακριβό υλικό που χρειαζόταν για τα έργα, δεδομένου ότι τα οικονομικά του ήταν άθλια. Κατά μια διαβολική σύμπτωση, εκείνη την εποχή ανακαινίζονταν πολλά σπίτια στο Μονπαρνάς και τα περισσότερα έργα του είναι φτιαγμένα από το ίδιο πέτρωμα που βρισκόταν άφθονο στις οικοδομές.
Αυτό όμως δεν ήταν το μόνο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο καλλιτέχνης. Ήθελε,
για να δημιουργήσει, να έχει απέναντί του ζωντανό το μοντέλο – πολύ σπάνια χρησιμοποιούσε φωτογραφίες. Ήθελε, όπως έλεγε, να το κοιτάζει κατάματα.
Πάντοτε είχε μαζί του ένα μολύβι και σκιτσάριζε, με μανία και πάθος. Πολλά απ’ αυτά τα σκίτσα χρησιμοποιήθηκαν για άλλα μεγαλύτερα έργα του, κάποια όμως δόθηκαν για να εξασφαλίσει ο Μοντιλιάνι ένα κομμάτι ψωμί, σε περιόδους μεγάλης ανέχειας.
Πέτρος Γκάτζιας, δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου