Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Πέραν της γραφής Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου Κέδρος
Photo © Irene Ryssaki_ΕΙΡΗΝΗ ΡΥΣΑΚΗ

Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου γεννήθηκε στο Μόναχο και ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα έξι ποιητικές συλλογές και μία μελέτη: Συρραπτική του Προσώπου – Επίσκεψη στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη (Εκδόσεις Νέος Αστρολάβος/Ευθύνη, 2012). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και περιέχονται σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Η συλλογή δοκιμίων της για την ποίηση με τίτλο Πέραν της γραφής, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, μας έδωσε την αφορμή για μια συνέντευξη μαζί της.
Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;
Τα παραμύθια του Άντερσεν, φυσικά, τα Κλασικά εικονογραφημένα και, βέβαια, δεν γλίτωσα κι εγώ από τα δακρύβρεχτα και ψυχοπλακωτικά του Έκτορα Μαλό λίγο πριν με σώσει ο Αμερικανός Μαρκ Τουέιν. Θυμάμαι, ωστόσο, τη μαμά να κάθεται τα βράδια στην άκρη του κρεβατιού και να μου διαβάζει από ένα πράσινο δερματόδετο βιβλίο μικρές ιστοριούλες, όπως μου έλεγε. Ήταν η Αγία Γραφή.
Ποιοι ποιητές σάς επηρέασαν;
Στο σχολείο είχα μαγευτεί κυριολεκτικά από τον Όμηρο. Τον ρυθμό και τη γλώσσα του, δηλαδή. Μετά, βέβαια, η συγκίνηση κυκλοφορούσε ανάμεσα στον Ελύτη και στον Σεφέρη, για να κορυφωθεί στον Καβάφη, στον Εγγονόπουλο, στον Σαχτούρη, στον Λειβαδίτη. Πολύ αργότερα γνώρισα τους Θεσσαλονικείς Θέμελη, Καρέλλη, Βαρβιτσιώτη, Κύρου, που για διαφορετικούς λόγους με τον καθένα αισθανόμουν κατά καιρούς μια συγγένεια και ένα νήμα να συνδέει τον λόγο που πάσχιζε να ειπωθεί από εμένα με τον λόγο που εκείνοι κατόρθωναν να αρθρώσουν τόσο αριστοτεχνικά και με μια εσωτερική ακρίβεια απαράμιλλη. Ένιωθα σαν να τους είχα εξουσιοδοτήσει να μιλήσουν για τα φοβερά και πυρετώδη που πίεζαν την ψυχή μου. Όσο ωρίμαζα και εισχωρούσα στη γραφή, τόσο διαφοροποιούνταν και οι προτιμήσεις μου. Οπωσδήποτε, η επαφή μου με την ποίηση του Έλιοτ, του Πόε, του Τσέλαν, της Ντίκινσον, της Σέξτον, της Πλαθ, της Μανσούρ, της Αχμάτοβα, μου άνοιξε άλλους δρόμους στη γλώσσα και με εισήγαγε σε νέες οπτικές των απαράλλαχτων, ωστόσο, αδιεξόδων μας.
Ποτέ δεν είμαι απαισιόδοξη όσον αφορά στις δυνατότητες της Ποίησης. Σ’ αυτήν βασίζομαι, και όχι στις προθέσεις ή στις δυνατότητες των ποιητών.
Πότε ξεκίνησε το ταξίδι σας στη συγγραφή;
Πολύ μικρή, αν σκεφτείτε ότι στα είκοσι ένα μου χρόνια εκδόθηκε η πρώτη μου ποιητική συλλογή, Λυπημένες μαργαρίτες, από τις Εκδόσεις Εγνατία, με υπεύθυνο τότε τον αείμνηστο Γιώργο Κάτο. Θράσος και άγνοια, αλλά οπωσδήποτε μια καθ’ όλα δια-τυπωμένη πλέον λαχτάρα να εμπλακώ στον δύσκολο αλλά γοητευτικό χώρο της Ποίησης.
Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο σας Πέραν της γραφής;
Υπήρχε μια σειρά δοκιμίων που αφορούσαν στην ποίηση πολλών ποιητών, τα οποία γράφτηκαν με διάφορες αφορμές (αφιερώματα περιοδικών, ομιλίες σε ημερίδες ή παρουσιάσεις βιβλίων) και, φυσικά, η σκέψη της συγκέντρωσης μέρους αυτών σε έναν μικρό τόμο, ώστε να βρουν στέγη και να μπορούν να διαφυλαχτούν συγκεντρωμένα. Έγινε μια πρώτη επιλογή και ακολουθεί η έκδοση των υπολοίπων.
Πόσα χρόνια διήρκεσε η συγγραφή και η συγκέντρωση αυτών των δοκιμίων;
Να σκεφτείτε ότι το πρώτο δοκίμιο γράφτηκε το 1997 και αφορούσε στο αφιέρωμα του περιοδικού Νέα Εστίαγια την πρώτη επέτειο του θανάτου του Οδυσσέα Ελύτη (1911-1996). Ο τίτλος του ήταν «Οδυσσέας Ελύτης, Ο ποιητής του άλλου νόστου». Ακολούθησαν όλα τα άλλα, τα οποία σταδιακά προσέθετα, ώσπου να θεωρήσω πλέον πως κάπου έπρεπε να ανήκουν, για να μην είναι διασκορπισμένα.
Αλήθεια, γιατί έχει μειωθεί η έκδοση βιβλίων με δοκίμια;
Σωστά επιλέγετε τη λέξη «έκδοση», γιατί θεωρώ ότι η συγγραφή ανάλογων βιβλίων δεν έχει μειωθεί. Το εκδοτικό ενδιαφέρον είναι αυτό που σταδιακά υποστέλλεται, καθώς κυριαρχεί η αντίληψη πως αντίστοιχα έχει υποχωρήσει και το αγοραστικό. Είναι φανερή, βέβαια, και η γενικότερη αποχή από το ίδιο το λογοτεχνικό βιβλίο, ιδιαίτερα τώρα που η εικόνα τείνει να επιβληθεί ολοκληρωτικά μέσω της κυριαρχίας των μαζικών μέσων ενημέρωσης. Η έκδοση ανάλογων έργων, άλλωστε, απευθύνεται σε ένα πιο απαιτητικό κοινό, που εκδηλώνει ενδιαφέρον για μια πιο εξειδικευμένη διείσδυση.
Πέραν της γραφής Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου Κέδρος
Πέραν της γραφής
Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου / Κέδρος / 328 σελ.
ISBN 978-960-04-4588-6 / Τιμή € 14,00
Ποια είναι η γνώμη των ποιητών γι’ αυτά τα δοκίμια, όταν τα είδαν πρώτη φορά δημοσιευμένα;
Αντιλαμβάνεστε ότι δεν θα μπορούσε να είναι αρνητική. Προσέγγιζα το έργο τους με σεβασμό και, φυσικά, προσπαθούσα να φέρω στο φως τις βαθύτερες προθέσεις τους, στον βαθμό βέβαια που εγώ τις προσλάμβανα. Συχνά και ο ίδιος ο ποιητής με την ανάγνωση ανάλογων δοκιμίων για το έργο του έρχεται αντιμέτωπος ή μάλλον ενώπιον μιας νέας, ολοκαίνουργιας ανάγνωσης που συστήνει κάποτε και στον ίδιο την ποίησή του, ιδωμένη φυσικά από μιαν οπτική γωνία που μέχρι τότε ενδεχομένως να μην την είχε ούτε εκείνος υποψιαστεί. Το μαγικό στην ποίηση είναι ότι το ποίημα εξακολουθεί να γράφεται και να λειτουργεί με χίλιους τρόπους και μετά τη συγγραφή του. Ο τελευταίος στίχος του ποιήματος δεν προοιωνίζεται κανένα απολύτως τέλος, δεν συνδέεται με καμία οριστικότητα. Συχνά μια νέα περιπέτεια ξεκινά, όταν το ποίημα αλλάζει χέρια ή αλλιώς επισκέπτεται έναν άλλο κάθε φορά άνθρωπο. Τότε το νόημα αναδύεται διαφοροποιημένο και ανανεωμένο, αποκτώντας μια ξεχωριστή οικειότητα με τον εκάστοτε αναγνώστη του.
Η περιδιάβαση στο βιβλίο γίνεται με ονόματα ποιητών που έχουν αφήσει σημαντικό έργο. Υπάρχει αυτή η συνέχεια, μετά την αποδημία πολλών ποιητών αυτής της γενιάς, στη νέα γενιά για την ποίηση;
Ποτέ δεν είμαι απαισιόδοξη όσον αφορά στις δυνατότητες της Ποίησης. Σ’ αυτήν βασίζομαι, και όχι στις προθέσεις ή στις δυνατότητες των ποιητών. Θα μου πείτε: Και οι ποιητές πού βρίσκονται; Ερήμην τους γίνονται όλα; Οπωσδήποτε οι ποιητές είναι αυτοί που τη διακονούν και μετουσιώνουν την ανάγκη του νου και της καρδιάς να αποδώσει τους ήχους που καταφτάνουν από τον πρωταρχικό Λόγο. Θεωρώ όμως ότι γίνονται μεγάλα βήματα στον τομέα της συνειδητότητας και πιστεύω ότι υπάρχει μεγαλύτερη ενσυναίσθηση στη νέα γενιά αναφορικά με τις πραγματικές διαστάσεις των πραγμάτων. Έχουν επίγνωση της ματαιότητας και συνασπίζονται ολοένα και περισσότερο γύρω από την προώθηση της ίδιας της Ποίησης και όχι των προσωπικών τους φιλοδοξιών. Έχω γνωρίσει τέτοιες ομάδες ποιητών. Εισάγουν την ανιδιοτέλεια ως στάση ζωής και άρα αυτό από μόνο του είναι ό,τι πιο αισιόδοξο. Όταν πλησιάζεις με ανάλογη σεμνότητα την Ποίηση, δεν μπορεί παρά να σε ανταμείψει.
Μερικοί από τους ποιητές έχουν καταγωγή από τη Βόρεια Ελλάδα και έδρασαν στη Θεσσαλονίκη. Συμφωνείτε με τον δοκιμιακό όρο «Σχολή της Θεσσαλονίκης»;
Η αποκαλούμενη «Σχολή της Θεσσαλονίκης» ως αντίποδας στη Σχολή των Αθηνών –στην οποία και εντάσσεται η Καρέλλη, με ηγετική τη μορφή του Βαφόπουλου– αναδείκνυε την αυτοτέλεια του εσωτερικού ανθρώπου. Εγκαινίαζε τον εσωτερικό μονόλογο στην Ελλάδα, και μάλιστα σε μια εποχή που έντονες ακούγονταν οι φωνές περί αναγκαιότητας αγωνιστικής στάσης, ώστε η κοινωνική συνείδηση να μην υποχωρήσει εξαιτίας μιας τάσης φυγής στον «άχρωμο και αναιμικό» κόσμο του ονείρου, τον οποίο οι Έλληνες μιμητές του Τζέιμς Τζόις και του Νικολάι Μπερντιάεφ πρότειναν. Μπορεί για ορισμένους η στροφή στον εσωτερικό μονόλογο να οφειλόταν στη μελαγχολική ατμόσφαιρα της ομιχλώδους πόλης, στην ουσία της όμως δεν αποτελούσε παρά μια αυτοδοκιμασία, που θα οδηγούσε στον οντολογικό προσδιορισμό. Προσωπικά, κι έχοντας ανέκαθεν αποστροφή στις όποιες ετικέτες, δεν υιοθετώ τον όρο, καθώς πιστεύω πως ουσιαστικά απουσιάζει ο κοινός αισθητικός κώδικας αξιών, ενώ θα μπορούσαμε ίσως να μιλήσουμε για ένα κοινό κλίμα εσωτερικής τοπιογραφίας που χαρακτηρίζει την εσωστρεφή Σχολή της Θεσσαλονίκης, και ίσως ένα κοσμοπολίτικο ρεύμα που υπήρχε ανέκαθεν, αφού η Θεσσαλονίκη ήταν πιο κοντά στην Ευρώπη, ενώ η Αθήνα πλησιέστερη στην ελληνική ηθογραφία.
Πιστεύω πως η αξιακή κρίση ανάγκασε τους σύγχρονους ποιητές να εγκαταλείψουν για λίγο το ατομικό σύμπαν και να αναζητήσουν μέσα από νέες φόρμες και σε σύμπραξη με την ποιητική παράδοση ένα νέο στιλ. Ίσως αυτό χαρακτηρίσει τη γενιά μας ως γενιά της κρίσης.
Οι κριτικοί κατέταξαν τους ποιητές σε κατηγορίες. Γενιά του ’30 , του ’40, του ’50, του ’60, του ’70. Το ίδιο θα συμβαίνει και για τις επόμενες γενιές;
Οι κοινωνικές αναφορές και το υπαρξιακό αδιέξοδο λειτουργούσαν πάντοτε ως η κοινή συνισταμένη των γενιών. Αυτό που χαρακτήριζε τις γενιές ήταν η ιδιαίτερη φωνή, το ξεχωριστό στίγμα που αυτές κόμιζαν στην ποίηση συγκριτικά πάντοτε με το εκάστοτε κοινωνικό ή εσωτερικό τοπίο και, βέβαια, τη στάση που επέλεγαν να κρατήσουν απέναντί του. Πιστεύω πως η αξιακή κρίση ανάγκασε τους σύγχρονους ποιητές να εγκαταλείψουν για λίγο το ατομικό σύμπαν και να αναζητήσουν μέσα από νέες φόρμες και σε σύμπραξη με την ποιητική παράδοση ένα νέο στιλ. Ίσως αυτό χαρακτηρίσει τη γενιά μας ως γενιά της κρίσης.
Παλαιότερα στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν παρέες συγγραφέων που έγραφαν και δημοσίευαν τα έργα τους. Το έργο τους είναι σημαντικό και παρακαταθήκη για τα Γράμματα. Σήμερα υπάρχει κάτι ανάλογο στη Θεσσαλονίκη – εννοώ κάποιο σωματείο, σύλλογος;
Με τη μορφή και τη δημιουργική ένταση που συνέβαινε τότε, θεωρώ πως δεν υπάρχει κάτι ανάλογο. Σίγουρα, σχηματίζονται κατά καιρούς μικρές παρέες καλών προθέσεων και υψηλών προσδοκιών, οι οποίες όμως εντέλει ναυαγούν, καθώς η προσωπική φιλοδοξία και οι αντιπαραθέσεις επικρατούν και διαψεύδουν τα προγραμματικά σχέδια. Όσον αφορά τώρα συλλόγους και σωματεία, υπάρχει η Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης που ιδρύθηκε το 1962, μισό αιώνα μετά την απελευθέρωση της πόλης μας. Διαπρεπείς άνθρωποι των Γραμμάτων συγκαταλέχτηκαν στους κόλπους της, συνδέοντας το όνομά τους με τη δράση και τους στόχους της. Ενδεικτικά να αναφέρω τους: Τηλέμαχο Αλαβέρα, Μανόλη Αναγνωστάκη, Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, Τάκη Βαρβιτσιώτη, Γιώργο Βαφόπουλο, Γιώργο Δέλιο, Πάνο Θασίτη, Γιώργο Ιωάννου, Ζωή Καρέλλη, Κλείτο Κύρου, Νίκο-Γαβριήλ Πεντζίκη. Η Εταιρία σήμερα, στην οποία είμαι γενική γραμματέας, έχει πρόεδρο την ποιήτρια και ομότιμη καθηγήτρια του Α.Π.Θ. Ζωή Σαμαρά, η οποία συνεχίζοντας το έργο των άξιων προκατόχων της, Τηλέμαχου Αλαβέρα και Γιώργου Ξεινού, έδωσε νέα πνοή στην Εταιρία με τις πρωτοβουλίες και τις ιδέες της. Συνεχίζεται λοιπόν στην πόλη μας με αμείωτη δράση μία πολιτιστική παράδοση, με αποτέλεσμα η Ε.Λ.Θ. να συγκεντρώνει στους κόλπους της όλες τις σύγχρονες αξιόλογες φωνές, αφήνοντας ένα δημιουργικό στίγμα πολιτισμού.
Πολλοί νέοι γράφουν ποίηση. Το όνειρό τους είναι να εκδοθούν οι στίχοι τους. Παλαιότερα περίμεναν με αγωνία να αποκτήσει οντότητα η πρώτη τους ποιητική συλλογή. Σήμερα ανεβάζουν τα ποιήματά τους στο Διαδίκτυο. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να βοηθήσει την ποίηση;

Πράγματι, συμβαίνει και δεν είμαι σίγουρη πως κάτι ανάλογο βοηθά την ποίηση. Τελευταία, ολοένα και πιο δύσκολα οι εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν ποίηση ή απαιτούν από τους νέους ποιητές πολύ υψηλά ποσά. Σ’ αυτή την περίπτωση, κάποιοι αποφασίζουν να ανεβάζουν τα ποιήματά τους στο Διαδίκτυο σε μια προσπάθειά τους να επικοινωνήσουν τη γραφή τους. Η συχνότητα και η βιασύνη, ωστόσο, σ’ αυτό, καθώς και η ψευδαίσθηση που δημιουργούν οι αθρόες προτιμήσεις τύπου likes, μάλλον κακό κάνουν στον δημιουργό και διασύρουν την ίδια την ποίηση. Οπωσδήποτε, δεν παραβλέπω τις εξαιρέσεις. Όμως, η ποίηση είναι αγώνισμα εσωτερικού χώρου. Θέλει περίσκεψη και σιωπή, σοβαρότητα και δέος. Μας θέλει απαιτητικούς και δύσκολους με τον εαυτό μας. Δεν είναι θεατρική σκηνή, όπου ο καθένας απαγγέλλει τον μονόλογό του και περιμένει από ένα όχι ιδιαίτερα απαιτητικό κοινό το ενθουσιώδες χειροκρότημα. Είναι δωρεά και «επίσκεψη».
Σας στέλνουν οι νέοι στίχους ή τις ποιητικές τους συλλογές, ζητώντας τη γνώμη σας;
Πολύ συχνά πια, και αυτό είναι την ίδια στιγμή αισιόδοξο αλλά με προβληματίζει κιόλας. Υπονοώ την έλλειψη μέτρου, την ευκολία και τη βιασύνη στην αναζήτηση δημοσιότητας.
Ποιους ποιητές θα μας προτείνατε να διαβάσουμε σήμερα;
Είναι πολλοί οι ζώντες ποιητές που θα ήθελα να αναφέρω, αλλά ας μην εμπλακώ σε παρεξηγήσεις λόγω παραλείψεων. Ας περιοριστώ στους Βύρωνα Λεοντάρη, Ορέστη Αλεξάκη, Γιώργο Θέμελη, Τάσο Λειβαδίτη, Δ.Π. Παπαδίτσα, Μίλτο Σαχτούρη, Νίκο Καρούζο, αλλά και όλη τη Β’ Μεταπολεμική Γενιά. Φυσικά, θα πρότεινα να αναζητήσουν τους ιδιαίτερα σημαντικούς σύγχρονους ποιητές.
Ένα αγαπημένο σας ποίημα;
«Η απρόσμενη» του Ορέστη Αλεξάκη:
Όμως
ποια να ’σαι Εσύ που αιφνιδιάζεις
–με τόση λάμψη τόση μουσική–
το σκυθρωπό βασίλειο της σιωπής μου;
Που χείμαρρος φωτός εισβάλλεις ξάφνου
σ’ αυτά τα ειρηνικά σκιόφωτα όπου
χρόνια και χρόνια τώρα συντηρώ
τις λιγοστές αναιμικές μου μνήμες;
Μ’ αυτή την εκτυφλωτική ομορφιά; 
Μ’ αυτή την εκκωφαντική σου παρουσία;
Τι ανακαλεί στο βλέμμα μου η μορφή σου;
Ποιον ουρανό; Ποια μακρινή πατρίδα;
Κι αυτό το αστραφτερό χαμόγελό σου
–σαν άξαφνη αστραπή σε μαύρο φόντο–
ποιο ανέφικτο υπαινίσσεται και ποιες 
ακτές πέραν του χρόνου προφητεύει;
Στο φρύδι του γκρεμού με καρτερείς
και με χαμόγελο ήρεμο μου γνέφεις
ανύπαρκτα φτερά να εμπιστευθώ·
παγιδευμένες πτήσεις να τολμήσω
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr
Κατηγορία: ΕΛΛΗΝΕΣ
κείμενο: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου