Ο Σπύρος Μιχαλόπουλος γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1959 και έμεινε εκεί για 12 χρόνια. Αρχές του ’70 μετανάστευσε στην Αθήνα, όπως και πολλοί άλλοι. Γυμνάσιο και Λύκειο στην Κυψέλη, δίπλα στη Φωκίωνος, όταν ακόμη ήταν διπλός δρόμος. Νωρίς μετά το Λύκειο έφυγε για Πολωνία. Αντί για χημικός μηχανικός γύρισε σκηνοθέτης. Δρόμοι πολλοί σε Βερολίνο και Μόναχο και γνωριμίες αιώνιες. Ο Κισλόφσκι, ο Αγγελόπουλος, ο Πανουσόπουλος και άλλοι τόσοι σπουδαίοι. Μετά τον στρατό στον Έβρο, η δουλειά. Από το 1984 έως τώρα. Μια σχολή Σταυράκου συμπλήρωσε το παζλ. Ινδαρές και Απειρανθίτης μαζί με Κατριτζιδάκη, όλοι μια γενιά. Ύστερα από δεκάδες ντοκιμαντέρ, η διαφήμιση. Τον κράτησε μια δεκαετία. Νέες γνωριμίες, νέες τεχνικές. Το 2004 οι σειρές. Βέρα στο δεξί και Έρωτας, ακολούθησε η Πολυκατοικία και η Κύπρος. Εκεί σειρές και θέατρο. Το Jordan στη Λευκωσία. Και μετά Ελλάδα. Το Ένα της Λουκάτου στις Ροές. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, Λούνα Μπαρ, τον κέρασε ποτό. Νέες γνωριμίες, νέες τεχνικές, νέες συνεργασίες. Θέατρο και σειρές μαζί. Η Επιστροφή, οι Άγριες Μέλισσες, ο Όρκος. Και το Τάνγκο Μπαρ του Κοροβέση στο Άβατον. Τώρα οι Πανθέοι, η 16η σειρά – και συνεχίζουμε, έως…
Τι σας έκανε να ασχοληθείτε με τη σειρά Πανθέοι, που προβάλλεται στον ΣΚΑΪ;
Οι Πανθέοι είναι ένα εμβληματικό έργο. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα-ποταμό, που περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο την ελληνική κοινωνία στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Μια κοινωνία που «ξυπνάει», που ενστερνίζεται τις ευρωπαϊκές νέες αξίες, τόσο στην τέχνη όσο και στη φιλοσοφική θεώρηση. Οι αλλαγές αυτές σταμάτησαν ξαφνικά με την έναρξη του Παγκοσμίου Πολέμου. Ο μεγάλος πόλεμος κατάφερε να ανακόψει κάθε νέο ρεύμα στην τέχνη και κάθε διαφορετική θεώρηση της ηθικής της ελληνικής κοινωνίας. Ο Αθανασιάδης καταφέρνει να αναδείξει τα υπαρξιακά ζητήματα, που κρύβονται κάτω από το χαλί του καθωσπρεπισμού. Μιλάει για τον πραγματικό έρωτα που είναι αδιέξοδος, για τον οικογενειακό θεσμό που αλλάζει, για τις αξίες που διαμορφώνονται με νέο ορίζοντα. Αυτά τα ζητήματα με προκάλεσαν να ασχοληθώ σοβαρά με το αριστούργημα αυτό.
Πόσο εύκολη ή δύσκολη ήταν αυτή η νέα προσαρμογή του δημοφιλούς μυθιστορήματος του Τάσου Αθανασιάδη;
Όταν φέρνεις ένα μεγάλο λογοτεχνικό έργο στην οθόνη, έχεις να παλέψεις με πολλά. Πρώτα απ’ όλα με τον αναγνώστη και τη φαντασία του. Κάθε ένας που διαβάζει ένα μυθιστόρημα, έχει τη φαντασιακή ικανότητα να το «βλέπει». Να το διηγείται μέσα του, να το «παίζει». Εσύ λοιπόν σαν δημιουργός έχεις την υποχρέωση να πάρεις τον πυρήνα του μυθιστορήματος και να το αποδώσεις με όποιον τρόπο θεωρείς ότι είναι πιο κοντά σε σένα. Λογικό είναι αυτές οι τάσεις να συγκρούονται. Ο δημιουργός πρέπει τίμια πάντα να υπηρετεί το έργο με σεβασμό, αναδεικνύοντας το βασικό διακύβευμα του συγγραφέα. Δεν υπάρχει συνταγή γι’ αυτό. Στους Πανθέους στηριχτήκαμε στη βασική ιστορία. Στον απαγορευμένο έρωτα μιας άλλης εποχής, με περισσότερη αθωότητα αλλά με έντονο πάθος.
Γιατί να δει κάποιος αυτή τη σειρά;
Να ξεκαθαρίσω ότι κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να δει τη σειρά. Αν θέλει όμως κάποιος να δει μια εποχή όχι τόσο μακρινή, όχι τόσο ξένη, με ζητήματα που ακόμη δημιουργούν εντάσεις, με επιλογές καταστροφικές, με έρωτες, με πάθη, με ψυχολογικές μεταστροφές που δεν είναι εύκολες και εύπεπτες, και κυρίως να γευτεί μια ατμόσφαιρα, ένα περιβάλλον που δεν είναι ψεύτικο, τότε θα ήταν καλό να δει ότι υπάρχει και αυτός ο κόσμος. Ο πραγματικός, ο κόσμος όπου ζουν οι ήρωες, που ίσως να τον κάνει να σκεφτεί, να προβληματιστεί, να ζήσει. Η άλλη εποχή είναι πρόσχημα. Τα ζητήματα είναι ακόμη εδώ και μας ορίζουν και θα μας προσδιορίζουν πάντα. Αυτό από μόνο του έχει ενδιαφέρον.
Βλέπουμε τους ήρωες στο σήμερα;
Οι ήρωες του Αθανασιάδη είναι πάντα επίκαιροι. Το θέμα της σειράς είναι πάντα δίπλα μας. Δεν έχει σημασία η εποχή. Είναι προσχηματική. Οι αξίες και οι ήρωες του έργου έχουν διαχρονική αξία. Η διαχρονικότητα αυτή δεν μπαίνει σε χρονικά καλούπια. Πόσοι δεν ερωτευτήκαμε κάτι απαγορευμένο, κάτι απρόσιτο κοινωνικά, κάτι διαφορετικό. Ποιος μπορεί να βάλει όρια στον έρωτα! Οι ήρωες του Αθανασιάδη είναι οι άνθρωποι και οι ψυχοσυνθέσεις τους. Δεν αλλάζει αυτό με τα χρόνια. Είναι εδώ από πάντα.
Ο Αθανασιάδης καταφέρνει να αναδείξει τα υπαρξιακά ζητήματα, που κρύβονται κάτω από το χαλί του καθωσπρεπισμού.
Πόσο δύσκολο είναι να σκηνοθετείτε μια σειρά εποχής;
Το να σκηνοθετεί κάποιος σειρά εποχής είναι σαν να προσπαθεί να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Αν είναι τυχερός και έχει ζήσει την εποχή, με την οποία ασχολείται, τα πράγματα είναι λίγο ευκολότερα, διότι ανασύρει και δικές του μνήμες. Αν όμως είναι μια εποχή άγνωστη σ’ αυτόν, πρέπει να τη «διαβάσει». Μέσα από βιβλία, εικόνες, ντοκιμαντέρ και κυρίως να εμπιστευτεί συνεργάτες. Συνεργάτες στα σκηνικά, στα κοστούμια, στο μακιγιάζ, στις κομμώσεις. Η μεγάλη όμως δυσκολία είναι πρακτική και αφορά στα γυρίσματα. Οι φυσικοί χώροι που ανάγονται στην εποχή σπανίως υπάρχουν. Κι αν υπάρχουν είναι μεμονωμένοι και λίγοι. Κι αυτό αφορά κυρίως δρόμους, πάρκα κ.λπ. Επιπλέον πρόβλημα αποτελεί και ο ήχος. Ένα αεροπλάνο, μια μοτοσικλέτα κ.λπ. Με όλες όμως τις δυσκολίες καταφέρνουμε να βρούμε τρόπους να απεικονίσουμε την εποχή.
Ποια η δική σας σχέση με τη λογοτεχνία;
Διάβαζα από μικρός ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Ξεκίνησα, όπως πολλοί, από τον Λουντέμη και το παιδί που μέτραγε τα άστρα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Τσίρκας με τη Χαμένη Άνοιξη και την τριλογία του με έβαλαν σε μια άλλη σκέψη. Με τον Μαρκές και τον Κούντερα μπήκα σε έναν δρόμο λιγότερο ρεαλιστικό, αλλά πολύ γοητευτικό. Για δεκαετίες μετά ο Θέμελης με μύησε στο ιστορικό μυθιστόρημα. Εκεί παρέμεινα έως σήμερα με τα έργα του Ζουργού. Παράλληλα, πολλές «ενέσεις» του Αλέξη Σταμάτη και του Χωμενίδη, ενώ την ίδια στιγμή, για τη δική μου «θεραπεία» ξαναγυρνώ στον Ντοστογιέφσκι και στην ποίηση. Η λογοτεχνία δεν είναι για μένα «ξεκούραση», ούτε «ηρεμία». Είναι ανάγκη επαναπροσδιορισμού, επανατοποθέτησης αξιών και πάνω απ’ όλα προβληματισμού. Σπουδάζοντας κατανόησα τα αρχαία κείμενα, τη λυρική ποίηση, τα ομηρικά έπη. Την ανάγκη έκφρασης. Όπως λέει και ο Τίτος Πατρίκιος σε ένα ποίημά του...
«…εκεί που απορείς για πράγματα που μπόρεσες να κάνεις
για πράγματα σοβαρά ή ανόητα που ρίσκαρες τη ζωή σου
για πράγματα σημαντικά που τα κατάλαβες αργότερα
για πράγματα που τα φοβήθηκες κι απέφυγες ν’ αναλάβεις
για πράγματα που τα προγραμμάτισες και δεν σου βγήκαν
γι’ άλλα που τα σχεδίασαν άλλοι και βγήκαν διαφορετικά
για πράγματα που σου έτυχαν χωρίς να τα περιμένεις
για πράγματα που μόνο τα ονειρεύτηκες
και κάποτε, μία στις χίλιες πραγματώθηκαν…
Εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση.»
Κάπως έτσι θα σε βρει η λογοτεχνία.
Ποιο βιβλίο που έχετε διαβάσει θα προτείνατε στους αναγνώστες μας;
Ανεπιφύλακτα θα πρότεινα τα βιβλία του Ισίδωρου Ζουργού, κυρίως την Αηδονόπιτα. Θα πρότεινα όμως να ανατρέξει κάποιος και στα αρχαία κείμενα, κυρίως στον Αισχύλο με τον Προμηθέα του, τον Σοφοκλή με τον Αίαντα και τον Ευριπίδη με τη Μήδεια. Θα ξεχώριζα κάποιους στίχους από τον Αίαντα του Σοφοκλή [μτφρ. Θ.Κ. Στεφανόπουλου]:
«Ο χρόνος, ο μακρός και αναρίθμητος,
φανερώνει όλα όσα δεν εφανερώθηκαν
και αφού φανερωθούν τα κρύβει.
Τίποτα δεν είναι απροσδόκητο· λυγίζει
και ο φοβερός όρκος και ο αλύγιστος νους.»
Γιώργος Φερμελετζής, creative director του diastixo.gr.
https://diastixo.gr/allestexnes/theatro/21379-spiros-mixalopoulos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου