Για τον γλωσσολόγο ως φορέα επιστημονικού λόγου με αντικείμενο τη γλώσσα, εν αρχή ην ο Λόγος. Αν αναρωτηθούμε πότε και με ποια κυρίαρχη συνθήκη γεννιέται συνειδητά το ανθρώπινο πλάσμα, η απάντηση ανατρέχει ίσως στην άγνωστη στιγμή που σχηματοποίησε τον λόγο μέσω της γλώσσας. Τότε ήταν που γεννήθηκε όλο το σύμπαν μέσα του και γύρω του. Και επεκτάθηκε και διαρκώς επεκτείνεται. Και αναπλάθεται και μεταμορφώνεται και παράγει παράλληλα ή συγκλίνοντα σύμπαντα. Αυτά που διακρίνει πρώτος ο ποιητής. Και που ο επιστήμονας, αν αρκεστεί μονοδιάστατα στη σκευή της «σύνεσης» και της «πειθαρχίας» του, και αφήσει έξω τη φαντασμαγορία των κόσμων της φαντασίας του, θα είναι απλώς ο «συνετός» διεκπεραιωτής της φαινομένης εικόνας του εμπράγματου κόσμου που ερευνά. Ίσως και να μην μπορέσει να βγει από τους ίσκιους της πλατωνικής σπηλιάς.
Είναι γεγονός ότι η γλώσσα που μιλάμε, η ατομική του καθενός γλώσσα –οι λέξεις του– είναι συναρτημένη απόλυτα με την ίδια τη φύση του: τη νόηση· αλλά και τη θερμοκρασία και τις τονικότητες των συν-αισθημάτων του, τις ποιότητες και την ευαισθησία του, το βλέμμα του απέναντι στα πράγματα και στον κόσμο. Από αυτή τη διαπίστωση αφορμάται και η αναφορά μου στην ιδιαίτερη –ποιητική– πρόσληψη της γλώσσας από τον αναγνωρισμένο διεθνώς στην επιστήμη της Γλωσσολογίας, καθηγητή και ακαδημαϊκό Χριστόφορο Χαραλαμπάκη.
Η θητεία του στα ποικίλα πεδία ανίχνευσης της εξελικτικής πορείας και «υλοποίησης» της ελληνικής γλώσσας είναι μακρά, έντιμη, σεμνή και κυρίως ενθουσιώδης. Τις ποικιλίες –τον πλούτο της– αναζητά διαχρονικά και τον εξορύσσει από αρχαίες, μεσαιωνικές και σύγχρονες πηγές, μέχρι τις ατομικές γλώσσες των λογοτεχνών μας, αλλά και τις γλώσσες της προφορικότητας των λαϊκών στρωμάτων και τις τοπικές διαλέκτους: κι όλα αυτά είναι ταυτόχρονα για τον Χριστόφορο Χαραλαμπάκη επιστήμη και ποίηση· με ό,τι για την καθεμιά συνιστά η αφοσίωση και η γνώση, η υποδειγματικά βιωμένη σπουδή τους. Ας ακούσουμε πρώτα τη φωνή του «ποιητή» Χαραλαμπάκη, σε μια δημοσιογραφική εξομολόγηση: «Γεννήθηκα στην Ανατολή Ιεράπετρας, ένα από τα πιο όμορφα παραδοσιακά χωριά της Κρήτης, το οποίο τη δεκαετία του 1950 έσφυζε από ζωή. Έζησα τον λαϊκό πολιτισμό στην πιο γνήσια μορφή του, γαλουχήθηκα στα νάματα της χριστιανοσύνης και βίωσα τα ευεργετικά αποτελέσματα της συλλογικότητας των μικρών κλειστών κοινωνιών. Είχα την αίσθηση ότι ζούσα σε μια μεγάλη οικογένεια, που μοιράζεται τις χαρές και τις λύπες της… Ως ορεσίβιος, είχα μέσα μου και διατηρώ ακόμα με την ίδια ένταση το πνεύμα της ελευθερίας, όπως τη νιώθει το αγρίμι…»
Το πρωταρχικό χαρακτηριστικό της επιστημονικής του θεώρησης των γλωσσικών φαινομένων είναι η απουσία μιας «φοβικής», κινδυνολογικής στάσης απέναντι στη γλωσσική κινητικότητα και μεταβολή.
Ολόκληρος ο αξιακός πλούτος του λαϊκού μας πολιτισμού, με πρώτιστη αξία τη γλώσσα –το μέσο δημιουργίας και διάδοσης ανά τους αιώνες του πολιτισμού της προφορικότητας–, καθοδηγούν τον λόγο και την πράξη του – επιστημονική και ανθρώπινη. Δύσκολα, πιστεύω, θα μπορούσε να αποδοθεί με μεγαλύτερη ευλάβεια η ουσία και η ηθική της εξαϋλωμένης ολιγάρκειας της λαϊκής ζωής των ελληνικών χωριών μας, το πνεύμα της: η ίδια η «ποιητική» αυτής της ζωής, που εμπεριέχει τον μόχθο, την αγωνία επιβίωσης, την τραχύτητα, τον φόβο όμοια με την παλικαριά, τον αγώνα, την ηπιότητα και την τρυφεράδα. Γι’ αυτό, ως από μια κυτταρική εγγραφή, ο καθηγητής Χαραλαμπάκης δεν θα εγκαταλείψει ποτέ αυτόν τον γλωσσικό λαϊκό πολιτισμό, που έχει ενσταλάξει μέσα του το στοιχείο της ποίησης, ό,τι ο καθηγητής της Λαογραφίας Μιχάλης Μερακλής υπογραμμίζει ως πρωτογενές χαρακτηριστικό της λαογραφικής επιστήμης.
Στο Υπόμνημα του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη –διακοσίων σελίδων εγκιβωτισμός της εργοβιογραφίας του– τεκμηριώνεται η επιστημονική του ενασχόληση με τη λαογραφία, εντοπισμένη εν πολλοίς σε τοπικές γλωσσικές ιδιαιτερότητες των διαλέκτων, φαινόμενα ενταγμένα στο ιστορικό και κοινωνιογλωσσολογικό τους περιβάλλον. Αλλά η ποιητική του αισθαντικότητα εναποτίθεται στη βαθιά μέθεξή του με τη φύση –ένα αρχέγονο βίωμα «γλωσσών»–, που εκπορεύεται από τις πηγές μιας ενδογενούς θειότητας, μετουσιωμένης σε «δέος για τη ζωή», όπως το ονομάζει ο μεγάλος κήρυκας της συμπόνιας και της ανθρωπιάς, Αλβέρτος Σβάιτσερ. «Από μικρός συνειδητοποίησα τη γνήσια χαρά και την ψυχική ηρεμία που προσφέρει η άγρια ομορφιά της φύσης, η αρμονική συμβίωση του ανθρώπου με το περιβάλλον του», θα πει σε συνέντευξή του. «Άνθρωποι, ζώα, πουλιά, φυτά και δέντρα συμβίωναν αρμονικά. Έζησα ονειρικές στιγμές νιώθοντας τη γήινη φύση μας, περπατώντας δίπλα στις ολάνθιστες αμυγδαλιές ξυπόλυτος μέσα στη βροχή […] να πίνω το ολοκάθαρο γάργαρο νερό με τις χούφτες μου από το ρυάκι, να μαζεύω ασύλληπτης ομορφιάς αυτοφυή λουλούδια της κρητικής γης…, να βλέπω με δέος τα χιλιάδες καντηλάκια που τρεμόσβηναν τις καλοκαιριάτικες νύχτες πάνω από το κεφάλι μας, καθώς διανυκτερεύαμε στα δώματα ταπεινών σπιτιών που είχαμε στα μετόχια. Το απόλυτο σκοτάδι επέτεινε τη μαγεία του έναστρου ουρανού…» Έτσι ποιητικά, για τον θεράποντα της γλώσσας καθηγητή Χριστόφορο Χαραλαμπάκη, και «Η ελληνική γλώσσα είναι ανεξερεύνητος γαλαξίας, ένας αχαρτογράφητος, μονίμως φουρτουνιασμένος, ωκεανός».
Διάβαζα κάποτε την αντιφώνηση στη Σουηδική Ακαδημία, το 1995, του νομπελίστα Ιρλανδού ποιητή Σέιμους Χίνι, με τον οποίον ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης είχε την ευλογία να βρεθεί από κοντά και να συνομιλήσει μαζί του. Εκεί ο μεγάλος Ιρλανδός ποιητής θα περιγράψει ανάλογα προπολιτισμικά βιώματα με κείνα του καθηγητή. Και την αγωνία του για τη γλώσσα, τις γλώσσες, που ανακατεύονταν στα παιδικά του χρόνια με θορύβους, φυσικές φωνές και τα φονικά υποπροϊόντα των βομβαρδιστικών του πολέμου.
Με τις ίδιες κεραίες –αυτές του ποιητή– αφουγκράζεται τις λέξεις, τις γλώσσες, ο «βιογράφος» τους γλωσσολόγος Χριστόφορος Χαραλαμπάκης. Με τις ευαίσθητες ανιχνευτικές-ερευνητικές του προσλαμβάνουσες, σε συνδυασμό με την ποιητική φύση και τη φαντασία του, και με τον «παμψυχισμό» των έννοων και έλλογων ήχων και φωνών της φύσης, θα προχωρήσει στη γλωσσολογική χαρτογράφηση της σφυριάς – της σφυριχτής γλώσσας της Αντιάς, ενός ορεινού χωριού της Καρύστου στην Εύβοια, όπου επιβιώνει μέχρι σήμερα, η ηχοποίητη –σφυριχτή– γλώσσα των ανθρώπων μιας προτεχνολογικής εποχής. Αυτός ο σφυριχτός γλωσσικός κώδικας, που έρχεται από πολύ μακριά στον χρόνο, κατασκευάστηκε με «υλικό» τα σφυρίγματα σε διαφορετικούς ήχους και τονισμούς, ώστε να παραχθεί μια πλήρης επικοινωνιακή γλώσσα, για να εξυπηρετήσει την επικοινωνία των ανθρώπων σε μεγάλες αποστάσεις. Την ίδια ποιητική αισθαντικότητα της γλώσσας και των επικοινωνιακών κωδίκων του ζωικού βασιλείου θα επιδείξει και στη σημαντική και άκρως ενδιαφέρουσα εργασία του, με τίτλο: «Η γλώσσα των μελισσών». Αξιοποιώντας τη διεθνή βιβλιογραφία πάνω στο θέμα, θα προσπαθήσει να περιγράψει και να ερμηνεύσει τον λεγόμενο «χορό των μελισσών», αυτή την ιδιόμορφη, ευρηματική γλώσσα της πιο έλλογης και προικισμένης στην κοινωνικότητά της οντότητας του φυσικού βασιλείου.
Τι σημαίνει λοιπόν για τον Χριστόφορο Χαραλαμπάκη να είναι γλωσσολόγος; Σημαίνει πάνω από όλα να είναι ποιητής. Γιατί; Ένας μεγάλος ποιητής, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, θα αναφέρει σε μια διάλεξή του πως η ύπαρξη των λέξεων υπήρξε το κεντρικό γεγονός της ζωής του. Και σε συνέντευξή του ο ποιητής-γλωσσολόγος Χριστόφορος Χαραλαμπάκης θα πει: «Η επιφωνηματική έκφραση του Άμλετ “Words, words, words” έρχεται πολύ συχνά στο μυαλό μου […] Μου έλαχε να ζήσω πιο πολύ με τις λέξεις παρά με τους ανθρώπους… Η συναναστροφή με τις λέξεις, από τις αυστηρά οριοθετημένες συνήθως μονοσήμαντες επιστημονικές ως τις ευφάνταστες και πολύσημες ποιητικές, αλλόκοτες νεράιδες που θυμώνουν εύκολα, και η αναζήτηση της μυστηριακής ζωής των μεν και των δε, σε ατέλειωτες ώρες μοναξιάς, οδηγούν συχνά τον δύσμοιρο λεξικογράφο σε απόγνωση. Κυνηγάει χίμαιρες και το ξέρει».
Η δική του λεξικογραφία είδε τη λέξη ως ζώσα οντότητα, τα μυστικά της οποίας προσπάθησε, με την τιμιότητα ποιητή και την ευθύνη επιστήμονα, να αποκωδικοποιήσει.
Είναι φανερό ότι η λέξη του γλωσσολόγου Χαραλαμπάκη είναι ταυτισμένη με τη λέξη του ποιητή Χαραλαμπάκη. Αυτή η ένζωη υπόσταση που τους προσδίδει, η ενσυναισθητική «κοινωνικότητα» μαζί τους, αυτό ακριβώς συνιστά την «ποιητική» της γλωσσολογίας στην οποία θητεύει ο καθηγητής και δάσκαλός τους. Κάτω από τη διττή επήρεια της λέξης προς τον δάσκαλο και του δασκάλου προς τις λέξεις, συντελείται ένα επιστημονικό και ταυτόχρονα ποιητικό «γεγονός», που μορφοποιείται από, αλλά και διαμορφώνει το απαράμιλλο ήθος του επιστήμονα ποιητή. Η θεώρηση του εγκλιματισμού της λέξης μέσα στο ζωντανό κοινωνικό της περιβάλλον –ζωή εν πράξει– και η σπουδή της γλώσσας στην ποικίλη και σύνθετη δυναμική της, τον απομακρύνουν από την τυπική περιγραφή και τα αφηρημένα συστήματα κανόνων, που ειδικότερα για την ποιητική φύση του παιδιού είναι δυσάρεστα και δυσανεκτικά όντα ακατανόητων παραμυθιών. «…Όταν ζητάς από ένα παιδί του δημοτικού σχολείου να σου γράψει ρήματα της πρώτης και της δεύτερης συζυγίας, στην ουσία δεν το ενθαρρύνεις να δει την ομορφιά της γλώσσας, αλλά τον σκελετό της…»
Η αναστροφή του με την ελληνική λογοτεχνία διατρέχει όλες τις ιστορικές της περιόδους, ανιχνεύοντας την ύλη και το πνεύμα των γλωσσικών της θησαυρών. Άλλωστε, έχει ομολογήσει ότι ισορροπούσε τη γλωσσολογία ανάμεσα στις άλλες δύο ομολογημένες μεγάλες του αγάπες, την κλασική φιλολογία και τη λαογραφία. Το γλωσσολογικό έργο του πάνω στη λογοτεχνία αποθησαυρίζεται σε μελέτες, άρθρα, βιβλιοκρισίες, ανακοινώσεις σε επιστημονικά συνέδρια, και αναφέρεται στη διαλεκτολογία, τη λεξικογραφία, τη σημασιολογία, την κοινωνιογλωσσολογία, τη μεταφρασεολογία, την υφολογία κ.λπ. «Γιατί η λογοτεχνική γλώσσα», θα υπογραμμίσει σε κείμενό του, «έτσι όπως έχει σμιλευτεί και σμιλεύεται από καταξιωμένους τεχνίτες του λόγου, αποτελεί τον καθρέφτη της ταυτοπροσωπίας μας, τη λυδία λίθο ανάδειξης της εθνικής μας ταυτότητας, το ακόνι της κριτικής σκέψης μαθητών και ενηλίκων και, σε τελευταία ανάλυση, επιβεβαιώνει με τον τρόπο της τη σοφή διεθνοποιημένη ρήση: η γλώσσα είναι η πατρίδα μας».
Ποια στάση τηρεί, ωστόσο, ο γλωσσολόγος Χριστόφορος Χαραλαμπάκης και με ποιο τρόπο αντιμετωπίζει τα φαινόμενα της γλώσσας, τις μεταβολές, τις μεταμορφώσεις, τις προσαρμογές στο ιστορικό της περιβάλλον, τα «λάθη», τις δάνειες λέξεις, τα κοινωνικά ιδιώματα, τις νεανικές γλώσσες, τις κωδικοποιημένες λέξεις και γλώσσες των τεχνολογιών της επικοινωνίας και των κοινωνικών δικτύων;
Το πρωταρχικό χαρακτηριστικό της επιστημονικής του θεώρησης των γλωσσικών φαινομένων είναι η απουσία μιας «φοβικής», κινδυνολογικής στάσης απέναντι στη γλωσσική κινητικότητα και μεταβολή. Με επιχειρήματα απόλυτα επιστημονικά –που αντλεί από τον χώρο της Θεωρητικής και της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας–, αλλά και με την άνεση του διαχρονικού «οικοδεσπότη» της κοινωνίας των λέξεων, αποδοκιμάζει κάθε μορφή ακραίας καταστροφολογίας, με την τεκμηριωμένη άποψη ότι η οποιαδήποτε εξωτερική συνθήκη σήμερα –και πρώτη η τεχνολογία της επικοινωνίας και μαζί μ’ αυτήν οι εμπειρίες της πολυπολιτισμικότητας– διανοίγει ένα πεδίο γλωσσικής δυναμικής, που ακολουθεί και παρακολουθεί την προσαρμογή του ανθρώπου στα νέα του πολιτισμικά δεδομένα και τις σύγχρονες επικοινωνιακές του ανάγκες μέσω της γλώσσας. Αυτή η φιλοσοφική, θα λέγαμε, στάση του απέναντι στη γλώσσα αποτυπώνεται και στο magnum opus της ζωής του αλλά και της ελληνικής λεξικογραφίας, το Χρηστικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών. Γνώση βαθιά, ανοιχτή σκέψη, ελευθερία, κριτικός αναστοχασμός, ακρίβεια, ευαισθησία και σεβασμός σε ό,τι η γλώσσα παράγει, πρωτοπορία, ήθος επιστημονικό: είναι, σε συμπύκνωση, τα χαρακτηριστικά του λεξικογραφικού του κατορθώματος. Η δική του λεξικογραφία είδε τη λέξη ως ζώσα οντότητα, τα μυστικά της οποίας προσπάθησε, με την τιμιότητα ποιητή και την ευθύνη επιστήμονα, να αποκωδικοποιήσει.
Με φέρνει ξανά ο δρόμος, κλείνοντας το κείμενό μου πάνω στην «Ποιητική της γλωσσολογίας» του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, στον Σέιμους Χίνι, στην ομοούσια ψυχική ενδοχώρα του επιστήμονα και του ποιητή, για να πω, με τα λόγια του τελευταίου, αυτό που εντέλει χαρακτηρίζει τον μύστη της γλώσσας: «Αναγνωρίζω την ποίηση, γιατί η ποίηση μπορεί να δημιουργήσει μια τάξη πραγμάτων, τόσο πιστή στην επίδραση της εξωτερικής πραγματικότητας και τόσο ευαίσθητη στους εσωτερικούς νόμους της ύπαρξης του ποιητή, σαν τους κυματισμούς που ρυτίδωναν την επιφάνεια του νερού στον κουβά του πλυσταριού πριν από πενήντα χρόνια. Μια τάξη πραγμάτων, όπου μπορούμε επιτέλους να ωριμάσουμε σύμφωνα με όσα είχαμε διαφυλάξει ενώ μεγαλώναμε. Μια τάξη πραγμάτων που ικανοποιεί ό,τι είναι αδηφάγο στο πνεύμα και ευάλωτο στα συναισθήματα». Αυτή είναι και η αυθεντική, αναλλοίωτη στον χρόνο, προσωπογραφία του ποιητή-γλωσσολόγου Χριστόφορου Χαραλαμπάκη.
Με αφορμή την επιστημονική ημερίδα που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Λευκάδας, σε συνεργασία με την Περιφερειακή Ενότητα Λευκάδας, και πραγματοποιήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2023 στη Λευκάδα, προς τιμήν του διακεκριμένου καθηγητή Γλωσσολογίας και ακαδημαϊκού Χριστόφορου Χαραλαμπάκη.
Παρασκευή (Βιβή) Κοψιδά-Βρεττού, διδάκτωρ Φιλολογίας, συγγραφέας και ποιήτρια.
https://diastixo.gr/epikaira/apopseis/21873-efarmosmeni-dialektiki-epistimis-poiisis-haralampaki
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου