Ο Άγγλος συγγραφέας Ντάνιελ Γουάιλς κατάγεται από το Γουόλσολ των δυτικών Μίντλαντς. Σπούδασε δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο Ιστ Άνγκλια (UEA), όπου και έλαβε την υποτροφία του Ιδρύματος του Βραβείου Booker. Το μυθιστόρημά του To μερίδιο της γης απέσπασε το βραβείο Betty Trask, το οποίο απονέμεται από την Εταιρεία Συγγραφέων του Ηνωμένου Βασιλείου για το πρώτο μυθιστόρημα συγγραφέα κάτω των 35 ετών και συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 10.000 λιρών. Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Διόπτρα, σε μετάφραση της Έφης Τσιρώνη. Ο Ντάνιελ Γουάιλς ήταν προσκεκλημένος στο 6ο Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Κέρκυρας (6th Corfu Literary Festival) και η παρουσία του εκεί μας έδωσε την ευκαιρία για την ακόλουθη συνέντευξη.
Δ.Γ.: «Συνταρακτικό και σπαρακτικό… ένα εξαιρετικό ταλέντο», είναι μερικά από τα επαινετικά λόγια που έγραψαν οι κριτικοί για το βιβλίο σας. Είναι μεγάλη χαρά για εμάς που σας είχαμε στο 6ο Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Κέρκυρας. Πώς σας φάνηκε η Κέρκυρα και το φεστιβάλ της;
Ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία, όπως και για τη συνέντευξη. Ήταν πραγματικά πολύ ωραία. Στην Ελλάδα έχω ξαναέρθει μόνο μία φορά στο παρελθόν και εκείνο το ταξίδι ήταν πολύ διαφορετικό, άλλου είδους. Τώρα ήρθα στην Κέρκυρα, που είναι πανέμορφη. Το φεστιβάλ είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον επίσης, πολύ διαφορετικό από αυτά στα οποία έχω βρεθεί ως τώρα. Η κοινότητα εδώ είναι πολύ δεμένη κι άκουσα πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους να δίνουν ομιλίες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους.
Δ.Γ.: Έχετε πει ότι δεν διαβάζατε ιδιαίτερα ούτε γράφατε όταν ήσασταν μικρός, και ότι θέλατε να γίνετε ό,τι και τα περισσότερα παιδιά – αστροναύτης, ποδοσφαιριστής… Πότε, λοιπόν, αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας;
Στην πραγματικότητα, δεν το αποφάσισα. Υποθέτω ότι το σημείο καμπής ήταν όταν πήγα για μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο Ιστ Άνγκλια. Τότε αποφάσισα να προσπαθήσω να γράψω κάτι πιο σημαντικό. Προτού παρακολουθήσω το μάθημα δημιουργικής γραφής, έγραφα μόνο διηγήματα. Έτσι, σκέφτηκα να δοκιμάσω αν θα μπορούσα να γράψω κάτι πολύ πιο εκτεταμένο, πολύ πιο ουσιαστικό, και έπειτα οι προσπάθειές μου επικεντρώθηκαν στο να εκδοθεί το βιβλίο. Τα υπόλοιπα έγιναν μόνα τους, ουσιαστικά ποτέ μου δεν είπα: «Εντάξει, θέλω να γίνω συγγραφέας», όπως κάνουν άλλοι μεγαλώνοντας. Ακόμα και τώρα, θα προτιμούσα να είμαι ποδοσφαιριστής. Τα λεφτά είναι πολύ καλύτερα. [γέλια]
Δ.Γ.: Τι σας ενέπνευσε να γράψετε το Μερίδιο της γης; Βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα;
Ναι, έκανα μεγάλη ιστορική έρευνα. Κατ’ αρχάς, είδα ένα κοινοτάφιο που υπάρχει στο κέντρο του Πέλσαλ, του χωριού μου που βρίσκεται στην Μπλακ Κάντρι των δυτικών Μίντλαντς του Ηνωμένου Βασιλείου, και δεν είναι παρά μια λίστα με ονόματα. Είκοσι τρεις άνθρωποι που πέθαναν το 1872 σε ένα ήσσονος σημασίας περιστατικό. Το είδα λοιπόν αυτό κι ύστερα άρχισα να μελετώ τα σχετικά ιστορικά αρχεία, που είναι πολλά, να μελετώ παλιούς χάρτες, να διαβάζω προσωπικές μαρτυρίες για το πώς ήταν να είσαι ανθρακωρύχος, πώς ήταν να είσαι σύζυγος ανθρακωρύχου, πώς ήταν να είσαι μέλος μιας κοινότητας ανθρακωρύχων. Σε διάστημα μερικών χρόνων, έγραψα πολλά διηγήματα τοποθετημένα στην περιοχή, συγκέντρωσα πολλά δεδομένα από τις έρευνές μου, κι όταν τα ξανακοίταξα όλ’ αυτά συνειδητοποίησα πως είχα αρκετό υλικό για να γράψω κάτι ουσιώδες. Διάβασα μερικά μυθιστορήματα και ορισμένα άλλα έργα για την εξόρυξη άνθρακα και τη ζωή τον 19ο αιώνα. Εκτός από αυτά, όμως, το βασικό ήταν η ιστορική έρευνα, η τοπική ιστορική έρευνα.
Δ.Γ.: Έχετε αναφερθεί σε ένα μουσείο της περιοχής, όπου μπορεί κανείς να κατέβει και να δει πώς είναι ένα ανθρακωρυχείο…
Ναι, ονομάζεται Ζωντανό Μουσείο Μπλακ Κάντρι. Είναι ένα μουσείο που προσπαθεί να μεταφέρει τον επισκέπτη στον 19ο αιώνα. Οι πάντες κυκλοφορούν με ρούχα του 19ου αιώνα και κάνουν αυτά που έκαναν οι άνθρωποι τότε. Και ναι, ένα από αυτά ήταν η δουλειά στο ανθρακωρυχείο. Μπορείς να κατέβεις στις στοές και να δεις πώς δούλευαν εκείνον τον καιρό.
Δ.Γ.: Έχω διαβάσει την ελληνική μετάφραση, το βιβλίο όμως γράφτηκε στη διάλεκτο της Μπλακ Κάντρι. Χρησιμοποιείται ακόμα αυτή η διάλεκτος στα δυτικά Μίντλαντς; Και κάτι άλλο: Οι διάλογοι στο βιβλίο δεν έχουν τα συμβατικά σημεία στίξης, οπότε, τι ρόλο παίζουν αυτά τα δύο χαρακτηριστικά στην ιστορία;
Η διάλεκτος εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα, αλλά σε πολύ διαφορετική εκδοχή – μια πιο σύγχρονη εκδοχή. Αυτό που προσπάθησα να κάνω εγώ είναι να αναμείξω τη διάλεκτο της σύγχρονης εποχής με το πώς μιλούσαν οι άνθρωποι στο παρελθόν. Έτσι, για παράδειγμα, η λέξη «ye» αντί για το «you» [εσύ] ήταν σε κοινή χρήση σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό που έκανα, λοιπόν, ήταν να ενσωματώσω αυτά τα στοιχεία στη διάλεκτο που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σήμερα, και άρα η γλώσσα στο βιβλίο είναι δική μου εκδοχή της αυθεντικής διαλέκτου. Όσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, αρχικά οι διάλογοι είχαν τα συμβατικά σημεία στίξης. Το κείμενο ήταν πιο συμβατικό. Έπαιζα όμως με το πώς να κάνω τη διάλεκτο και την πρόζα που χρησιμοποιεί ο αφηγητής να συνδέονται στενότερα μεταξύ τους. Μ’ άλλα λόγια, να έχουν την ίδια βαρύτητα. Και ένας από τους τρόπους για να το πετύχεις αυτό είναι να αφαιρέσεις εντελώς τα σημεία στίξης των διαλόγων. Έβλεπα ότι όσο περισσότερο έγραφα έτσι, όσο περισσότερο ανακάτευα τη διάλεκτο ή τις λέξεις με τη φωνή του αφηγητή στην προσπάθειά μου να φέρω την πρώτη όσο το δυνατόν κοντύτερα στη δεύτερη, τόσο δεν είχαν νόημα τα εισαγωγικά στους διαλόγους. Επίσης, όμως, νομίζω ότι απλώς είναι και πιο εύκολο για μένα – λιγότερο γράψιμο και, ξέρεις, πιο καθαρό, νομίζω ότι φαίνεται και πιο ωραία στη σελίδα. Έτσι, άρχισα να το εφαρμόζω σε ό,τι έγραψα έκτοτε, είτε διηγήματα είτε μυθιστορήματα. Πλέον όχι για κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Στο Μερίδιο της γης υπήρχε ο λόγος που ανέφερα, τώρα πια όμως απλώς έχω συνηθίσει να γράφω έτσι και πιστεύω πως, αν δοκιμάσει κανείς έναν άλλο τρόπο γραφής, ώστε ο αναγνώστης να ξέρει ποιος μιλάει και ότι υπάρχει διάλογος, τα εισαγωγικά στους διαλόγους δεν έχουν κανένα νόημα, είναι άχρηστα.
Υπάρχει μεγάλη φτώχεια κι αυτή η αίσθηση ότι είσαι παγιδευμένος στο σύστημα μέσα στο οποίο δουλεύεις.
Δ.Γ.: Το βιβλίο σας, λοιπόν, είναι τοποθετημένο χρονικά στη δεκαετία του 1870 και μιλάει για τη Βιομηχανική Επανάσταση και το ανθρώπινο κόστος της. Πώς συνδέεται αυτή η ιστορία με το σήμερα;
Συνδέεται από την άποψη ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να κάνουν τα ίδια πράγματα. Ακόμα δουλεύουν σε δυο και τρεις και τέσσερις δουλειές για να προσφέρουν στα παιδιά τους μια καλύτερη ζωή και να προσπαθήσουν να ξεφύγουν από τη φτώχεια. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να δουλεύουν σε εξορύξεις σε ολόκληρο τον κόσμο, είτε πρόκειται για λατομεία ασβεστόλιθου στην Αίγυπτο –διάβαζα γι’ αυτό, πάρα πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν βγάζοντας ασβεστόλιθο επειδή δουλεύουν με πολύ επικίνδυνα μηχανήματα–, είτε πρόκειται για την εξόρυξη άνθρακα, γιατί ακόμα γίνεται σε διάφορα μέρη του κόσμου, είτε πρόκειται για αδαμαντωρυχεία ή τα όποια άλλα ορυχεία. Συγκεκριμένα, λοιπόν, σε ό,τι έχει να κάνει με την εξόρυξη, υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με τους κανονισμούς εργασίας, που είτε είναι ανύπαρκτοι είτε δεν τηρούνται, όπως μεγάλο πρόβλημα σε πολλά μέρη του κόσμου είναι και η παιδική εργασία. Αλλά υπάρχει και μεγάλη φτώχεια κι αυτή η αίσθηση ότι είσαι παγιδευμένος στο σύστημα μέσα στο οποίο δουλεύεις. Οπότε, ναι, πιστεύω πως αυτό ήταν ένα σημείο-κλειδί που είχα στο μυαλό μου, προσπαθούσα να συνδέσω τα δεινά του ήρωα, την πάλη του, με τον σύγχρονο κόσμο. Και το ίδιο ισχύει για όλα τα ιστορικά μυθιστορήματα, πρέπει να προσπαθήσεις να συνδέσεις την πλοκή μ’ αυτά που συμβαίνουν σήμερα, ώστε να έχει ενδιαφέρον για τον σύγχρονο αναγνώστη.
Δ.Γ.: Έχουν πει για σας ότι «ο Ντάνιελ Γουάιλς μάς συνδέει ενστικτωδώς με ένα παρελθόν που έχουμε θάψει και με την Ιστορία που συνειδητά αγνοούμε». Πώς το σχολιάζετε αυτό;
Θεωρώ ότι έχει να κάνει με την ιδέα της ωραιοποίησης της βιομηχανίας της εξόρυξης. Δεν ξέρω πώς είναι στην Ελλάδα, στο Ηνωμένο Βασίλειο πάντως οι άνθρωποι το βλέπουν σαν κάτι σπουδαίο, και σήμερα και στο παρελθόν, ότι η Βιομηχανική Επανάσταση ήταν ένα μεγάλο βήμα προς το μέλλον και τα σχετικά. Και από μια μεριά έχουν δίκιο, από την άποψη ότι δεν θα βρισκόμασταν, ως ανθρώπινο γένος δηλαδή, εδώ που βρισκόμαστε χωρίς τη Βιομηχανική Επανάσταση, ταυτόχρονα όμως είναι εξιδανικευμένη και ο κόσμος ξεχνάει πόσο φρικτή ήταν εκείνη η πραγματικότητα και πόσοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Και, όπως είπα, προσπάθησα να δώσω σε ένα από εκείνα τα ονόματα στο κοινοτάφιο τη δική του ιστορία, δεν υπάρχει όμως τίποτ’ άλλο για τον Μάικλ ή για κανέναν από τους υπόλοιπους που έχασαν τη ζωή τους στα ορυχεία, κανένα στοιχείο για τη ζωή τους. Αυτό που έμεινε ήταν απλώς ότι δούλευαν εκεί και πέθαναν. Δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτούς και το θέμα δεν συζητιέται όσο θα έπρεπε. Οπότε, ναι, συμφωνώ απολύτως, και αληθεύει ότι έχουμε την τάση να αγνοούμε το παρελθόν. Είναι όπως και με τους πολέμους – τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τους μνημονεύουμε και τα σχετικά, ο στρατιώτης όμως, αυτός ο στρατιώτης που ήταν στην πρώτη γραμμή δεν είναι παρά ένας αριθμός. Το ίδιο κάνουμε με όλους τους πολέμους. Έχουμε την τάση να ξεχνάμε.
Δ.Γ.: Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον; Γράφετε κάτι άλλο αυτή την περίοδο;
Έγραψα ήδη ένα δεύτερο μυθιστόρημα, που τώρα βρίσκεται στη φάση της επιμέλειας. Εκτυλίσσεται στη Βρετανία των μεταρωμαϊκών χρόνων, την περίοδο που ακολούθησε την αποχώρηση των Ρωμαίων από τη Βρετανία. Και πριν εμφανιστούν οι Αγγλοσάξονες έποικοι, κάπου στα τέλη του 5ου αιώνα. Είναι πολύ διαφορετικό από το Μερίδιο της γης. Μ’ έναν τρόπο, όμως, είναι μια συνέχιση των ίδιων θεματικών με τη δική μου φωνή και ύφος. Και επίσης έχω ξεκινήσει ένα τρίτο βιβλίο, που είναι κι αυτό πολύ διαφορετικό. Αυτό εκτυλίσσεται μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Παταγονία της Χιλής.
Δ.Γ.: Γράφετε ταυτόχρονα τα δύο αυτά βιβλία;
Το δεύτερο είναι στις διορθώσεις, οπότε είναι αυτό που λέμε «πάει κι έρχεται». Μου στέλνουν τα διορθωμένα κι εγώ τα διαβάζω. Το τρίτο όμως είναι ακόμα σε πολύ πρώιμο στάδιο κι έχω γράψει περίπου το μισό. Οπότε, ναι, προσπαθώ να ισορροπήσω διάφορα ταυτόχρονα.
Ν.Α.: Πόσο καιρό σάς πήρε να γράψετε το Μερίδιο της γης;
Γύρω στον έναν χρόνο, χωρίς την επιμέλεια. Όταν ξεκίνησα να γράφω το πρώτο προσχέδιο ήταν Νοέμβριος του 2019. Το τελείωσα, κι ύστερα έγραψα πολλά ακόμα προσχέδια, ούτε κι εγώ ξέρω πόσα, δέκα ή μπορεί και δεκαπέντε, και τελικά έστειλα το βιβλίο στον εκδότη τον Δεκέμβριο του 2020.
Ν.Α.: Γράφατε κάθε μέρα;
Όχι κάθε μέρα, γιατί είχα και τα μαθήματα δημιουργικής γραφής, οπότε έπρεπε ν’ αφήνω το βιβλίο για να γράψω ένα διήγημα με άλλο θέμα, για άλλο μάθημα, κι ύστερα να το ξαναπιάνω και να γράφω άλλο ένα κομμάτι κι ύστερα να το ξαναφήνω για να πιάσω πάλι κάτι άλλο. Όταν τέλειωσα με τα μαθήματα, τότε που ολοκλήρωσα το πρώτο προσχέδιο του μυθιστορήματος, έγραφα κάθε μέρα κάνοντας διορθώσεις, φτιάχνοντας το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο προσχέδιο.
Ν.Α.: Γράφατε πάντα στο ίδιο μέρος ή έξω;
Ναι, στο ίδιο μέρος, γιατί την εποχή που έγραφα το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο προσχέδιο, στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαμε το πρώτο λοκντάουν λόγω Covid. Οπότε, αναγκαστικά είχα κλειστεί στο διαμέρισμά μου. Για δυο βδομάδες, ή κάπου τόσο, δεν βγήκα καθόλου έξω, ούτε καν για μια βόλτα. Ήμουν κλεισμένος μέσα κι έγραφα. Ήταν καλό, όμως, γιατί μπορούσα να συγκεντρωθώ αποκλειστικά σ’ αυτό. Ναι, υπήρχαν πολλοί άλλοι, όπως οι περισσότεροι στην οικογένειά μου, που έπρεπε παρά το λοκντάουν να πηγαίνουν στις δουλειές τους, επειδή δούλευαν σε σούπερ μάρκετ και τα σχετικά. Έτσι, ένιωθα πολύ ευγνώμων που εγώ μπορούσα απλώς να κάθομαι μέσα και να γράφω, και να μου φέρνουν έτοιμο το φαγητό μου στην πόρτα μου. [γέλια]
Ν.Α.: Προτιμάτε τους κλασικούς συγγραφείς ή τη σύγχρονη λογοτεχνία;
Χμμ… τους κλασικούς. Υποθέτω πως είμαι κάπου στη μέση. Μου αρέσουν οι σύγχρονοι κλασικοί, ιδιαίτερα το γοτθικό μυθιστόρημα του αμερικανικού Νότου, συγγραφείς όπως η Φλάνερι Ο’Κόνορ, ο Γουίλιαμ Φόκνερ, έργα από τη δεκαετία του 1950 και 1960, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Ο Τζον Στάινμπεκ είχε μεγάλη επιρροή σ’ αυτό το βιβλίο – συγκεκριμένα, Το μαργαριτάρι. Πολύ μεγάλη επιρροή. Είναι για έναν άντρα στο Μεξικό, ο οποίος κολυμπάει και ψαρεύει στρείδια ψάχνοντας για μαργαριτάρια, και βρίσκει ένα μαργαριτάρι που είναι τεράστιο. Και δείχνει πώς το μαργαριτάρι καταστρέφει αυτόν τον άντρα και την οικογένειά του, επειδή από τη φτώχεια βρίσκονται ξαφνικά μ’ αυτό το τεράστιο μαργαριτάρι που αξίζει μια ολόκληρη περιουσία. Ναι, δεν θα έλεγα ότι είμαι οπαδός – ας πούμε, εμείς έχουμε αυτόν τον Κανόνα των κλασικών, Κάρολος Ντίκενς, αδελφές Μπροντέ, Τζέιν Όστεν, αυτούς δεν τους διαβάζω, αλλά τους σύγχρονους κλασικούς του 20ού αιώνα, ναι. Επίσης, μου αρέσει πολύ ο Δράκουλας, είναι ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία. Και ο Χ. Τζ. Γουέλς.
Δ.Γ.: Ευχαριστούμε για τον χρόνο σας. Καλή επιτυχία!
Το μερίδιο της γης
Daniel Wiles
μετάφραση: Έφη Τσιρώνη
Διόπτρα
σ. 232
ISBN: 978-960-653-981-7
Τιμή: 14,35€
https://diastixo.gr/sinentefxeis/xenoi/21123-daniel-wiles-gagglia-alevizaki
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου