«Νοσταλγία και παιδικότητα στα Στενά παπούτσια της Ζωρζ Σαρή»
της Αγγελικής Γιαννικοπούλου
Η Ζωρζ Σαρή, ακόμη και στα έργα της που δεν αυτοβιογραφείται –δες το Ε.Π., που παρουσιάζει την απαρχή της μεγάλης της φιλίας με την Άλκη Ζέη–, βασίζει τα σενάρια των βιβλίων της σε βιωμένες δικές της εμπειρίες. Στο παιδικό μυθιστόρημα Τα στενά παπούτσια, η Ζωρζ, παρά την προφανή ομοιότητά της με τη Ζωή, δεν αποτελεί την κεντρική ηρωίδα του βιβλίου. Βασικός χαρακτήρας και αφηγητής είναι ο Παναγιώτης Χαλδαίος, που αναπολεί το καλοκαίρι του ’35 στη Βαγία της Αίγινας. Η συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά το γραφικό χωριό του νησιού, αφού αποτέλεσε τόπο και των δικών της διακοπών – γι’ αυτό και η καλοκαιρινή Βαγία υπήρξε το σκηνικό και σε προγενέστερο μυθιστόρημά της (Ο θησαυρός της Βαγίας).
Τα Στενά παπούτσια, που αφηγούνται τις περιπέτειες μιας ομάδας παιδιών ένα καλοκαίρι στο νησί, δημιουργούν ένα κείμενο έντονα νοσταλγικό, στο οποίο εμπλέκονται όλοι: η ίδια η Ζωρζ αναπολεί με γλυκύτητα τις παιδικές, καλοκαιρινές της αναμνήσεις. Ο Παναγιώτης, ενήλικος πλέον, με αναμνηστική γραφή ξαναζεί κάθε στιγμή εκείνου του καλοκαιριού: παίζει ανέμελα, μπλέκει σε περιπέτειες, βοηθά στο στήσιμο μιας θεατρικής παράστασης, χαίρεται τη θάλασσα, «παντρεύεται» τη Ζωή. Ακόμη και ο αναγνώστης, ενήλικος ή παιδί, νοσταλγεί τα δικά του περασμένα καλοκαίρια, κυρίως στα σημεία που μοιράζεται παρόμοιες εμπειρίες με τις αφηγούμενες.
Αλλά και όταν ακόμη οι δικές του καλοκαιρινές αναμνήσεις δεν συμπίπτουν με εκείνες των παιδιών της Βαγίας, ο αναγνώστης, παλινδρομώντας ανάμεσα στο οικείο και το άγνωστο, απολαμβάνει τη νησιώτικη καθημερινότητα ενός καλοκαιριού του Μεσοπολέμου και ανασυγκροτεί μια αξιοζήλευτη αλλοτινή παιδικότητα που ουτοπικώς θα επιθυμούσε να (είχε) ζήσει. Γιατί η ανάγνωση ενός βιβλίου που αναφέρεται σε αμέριμνες διακοπές στο νησί μιας άλλης εποχής, όπου τα παιδιά εξερευνούν ελεύθερα ένα παρθένο φυσικό τοπίο, τις σχέσεις τους με τους άλλους, και τα όρια και τις δυνατότητες του εαυτού τους, δημιουργεί τη λεγόμενη «νοσταλγία της πολυθρόνας του αναγνώστη» («reader’s armchair nostalgia»: Appadurai, 1996). Ως τέτοια νοείται η νοσταλγία που αισθάνεται ο αναγνώστης όταν βλέπει να αναδύεται ολοζώντανη μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του μια περασμένη εποχή, την οποία, μολονότι δεν έζησε ο ίδιος, εκτιμά και αναπολεί.
Πώς κατασκευάζεται όμως η έννοια του παιδιού μέσα από τις αναμνήσεις ενός μακρινού καλοκαιριού; Ανεξάρτητα από την αυθεντικότητα των επιμέρους γεγονότων, μια τέτοια παιδικότητα θα μπορούσε να είναι πραγματική ή να αποτελεί απλώς μια χίμαιρα (Stewart, 1993) ή, έστω, το αποτέλεσμα μιας σκληρής διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε ευρύτερα αποδεκτές κοινωνικές απόψεις και μισο-ξεχασμένα προσωπικά βιώματα (Steedman, 1995); Και, επιπλέον, πώς οι παιδικές αναμνήσεις αλλοτινών καλοκαιρινών διακοπών επηρεάζουν τη θέαση του παρελθόντος;
Στα Στενά παπούτσια, τα νησιώτικα καλοκαίρια, ως επιτομή πολλαπλής νοσταλγίας, συγκεντρώνουν στοιχεία μιας ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας. Σωρεύοντας πλήθος θετικών χαρακτηριστικών, η έννοια του παιδιού κατασκευάζεται με τη συνεπικουρία μεταφορών και εικόνων που την καταξιώνουν, ενώ, απηχώντας κοινά ιδεολογήματα, προβάλλεται ως η πλέον ευτυχισμένη περίοδος της ζωής πριν την ανάληψη των ενήλικων ευθυνών.
Η νοσταλγική ανάμνηση των παιδικών καλοκαιριών φωτίζει την έννοια του παιδιού με ήλιο και λάμψη. Η βασική εννοιολογική σύνδεση ανάμεσα στο φως και την παιδικότητα, υπακούοντας στο σχήμα μιας πάγιας συστημικής μεταφοράς όπου το καλοκαίρι ταυτίζεται με τη νεότητα και ο χειμώνας με τα γηρατειά, συλλαμβάνει τα παιδιά ως ακτινοβολούντα αισιοδοξία και συναισθηματική ζεστασιά. Και, επιπλέον, όπως το καλοκαίρι θεωρείται η πιο ξένοιαστη εποχή του χρόνου, έτσι και η παιδικότητα νοείται ως μια ατελείωτη περίοδος ανεμελιάς και χαλαρότητας, κατά την οποία εξουσία έχει το αδιάκοπο παιχνίδι και η χαρά, μέχρις ότου η καλοκαιρινή παρένθεση της παιδικότητας κλείσει και οι μικροί ροβινσώνες μπουν στον ζυγό των ενήλικων ευθυνών, που στο μυθιστόρημα εκπροσωπούνται κυρίως από την κυρα-Λένη και τον Νίκο, μάνα και μεγαλύτερο αδελφό του Παναγιώτη.
Επειδή στα Στενά παπούτσια οι καλοκαιρινές αναμνήσεις αναφέρονται σε μια εποχή που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, η παιδικότητα, έντονα φιλτραρισμένη από την ενήλικη νοσταλγία, προβάλλει αξιοζήλευτη και επιθυμητή. Τα παιδιά της Βαγίας έχουν την τύχη των καλοκαιρινών διακοπών σε νησιά ακόμη ανέγγιχτα από την ανελέητη εμπορευματοποίηση του τουρισμού. Σε αυτά οι επισκέπτες τους, όπως η οικογένεια Αϊβαλιώτη, δεν είναι πελάτες αλλά φιλοξενούμενοι. Παρόλο που τα πρώτα σημάδια της μετέπειτα τουριστικής «ανάπτυξης» ενυπάρχουν στις αφίξεις των αλλοδαπών «λόρδων» και τη στάση των ντόπιων απέναντί τους –δες τον αγώνα διασκέδασής τους προς χάριν του πουρμπουάρ, αλλά και την ταλαιπωρία των γαϊδουριών στον μεσημεριανό ανήφορο–, η εμπλοκή των παιδιών, που με χαριτωμένη αφέλεια απολαμβάνουν την εμπειρία και το συνακόλουθο οικονομικό όφελος, αποτρέπει ευρύτερες κοινωνικές αναγωγές και ενδεχόμενες επιφυλάξεις ή αντιρρήσεις.
Για τα παιδιά του παλιού αιγηνίτικου καλοκαιριού, η παραμονή στο νησί συνεπάγεται ουσιαστική γνωριμία με τον ντόπιο πληθυσμό και έντονη κοινωνικότητα. Δραστήρια και πολλές φορές απείθαρχα, αποκτούν φίλους, ζουν τους πρώτους τους έρωτες και γνωρίζουν τους ανθρώπους και την παράδοση σε ονειρεμένα μέρη που μυρίζουν πεύκο και θαλασσινή αρμύρα. Σε αντίθεση με το σημερινό παιδί, που περνάει αρκετές ώρες μπροστά σε οθόνες, το παιχνίδι εκείνων στη φύση αποτελεί πολλές φορές όνειρο για τα ίδια τα παιδιά αλλά και τους ενηλίκους που ανέκαθεν νοσταλγούν για τα παιδιά τους μια media-free εκδοχή της παιδικότητας, ανεξάρτητα αν σήμερα αφορά τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα, και παλιότερα προγενέστερα θαύματα της τεχνολογίας, όπως ραδιόφωνο ή τηλεόραση (Leick, 2018).
Τα καλοκαίρια της Βαγίας είναι γεμάτα σκανταλιές, αφού τα παιδιά σε έναν ζωτικό χώρο παιχνιδιού και χαράς διασκεδάζουν ελεύθερα μακριά από τη στενή γονεϊκή επιτήρηση. Η ελευθερία των καλοκαιριών του χθες, που κάθε αναγνώστης μικρός ή μεγάλος ονειρεύεται να (είχε) ζήσει, προφανώς και δεν είναι άμοιρη κινδύνων (δες τον τραυματισμό του Παναγιώτη). Όμως εκφράζει τη νοσταλγία για μια παιδική ηλικία που, ως χώρος εκτός της χειραγώγησης και του ελέγχου των ενηλίκων, παρόλο που δεν συμβαδίζει με τους αυξανόμενους περιορισμούς που θέτουν οι σύγχρονες αντιλήψεις για την ασφάλεια του παιδιού, εξακολουθεί να είναι ουτοπικά άκρως επιθυμητή (Moran, 2002:165).
Η παιδικότητα ως κειμενική κατασκευή επιτρέπει στο νοσταλγικό πάθος να εξατομικεύσει και, φορτίζοντας συγκινησιακά, να αποφορτίσει πολιτικά ένα πολύπλοκο κοινωνικό φαινόμενο (Jameson, 1991:156). Βλέποντας μέσα από το πρίσμα της νοσταλγίας την οικονομική ανέχεια, τη σωματική τιμωρία (ξύλο με τη βίτσα), την έλλειψη ιατρικής φροντίδας και εκπαίδευσης, τη δεισιδαιμονία (εξορκισμοί της θειας-Μαρίκας), τα κοινωνικά στερεότυπα (γυναικείο πένθος) ή την απουσία του κοινωνικού κράτους και την κάλυψη αναγκών μέσω της φιλανθρωπίας (θεατρική παράσταση για χρηματική ενίσχυση της χήρας και των ορφανών), το παρελθόν αποκτά μια παιδιάστικη αφέλεια και μια «ύποπτη» αθωότητα.
Τα παιδιά της Βαγίας βρίσκονται ακριβώς σε μια εποχή μετάβασης, τότε που η παιδικότητα αρχίζει να τους στενεύει, όπως συνεκδοχικά υποδηλώνεται στον τίτλο του βιβλίου, αλλά και η ενήλικη ζωή τούς πέφτει ακόμη μεγάλη, σαν το σακάκι του Νίκου που φόρεσε ο Παναγιώτης όταν ντύθηκε «γαμπρός». Όμως, ακόμη και έτσι, η εικόνα μιας απελθούσας παιδικότητας, που συγκροτείται ωραιοποιημένη μέσα στο φως του ήλιου, τα παιχνίδια στη θάλασσα και την ελευθερία του καλοκαιριού, παρότι εξωραΐζει πολλές από τις δύσκολες συνθήκες του παρελθόντος, καταφέρνει να δημιουργεί νοσταλγία σε κάθε αναγνώστη που σε αυτή βρίσκει την παιδική ηλικία που πάντα ονειρευόταν…
Αγγελική Γιαννικοπούλου: Καθηγήτρια Παιδικής Λογοτεχνίας, Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Βιβλιογραφικές αναφορές
Appadurai, A. (1996). Modernity at Large: Cultural Dimensions of Globalization. Minneapolis, MN: University of Minnesota Press.
Jameson, Fr. (1991). Postmodernism, or the Cultural Logic of Late Capitalism. Verso.
Leick, K. (2018). Parents, Media and Panic through the Years Kids Those Days. London, UK: Palgrave Pivot.
Moran, J. (2002). Childhood and nostalgia in contemporary culture. European Journal of Cultural Studies, 5(2), 155–173.
Steedman, C. (1995). Strange Dislocations: Childhood and the Idea of Human Interiority, 1780–1930. London: Virago.
Stewart, S. (1993). On Longing: Narratives of the Miniature, the Gigantic, the Souvenir, the Collection. Durham and London: Duke University Press.
https://diastixo.gr/epikaira/567-zorz-sari/21596-giannakopoulou-zorz-sari-18122023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου