Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Η Γιώτα Ιωννίδου σε α΄ πρόσωπο

Η ανάγκη οδηγεί τον άνθρωπο, το βήμα του κατευθύνει. Kαι η δική μου ανάγκη ήταν μεγάλη. Με ξεπερνούσε. Η ανάγκη να μιλήσω για τους ανθρώπους της οικογένειάς μου. Να πω την ιστορία της γιαγιάς μου Παναίλας και του παππού μου Λεόντη και για το πώς ξεριζώθηκαν από την πατρίδα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, το Σοχούμ (Σοχούμ της Γεωργίας). Όπως την άκουγα από τους ίδιους κι όπως την έφτιαχνα στη φαντασία μου χρόνια ολόκληρα. Όπως αποσπασματικά μας τη μετέφερε η μαμά μου στην καθημερινή μας ζωή κι όπως στο αίμα μου την ένιωθα να κυλάει, πόνος ανεξήγητος άλλων. Και δικός μου. Πόνος και αντάρα, πίκρα και χαράς αλάφιασμα στις στιγμές. Κι ήρθε μια στιγμή που άρχισα να τη γράφω. Η ανάγκη με οδήγησε να την ακουμπήσω στις λέξεις.
Από μικρό παιδί έβρισκα καταφύγιο στο γράψιμο. Θυμάμαι πάντα τα ατέλειωτα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας να τα περνάμε στο σπίτι της γιαγιάς μου και του παππού μου στην Κατερίνη. Θυμάμαι τον εαυτό μου να παίζει με τα ξαδέρφια μου και κάποια στιγμή η ψυχή του μικρού παιδιού να μη χορταίνει στο παιχνίδι. Κρυβόμουν τότε και διάβαζα κι έγραφα για τα δικά μου τα ανείπωτα, που δεν ήθελα να μοιραστώ με κανέναν. Θυμάμαι όμως κι άλλες στιγμές να προσποιούμαι ότι παίζω, ενώ στην πραγματικότητα άκουγα τους μεγάλους να μιλάνε. Καμιά φορά κυριολεκτικά κρυφάκουγα. Άλλοτε καθισμένοι κατάχαμα στο πεζούλι έξω από το σπίτι με τους γειτόνους γύρω γύρω να ακούνε τον παππού μου να αφηγείται και να φχαριστιούνται με την ψυχή τους, άλλοτε να γελάνε κι άλλοτε πάλι να συγκινούνται. Αυτή ήταν η ψυχαγωγία των ανθρώπων. Τι να κάνανε; Και ο Λεόντης ήταν χαρισματικός στην αφήγηση. Όλα τα ζωντάνευε. Άλλοτε πάλι τους ένιωθα να αιωρούνται σε στιγμιαίες αναμνήσεις και αναφορές, σε αναστεναγμούς καημού και νοσταλγίας. Πώς μοσχοβολούσαν οι λεμονιές και οι πορτοκαλιές στο Σοχούμ! Πόσο όμορφη ήταν η Παναίλα! Πώς με την πρώτη ματιά την ερωτεύτηκε ο Λεόντης! Εκεί στο μυθικό Σοχούμ!
«Είναι μακριά το Σοχούμ, γιαγιά;» τη ρωτούσα.
«Πολύ». 
Μονολεκτικά απαντούσε η γιαγιά.
«Και είναι όμορφα εκεί, γιαγιά;» ήθελα να μάθω.
«Πολύ». 
Πάντα μονολεκτικά η γιαγιά μου.
«Πιο ωραία είναι από δω;»
Τότε σώπαινε. Ποτέ δεν έδινε απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση η γιαγιά. Σιωπή. Κι εγώ ρουφούσα τη σιωπή της. Και μετά πώς τους έδιωξαν οι Ρώσοι και πώς ο παππούς γενναιότητα μεγάλη έδειξε. Είχε αδυναμία αυτά να τα λέει ο Λεόντης. Και τότε όλοι τον κοιτούσαμε με δέος.
Η ανάγκη οδηγεί τον άνθρωπο, το βήμα του κατευθύνει. Kαι η δική μου ανάγκη ήταν μεγάλη. Με ξεπερνούσε. Η ανάγκη να μιλήσω για τους ανθρώπους της οικογένειάς μου. Να πω την ιστορία της γιαγιάς μου Παναίλας και του παππού μου Λεόντη και για το πώς ξεριζώθηκαν από την πατρίδα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, το Σοχούμ (Σοχούμ της Γεωργίας).
«Δυνατός που ήσουν, παππού! Δε φοβήθηκες;»
Αυτός δεν απαντούσε. Φλόγες πετούσαν τα μάτια του στην ανάμνηση και για να σβήσει τη φωτιά του το ’ριχνε στο τραγούδι το ποντιακό.
Κι ήταν στιγμές που βουτούσα στης γιαγιάς μου τα δάκρυα, όταν έλεγε πώς αποχωρίστηκε μάνα, πατέρα κι αδερφή και του Σοχούμ τον παράδεισο. Πώς τους περιφρόνησαν στην ξένη πατρίδα. Πόσο σκληρά δούλεψαν για να ξεφύγουν από τη φτώχεια. Πόσο πάσχισαν για τα παιδιά τους. Πώς κι αυτά μεγάλωσαν και ξενιτεύτηκαν με τη σειρά τους για να επιβιώσουν. Μαζί και οι δικοί μου οι γονείς. Μαζί και τα άλλα αδέρφια. Κι όταν αναφερόταν στον γιο της τον Νίκο μάτωνε η ψυχή της. Καμιά φορά με πιάναν τα κλάματα.
«Τι κλαις εσύ; παιδί πράμα...» μου ’λεγαν.
Παιδί πράμα. Παιδί μεταναστών που ήταν παιδιά προσφύγων. Η λέξη ξενιτιά σημάδεψε την ύπαρξή μου. Και η προσφυγιά. Λες κι ένιωθα την πίκρα τους μια ζωή σε βλέμματα περιφρόνησης και τον πόνο τους στα εμπόδια που όλο μπροστά τους είχαν. Ποτέ δεν ήταν ίδια τα μέτρα και τα σταθμά γι’ αυτούς, όπως για τους άλλους όλους. Και δεν το άντεχα το άδικο. Δεν το άντεχα όλο αυτό. Δεν υπήρχε άλλο χώρος να σταθεί μέσα μου. Και τότε, το 2014, από τον Γενάρη μέχρι τον Απρίλη, από τις 12 ως τις 3 μετά τα μεσάνυχτα κάθε βράδυ, όταν κοιμόνταν τα δικά μου τα παιδιά ―εποίκε μωρά και η μικρέσα η Παναίλα― τα έγραψα όλα σαν νερό. Όλα τα είπα όσα μέσα μου κρατούσα τόσα χρόνια. Και το Σοχούμ γεννήθηκε έτσι. Κι ύστερα ήρθε το κύμα των προσφύγων στην Ελλάδα κι ένιωσα πόσο ένα είμαστε όλοι εμείς οι άνθρωποι και πόσο κοινή μοίρα μας ενώνει. Κι έβλεπα να ’ρχονται με τα καράβια κι ήταν λες κι έβλεπα τους δικούς μου. Άνοιγε πάλι η πληγή.
Πέρασαν τρία ολόκληρα χρόνια για να βρεθεί ο κατάλληλος, ο ιδανικός άνθρωπος που θα μπορούσε να ονειρευτεί το Σοχούμ, όπως εγώ το ονειρεύτηκα. Ήμουν τόσο τυχερή που συναντηθήκαμε με τη Νικολέττα Σαρρή από τις εκδόσεις Αιώρα και ένιωσε την ιστορία και έδωσε εικόνα στο όνειρό μου και μαζί με τους υπέροχους ανθρώπους του εκδοτικού οίκου του έδωσαν υλική υπόσταση. Και έτσι, μια μέρα του Μάη, το Σοχούμ έγινε μυθιστόρημα κι έκανε πρώτη εμφάνιση στη Θεσσαλονίκη, από όπου όλα ξεκίνησαν. Με γαλάζιο εξώφυλλο, τη φωτογραφία της νιότης τους και τα χαμομήλια της γιαγιάς ζωγραφισμένα από τον ζωγράφο Παναγιώτη Σταυρόπουλο. Το αφιέρωσα με όλο μου το είναι στην πολυαγαπημένη μου μανούλα. Σ’ αυτή που όλα της τα οφείλω. Γιατί «η μάνα εν κρύο νερό και στο ποτήρι και μπαν», όπως λέμε οι Πόντιοι.
Και μετά από την απόλυτη συγκίνηση, χαρά και ευγνωμοσύνη, έχω αφήσει το Σοχούμ να ταξιδέψει ελεύθερο. Φτερά να βγάλει και να πετάξει, καραβάκι να γίνει και να αφεθεί σε ούριους ανέμους. Και ευχή του έδωσα, αφορμή να γίνει ο κάθε αναγνώστης διαβάζοντάς το να βρει το δικό του Σοχούμ. Γιατί ο καθένας μας έχει το δικό του, μοναδικό Σοχούμ! 
sohum ioannidou
Σοχούμ
Γιώτα Ιωαννίδου
Αιώρα
304 σελ.
ISBN 978-618-5048-75-4
Τιμή: €13,90



Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου