«Ο τόπος και οι συμβολικές του διαστάσεις στη Νινέτ της Ζωρζ Σαρή»
της Λουίζας Χριστοδουλίδου
Δεδομένου ότι η Νινέτ (Σαρή, 2003) είναι ένα μυθιστόρημα η πλοκή του οποίου εκτυλίσσεται και εξελίσσεται σε διαφορετικούς υπαρκτούς γεωγραφικούς τόπους, η διερευνητική μας προοπτική αφορά την εξέταση της ποιητικής του χώρου. Παράλληλα, προσεγγίζουμε ερευνητικά-ερμηνευτικά τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται και καταγράφεται ο κειμενικός χώρος του μυθιστορήματος σε συνάρτηση με το αφηγηματικό περιεχόμενο. Θα δούμε πώς διεισδύει ο χώρος στο κείμενο, πώς «μιλάει» ο τόπος, ως αφηγηματικό περιεχόμενο, και πώς αναδεικνύονται το τοπίο και οι πολυσημίες του. Εδώ, θα προσεγγίσουμε ακροθιγώς, paucis verbis, τον σκηνικό χώρο που αφορά το Ερινιέ της Γαλλίας και το Σαιν Λουί της Σενεγάλης, που συνδέονται άρρηκτα με τη μητέρα της ηρωίδας.
Στη Νινέτ ο τόπος και ο κειμενικός κόσμος χαρτογραφούνται και διαμορφώνονται μέσα από δύο άξονες: τον φυσικό/δομημένο χώρο αλλά και τον εσωτερικό/εξωτερικό χώρο, ενώ υπάρχουν δύο τύποι περιγραφής: η περιγραφική παύση και η διηγητική περιγραφή, που σύμφωνα με τον Genette προσφέρουν αφηγηματική ταχύτητα. Ο Genette (Figures III) θεωρεί ότι η παύση (βραδύτητα), μια από τις αφηγηματικές ταχύτητες στον μυθιστορηματικό χρόνο, μπορεί να προκληθεί από την παρεμβολή της περιγραφής[1] σε μια δεδομένη στιγμή που ο αφηγητής κρίνει ότι πρέπει να διακοπεί προσωρινά η ροή της ιστορίας. Στο Nouveau Discours du récit θα προσθέσει ότι στην ταχύτητα αυτή συμβάλλουν πολλές φορές και τα σχόλια του αφηγητή (συλλογιστική παρέκβαση). Ανάλογα, στο υπό εξέταση κείμενο, η αφηγήτρια άλλοτε χρησιμοποιεί την περιγραφή ως παύση (περιγραφική παύση) και άλλοτε την εντάσσει μέσα στη ροή της αφήγησης (διηγητική περιγραφή). Παράλληλα, καταμαρτυρείται ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται τα πρόσωπα με τον χώρο, πώς αυτός τα επηρεάζει, καθώς και οι συνειρμοί οι οποίοι προκαλούνται από τη θέασή του. Με την έννοια αυτή, η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του τόπου θα αναδειχθεί μέσα από την ανθρωπογεωγραφία του. Ενίοτε, η διηγητική περιγραφή καταγράφει τον ψυχικό κόσμο και τις σκέψεις των δρώντων προσώπων, κυρίως της ηρωίδας· έτσι οι μεταμορφώσεις του τόπου έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ψυχική τους διάθεση.
Όταν η Νινέτ φθάνει στο Ερινιέ, θα θελήσει να επισκεφθεί τη Μαργκερίτ, την «όμορφη βίλα με κήπο», ένα σπίτι διάχυτο από μνήμες, εφόσον εκεί φιλοξενήθηκε η μητέρα και πρωτοσυνάντησε τον πατέρα της. Ο συγκεκριμένος χώρος ορίζεται ως ο τόπος - σύμβολο έναρξης μιας ιδεατής αγάπης. Έτσι, σε αυτό το σπίτι αναζητεί τον παράδεισο, τον «χαμένο χώρο» μιας καθοριστικής στιγμής της ζωής των γονιών της. Η προοπτική της θέασης του συγκεκριμένου σπιτιού, φορτισμένη από συγκίνηση και έντονα συναισθήματα, τη γοητεύει και την αναστατώνει. Όμως το πρώτο πράγμα που αντικρίζει είναι μια εικόνα φθοράς και ερήμωσης· ο κήπος είναι ρημαγμένος, το σπίτι δείχνει ακατοίκητο. Το εσωτερικό του σπιτιού την απογοητεύει και την απωθεί. Αυτή η ανατρεπτική διάψευση δημιουργεί στην ηρωίδα αισθήματα αποστροφής και θλίψης.
« – Θέλετε ν’ ανεβείτε απάνω;
Όχι, η Νινέτ δεν ήθελε. Ευχαρίστησε και βγήκε έξω, στο φως της ημέρας».
Θα αποζημιωθεί όμως, όταν επισκεφθεί τον Γολγοθά με το ανηφορικό μονοπάτι: Le chemin qui marche, τους δύο ανεμόμυλους και την εκκλησία. Η ανυπόκριτη χαρά, μέσα από εκφάνσεις ενθουσιασμού, λόγω του ότι βρίσκεται κοντά σε τοποθεσίες –σε φυσικούς ή κατασκευασμένους χώρους– που σχετίζονται άμεσα με το παρελθόν της μητέρας οφείλεται στην επιθυμία της όχι μόνο «να γνωρίσει από κοντά» (Σαρή, 2003:187) τους τόπους όπου έζησε κάποτε η αγαπημένη της, αλλά και να ταυτιστεί μαζί της και συνακόλουθα να οικειοποιηθεί τον χώρο. Η επίσκεψη στον Γολγοθά, όπου έκαναν περίπατο οι ερωτευμένοι γονείς της, θα την ικανοποιήσει ψυχικά, ενώ η περιγραφή του δημιουργεί μια εντυπωσιακή αντίστιξη εικόνων και συνδηλώσεων. Το τοπίο «αναπνέει καλύτερα και μιλά αμεσότερα μέσα από τα κείμενα που προσδιορίζονται από περιγραφική δεσπόζουσα· είναι γνωστό ότι περιγράφουμε καλύτερα ό,τι βλέπουμε για πρώτη φορά: το “εξωτικό”, το ανοίκειο, το “άλλο” έλκει την προσοχή, εξάπτει την περιέργεια και επιζητεί την πληρέστερη δυνατή εποπτεία» (Τσιριμώκου, 1988:46).
Όταν η Νινέτ θα επισκεφθεί το Σαιν Λουί, τη γενέτειρα της Γαλλίδας μητέρας της, θα το κάνει με ιδιαίτερη συγκίνηση και θα προσπαθήσει να μυηθεί στον κόσμο της, να περπατήσει στα χνάρια της, να αποτυπώσει και να εντυπώσει εικόνες, για να μην τις λησμονήσει. Το σενεγαλέζικο τοπίο εσωτερικοποιείται και γίνεται πλέον χώρος οικείος. Νιώθει την ανάγκη να διεκδικήσει μερίδιο από τον μητρικό γενέθλιο τόπο, διότι μπορεί με αυτόν τον τρόπο να στήσει ένα σκηνικό μέσω του οποίου θα συνομιλήσει νοερά με την Έμμα. Mutatis mutandis το Σαιν Λουί ταυτίζεται με το πρόσωπο της μητέρας λειτουργώντας και αυτό «ιαματικά», ενώ η βίωση του τόπου αντίκειται στη φθοροποιό δύναμη της λήθης.
Ακολούθως μια χαρούμενη εικόνα της μητέρας της, μέσω της φαντασίας, από τα χρόνια της αθωότητας, ανακαλείται από το παρελθόν, για να ακινητοποιηθεί στο παρόν, ενώ περιγράφεται σε ιστορικό ενεστώτα κυρίως. Ο Genette υποστηρίζει ότι η ενεστωτική αφήγηση έχει δίσημη ανάγνωση και αφορά εσωτερικό λόγο, όπως συμβαίνει εδώ, ενώ συμβάλλει ώστε να καταδειχτεί η αντικειμενικότητα της αφήγησης.
Ο τόπος μεταμορφώνεται και περνά από τη διάσταση της πεζότητας στη διάσταση του ευτυχισμένου χώρου[2] (Bachelard, 1982:25), του locus amoenus της μητέρας. Ευρισκόμενη η Νινέτ μέσα στον τόπο/τοπίο αισθάνεται να τη διαπερνά η ενέργειά του, δεδομένου ότι η αύρα της Έμμας είναι διάχυτη. «Ο χώρος, έτσι όπως τον συλλαμβάνει η φαντασία, δεν έχει πια σχέση με τον αδιάφορο χώρο που παραδίνεται στο μέτρο και τον λογισμό του γεωμέτρη. Είναι ένας βιωμένος χώρος, όχι μόνο στη θετικότητά του αλλά και με όλες τις μεροληψίες της φαντασίας. Το χαρακτηριστικό του είναι ότι σχεδόν πάντα μας γοητεύει» (Bachelard, 1982:25). Η χρονοτοπική ανάπλαση του τόπου που επιχειρείται λογοτεχνικά, μέσα από την πραγματικότητα και τη φαντασία, ανάγει την έννοιά του σε σημαίνον.
«Οι τόποι παράγουν τις σημασίες και οι σημασίες δίνουν στους τόπους ρίζες» (Λεοντή, 1998:29). Μέσα από το οδοιπορικό που οδηγεί έναν άνθρωπο στις ρίζες του, υπάρχει πρώτ’ απ’ όλα ο δρόμος που τον πάει πίσω στην παιδική ηλικία, όπου αναζητά όνειρα και εικόνες, αφού χρειάζεται σύμβολα, για να ενισχύσει τη μητρική πραγματικότητα, μέσω εικόνων της οικειότητας, εν προκειμένω της ποιητικής του σπιτιού που οδηγεί στην ασφάλεια και την ηρεμία, έγραφε η Νινέτ σε ανύποπτο χρόνο σε μια μαθητική έκθεση με θέμα τις Ρίζες.
«Ένα δέντρο, για να μεγαλώνει, χρειάζεται να ’χει ρίζες και να τις νιώθει, όσο κι αν αυτές είναι βαθιά χωμένες στη γη... Ένας άνθρωπος χρειάζεται να ’χει πατρίδα, χρειάζεται να ξέρει πού είναι θαμμένοι οι πρόγονοί του, χρειάζεται να ξέρει την ιστορία των παππούδων του. Πάνω στη μνήμη πατάει, για να ψηλώνει...» (Σαρή, 2003:190-191).
Ο L. Lutwack υποστηρίζει ότι «τα σπίτια συμβολίζουν τη σταθερότητα και την επικοινωνία» (1984:31). Η αίσθηση της απώλειας (διατάραξη της σταθερότητας) που ένιωσε η Νινέτ στο Ερινιέ υποχωρεί εδώ, για να δώσει τη θέση της σε μια αίσθηση επανάκτησης και αποκατάστασης της σταθερότητας και συνακόλουθα της επικοινωνίας με τη μητέρα. Αν λοιπόν, μπροστά στη θέα του εξοχικού σπιτιού στο Ερινιέ, κατακλύζεται από συναισθήματα απογοήτευσης, δεν συμβαίνει το ίδιο στο αντίκρισμα του πατρογονικού σπιτιού της Έμμας, στη Σενεγάλη, χάρη στο οποίο διέπεται από συναισθήματα ικανοποίησης, κατ’ αρχάς για την αισθητική του, αλλά και χαράς για τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων. «Η εικόνα του σπιτιού φαίνεται να γίνεται μια τοπογραφία του εσώτερου είναι μας» (Bachelard, 1982:26), γι’ αυτόν τον λόγο το σπίτι ενέχει κομβικό ρόλο στην αφήγηση. Ο χώρος, εν προκειμένω, αποκτά συμβολικούς κώδικες που ταυτίζουν[3] την αρχετυπική εικόνα του σπιτιού με αυτήν της μητέρας. «Λέω: Μητέρα μου. Και σκέπτομαι εσάς, ω Σπίτι!» γράφει ο Milosz (Bachelard, 2004:138). Ας σημειωθεί ότι ο Bachelard αναλύει διεισδυτικά πώς εγγράφεται στη συνείδηση του ανθρώπου η έννοια του σπιτιού και ερμηνεύει τη σχέση του με αυτό, αναδεικνύοντάς το σε φορέα αξιών.
Το Ερινιέ και το Σαιν Λουί δεν επιλέχθηκαν τυχαία. Οι τόποι αυτοί συνυφαίνονται με την επιθυμία της Νινέτ να εξερευνήσει αφενός τους χώρους στους οποίους έζησε η Έμμα, να τους γνωρίσει και να ζήσει μέσα σε αυτούς, και αφετέρου να (επ)ανακτήσει τις ρίζες της. Σημειολογικά το ταξίδι της Νινέτ διέπεται από διαφορετικές διαδρομές και εκδοχές-αναπαραστάσεις του χώρου, από τον ανοιχτό στον κλειστό, από τον φυσικό στον κατασκευασμένο χώρο, και από την Ευρώπη στην Αφρική, ενώ μέσα από τη χαρτογράφησή τους επιτυγχάνεται η καταβύθιση στον εσωτερικό της κόσμο και συνακόλουθα η τελεσφόρηση του στόχου της, η εσωτερική αναζήτηση, η αποκάλυψη του συνειδέναι και η αγαλλίαση της ψυχής της, όταν σε κάθε βήμα συναπαντιέται με σημάδια του νεανικού περάσματος της μητέρας της.
Εν τέλει, περπατώντας στους τόπους όπου έζησε η μητέρα της, η Νινέτ επιχειρεί να συνομιλήσει με το παρελθόν της, αναζητώντας τον μίτο της ύπαρξής της, που είναι χωρίς αμφιβολία η μητέρα.
Λουίζα Χριστοδουλίδου: Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Βιβλιογραφικές αναφορές
Bachelard, G. (1982). Η ποιητική του χώρου. Μτφρ. Ελ. Βέλτσου & Ιω. Χατζηνικολή. Αθήνα: Χατζηνικολή.
Bachelard, G. (2004). La Terre et la rêverie du repos. Paris, Corti: Les Massicotés.
Genette, G. (1972). Figures III. Paris: Seuil, 133-138.
Genette, G. (1983). Nouveau discours du récit. Paris: Seuil.
Λεοντή, Ά. (1998). Τοπογραφίες ελληνισμού. Αθήνα: Scripta.
Lutwack, L. (1984). The Role of Place in Literature. New York: Syracuse University Press.
Σαρή, Ζ. (212003). Νινέτ. Αθήνα: Πατάκης.
Τσιριμώκου, Λ. (1988). Η λογοτεχνία της πόλης. Αθήνα: Λωτός.
[1] Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η παύση προκαλείται αποκλειστικά και μόνον από την τεχνική της περιγραφής.
[2] Οι εικόνες του ευτυχισμένου χώρου του Bachelard αφορούν απλές εικόνες μέσα από τις οποίες αναδεικνύεται η αξία που έχουν για τον άνθρωπο οι αγαπημένοι χώροι. Είναι χώροι προστασίας, χώροι με αξίες· ως εκ τούτου συνιστούν χώρους ουσίας, γιατί ο άνθρωπος μετέχει σε αυτούς είτε ψυχικά είτε σωματικά.
[3] Σημειολογικά η ταύτιση με τη μητέρα θα ολοκληρωθεί, όταν θα κοιμηθεί στο κρεβάτι της, μέσα στη «δική της κάμαρη», σε ένα από τα «μυστικά δωμάτια που έχουν χαθεί [και] συγκροτούνται σε κατοικίες ενός αλησμόνητου παρελθόντος» (Bachelard, 1982:26).
https://diastixo.gr/epikaira/567-zorz-sari/21577-xristodoulidou-zorz-sari-18122023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου