Κάρολος Ντίκενς, Μπάιρον, Ντισραέλι, Βολταίρος, Μαρσέλ Προυστ, Βικτόρ Ουγκό, Γεωργία Σάνδη, Αλέξανδρος Δουμάς, Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Είναι μόνο μερικές από τις πιο σημαντικές βιογραφίες οι οποίες γράφτηκαν από έναν και μόνον άνθρωπο, τον θρυλικό βιογράφο του 20ού αιώνα και συγγραφέα Αντρέ Μορουά.
Έγινε γνωστός γιατί έψαχνε τα βρει το διαφορετικό σε κάθε νέα βιογραφία που αναλάμβανε να γράψει, ένας ακάματος εργάτης της λογοτεχνίας, μέχρι τα 82 του χρόνια.
Όταν εκείνος όμως πέθανε, κλήθηκαν οι καλύτεροι βιογράφοι συνεχιστές του για να γράψουν τη δική του βιογραφία, αλλά απέτυχαν. Δεν μπόρεσαν να βρουν ούτε ένα ελκυστικό στοιχείο για να ξεκινήσουν την έρευνα η οποία θα κατέληγε αισίως σε βιβλίο.
Ο Αντρέ Μορουά δεν είχε ζήσει έντονη ζωή, όπως οι συγγραφείς και οι φιλόσοφοι για τους οποίους έγραφε. Όση λάμψη έδινε στα βιβλία του, άλλη τόση του έλειπε στην προσωπική του ζωή. Δεν υπήρξαν ιδιαίτεροι σταθμοί, ενώ ακόμη και ο έρωτας δεν κυριάρχησε στη ζωή του. Παντρεύτηκε δύο φορές, με τις συζύγους του να είναι πολύτιμες –όπως τις χαρακτήριζε άλλωστε και ο ίδιος– βοηθοί του στην έρευνα για τις βιογραφίες. Μια ζωή, υποτίθεται, μπροστά στα φώτα, αλλά στην πραγματικότητα στα παρασκήνια και πίσω απο τις ζωές των άλλων.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ήσυχης ζωής το πέρασε στο Νεϊγί, στα δυτικά του Παρισιού, γράφοντας εκεί το ένα βιβλίο μετά το άλλο. Ξεκίνησε ως συγγραφέας, μετά από την παρότρυνση ενός οικογενειακού φίλου, και το 1918 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο που έγινε αμέσως επιτυχία. Πρόκειται για το Οι σιωπές του συνταγματάρχη Μπραμπλ, βασισμένο σε έναν φλεγματικό Άγγλο συνταγματάρχη που είχε γνωρίσει στο μέτωπο και ο οποίος αδιαφορούσε για τις εχθρικές οβίδες που έσκαγαν δίπλα του.
Χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Αντρέ Μορουά, το οποίο θα υιοθετήσει και στα άλλα του βιβλία, εμπνεόμενος από το χωριό το οποίο φιλοξενούσε τη μονάδα του στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ησυχαστήριό του στο Νεϊγί με την εισβολή των γερμανικών ναζιστικών δυνάμεων στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και να καταφύγει μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί για πρώτη φορά στη ζωή του γίνεται ενεργός αρθρογράφος ενάντια στον Χίτλερ και τον φασισμό. Μετά το τέλος του πολέμου επιστρέφει και πάλι στο σπίτι του για να πιάσει το νήμα της αφήγησης για τις ζωές των άλλων από εκεί όπου το είχε αφήσει.
Μεγάλο του στοίχημα η ολοκλήρωση της βιογραφίας του Μπαλζάκ, τον οποίο
ο Μορουά θεωρούσε πηγή έμπνευσης αλλά και καθοδηγητή. Ωστόσο, η λογοτεχνική του εργασία καλύπτει όλες τις μορφές, από το δοκίμιο, το μυθιστόρημα και την ιστορία μέχρι το μεγάλο του χαρτί: τις βιογραφίες.
ο Μορουά θεωρούσε πηγή έμπνευσης αλλά και καθοδηγητή. Ωστόσο, η λογοτεχνική του εργασία καλύπτει όλες τις μορφές, από το δοκίμιο, το μυθιστόρημα και την ιστορία μέχρι το μεγάλο του χαρτί: τις βιογραφίες.
Όπως αποδείχθηκε, τελικά, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ήταν ικανό για να τραβήξει το ενδιαφέρον των επίδοξων βιογράφων του. Έτσι, ο άνθρωπος που έζησε ως ο διάσημος βιογράφος Αντρέ Μορουά πέθανε ως Εμίλ Σαλομόν Βίλελμ Ερζόγκ, όπως ακριβώς γεννήθηκε, αν και από το 1947 το «Μορούα» είχε γίνει και επίσημα το όνομά του.
Παρέμεινε ως το τέλος ο γιος του Εβραίου κλωστοϋφαντουργού. Το άλλοτε ασθενικό παιδί που πάσχιζε όλη του τη ζωή για να τραβήξει την προσοχή των άλλων, αλλά που επί της ουσίας δεν την άντεχε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου