Πολύς θόρυβος έχει γίνει εδώ και κάμποσο καιρό για το ιστορικό γεγονός του Ζαλόγγου. Η συνάδελφος και αιρετή τότε αντιπρόσωπος του λαού τάραξε πάλι τα νερά της ιστορίας… Έτσι, μετά το κρυφό σχολειό, αμφισβητείται τώρα και ο χορός του Ζαλόγγου. Οπωσδήποτε, βέβαια, δεν θα πάρω θέση σε αυτή την αντιπαράθεση των ιστορικών, των φιλολόγων και εκείνων που έχουν γνώμη επί παντός επιστητού. Μένω, όμως, πιστός στα όσα έμαθα ως μαθητής και φοιτητής γι’ αυτό το θέμα, ενώ δεν έχω καμία διάθεση να βγάλω από την καρδιά μου τον παιδικό μου θαυμασμό για το Κρυφό σχολειό του Γύζη ή να σβήσω από τη μνήμη μου τους σολωμικούς αυτούς στίχους, που τους θυμάμαι από παιδί, γιατί κάποιοι έχουν ή νομίζουν ότι έχουν λόγους ν’ αμφιβάλλουν για την ιστορικότητα αυτού του γεγονότος:
Τες εμάζωξε εις το μέρος
Του Τσαλόγγου το ακρινό
Της ελευθεριάς ο έρως
Και τες έμπνευσε χορό. [1]
Του Τσαλόγγου το ακρινό
Της ελευθεριάς ο έρως
Και τες έμπνευσε χορό. [1]
Στο σημείωμα αυτό το θέμα μου είναι άλλο. Ίσως μάλιστα να είναι και η πρώτη φορά που θίγεται αυτό το θέμα σχετικά με το ιστορικό γεγονός του Ζαλόγγου. Προσπαθώ εδώ να δείξω ότι για τέτοιο μάθημα ελευθερίας, όπως αυτό των γυναικών στο Ζάλογγο, δεν είναι απαραίτητο να κοιτάξει κανείς στην ιστορία «πολιτισμένων» λαών. Υπάρχουν και λαοί με «κατώτερο» πολιτισμό που μας έχουν δώσει τέτοια παραδείγματα γυναικείου ηρωισμού, και μάλιστα πολύ πιο πριν από το 1803, τη χρονιά, δηλαδή, που συνέβη αυτό το γεγονός. Και το λέω αυτό, γιατί οι πιο πολλοί από εμάς τους Έλληνες, είτε από άγνοια είτε από υπέρμετρο εθνικισμό, πιστεύουμε ότι μόνο η δική μας ιστορία έχει να επιδείξει παραδείγματα γυναικείου ηρωισμού, όπως αυτή η θυσία των γυναικών στο Ζάλογγο. Για παράδειγμα, θ’ αναφερθώ στο μικρό αλλά στιλπνό βιβλίο της Μερόπης Ν. Σπυροπούλου, το οποίο επιγράφεταιΜνήμες και δάφνες και στο οποίο γίνεται λόγος για τη θυσία των γυναικών στο Ζάλογγο. Λέει, λοιπόν, η συγγραφέας μεταξύ άλλων στο βιβλίο της: «Στο Ζάλογγο, στην Αραπίτσα, αλλά και σε άλλες περιοχές της πατρίδας μας, μια ατέλειωτη σειρά από γυναίκες άγνωστες και ανώνυμες, στήνουν χορεύοντας, μέσα στην άβυσσο των γκρεμών, άυλα, αλλά αξεπέραστα και μοναδικά στον κόσμο μνημεία θυσίας και χάρης ενός ιδανικού» [2]. Δεν πρέπει, νομίζω, να μας παρασύρει η εθνική μας υπερηφάνεια σε τέτοιες υπερβολές, γιατί, όπως λέει ο Jean Jacques Rousseau με την πρώτη φράση στο Κοινωνικό συμβόλαιο, «Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος» («L’ home est né libre»). Και αυτή η φράση, βέβαια, δεν ειπώθηκε για τον Γάλλο, τον Άγγλο ή κάποιον άλλο πολιτισμένο Ευρωπαίο, αλλά γενικά για τον άνθρωπο, πολιτισμένο ή απολίτιστο. Ας δούμε, λοιπόν, τώρα αν τέτοια παραδείγματα γυναικείου ηρωισμού υπάρχουν και σε άλλους λαούς.
Λίγοι είναι εκείνοι που έχουν προσέξει ότι ένα τέτοιο παράδειγμα γυναικείου ηρωισμού μάς δίνει ο Ξενοφών στο έργο του Κύρου ανάβασις. Είναι, όμως, τόσο σύντομο και τόσο φευγαλέο μέσα στον όγκο του έργου, ώστε περνάει σχεδόν απαρατήρητο, παρόλο που ο Ξενοφών το χαρακτηρίζει, πριν αναφερθεί σ’ αυτό, «δεινόν θέαμα» για να το προσέξει περισσότερο ο αναγνώστης του. Τα πράγματα σχετικά με αυτό το γεγονός έχουν ως εξής: Όταν ο Ξενοφών έφτασε με τους Μυρίους στη χώρα των Ταόχων, αυτοί κατοικούσαν σε τόπους οχυρούς, όπου είχαν συγκεντρώσει όλα τα τρόφιμα της περιοχής τους. Από την άλλη πλευρά, στο στρατόπεδο των Ελλήνων είχαν έλλειψη τροφών. Έπρεπε, λοιπόν, με κάθε τρόπο να λύσουν το πρόβλημα. Είχαν φτάσει σε μια περιοχή όπου, καθώς λέει ο Ξενοφών, «πόλιν μεν ουκ είχεν ουδ’ οικίας». Εκεί είχαν συγκεντρωθεί οι ντόπιοι: άνδρες, γυναίκες και παιδιά με πολλά ζώα. Η περιοχή αυτή ήταν ένας βράχος ψηλός και απόκρημνος. Κάτω απ’ αυτόν περνούσε ο δρόμος που έπρεπε να πάρουν οι Έλληνες, για να συνεχίσουν την πορεία τους. Οι Τάοχοι είχαν συγκεντρωθεί εκεί για να τους αντιμετωπίσουν πετώντας πέτρες κάτω, το μόνο όπλο που είχαν. Το σχέδιο του Ξενοφώντα για την περίπτωση ήταν ότι κάποια στιγμή οι πέτρες θα τελείωναν και τότε θα ήταν εύκολο για τους Έλληνες να καταλάβουν την οχυρή αυτή θέση, που τους ήταν εμπόδιο στον δρόμο τους, αλλά και θα τους έλυνε συνάμα το πρόβλημα της διατροφής. Πράγματι, όταν οι Τάοχοι δεν είχαν άλλες πέτρες να ρίξουν και οι Έλληνες κατάφεραν να καταλάβουν την οχυρή αυτή θέση, ο Ξενοφών λέει: «ενταύθα δη δεινόν θέαμα. αι γαρ γυναίκες ρίπτουσαι τα παιδία είτα εαυτάς επικατερρίπτουν και οι άνδρες ωσαύτως» [3]. Αυτά είναι όσα λέει ο Ξενοφών για το συγκλονιστικό αυτό γεγονός, και αυτός είναι ο λόγος που παρέθεσα τα ίδια τα λόγια του Αθηναίου ιστορικού, για να φανεί ότι δεν υπερβάλλω, όταν λέω ότι αυτό το γεγονός περνάει απαρατήρητο μέσα στο πλήθος των σελίδων του βιβλίου.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πω περισσότερα από όσα είπε ο Ξενοφών για να καταλάβει κανείς ότι αυτό το γεγονός, αν και προγενέστερο, θυμίζει εκείνο στο Ζάλογγο. Κανένας, βέβαια, δεν μπορεί να γνωρίζει ποια θα ήταν η συμπεριφορά του ελληνικού στρατεύματος, αν αυτός ο λαός δεν έπαιρνε αυτή την απόφαση που τον κάνει τώρα αξιομνημόνευτο. Την ώρα της μάχης πολλές σφαγές και καταστροφές γίνονται και πολλές απ’ αυτές δικαιολογούνται. Και το λέω αυτό γιατί, αν και η φράση του Ξενοφώντα «δεινόν θέαμα» μόνο από έναν πολιτισμένο άνθρωπο θα λεγόταν, είναι αδύνατο να γνωρίζεις τι θα συνέβαινε, αν οι Τάοχοι έπεφταν ζωντανοί στα χέρια των Ελλήνων. Ας μην ξεχνάμε ότι στράτευμα μισθοφόρων ήτανε και όχι φιλοσόφων. Αλλά και κανένας δεν μπορεί να μη θαυμάσει αυτόν τον λαό που έκανε πράξη τα λόγια που λέει ο Περικλής στον μνημειώδη λόγο του για τους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου: «το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ΄ ελεύθερον το εύψυχον κρίναντες, μη περιοράσθαι τους πολεμικούς κινδύνους» [4].
Θα φέρω ακόμη ένα παράδειγμα γυναικείου ηρωισμού. Και αυτό όχι γιατί το παράδειγμα που μας έδωσε ο Ξενοφών δεν είναι αρκετό για να μας πείσει, αλλά γιατί σ’ αυτό το δεύτερο οι λεπτομέρειες είναι περισσότερες και ακόμη πιο τραγικές. Πρέπει να γυρίσουμε το ρολόι του χρόνου πάλι πίσω στην αρχαιότητα, την εποχή που η δημοκρατική Ρώμη αντιμετώπιζε τον δεύτερο μεγάλο κίνδυνο μετά τον πόλεμο με τον Αννίβα, τους Κίμβρους και τους Τεύτονες, τους δυο αυτούς γερμανικούς λαούς που ενώθηκαν σε μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη και βάδιζαν προς τα νότια. Πέρασαν τον Δούναβη και εισέβαλαν στην περιοχή των ανατολικών Άλπεων. Εκεί που σήμερα βρίσκεται η Αυστρία συγκρούστηκαν με τους Ταυρίσκους, που ήταν σύμμαχοι της Ρώμης. Για να υπερασπίσουν τα βορινά τους σύνορα, οι Ρωμαίοι έστειλαν στρατό ν’ αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που τους απειλούσε. Ήταν η πρώτη φορά που οι ρωμαϊκές λεγεώνες έρχονταν σε πολεμική σύγκρουση με τους δυο αυτούς γερμανικούς λαούς και υπέστησαν δεινή ήττα το 113 π.Χ. Παρά τη νίκη τους, οι Γερμανοί δεν βάδισαν προς την Ιταλία. Πήραν κατεύθυνση προς τα δυτικά και εισέβαλαν στα νότια της σημερινής Γαλλίας. Κοντά στη σημερινή πόλη Orangeοι ρωμαϊκές λεγεώνες έπαθαν μεγάλη καταστροφή, που θυμίζει εκείνη με τον Αννίβα στις Κάννες. Η δεύτερη ήττα έφερε τη Ρώμη σε πολύ δύσκολη θέση και ο μόνος άνδρας στον οποίο οι Ρωμαίοι στήριζαν τις ελπίδες τους για τη σωτηρία της πόλης ήταν ο Μάριος. Ο Ρωμαίος αυτός στρατηγός, εκείνη την εποχή, είχε νικήσει τον Ιουγούρθα στην Αφρική και είχε γυρίσει θριαμβευτής στη Ρώμη.
Ο Μάριος ανέλαβε τελικά τη στρατιωτική ηγεσία για την αντιμετώπιση του κινδύνου που ερχόταν από τα βόρεια σύνορα της χώρας. Οι Γερμανοί όμως προχώρησαν προς την Ισπανία, όπου έμειναν τρία ολόκληρα χρόνια. Αυτό το χρονικό διάστημα εκμεταλλεύτηκε ο Μάριος για την ανασυγκρότηση του ρωμαϊκού στρατού. Πρώτα αντιμετώπισε τους Τεύτονες στο Aix La Chapelle της νότιας Γαλλίας, τους οποίους νίκησε ολοσχερώς. Στη συνέχεια, νίκησε και τους Κίμβρους κοντά στη Vercella, μια περιοχή ανάμεσα στο Μιλάνο και το Τουρίνο, το 101 π.Χ. Μετά τη δεύτερη αυτή θριαμβευτική νίκη, ο Μάριος βάδισε με τις λεγεώνες του προς το στρατόπεδο των ηττημένων. Εκεί τους περίμενε κάτι τελείως διαφορετικό από ό,τι ως τώρα είχαν αντιμετωπίσει. Από εδώ και πέρα όμως τη σκυτάλη της αφήγησης θα την πάρει ο Γάλλος ιστορικός του 19ου αιώνα Jules Michelet.
Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1798, την ίδια χρονιά με τον Σολωμό, και πέθανε στην ίδια πόλη το 1874. Ήταν καθηγητής της ιστορίας στην École Normale, τη Σορβόννη και στο College de France. Έγραψε τα βιβλία Ιστορία της Γαλλίας, Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης, Ρωμαϊκή ιστορία και μια επιτομή της νεότερης ιστορίας. Εκτός από ιστορικά έργα, έγραψε και θαυμάσια λογοτεχνικά δοκίμια, όπως Η θάλασσα, Το πουλί, Το βουνό, τα οποία τον κατατάσσουν ανάμεσα στους σημαντικότερους Γάλλους συγγραφείς του 19ου αιώνα. Στη Ρωμαϊκή ιστορία του Michelet, στο κεφάλαιο που επιγράφεται «Ο Μάριος εξολοθρεύει τους Κίμβρους και τους Τεύτονες» («Μarius extermine les Cimbres et les Teutons»), διαβάζουμε την καταληκτική παράγραφο που αποτελεί συνέχεια στα όσα έχω αναφέρει για το ιστορικό αυτό θέμα. Η παράγραφος αυτή σε δική μου, για την περίπτωση, απόδοση, λέει: «Έμενε τώρα το βαρβαρικό στρατόπεδο, οι γυναίκες και τα παιδιά των ηττημένων. Ντυμένες με πένθιμα ρούχα, τους παρακάλεσαν να τους υποσχεθούν πως θα τις σεβαστούν και πως θα τις δώσουν ως σκλάβες σε Ρωμαίες ιέρειες. Βλέποντας κατόπιν ότι η παράκλησή τους έγινε δεκτή με χλευασμούς, φρόντισαν οι ίδιες για την ελευθερία τους. Πρώτα απελευθέρωσαν τα παιδιά τους με τον θάνατο: Τα έπνιξαν και τα έριξαν κάτω από τους τροχούς των κάρων. Έπειτα κρεμόντουσαν και προσαρτούσαν το σώμα τους, δεμένες με σκοινί, πάνω στα κέρατα των βοδιών. Στη συνέχεια τα τσιγκλούσαν για να τις συντρίψουν. Τα σκυλιά της ορδής υπερασπίστηκαν τα πτώματά τους. Χρειάστηκε οι Ρωμαίοι να τα εξοντώσουν με σαϊτιές» [5]. Πηγή πληροφοριών για τον Γάλλο ιστορικό, ο Titus Livius [6].
Ύστερα απ’ αυτές τις φριχτές λεπτομέρειες σε αυτή την παράγραφο, ο Γάλλος ιστορικός τελειώνει το κεφάλαιο με αυτά τα λόγια: «Έτσι εξαφανίστηκε αυτό το φάντασμα του Βορρά, που είχε προκαλέσει τον φόβο σε όλη την Ιταλία. Η λέξη “Cimbrique” έμεινε συνώνυμη των λέξεων “δυνατός” και “τρομερός”. Παρ’ όλα αυτά, η Ρώμη δεν κατάλαβε το ηρωικό αυτό πνεύμα αυτών των εθνών, που όφειλαν μια μέρα να την καταστρέψουν: αυτή πίστευε στην αιωνιότητά της» [7]. Διαβάζοντας κανείς αυτό το περιστατικό, αναρωτιέται ποιος από τους δυο λαούς δείχνει με τη στάση του στην προκείμενη περίπτωση ότι είναι πολιτισμένος: οι αλαζόνες νικητές Ρωμαίοι, που ειρωνεύονται και σαρκάζουν τα γυναικόπαιδα, ή οι γυναίκες των βαρβάρων, που έβαλαν πάνω από τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους τα ιδανικά της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας; Είναι, νομίζω, αρκετά αυτά που ειπώθηκαν, για να καταλάβει κανείς ότι ο ηρωισμός των γυναικών του Ζαλόγγου προϋπήρχε και σε άλλους λαούς, κι ας ήταν ο πολιτισμός τους σε πιο «χαμηλό» επίπεδο. Αυτό μας κάνει να καταλάβουμε πως όσο πιο μακριά φτάνουν οι ιστορικές μας γνώσεις, τόσο πιο δίκαιος και πιο συνετός θα είναι ο εθνικισμός μας.
Σημειώσεις
[1] Διονύσιος Σολωμός, «Εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον», στροφή 101.
[2] Μερόπη Ν. Σπυροπούλου: Μνήμες και δάφνες, Ο Μικρός Αστρολάβος, 2007, σ. 28.
[3] Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, IV, 7, 8-14.
[4] Θουκυδίδης, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, II, 43, 4.
[5] Παραθέτω την περικοπή από το πρωτότυπο κείμενο: «Restait le camp barbare, les femmes et les enfants des vaincus. Revētues d’ habits de deuil, elles supplièrent, qu’ on leur promit de les respecter, et qu’ on les donnât comme esclaves aux prētresses romaines. Puis, voyant leur prière reçue avec dérision elles pourvurent elles-mēmes ὰ leur liberté. D’ abord elles affranchirent leurs enfants par la mort: elles les étranglèrent et les jetèrent sous les roues des chariots. Puis elles se pendaient, s’ attachaient par une nœud coulant aux cornes des bœufs, et les piquaient ensuite pour se faire écraser. Les chiens de la horde défendirent leurs cadavres; Il fallut les exterminer ὰ coups de flèches».
[6] Titus Livius, Ab Urbe Condita, L. 68.
[7] Michelet, ό.π.
[1] Διονύσιος Σολωμός, «Εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον», στροφή 101.
[2] Μερόπη Ν. Σπυροπούλου: Μνήμες και δάφνες, Ο Μικρός Αστρολάβος, 2007, σ. 28.
[3] Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, IV, 7, 8-14.
[4] Θουκυδίδης, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, II, 43, 4.
[5] Παραθέτω την περικοπή από το πρωτότυπο κείμενο: «Restait le camp barbare, les femmes et les enfants des vaincus. Revētues d’ habits de deuil, elles supplièrent, qu’ on leur promit de les respecter, et qu’ on les donnât comme esclaves aux prētresses romaines. Puis, voyant leur prière reçue avec dérision elles pourvurent elles-mēmes ὰ leur liberté. D’ abord elles affranchirent leurs enfants par la mort: elles les étranglèrent et les jetèrent sous les roues des chariots. Puis elles se pendaient, s’ attachaient par une nœud coulant aux cornes des bœufs, et les piquaient ensuite pour se faire écraser. Les chiens de la horde défendirent leurs cadavres; Il fallut les exterminer ὰ coups de flèches».
[6] Titus Livius, Ab Urbe Condita, L. 68.
[7] Michelet, ό.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου