Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Ahmet Ümit: «Αντίο, γλυκιά πατρίδα»

Τείνουμε να πιστεύουμε ότι πατρίδα είναι μόνο η δική μας, έτσι ο τίτλος του βιβλίου Αντίο, γλυκιά πατρίδα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, μας κάνει να αναρωτηθούμε ποια πατρίδα έχασε ο ήρωας, δεδομένου ότι το όνομα του συγγραφέα είναι Αχμέτ Ουμίτ και το βιογραφικό του αναφέρει ότι έχει γεννηθεί στην Τουρκία. Προβληματισμό προκαλεί και το γεγονός ότι η πατρίδα που χάθηκε δεν είναι άλλη από τη Θεσσαλονίκη.
«Μα η Θεσσαλονίκη δεν χάθηκε, δική μας είναι» μπορεί να σκεφτεί ο αναγνώστης. Η απάντηση όμως είναι ότι δεν χάθηκε για εμάς. Υπήρξε και για άλλους πατρίδα και για κάποιους από αυτούς χάθηκε. Διότι στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 20ού αιώνα, οι Έλληνες ήταν μειοψηφία. Στην πόλη κατοικούσαν κυρίως Εβραίοι και Τούρκοι. Ένας Τούρκος, λοιπόν, ο Σεχσουβάρ, γεννημένος σε αυτή την πόλη, ξεκινάει την αφήγηση, όταν ο ίδιος είναι πάνω από 40 ετών και η Θεσσαλονίκη έχει ήδη χαθεί γι’ αυτόν. «Ο θάνατος ξεκινά με την απώλεια των πόλεών μας» θα αναφερθεί στο πρώτο κεφάλαιο.
Το μυθιστόρημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιστολικό, μια και όλη η αφήγηση γίνεται με μορφή γραμμάτων. Πρόκειται όμως μόνο για τα γράμματα του Σεχσουβάρ, στα οποία δεν περιμένει απάντηση. Γράμματα που μοιάζουν περισσότερο με ημερολόγιο. Με ένα ημερολόγιο σε δύο χρόνους. Της εποχής που το γράφει, με τον φόβο ότι από στιγμή σε στιγμή επίκειται η δολοφονία του και βιάζεται να καταγράψει όσο περισσότερα μπορεί, και της εποχής που ξεκινάει με τη μύησή του στη μυστική ομάδα που ετοιμάζεται να ανατρέψει τον σουλτάνο Αμπντουλχαμίτ, γύρω στο 1908, και ολοκληρώνεται λίγο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Τα γράμματά του απευθύνονται στην Έστερ και σε πολλά σημεία μοιάζουν με απολογία. Απολογία γιατί την άφησε να φύγει μόνη της για το Παρίσι, για ένα ταξίδι και μια ζωή που είχαν σχεδιάσει μαζί. Μια ζωή όπου θα σπούδαζαν και θα έγραφαν. Απολογία που προτίμησε τον πόλεμο από την αγάπη της. Απολογία για μια ζωή που πέρασαν χωριστά. Η Έστερ ζει στο Παρίσι, εκεί και στέλνει τα γράμματά του από το πολυτελές ξενοδοχείο Πέραν όπου κατοικεί και από όπου κάνει ένα πέρασμα και η Αγγλίδα συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, Αγκάθα, λίγο πριν επιβιβαστεί στο Οριάν Εξπρές. Ο ίδιος όμως είναι πολύ απασχολημένος για να της μιλήσει όταν του τη συστήνουν.
Είναι απασχολημένος και φοβισμένος, διότι νιώθει τους ανθρώπους της κυβέρνησης του Κεμάλ να παρακολουθούν κάθε βήμα του. Ο λόγος, ότι ανήκε στην οργάνωση Ένωσης και Προόδου, μια οργάνωση που πολεμούσε για την ελευθερία. Μόνο που, είκοσι χρόνια μετά την πρώτη ένοπλη αντίδραση, τίποτα δεν φαινόταν να πηγαίνει όπως το είχαν σχεδιάσει. Αυτοί που πήραν την εξουσία αποδείχτηκαν ότι δεν ήταν καλύτεροι από αυτούς που την είχαν και κάποιοι άλλοι ήρθαν να τους ανατρέψουν και να τους κυνηγήσουν με τη σειρά τους. Οι πρώην φίλοι έγιναν εύκολα εχθροί όταν το διακύβευμα έγινε η εξουσία. «Δεν θα διστάζαμε να πάρουμε αυτή την απόφαση και να την εκτελέσουμε με τίμημα να μετατραπούμε σε τύραννους και πραξικοπηματίες».
Οι στρατιωτικοί θα έρθουν αναγκαστικά σε ρήξη με τους διανοούμενους – «με αυτά που λένε, προκαλούν σύγχυση σ' εμάς τους στρατιώτες που θυσιαζόμαστε για την πατρίδα. Και όμως αυτό που εμείς χρειαζόμαστε είναι να βαδίζουμε σταθερά με πίστη και αυτοθυσία προς τον στόχο μας. Δεν χρειάζονται κενά λόγια και παράλογες θεωρίες. Αυτά είναι χάσιμο χρόνου. Επιπλέον, μας μπερδεύουν και δεν βοηθούν καθόλου το ηθικό μας...». 
Ο Σεχσουβάρ […] περιγράφει συγκλονιστικά την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όχι μόνο κατά τα είκοσι χρόνια που πήρε μέρος στην εξέλιξή της ως οπλοφόρος, αλλά όλο το κλίμα που οδήγησε σε αυτή την εξέλιξη. Το βιβλίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως εγχειρίδιο πολιτικής, για το πώς επηρεάζουν οι ξένες δυνάμεις ακόμα και ισχυρά κράτη.
Το πρώτο κεφάλαιο ξεκινάει αναφέροντας «1η ημέρα, πρωί» για να ολοκληρωθεί η αφήγηση την «16η μέρα, βράδυ». Δεκαέξι ημέρες παίρνει στον Σεχσουβάρ να καταγράψει είκοσι χρόνια πολυκύμαντης ιστορίας, δεκαέξι ημέρες γεμάτες αγωνία για καθεμία που ξημερώνει.
«Αλήθεια, τι είναι πατρίδα; Μήπως ένα κομμάτι γης, ατελείωτα πελάγη, βαθιές λίμνες, απόκρημνα βουνά, έφοροι κάμποι, καταπράσινα δάση [...] Πατρίδα είναι η στοργή της μητέρας, το λευκό στα μαλλιά του πατέρα, η πρώτη μας αγάπη, το παιδί μας που γεννιέται, οι τάφοι των προγόνων μας... Ο άνθρωπος που δεν έχει πατρίδα δεν έχει ζωή». Αυτό αναρωτιέται στο πρώτο κεφάλαιο για να επαναλάβει τον συλλογισμό στην τελευταία σελίδα. Μόνο που τότε φαίνεται να έχει ανακαλύψει την απάντηση στο ερώτημα. Το γεγονός ότι υπάρχει μια πατρίδα για τον καθένα. Και συνειδητοποιεί ποια είναι η δική του, στην οποία έχει πει ήδη «αντίο».
«Ένας σωρός από κτίρια στριμωγμένα ανάμεσα στη θάλασσα και στους λόφους. Ένα συνονθύλευμα εθνών και θρησκειών που ένιωθαν πάντοτε ανήσυχα. Άνθρωποι που τους κατέτρωγε διαρκώς το άγχος αφού ζούσαν διαρκώς υπό την απειλή μιας μελλοντικής μετακίνησης... Μια μικρή πόλη όπου οι κάτοικοι πάλευαν για την επιβίωση... Οι κάτοικοί της μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, πίστευαν σε διαφορετικές θρησκείες, όπου ο καθένας έκρυβε διαφορετικά ιδανικά στην καρδιά του... Ήταν η πόλη που είχε παίξει ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου. Εδώ είχα ανοίξει για πρώτη φορά τα μάτια μου, εδώ είχα γνωρίσει τη ζωή με τις καλές και τις κακές στιγμές της, και οφείλω να το παραδεχθώ, είχα ζήσει τις καλύτερες ημέρες της ζωής μου». Ταυτίζεσαι τόσο με τον ήρωα που ξεχνάς ότι είναι Τούρκος, ότι μιλάει για μια οθωμανική Θεσσαλονίκη, παραξενεύεσαι κάθε φορά που αναφέρει «έβγαλα το φέσι».
Η περιγραφή της πόλης που «είναι δική μας» από έναν Τούρκο ως δικιά του ίσως ξενίσει τον Έλληνα αναγνώστη. Όπως και η αναφορά ενός από τους ήρωες: «Ναι, πήρα μέρος στο κίνημα Εθνικής Αντίστασης. Πολέμησα στις μάχες που διεξήγαμε κατά των Ελλήνων... Βρισκόμουν μεταξύ των πρώτων τουρκικών μονάδων που εισήλθαν στη Σμύρνη».
Την ιστορία ο κάθε λαός τη βλέπει από τη δική του μεριά. «Η ενότητα του οθωμανικού κράτους τρίζει. Οι Έλληνες, οι Βούλγαροι, οι Ρουμάνοι, δηλαδή όλες οι μειονότητες, μιλούν για ανεξαρτησία και θέλουν να ιδρύσουν τα δικά τους κράτη. Ακόμη και ανάμεσα στους Εβραίους είναι διαδεδομένη αυτή η ιδέα. "Γιατί να μην ιδρυθεί ένα εβραϊκό κράτος στη Θεσσαλονίκη;" αναρωτιούνται. Αυτά είναι ζητήματα που συζητιούνται επί εκατό χρόνια αλλά δεν έχουν βρεθεί λύσεις κι έτσι έχουν γίνει πια γάγγραινα. Αντί να τα λύσουμε, καταφεύγουμε στη βία και την καταπίεση».
Ησυχάζει άραγε τη συνείδησή του το ότι κατά τις πολιτικές συζητήσεις που διεξήχθησαν στην Ιστανμπούλ ο ήρωας διαφώνησε με τον εκτοπισμό των Αρμενίων; «Είδες ποτέ στη ζωή σου χωριό που να μη ζει ούτε ένας κάτοικος; Έχεις ακούσεις εκείνη την, ηχηρή σε βαθμό να σχίζει τα τύμπανα των αυτιών σου, ησυχία; […] Η επίθεση του Χάρου από τις τέσσερις πλευρές του ορίζοντα στο ανθρώπινο γένος...»
Ahmet UmitΟ Σεχσουβάρ, δανειζόμενος την πένα του συγγραφέα, περιγράφει συγκλονιστικά την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όχι μόνο κατά τα είκοσι χρόνια που πήρε μέρος στην εξέλιξή της ως οπλοφόρος, αλλά όλο το κλίμα που οδήγησε σε αυτή την εξέλιξη. Το βιβλίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως εγχειρίδιο πολιτικής, για το πώς επηρεάζουν οι ξένες δυνάμεις ακόμα και ισχυρά κράτη, για στρατιωτικά και πολιτικά λάθη. «Αυτό που κατηύθυνε την πολιτική της χώρας σχετιζόταν περισσότερο με την ισχύ παρά με τη σωφροσύνη». Κι όμως αυτή που φαίνεται να έχει το πιο σωστό πολιτικό ένστικτο είναι η Εβραία Θεσσαλονικιά γιαγιά Παλόμα.
Το βιβλίο μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορικό μυθιστόρημα, μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτικό μυθιστόρημα, όμως κατά βάση αποτυπώνει μια σπαρακτική ιστορία έρωτα και αποτελεί έναν ύμνο στη φιλία. 
Αντίο, γλυκιά πατρίδα
Αχμέτ Ουμίτ
Μετάφραση: Θάνος Ζαράγκαλης
Πατάκης
683 σελ.
ISBN 978-960-16-6756-0
Τιμή: €19,90
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου