Το ενδιαφέρον της βουλγαρικής διανόησης για τη νεοελληνική πεζογραφία και ποίηση ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του 1940. Λόγω του πνεύματος της εποχής, η βουλγαρική διανόηση αρχικά προσανατολίζεται προς συγκεκριμένη πεζογραφία. Είναι αυτή η πεζογραφία που ασχολείται με θέματα της Κατοχής και της Αντίστασης στην Ελλάδα. Έτσι, πρωτοπαρουσιάζεται η αξιόλογη Ελληνίδα ποιήτρια και πεζογράφος Μέλπω Αξιώτη, η οποία στα έργα της ασχολείται επισταμένα με τις παραπάνω θεματικές. Τα έργα αυτά είναι: Ελλάδα – Κούνια μιας τραγωδίας (1947) και Εικοστός αιώνας (μυθιστόρημα, 1949), ενώ ακολουθεί ο Δημήτρης Χατζής, με το έργο του Μουργκάνα (1949).
Στις επόμενες δύο δεκαετίες, το ενδιαφέρον της βουλγαρικής διανόησης θα στραφεί και σε άλλα νεοελληνικά έργα και σε συγγραφείς, όπως οι:
1956: Τάσος Λειβαδίτης, «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», περιοδικό СЕПТЕМВРИ, Νο 4
1957: Νίκος Καζαντζάκης, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Narodna Kultura
1958: Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, Narodna Kultura
1958: Θέμος Κορνάρος, Στρατόπεδο του Χαϊδαριού, Narodna Kultura
1959: Μενέλαος Λουντέμης, Συννεφιάζει, Narodna Kultura
1959: Μενέλαος Λουντέμης, Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος, Narodna Kultura
1959: Κώστας Βάρναλης, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, Narodna Kultura
1959: Νίκος Καζαντζάκης, Καπετάν Μιχάλης, Narodna Kultura
1962: Εμμανουήλ Ροΐδης, Η πάπισσα Ιωάννα, Narodna Kultura
1963: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα, Narodna Kultura
1963: Δημήτρης Χατζής, Η φωτιά, Narodna Kultura
1965: Γιώργος Θεοτοκάς, «Οι σύγχρονοι Έλληνες», περιοδικό СЕПТЕМВРИ
1966: Μενέλαος Λουντέμης, Η φυλακή του κάτω κόσμου, Narodna Kultura
1967: Στρατής Δούκας, Ιστορία ενός αιχμαλώτου, Narodna Kultura
1968: Κώστας Βάρναλης, Οι δικτάτορες, εφημερίδα ОТЕЧЕСТВЕН ФРОНТ
1956: Τάσος Λειβαδίτης, «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», περιοδικό СЕПТЕМВРИ, Νο 4
1957: Νίκος Καζαντζάκης, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Narodna Kultura
1958: Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, Narodna Kultura
1958: Θέμος Κορνάρος, Στρατόπεδο του Χαϊδαριού, Narodna Kultura
1959: Μενέλαος Λουντέμης, Συννεφιάζει, Narodna Kultura
1959: Μενέλαος Λουντέμης, Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος, Narodna Kultura
1959: Κώστας Βάρναλης, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, Narodna Kultura
1959: Νίκος Καζαντζάκης, Καπετάν Μιχάλης, Narodna Kultura
1962: Εμμανουήλ Ροΐδης, Η πάπισσα Ιωάννα, Narodna Kultura
1963: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα, Narodna Kultura
1963: Δημήτρης Χατζής, Η φωτιά, Narodna Kultura
1965: Γιώργος Θεοτοκάς, «Οι σύγχρονοι Έλληνες», περιοδικό СЕПТЕМВРИ
1966: Μενέλαος Λουντέμης, Η φυλακή του κάτω κόσμου, Narodna Kultura
1967: Στρατής Δούκας, Ιστορία ενός αιχμαλώτου, Narodna Kultura
1968: Κώστας Βάρναλης, Οι δικτάτορες, εφημερίδα ОТЕЧЕСТВЕН ФРОНТ
Όπως βλέπουμε, στον τομέα των μεταφράσεων, της επιμέλειας και της παρουσίασης των νεοελληνικών έργων πρωτοστατεί ο εκδοτικός οίκος Narodna Kultura, ο οποίος εργάζεται σε αυτόν τον τομέα έως και τη δεκαετία του 1980. Επίσης, η εφημερίδα ОТЕЧЕСТВЕН ФРОНТ (Πατριωτικό Μέτωπο), και το περιοδικό СЕПТЕМВРИ ασχολούνται με τη νεοελληνική διηγηματογραφία για τέσσερις δεκαετίες. Ακούραστοι δε μεταφραστές και επιμελητές έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας παραμένουν, μεταξύ άλλων, οι Γκεόργκι Κριστόφ Κούφοφ, Στέφαν Γκέτσιεβ και Σάββας Αχιλλέα.
Αξίζει σε αυτό το σημείο να γίνει μια ιδιαίτερη αναφορά σε σχέση με τη δράση της Ωνασείου Βιβλιοθήκης σε ένα σημαντικό πλαίσιο, το οποίο εκτείνεται από τον Διαφωτισμό έως και το Αρχείο Καβάφη: Σαν μια μικρογραφία ερευνητικού εργαστηρίου διεθνών αξιώσεων, η Ωνάσειος Βιβλιοθήκη θησαυρίζει συγγράμματα από την περίοδο της Αναγέννησης και του Νεοελληνικού Διαφωτισμού έως την εποχή του Κωνσταντίνου Καβάφη. Το Ίδρυμα Ωνάση, άλλωστε, απέκτησε το Αρχείο Καβάφη το 2012, εξασφαλίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την παραμονή του στην Ελλάδα, ώστε να αποφευχθεί ενδεχόμενος κατακερματισμός του. Αποστολή του Ιδρύματος είναι η προστασία του φυσικού αρχείου, η δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών ώστε να είναι ανοιχτό και προσβάσιμο σε ερευνητές και κοινό, καθώς και η διάδοση του έργου και του διεθνούς χαρακτήρα της ποίησης του Κ. Π. Καβάφη. Το Αρχείο εντάσσεται στην Ωνάσειο Βιβλιοθήκη, η οποία θησαυρίζει δύο ακόμη μεγάλες συλλογές βιβλίων: την Ελληνική Βιβλιοθήκη (πρώην συλλογή Κ. Στάικου) και την Περιηγητική Συλλογή. Από την περίοδο 2016-17, οι πόρτες της άνοιξαν για το ευρύ κοινό, καθώς πραγματοποιούνται εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά και ενήλικες, ερευνητές και άτομα με αναπηρία. Η Ωνάσειος Βιβλιοθήκη διαθέτει 110.000 ψηφιοποιημένα τεκμήρια και δύο ψηφιακές εφαρμογές για web/tablet/smartphone που διατίθενται ελεύθερα.
Και για να εισέλθουμε στο θέμα μας, το οποίο ορίζεται ως «Στέφαν Γκέτσιεβ – Κωνσταντίνος Καβάφης: Μια "πρώτη" γνωριμία», αξίζει να σημειώσουμε, προκαταβολικά, ότι το κατεξοχήν πρόσωπο που έκανε γνωστή την ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη στη βουλγαρική διανόηση και στο βουλγαρικό κοινό είναι ο σπουδαίος Βούλγαρος μεταφραστής Στέφαν Γκέτσιεβ, ο οποίος πρωτοεμφανίζεται το 1960 με τη μετάφραση του ποιήματος «Ιθάκη» («Итака»).
Το ενδιαφέρον του Γκέτσιεβ για τον Καβάφη θα συνεχισθεί αμείωτο σε όλη τη μεταφραστική πορεία του, ενώ ταυτόχρονα θα υπάρξουν και άλλοι Βούλγαροι, αξιόλογοι μεταφραστές, οι οποίοι θα ασχοληθούν με την ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη, παρουσιάζοντας κείμενά του σε διάφορες βουλγαρικές ανθολογίες, εφημερίδες και περιοδικά.
Ο Στέφαν Γκέτσιεβ, το 1938, βρίσκεται στην Αθήνα. Σε μια συνάντησή του με τον σπουδαίο επίσης ποιητή Κώστα Βάρναλη, εκφράζει την επιθυμία του να ασχοληθεί και να γνωρίσει τη «νεοελληνική» ποίηση. Ο Βάρναλης του ανταπαντά πως καλό θα ήταν να ασχοληθεί με τη «σύγχρονη» νεοελληνική ποίηση και, ως εκ τούτου, του προτείνει τον Κωνσταντίνο Καβάφη –που είχε φύγει από τη ζωή πριν από πέντε χρόνια– και τον Γιώργο Σεφέρη. Ο Γκέτσιεβ καταλήγει στον Κωνσταντίνο Καβάφη, και από εδώ και στο εξής αναζητά ποιήματά του.
Ας παραθέσουμε στο σημείο αυτό τα λόγια του ίδιου του Στέφαν Γκέτσιεβ για την ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη:
«Όσο περισσότερο διάβαζα αυτή την ποίηση, τόσο περισσότερο ένιωθα και έναν αυξάνοντα θαυμασμό. Όχι τον θαυμασμό που προκαλεί η συναισθηματική ποίηση, οι εξαίσιες μεταφορές, συνδεμένες με τα βιώματα της καρδιάς. Αλλά τον θαυμασμό και τον σεβασμό που νιώθει κανείς, όταν ανακαλύψει κάποιο βαθύ και σοφό πολιτισμό… Από τη συχνή ανάγνωση είχα μάθει πια κάμποσα ποιήματά του απ’ έξω… Εγώ διορθώνω συχνά τις μεταφράσεις μου. Νομίζω πως αυτή, η πρώτη [μετάφραση], είναι από τις ελάχιστες μεταφράσεις μου που ποτέ δεν έχω διορθώσει».
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Καβάφης ως ποιητής ελάχιστα ήταν τότε [το 1938] γνωστός στο αθηναϊκό κοινό, και οι κύκλοι που τον γνώριζαν ήταν αρκετά περιορισμένοι. Πέρα από μερικά διάσπαρτα χειρόγραφα του ποιητή, τα μόνα βιβλία που κυκλοφορούσαν τότε στην Ελλάδα ήταν μόνον δύο: Το πρώτο είχε εκδοθεί το 1933 στην Αθήνα, από τον Τίτο Μαλάνο, και είχε τον τίτλο Ο ποιητής Κ. Π. Καβάφης – Ο άνθρωπος και το έργο του (Γκοβόστης), και το δεύτερο, το 1935, είχε εκδοθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από τον εκδοτικό οίκο Αλεξανδρινή Τέχνη, με φιλολογική επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου και με τίτλο Κ. Π. Καβάφης – Ποιήματα.
Αναφέρουμε ενδεικτικά εδώ πως το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη στην Ελλάδα θα έχει μια πλέον ολοκληρωμένη –σχετική– εκδοτική παρουσία, το έτος 1963, όταν ο Γεώργιος Π. Σαββίδης θα παρουσιάσει τα Ποιήματά του (Ίκαρος) και ο Γιώργος Παπουτσάκης τα Πεζά του (Φέξης), ενώ θα ακολουθήσουν πολλαπλές εκδόσεις στη συνέχεια.
Και για να επανέλθουμε στο θέμα μας, σχετικά με τη σχέση του Στέφαν Γκέτσιεβ και του Κωνσταντίνου Καβάφη, θα θέσουμε απλά το ερώτημα: Ποια έκδοση του Κωνσταντίνου Καβάφη έχει υπόψη του ο Στέφαν Γκέτσιεβ, το 1938, την οποία και συμβουλεύεται, προκειμένου να «γνωρίσει», δηλαδή να μελετήσει, τον ποιητή;
Σαφώς ο ίδιος θα αναζήτησε και τις δύο πρώτες εκδόσεις, την αθηναϊκή και την αλεξανδρινή, οι οποίες και θα κυκλοφορούσαν στους ιδιαίτερους και «προβληματισμένους» φιλολογικούς- λογοτεχνικούς κύκλους της αθηναϊκής πρωτεύουσας, δηλαδή σε αυτούς τους κύκλους που αναζητούσαν τη «διαφορετικότητα», και την οποία «διαφορετικότητα» και «μοναδικότητα» εξέφραζε και εκφράζει η ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Μετά από δεκαπεντάχρονη απουσία του Στέφαν Γκέτσιεβ στη Βουλγαρία, επιστρέφει το 1950 και το 1957 αρχίζει την προετοιμασία της πρώτης ανθολογίας της ελληνικής ποίησης. Το 1963, μαζί με άλλους, εκδίδουν με αφορμή την εκατονταετηρίδα της γέννησης του Καβάφη ένα βιβλίο με επιλογή ποιημάτων του, σε μετάφραση, έκδοση η οποία θα έχει μια πολύ σοβαρή επίδραση στη νέα τότε γενιά των Βούλγαρων ποιητών. Έτσι, ο Κ. Π. Καβάφης θα έχει περισσότερες από 75 μνημονεύσεις (βιογραφικά στοιχεία, ποίηση) σε διάφορα λογοτεχνικά, κοινωνικά, ακόμη και επιστημονικά περιοδικά, και θα γίνει στην πορεία, κατά τον Στέφαν Γκέτσιεβ «μέρος του εθνικού πολιτισμού της Βουλγαρίας».
Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να μεταφέρω τα λόγια του, τα οποία και εκφράζουν, με απλό και άμεσο τρόπο, τη συναισθηματική του φόρτιση και συγκίνηση όταν ο ίδιος, το 1960, είχε μεταφράσει στα βουλγαρικά το πρώτο ποίημα του Καβάφη. Μας λέει λοιπόν ο ίδιος:
«Μια νύχτα ξύπνησα ξαφνικά, άναψα τη λάμπα, πήρα το μολύβι, και επειδή δεν βρήκα χαρτί, έσκισα έναν μεγάλο φάκελο που βρήκα και με μια ανάσα έγραψα κάτι. Αμέσως μετά ξανακοιμήθηκα. Την άλλη μέρα θυμήθηκα το σεληνιακό βίωμά μου και κοίταξα τον φάκελο: είχα γράψει τη βουλγαρική μετάφραση του ποιήματος “Ιθάκη”...».
Η δρ Ελένη Κουρμαντζή είναι επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Βελίκο Τύρνοβο «Άγιος Κύριλλος & Άγιος Μεθόδιος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου