Ο Θοδωρής Γκόνης είναι ένας πολυτάλαντος δημιουργός: ποιητής, πεζογράφος, ηθοποιός, σκηνοθέτης, στιχουργός, άρα άνθρωπος προικισμένος με τα εφόδια της Τέχνης, άρα άτομο που σε κάθε του εμφάνιση σε οποιονδήποτε τομέα κάνει τη διαφορά, όχι τόσο από άποψη ποσότητας, αλλά το αντίθετο, από άποψη ποιότητας, η οποία συμπυκνούται στην ψίχα όπως του αμύγδαλου ή του καρυδιού, τόσο πολύτιμη είναι όσο και αυτή των καρπών της φύσης.
Έτσι και εδώ, στα τελευταία του διηγήματα(;), μέσα σε μιάμιση σελίδα το πολύ μιλά με ποιητικούς όρους για όλα: για τον έρωτα, για την αγάπη, για τη ζωή και τον θάνατο, για το ποδόσφαιρο (μεγάλη του αδυναμία), για την ψυχαγωγία, για ήρωες παραμυθιών, μυθιστορημάτων, κινηματογραφικών ταινιών, μέχρι και για τους διανομείς, τα παιδιά που αφήνουν στα σπίτια μας δέματα και γράμματα, τους κούριερ με δυο λόγια, για τον τόπο γέννησης, τον τόπο εργασίας, τη χαρτογράφηση της πατρίδας μας, όρη, ποτάμια, λεωφορεία των ΚΤΕΛ, για τα πάμπολλα ερεθίσματα που τον έχουν σημαδέψει στη διάρκεια μιας πορείας καλλιτεχνικής που λαμβάνει χώρα εδώ και πολλά χρόνια τώρα, ούτως ώστε να θεωρείται ένας έμπειρος, πλέον, συγγραφέας. Μέσα σε μιάμιση σελίδα, όπως είπαμε, ο Γκόνης κρατά ό,τι του χρησιμεύει στο να δημιουργήσει ένα πεζογραφικά σύντομο, ένα πεζολογικό αεράκι, μια καλοκαιρινή δροσούλα, ένα χειμωνιάτικο τζάκι, ένα λογοτεχνικό στίγμα, μια καταγγελία, μια διεγερτική επίκληση. Η ατμόσφαιρα δεν προλαβαίνει να παίξει ρόλο, ως κατάσταση να συγκινήσει περισσότερο ή λιγότερο απ’ την εικόνα που οι λέξεις σαν (όπως λέγαμε παλιά) καρφιά σε σταυρό λειτουργούν, όπως μια ζωγραφιά ή φωτογραφία, όπως όλα τα αισθήματα, είτε αυτά προέρχονται από τον δημιουργό είτε όχι, χωρίς να έχουν δύναμη ή το αντίθετο.
Το ποιητικότατο, όχι μόνο λόγω φιλοσοφίας, ύφος, πραγματικά εκπληκτικό, παραπέμπει σε σχεδόν θρησκευτικής προσέλκυσης έκσταση, παιγνιώδες αλλά και υπεύθυνο για λύπη, χιουμοριστικό και παράλληλα σοβαρό όσο δεν περιμένει κανείς, με δυο λόγια χαρακτηριστικό της δουλειάς του Γκόνη από τα πρώτα του έργα, όπου με φόντο αποκαλυπτικό και συγκινησιακό εξυμνούσε θαύματα φθαρμένα αλλά πάντα παλλόμενα. Το ύφος των πεζών του Γκόνη αποπνέει ήθος και ηθική γραφής, δεν προσποιείται για να πετύχει, πετυχαίνει γιατί είναι γνήσιο, και είναι γνήσιο γιατί εμπεριέχει έναν αλλιώτικο τρόπο, όχι μόνο στη ζωή μέσα στην Τέχνη, αλλά και στη ζωή μέσα στην κοινωνία, έτσι άμεμπτος, αγνός και πάνω απ' όλα καλοδεχούμενος (αυτό το τελευταίο δεν έχει μόνο συμβολικό αλλά και πραγματικό χαρακτήρα, αφού όλοι εδώ στην πρωτεύουσα τον περιμένουμε να κατέβει, απ' την άλλη άκρη της χώρας μας όπου ζει και εργάζεται). Η γλώσσα παραπέμπει σε κέντημα φιλοτεχνημένο από έμπειρη κεντήστρα. Απλή, απέριττη, σίγουρη, φορτισμένη όταν οι συνθήκες το απαιτούν με λογοτεχνικά στολίδια, χτίζεται με λέξεις παράξενες, αλλά οικείες (όταν μια λέξη χάσει τον προσανατολισμό της κινδυνεύει ολόκληρο το οικοδόμημα, κάτι όμως που παρά τους φόβους μας δεν συμβαίνει ποτέ), λιτή και κατανοητή, έτοιμη να κερδίσει τη συμπαράσταση του αναγνώστη, ο οποίος πέφτει εντελώς σε αυτή την παγίδα που του στήνει ο συγγραφέας, όχι για να τον εγκλωβίσει αλλά για να τον μαγέψει. Η γλώσσα των πεζών του Γκόνη αποπνέει φρεσκάδα και μοναξιά, αγαπητιλίκι αλλά και απώλεια, ταξίδια αλλά και φυτεμένα για πάντα δέντρα στα ίδια τετραγωνικά, λάμψη αλλά και σκοτάδι, είναι πανσέληνος αλλά και χειμωνιάτικο σκοτεινό βράδυ, είναι μινιμαλιστική και ανισόπεδη, δουλεύεται ως μικρή φόρμα εξαντλώντας μικρά αλλά και μεγάλα γεγονότα, συμβάντα και καταστάσεις που έλαβαν χώρα και στο υποσυνείδητο αλλά και σε βιωμένη έξαψη συγγραφική. Η γλώσσα του Γκόνη, όσο και αν διχάζεται, όσο και αν εμπνέεται ως χαρακτήρας ποιητικός, η ουσία είναι πως δεν χάνει την επιθυμητή της καθαρότητα, είναι καλυμμένη από υλικά τέτοια που η συγκεκριμένη τέχνη χρειάζεται.
Το ύφος των πεζών του Γκόνη αποπνέει ήθος και ηθική γραφής, δεν προσποιείται για να πετύχει, πετυχαίνει γιατί είναι γνήσιο, και είναι γνήσιο γιατί εμπεριέχει έναν αλλιώτικο τρόπο, όχι μόνο στη ζωή μέσα στην Τέχνη, αλλά και στη ζωή μέσα στην κοινωνία, έτσι άμεμπτος, αγνός και πάνω απ' όλα καλοδεχούμενος.
Για τα θέματα που επεξεργάζεται το βιβλίο του Θοδωρή Γκόνη μιλήσαμε παραπάνω, το μόνο που έχουμε να προσθέσουμε ακόμα είναι ότι όλα μπορούν να θεωρηθούν ρεαλιστικά, όλα μπορούν να ιδωθούν ως πραγματιστικά, όλα μπορούν να διαβαστούν ως αληθινά (παρά το γκροτέσκο, πολλές φορές, φινάλε τους), όλα μπορούν να αφομοιωθούν ως εσχατιές. Με αυτή τη λογική, ο Γκόνης δεν επιθυμεί να γράψει εποποιία, να καταγράψει μυθιστορία, να παραθέσει πολυσέλιδο μυθιστόρημα (αν είναι δυνατόν με ιστορικό περιεχόμενο, τόσο συνηθισμένο στις μέρες μας), να ιστορήσει τραγουδώντας, αλλά το αντίθετο – γράφει για να μας κάνει συμμέτοχους στο απλό και ταπεινό, στο καθημερινό και βιωμένο (αυτό που ο ποιητής Μανώλης Αναγνωστάκης θεωρούσε το ακριβότερο στοιχείο της Τέχνης).
Άρα, και καθώς πλησιάζουμε προς το πέρας αυτού εδώ του κειμένου για ένα βιβλίο που κυριολεκτικώς μας αναστάτωσε με τη δύναμη του λόγου, τη σταθερότητα των λέξεων, το άψογο στήσιμο, τη γλωσσική υπερεπάρκεια και την εκφραστική μαεστρία, άλλο δεν έχουμε να προσθέσουμε πέραν του γεγονότος ότι σε εποχές ισοπεδωμένες, σε ήθη καθόλου χρηστά, σε μέρες που το μόνο που επικρατεί είναι το οικονομικό όφελος, σε καιρούς ιντερνετικούς, έρχονται κάποια έργα που και την προσοχή μάς κλέβουν, και την ψυχή μάς παίρνουν, και μας σηκώνουν στα σύννεφα όπου ισορροπούμε και, τέλος, μας κάνουν εμφανές ότι οι γνήσιοι πεζογράφοι όχι μόνο δεν εξέλειπαν αλλά βρίσκονται πλάι μας έτοιμοι να μας οδηγήσουν σε επίπεδα συγκινησιακά και αισθητικά, σε πλαίσια ανοιχτά, σε κάθε είδους νεωτερικότητα, παρελθοντολογική, παροντική και μελλοντική.
Εφτά λευκά πουκάμισα
Θοδωρής Γκόνης
Άγρα
112 σελ.
ISBN 978-960-505-296-6
Τιμή: €10,90
Θοδωρής Γκόνης
Άγρα
112 σελ.
ISBN 978-960-505-296-6
Τιμή: €10,90
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου