Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

«Στο Καραβάν Σεράι» της Νατάσας Ζαχαροπούλου

Ταξίδευαν ώρες και ώρες διασχίζοντας την έρημο. Μια συνηθισμένη μέρα: άπνοια, ανελέητο λιοπύρι, που άναβε σπινθήρες σε κάποια παράταιρα για εδώ λευκά, γυαλιστερά λιθαράκια, αλλού αποξήραινε ακόμη περισσότερο τους χοντρούς σβόλους του χώματος, παραδόξως σμίγοντάς τους – αγκωνάρια ή πέτρες που, μετά στοιχειώδη επεξεργασία, ήσαν έτοιμες για λιθοδομή. Τα χιλιόμετρα φεύγαν με δυσκολία. Χρειαζόταν υπομονή, κάτι ιδιαίτερα δύσκολο ή άγνωστο σε κάποιους από τους ταξιδιώτες, κυρίως σ’ εκείνους που καθημερινά με βουλιμία, ωστόσο επί ματαίω, αναζητούν το καινούριο.
Αίφνης, κι ενώ η πόλη στην όαση ήταν τόσο κοντά που φαίνονταν ως και τα χαλιά σ’ ορισμένες ταράτσες, έπιασε τρελός νοτιάς. Σηκώθηκε από το πουθενά˙ δυνατός, άγριος, έλιωνε κόκκαλα˙ ξέστρωνε την έρημο με βία, σοδιάζοντάς τη μέσα, γύρω από το Ισφαχάν. Με τον ίδιο τρόπο σήκωσε στα μπράτσα του κι αυτούς, το τελευταίο καραβάνι, τους έσπρωχνε προς τη μεγάλη μεσαιωνική νοτιοανατολική πύλη. Η ατμόσφαιρα πηχτό γεώδες κίτρινο, σχεδόν σκοτεινό μουσταρδί, εξόν από μιαν αλικοφούξια λωρίδα –όμοια με την από ακατέργαστο μετάξι μαντίλα μιας συνταξιδιώτισσας–, εκεί στα δυτικά, πάνω από τη μακριά οροσειρά του Ζάγγρου, όπου είχε αρχίσει πια να γέρνει ο ήλιος.
Έφτασαν με απερίγραπτη δυσκολία στο καραβάν σεράι που θα κατέλυαν. Ο Μελχιώρ, ο οδηγός, τους έσπρωχνε ν’ αποβιβαστούν, να διαβούν όσο πιο γρήγορα την κεντρική είσοδο. Ωστόσο, η πυκνή άμμος, αν και γυναίκες-άντρες είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους, ακόμη και τα μάτια, με τις νικάμπ, εισχωρούσε από τους πόρους, γέμιζε τα πνευμόνια πνίγοντάς τους, σ’ ένα δυο λεπτά προλάβαινε να τους θάψει ζωντανούς, με τον ίδιο τρόπο όπως η ζωή χωρίς αγάπη.
Παρόλο που η αίθουσα υποδοχής ήταν τεράστια, στριμώχτηκαν όπως όπως ανάμεσα σε μικρά ή μεγαλύτερα μπουλούκια άλλων νεοφερμένων και ήδη διαμενόντων. Άμαθοι σε τέτοιες συνθήκες, πανικόβλητοι, αμήχανοι˙ τα χαρακτηριστικά των προσώπων πέτρινα. Το ηλεκτρικό κομμένο. Ζέστη που έσταζε νερό. Τι ήταν εδώ; Για πού το ταξίδι και πού είχαν έρθει; Ίσα που το προσωπικό πρόλαβε κι άναψε, δώθε κείθε, μερικά κεριά. Δεν βγάζαν άχνα. Ο Μελχιώρ ήρεμος. Κάτι περίμενε; Κοίταξε επίμονα εκείνη τη συνταξιδιώτισσα, κι ύστερα κάπου ψηλά…
Τα ταβάνια, οι σκάλες, οι πανύψηλοι τοίχοι της κοινής αίθουσας, όλα κοσμημένα με περίτεχνα, ανάγλυφα, γεωμετρικά σχέδια, η απόλυτη συμμετρία των οποίων τα διχοτομούσε με τέτοιο τρόπο ώστε οι πλευρές να καθρεφτίζονται η μια στην άλλη. Επιπλέον, η προσθήκη ψηφίδων από κάτοπτρα στα ζωγραφιστά μοτίβα των λουλουδιών, στις γλυπτές γιρλάντες, δημιουργούσε αλλεπάλληλες αντανακλάσεις, δίνοντας την εντύπωση ότι βρίσκεσαι εντός καλειδοσκοπίου.
Αίφνης, στην παράδοξη συγκυρία, κι ενώ οι πάντες, ως και οι ψηλόλιγνες φλόγες, ακινητούσαν, αντικατοπτρισμοί απροσδόκητων κινήσεων: υπόφαιες τολύπες καπνού, πυκνωμένοι γκρίζοι αχνοί, που αρχικά διαγράφονταν αβέβαια και σιγά σιγά ξεχώριζαν, έμοιαζαν απτά, συμπαγή σώματα˙ οι παρουσίες τους πλήθαιναν, εντείνονταν.
Στην απόλυτη ησυχία όπου ακουγόταν και το πιο αμυδρό θρόισμα, το περιστασιακά ήπιο τσιτσίρισμα από τα φιτίλια των μεγάλων κεριών, ο ήχος από το ρολόγι, που αρχικώς αργά και με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα, προοδευτικά, βυθιζόταν στον Χρόνο, έδινε ρυθμό στον χορό τους: αργός, επιταχυνόμενος, ασυγκράτητος, αλλοπρόσαλλος, μανικός. Χορός σκιών: ψεύδος, υποκρισία, φθόνος, μνησικακία, ζήλια, μοχθηρία, δολιότης. Η σκιά εκείνης; Πού ήταν η δική της; Πόλεμος. Μπορούσε να σωριαστεί η οροφή, το καραβάν σεράι να γκρεμιστεί συθέμελα!
Απροσδόκητα οι ψηφίδες στις σκάλες, την οροφή, τους τοίχους πλημμύρισαν, αντικαθρέφτισαν πυρρό! Καθώς εκείνη πήρε βαθιάν ανάσα, υψώθη, ανέμισε η λαμπερή χιτζάμπ της, αναπετάρισε γύρω, πάνω, ανάμεσα στις σκιές συνταράσσοντας, διασπείροντας, κατευνάζοντάς τες. Ησύχασαν με τον τρόπο που η αγάπη μονάχα μπορεί να ησυχάζει.
Εκείνη η γυναίκα… Ήξερε κανείς, αλήθεια, ποια στ’ αλήθεια ήταν; Η ίδια; Ωστόσο, αυτή της η δύναμη, η γοητεία, η σαγήνη!
Α υ τ ή! Ναι! Α υ τ ή μονάχα μπορεί να ήταν! Να είναι!
Αίφνης, όπως απροειδοποίητα κόπηκε, το ίδιο απρόσμενα ξανάρθε το ρεύμα· ο τρελός νοτιάς κόπασε, η ιπτάμενη άμμος μεμιάς κατακάθισε. Η κοινή αίθουσα άδειασε. Κόσμος σκόρπισε στους κήπους με τα σιντριβάνια, την κρήνη, στο τσαϊχανέ, τα μαγαζιά, ο οδηγός υπέδειξε σε καθέναν τον οντά του. Η κοκκινοφούξια λωρίδα του μουχρώματος εκεί στη δύση, πάνω από την οροσειρά του Ζάγγρου, ξάπλωσε, σκεπάστηκε με τον έναστρο ουρανό. 
Νατάσα Ζαχαροπούλου γεννήθηκε στη Λιβαδειά Βοιωτίας και σπούδασε Δημοσιογραφία. Βιβλία της που έχουν εκδοθεί: Να σ’ έχω, ποιήματα, 1995 (Λύχνος), Κι ας με ταξιδεύεις όπου, διηγήματα, 1995 (Λύχνος), Ίχνος κραγιόν η νύχτα, μυθιστόρημα, 1996 (Ανατολικός), Όπου ορίζει το φιλί, διηγήματα, 1999 (Ανατολικός), Ατμός, ποιήματα, 2008 (Ανατολικός), Η ζωή είναι εδώ, μυθιστόρημα, 2009 (Ανατολικός), Ρέικι, Η ατραπός της καρδιάς, 2009 (Ανατολικός), 2η έκδοση: Σεπτέμβριος 2010, Πρόσωπα στο νερό, 2013, μυθιστόρημα. Δημοσιεύσεις σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά: Βακχικόν, Στιχοδρόμιο, Σοδειά, Φιλοσοφία και Παιδείαέντυπο και ηλεκτρονικό ΦρέαρΣτέπα κ.α.
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου