Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά Θεοφόροι και δαιμονοφόροι που θα κυκλοφορήσει στα τέλη Μαρτίου από τις εκδόσεις Αρμός.
Ποτέ δέν ἐννόησα τήν προθυμία τοῦ ἀδελφοῦ μου Λουκᾶ νά φοιτήσει στήν Ἀθωνιάδα σχολή. Μοῦ τό εἶχε προτείνει κι ἐμένα ὁ πατέρας, ἀλλά μολονότι τόν ἀγαποῦσα καί τόν σεβόμουν, αὐτή τήν χάρη δέν θά τήν ἔκανα ποτέ.
Στήν ἀρχή πίστευα πώς στήν ἀπόφασή μου συνηγοροῦσαν ἰδεολογικοί λόγοι: δέν θρἠσκευα κι ἑπομένως ἐκεῖνος ὁ χῶρος, πού καταύγαζε πίστη καί ἱερό δέος, δέν μοῦ ταίριαζε. Ἀργότερα κατάλαβα πώς οἱ λόγοι τῆς ἄρνησής μου ἦταν βαθύτεροι...
Ἀρχικῶς δέν θά μποροῦσα νά ἐγκαταλείψω τήν μικρότερή μας ἀδελφή Μαριάννα, ἡ ὁποία στερημένη ἀπό τήν μητρική φροντίδα, ὑποδυόταν τήν μητέρα. Ἤμασταν διαρκῶς μαζί σάν σιαμαῖοι ἤ μᾶλλον ἔγινε ἡ σκιά πού μέ ἀκολουθοῦσε ἀλλά καί μέ στοίχειωνε. Τό αἴσθημά μας ἦταν βαθύ, ἴσως γιατί εἶχε ἀνθίσει στά βαλτονέρια τῆς ὀρφάνειας καί τῆς ἔλλειψης. Ὅταν ἤμασταν μικρά παίζαμε διάφορους συγγενικούς ρόλους ἀλλά ποτέ τόν πραγματικό μας. Στήν γειτονιά βλέποντας τήν ἀγάπη καί τήν φροντίδα πού ὑπῆρχε μεταξύ μας, μᾶς ἀποκαλοῦσαν μέ τά ὀνόματα ἑνός παλαιοῦ ζεύγους, νεκροῦ τώρα, πού εἶχε ἀγαπηθεῖ καί ἐνωθεῖ παντοτινά.
Στήν ἀρχή δέν μέ πείραζε αὐτή ἡ σύγκριση, μέχρι τήν ἐφηβεία πού ἔμαθα τί ἀκριβῶς συμβαἰνει ἀνάμεσα στό ἀνδρόγυνο, τήν πράξη πού γίνεται, κι αἰσθάνθηκα ἀναδρομικῶς θιγμένος καί ντροπιασμένος. Ἔτσι ἀπέφευγα τήν ἀδελφή μου μέ διακριτικότητα πρῶτα, μέ φωνές καί προσβολές ἀργότερα. Δέν ξέρω τί καταλάβαινε ἐκείνη καί πῶς ἐρμήνευε τήν συμπεριφορά μου, τόσο στοργική ἄλλοτε καί τόσο βάναυση τώρα, ἀλλά δέν μέ ἐνδιέφερε καθόλου. Ἔπρεπε νά προφυλαχθῶ ἀπό τό στοίχειωμα ἐκείνου τοῦ νεκροῦ καί ἀγνώστου ζεύγους. Ἕπρεπε νά σωθῶ καί νά σώσω τήν Μαριάννα. Μέ κυρίευε ὅμως καί μία σαρκοβόρα ἐνοχή στήν σκέψη πώς ἡ ἀδελφή μου ἦταν ἀμέτοχη στίς ψυχικές μου ταλαντεύσεις.
Στήν ἀρχή δέν μέ πείραζε αὐτή ἡ σύγκριση, μέχρι τήν ἐφηβεία πού ἔμαθα τί ἀκριβῶς συμβαἰνει ἀνάμεσα στό ἀνδρόγυνο, τήν πράξη πού γίνεται, κι αἰσθάνθηκα ἀναδρομικῶς θιγμένος καί ντροπιασμένος. Ἔτσι ἀπέφευγα τήν ἀδελφή μου μέ διακριτικότητα πρῶτα, μέ φωνές καί προσβολές ἀργότερα. Δέν ξέρω τί καταλάβαινε ἐκείνη καί πῶς ἐρμήνευε τήν συμπεριφορά μου, τόσο στοργική ἄλλοτε καί τόσο βάναυση τώρα, ἀλλά δέν μέ ἐνδιέφερε καθόλου. Ἔπρεπε νά προφυλαχθῶ ἀπό τό στοίχειωμα ἐκείνου τοῦ νεκροῦ καί ἀγνώστου ζεύγους. Ἕπρεπε νά σωθῶ καί νά σώσω τήν Μαριάννα. Μέ κυρίευε ὅμως καί μία σαρκοβόρα ἐνοχή στήν σκέψη πώς ἡ ἀδελφή μου ἦταν ἀμέτοχη στίς ψυχικές μου ταλαντεύσεις.
Ἡ ἠθελημένη μου ἀποστροφή πρός τήν ἀδελφή μου παρέσυρε κι ὅλο τό γυναικεῖο εἶδος, τό ὁποῖο θεωροῦσα κατώτερο τοῦ ἀνδρικοῦ. Στόλιζα τήν γυναίκα μέ κάθε εἴδους χλευαστικά καί ὑβριστικά ἐπίθετα, πού μάλιστα τά ἐξωτερίκευα μπροστά στήν Μαριάννα, μέχρι πού κάποτε ἐκείνη ἐκστομίζοντας τήν μοιραία φράση, «εἶσαι μισογύνης», μέ τόσο περιφρονητικό τόνο, μέ ἀνάγκασε νά σταματήσω. Ἦταν σάν νά τόνιζε κάποια λανθάνουσα ἀνικανότητα ἤ ροπή ὁμοφυλοφυλίας. Ὄχι ποτέ δέν ἔνιωσα ἕλξη γιά τό ὁμόφυλο, οὔτε καί ἀποστροφή. Ἤμουν τόσο οὐδέτερος σάν νά μήν ὑπῆρχε στόν κόσμο αὐτό τό εἶδος. Γιά τήν ἀνικανότητα ἴσως, δέν ξέρω, μπορεῖ καί νά ὑπῆρχε, ἄν αὐτό σήμαινε πώς φοβόμουν νά πλησιάσω ἐρωτικῶς μιά γυναίκα. Ἤμουν ὁλοπάρθενος στό σῶμα, ἀκόμη καί στήν ἡλικία πού ἄλλοι ἄνδρες εἶχαν ἐρωτευθεῖ ἤ νυμφευθεῖ, ὅλοι σχεδόν οἱ ἄνδρες, ὅπως καί ὁ «ἅγιος» ἀδελφός μου, ἐγώ ἤμουν παρθένος στό σῶμα μέ τήν σκέψη μου νά ὀργιάζει σέ ἀνεξέλεγκτες καί ἀμαρτωλές φαντασιώσεις. Σκεφτόμουν διάφορες γυναῖκες, πλασμένες ἀπό ὄνειρο ἤ πραγματικότητα, ἀπό τίς ὡραῖες τοῦ κινηματογράφου μέχρι τίς ταξιθέτριες, καί ἄγνωστες ἀκόμη, μέ τίς ὁποῖες εἶχα σκηνοθετήσει ἔρωτες.
Ἄρχισα νά κλειδώνω τό δικό μου δωμάτιο πρός μεγάλη ἔκπληξη τοῦ πατέρα καί τῆς ἀδελφῆς, στήν ὁποία ρητῶς ἀπαγόρευσα νά πηγαίνει καί νά συγυρίζει. Ἑκεῖ καταχώνιαζα τά πάντα, ἀκόμη καί περιοδικά μέ ἄσεμνες σκηνές, τά ὁποῖα προμηθευόμουν ἀπό μακρινά περίπτερα, ὅταν δίδασκα σέ νυκτερινό Γυμνάσιο ὡς μαθηματικός. Ἔτσι στό κρεββάτι μου μαζί μέ τίς μαθηματικές ἐξισώσεις ὑπῆρχαν καί γυναικεῖες φωτογραφίες μέ στητά στήθη καί ἀγαλματένια ὀπίσθια.
Ἡ πραγματική ἔλλειψη τοῦ ἔρωτα ὅπλισε τό μυαλό μου μέ ὀξύτατες ψυχολογικές παρατηρήσεις, ἐνῶ οἱ φαντασιακοί ἐφήμεροι ἔρωτες μέ μετέτρεψαν σέ ἔμπειρο θεωρητικό τοῦ θέματος. Ὀξύνθηκε ἀκόμη ἡ ὄρασή μου παρατηρώντας λεπτομέρειες τοῦ γυναικείου σώματος, ἀκονίσθηκε ἐπίσης καί ἡ ὄσφρησή μου. Θυμήθηκα τώρα μιά μαθήτρια μου τῆς ὁποίας τό σῶμα ἀνέδυε τό φυσικό της ἄρωμα. Στεκόμουν δίπλα της στόν πίνακα νά εἰσπνεύσω τήν μυρωδιά της, ἐνῶ ἐκείνη, ἀδύναμη στά μαθηματικά, μέ κοίταζε μέ μάτια δαρμένου σκύλου. Ἀρκετές φορές τήν εἶχα χρησιμοποιήσει στίς φαντασιώσεις μου.
Δέν ἔφτανε μόνον πώς ἡ γειτονιά μᾶς εἶχε βαφτίσει μέ τά ὀνόματα τοῦ ἰδεώδους ζεύγους, ἀλλά καί στήν εὐρύτερή μας οἰκογένεια συνέβη τότε ἔνα περιστατικό, πού ἐνίσχυσε, πιστεύω, τίς ἀποφάσεις μου νά αὐτοπεριοριστῶ καί νά αὐτοεγκλεισθῶ.
Μιά συγγενής μας χρόνια ἐρωτευμένη μέ τόν πρῶτο της ἐξάδελφο δημιούργησε τό σκάνδαλο. Τά παιδιά αὐτά μεγάλωσαν μαζί, ἔπαιζαν μαζί, σπούδασαν μαζί καί ἐρωτεύθηκαν βαθύτατα. Οἱ οἰκογένειές τους κάτι κατάλαβαν-δυστυχῶς ἀκόμη καί οἱ μορφωμένοι γονεῖς ἀργοῦν νά καταλάβουν, διότι μπερδεύονται μέ τίς θεωρίες τους καί δέν βλέπουν τό προφανές, τό ὁλοφάνερο.
Ἔλεγαν πώς ἔμοιαζα μέ μουσειακό Κοῦρο, ἐνῶ τό κεφάλι μου ἦταν ὅμοιο μέ ἀρχαιοελληνικοῦ φιλοσόφου. Τό ψιθύριζαν στό νυκτερινό σχολεῖο, τό γνώριζα κι ἐγώ κι ἦμουν κρυφά ὑπερήφανος γιά τήν φυσιογνωμία μου. Κάποτε ἡ Μαριάννα εἶπε ἐκστατική,«πόσο ὄμορφος εἶσαι Ἀνέστη, δέν μοιάζεις μέ κανέναν ἀπό ἐμᾶς.»
Ἔφτιαξα μεθοδικά τό δικό μου ἐσωτερικό σύμπαν, ὅπου κυκλοφοροῦσα μέ τίς μαθηματικές μου ἀσκήσεις, τίς ἐρωτικές φαντασιώσεις, τόν αὐξημένο μέ τά χρόνια πατριωτισμό μου καί τήν ἀτέρμονη ἀγάπη μου γιά ὁτιδήποτε ἑλληνικό.
Στήν πραγματικότητα ἤμουν δειλός καί εὐγενής, καί κοκκίνιζα ἄθελά μου ὅταν ἄκουγα νά μιλοῦν οἱ συνάδελφοί μου γιά σωματικούς ἔρωτες. Συγχρόνως φοβόμουν μήπως καί ξεπρόβαλε ἡ σκοτεινή μου πλευρά. Γνώριζα πώς ὅσο πιό ἀθῶος φαίνεται κάποιος, τόσο πιό μαῦρο εἶναι τό ἀσυνείδητό του.
Ἡ σχέση μου λοιπόν μέ τήν ἀδελφή μου, ἡ πρωταρχική ἔλξη καί ἡ κατοπινή άποστροφή δημιούργησαν μέσα μου ἕναν γρῖφο, ἕναν γόρδιο δεσμό, πού ἔμελλε νά ἀγγιχθεῖ, ὄχι ὅμως καί νά ξεδυαλυθεῖ ἐντελῶς μέ τόν ἐρχομό τῆς Εὐρυδίκης. Ἤμουν χρόνια ἀνέραστος, ὅπως καί ἡ ἀδελφή μου, λές καί ἤμασταν ταγμένοι σέ ἕναν προσωπικό καί ἀδυσώπητο θεό. Στά ὑποθετικά αἱμομεικτικά μας αἰσθήματα τοῦ παρελθόντος δέν ὑπῆρξε ποτέ ἴχνος φαραωνικῆς ἔλξης. Ἴσως αὐτό νά εἶναι πιό τρομερό, γιατί ὁ,τι τρυπώνει καί κυριεύει τόν νοῦ, εἶναι παντοδύναμο. Σέ αὐτήν τήν κατάσταση μέ βρῆκε ἡ Εὐρυδίκη. Δέν μέ βρῆκε ξαφνικά, τήν γνώριζα ἀπό μικρή, ἀπό τά δεκαεπτά της χρόνια, ἦταν φίλη συγγενῶν μου καί ἐνίοτε τήν συναντοῦσα. Μέ ἐντυπωσίασε ἡ προσωπικότητα αὐτοῦ τοῦ κοριτσιοῦ, χωρίς νά μέ ἀπασχολεῖ ἐρωτικῶς. Ἡ φαντασία της, ἡ δημιουργικότητά της, τό ταλέντο της στήν συγγραφή καί τήν μελέτη.
Πέρασαν χρόνια ἀλλά ἰδού ἔνα παράδοξο τοῦ ἔρωτα: μπορεῖ νά γνωρίζεις κάποιον γιά χρόνια, νά τόν ἔχεις ταξινομήσει σέ κάποιο ἐπίπεδο τῆς σκέψης σου, νά μένει πολύ καιρό ἐκεῖ καρφιτσωμένος σάν πεταλούδα σέ συλλογή, καί μιά στιγμή (ἄχ αὐτή ἡ στιγμή) ἡ νεκρή πεταλούδα νά γίνεται ζωντανή ψυχή, νά δυναμώνει καί νά ὁρμᾶ μέ δύναμη στήν δική σου ψυχή. Ἔτσι συνέβη μέ τήν Εύρυδίκη. Καί προέκυψε νά μέ συγκινήσει βαθειά αὐτός ὁ γυναικεῖος τύπος, πού τό ὑπερεγώ μου ἀντιπαθοῦσε. Ἡ Εὐρυδίκη μέ τίς ἀντίθετες ἀπόψεις, τήν ἀνδρική ἀνεξαρτησία, τά τσιγάρα, τούς καφέδες, τήν συγγραφή, τό ψηλόλιγνο σῶμα, αὐτός ὁ τύπος τῆς αἰώνιας ἔφηβης, κυριάρχησε στό ἀσυνείδητό μου. Ἐρχόταν σάν σιγανή βροχή μέ τεράστιες στάλες, πού βαθμηδόν γινόταν κατακλυσμός, γνώστρια καί ἔμπειρη τοῦ πραγματικοῦ ἔρωτα, ἀφοῦ εἶχε γιά χρόνια ἔναν δεσμό, πού μολονότι φαινόταν σέ ὅλους ταιριαστός, διαλύθηκε σέ χίλια κομμάτια, ἀφήνοντάς την σάν τραυματισμένη ἀμαζόνα.
Στήν ἀρχή πανικοβλήθηκα μή δυνάμενος νά ἀντιμετωπίσω αὐτόν τόν σίφουνα, κρυβόμουν, ἔπαιζα μέ τά νεῦρα της αἰχμαλωτίζοντάς την στά θέλω καί στά μή θέλω, στίς καταφάσεις καί στίς ἀρνήσεις, γνώστης καί ἔμπειρος ἐνός έρωτικοῦ παιχνιδιοῦ, πού παιζόταν γιά χρόνια στήν φαντασία μου. Ἦμουν θορυβημένος, ξεχνοῦσα τά ἀντικείμενα, δέν πρόσεχα τά λόγια τῶν ἄλλων καί τά «σημαδάκια» πού βάζαμε μέ τήν ἀδελφή μου, μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα καί τόν γάμο τοῦ Λουκᾶ, πολλαπλασιάσθηκαν. Τώρα πού τό σπίτι εἶχε μείνει στούς δυό μας, ζούσαμε μέ ἐπιφύλαξη καί καχυποψία, βάζοντας «σημαδάκια» σέ διάφορα μέρη, πού ἡ παραμικρή μετακίνησή τους θά ἀποδείκνυε τήν παρουσία τρίτου προσώπου.Τό μόνον ἀδιάβατο σάν ἀπόρθητο φρούριο παρέμενε τό δωμάτιό μου, τό ὑπόλοιπο σπίτι ἦταν ἐπικίνδυνο νά ἀποκαλύψει κάποια ἐπίσκεψη. Ἔτσι οἱ πρῶτες μου ἐρωτικές συναντήσεις μέ τήν Εὐρυδίκη γίνονταν στήν δική της κατοικία.
Τό γεγονός πώς ὁ ἔρωτάς μας ἄρχισε ἀβίαστα, σχεδόν παρθενικά, πλαισιωμένος ἀπό τούς καβαφικούς στίχους πού λατρεύαμε, μέ ἐνθάρρυνε ὥστε νά προετοιμασθῶ ψυχολογικῶς. Μέ εἶχε καταλάβει ἡ εὐφυής Εὐρυδίκη καί δέν μέ πίεσε, περιμένοντας με νά κάνω τήν πρώτη κίνηση.
Ἦταν τόσο έξαιρετικό πλάσμα, μοναδικό ὅπως τό τριαντάφυλλο τοῦ Μικροῦ πρίγκηπα. Ἀδύνατη, σχεδόν εὔθραυστη, τήν ἀγκάλιαζα μαλακά, φοβούμενος μήπως τίς σπάσω τά πλευρά, κι εἶχα τήν αἴσθηση πώς ἦταν ἕνα λεπτεπίλεπτο ἄνθος πού θά ξεραινόταν ἀμέσως μέ τήν ὅποια μεταφύτευση.
Ὅταν ὅμως προχώρησε ἡ σχέση μας κι ἀνακάλυψα τήν ρωμαλέα της ψυχή, τόν παράφορο ἔρωτά της γιά τήν συγγραφή, τά ἑκατό σάν τοῦ Ἄργου μάτια τοῦ ἐγκεφάλου της καί προπαντός τήν ὁρμή της νά μέ ἐνσωματώσει, σκέφτηκα ἔντρομος πώς αὐτό τό πλάσμα προερχόταν ἀπό ἄλλο κόσμο. Ὤφειλα νά προσέξω, νά γίνω ἀπροσπέλαστος καί σιωπηλός ἀφήνοντάς την νά βουρλίζεται σάν φυλακισμένη χρυσόμυγα τριγύρω μου. Ἡ συμπεριφορά μου ἀπέναντί της ἦταν τόσο ἀμφιθυμική, πού θά τρέλαινε ἕναν ἄνθρωπο μέ ἀδύναμο νευρικό σύστημα. Τό δικό της ὅμως ἦταν γερό καί ἔπρεπε νά τό καταπονήσω.
Δέν ἐξηγοῦσα οὔτε ὁ ἴδιος τίς αἰφνίδιες, τίς ἀπρόβλεπτες συμπεριφορές μου. Ἐνῶ ἤμουν πολύ ἐρωτευμένος μαζί της, φοβόμουν μήπως καί ὑποδουλωθῶ στόν ἐμπνευσμένο της ἔρωτα. Τῆς ζήτησα ἀρκετές φορές νά χωρίσουμε, τόν καιρό πού ἦταν τρελή γιά μένα. Ἔφευγα ἀποφασισμένος, ἀναμένοντας ὅμως μέ ἀγωνία νά μέ καλέσει. Ἄν ἦταν περισσότερο πονηρή, θά μέ ἄφηνε λίγο καιρό νά βράσω στό ζουμί μου, νά τήν ἀναζητήσω ἐγώ, νά κάνω τό πρῶτο ἀνδρικό βῆμα, νά φανῶ τό κυρίαρχο ἀρσενικό, ἀλλά ἡ ἀγαπημένη μου ἀντίπαλος, ἔσπευδε ἀμέσως, πολιορκοῦσε τό σπίτι μου περιμένοντας μέσα στό αὐτοκινητό της νά βγῶ γιά τήν ἐργασία μου, καί μέ ἐκνεύριζε μέ τά τηλέφωνήματα της.
«Ἔλα μέσα,» μοῦ ἔλεγε ἀνοίγοντας τήν πόρτα τοῦ συνοδηγοῦ.
«Δέν ἔχω καμιά δουλειά. Εἴπαμε χωρίσαμε. Θά πάω μέ τό λεωφορεῖο, ὅπως πάντα.»
«Ἔλα σέ παρακαλῶ, ἔλα. Ἰσχύει ἡ κατάσταση τοῦ χωρισμοῦ».
Κι έγώ ἔμπαινα καμπτόμενος ἀπό τήν φωνή της, καί καθόμουν στήν οἰκεία πλέον θέση μου. Ἀκόμη καί τό γεγονός πώς ὁδηγοῦσε, πρόσβαλε τόν ἀντρισμό μου.
Οἱ ἀντιστάσεις μου γιά τόν χωρισμό, πού ἐγώ πάντα προκαλοῦσα, ἦταν φροῦδες, τό ἔνστικτό της τά καταλάβαινε ὅλα. Οἱ χωρισμοί μας ξέπεσαν σέ παρωδία μέ προβλεπόμενο τέλος μέχρι πού....
Μεγαλώνοντας συνειδητοποιοῦσα πώς παράλληλα μέ τό ἐγώ μου βλάσταινε μέσα μου κι ἕνας κρυφός ἐαυτός, ὁ ἄλλος, ὁ Χί, ὅπως τόν ὀνόμασα στήν ἀρχή κι ἀργότερα «ὑποβολέα», αὐτός ὁ ὑποβολεύς πού μπαινόβγαινε στό μυαλό μου ὑπαγορεύοντάς μου τίς δικές του θελήσεις. Πολλές φορές αἰσθανόμουν σάν ἠθοποιός πού ξεχνοῦσε τόν ρόλο του, κι αύτός ἀπό τά παρασκήνια μοῦ ὑπενθύμιζε ἐκεῖνο πού βρισκόταν στήν μνήμη μου σέ λανθάνουσα μορφή. Νά ἦταν ἀλήθεια ἄραγε ἤ μέ αὐτό τό εὕρημα μέ ἀπενοχοποιοῦσα;
Ἡ Εὐρυδίκη μέ τήν συγγραφική της διεισδυτικότητα ἐννόησε πώς ἤμουν ἕνας διπλός ἤ διχασμένος ἄνθρωπος, τό ἴδιο εἶναι. Μποροῦσε ὅμως νά παλεύει καί μέ τούς δύο, μέχρι πού τήν ἐξόντωσα... ἤ μέ ἐξόντωσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου