Με τον μονολεκτικό, χωρίς καλολογικούς προσδιορισμούς και απόλυτο στο νόημά του, τίτλο Γυμνός, ο ποιητής Λουάν Τζούλις καταθέτει τις αλήθειες του. Γυμνός, χωρίς υπαινιγμούς, υπεκφυγές, θολωμένα νερά. Το βλέμμα του πάνω στα πράγματα ειλικρινές, η ψυχή του αθώα σαν παιδιού. Ο λόγος του σταράτος, δωρικός, λιτός. Ο «πολιτισμός» της εποχής και η ανάγκη της ζωής σφυρηλάτησαν τον χαρακτήρα του, έδωσαν νεύρο στις παλάμες του, άγγιξε χαρές και ένιωσε λύπες. Όλα απλά και χειροπιαστά. Ο αγώνας για την επιβίωση δεν του επέτρεψε να καμωθεί πως είναι κάτι άλλο πέρα από αυτό που ήταν, κι ας έγινε κάτι άλλο. Εν πλήρει συνειδήσει, παρέμεινε γυμνός, δηλαδή αγνός, καθαρός, γνήσιος, όπως αρμόζει σε έναν άνθρωπο που άφησε πίσω την ψυχή του για να φτιάξει τη ζωή του και δεν σκέφτεται ποτέ να την μπασταρδέψει στο όνομα όποιας επιτυχίας. Αυτός που γύρευε εξελίχτηκε σ’ αυτό που είναι. Γνήσιος άνθρωπος.
Με ακουστική ετυμολογία, το όνομά του, Λουάν, μου φαίνεται λιοντάρι και το Τζούλις κόσμημα. Το πρώτο χρειάστηκε για να επιβιώσει και στο δεύτερο προσέβλεπε για να εξελιχτεί. Είναι ένας άνθρωπος που έχει εκδώσει ποίηση στην ελληνική γλώσσα, τρεις συλλογές με την παρούσα και άλλες εφτά στη μητρική του, την Αλβανική, πέραν των άλλων δραστηριοτήτων που έχει, τιμώντας τα γράμματα και των δύο πατρίδων του∙ εκείνης που τον γέννησε και εκείνης που του έδωσε τη δεύτερη ευκαιρία. Και πριν και από τις δύο, τιμά τους γονείς, που του έδωσαν τη ζωή. Σ’ αυτούς η σεμνή αφιέρωση «Στη μνήμη των γονιών μου» και συχνή η αναφορά τους μέσα στα ποιήματά του. Γονιός και παππούς πλέον ο ίδιος, ξέρει και τον πόνο και τον κόπο εκείνων που τον μεγάλωσαν. Κι επιπλέον ξέρει και τον πόνο της ξενιτιάς με ό,τι αυτή συνεπάγεται.
Με το πρώτο πρώτο ποίημά του, το πρώτο από τα ογδόντα ένα της συλλογής, «Εξομολόγηση ενός αναλφάβητου ποιητή», μας αυτοπαρουσιάζεται, μας αυτοσυστήνεται και καταλήγει:
«Εγώ… σαν εγώ. Μια χαρά… / άρρωστος, ευαίσθητος, ξεροκέφαλος…/ και τρελός εραστής με ρήματα και λέξεις που αγαπώ».
«Εγώ… σαν εγώ. Μια χαρά… / άρρωστος, ευαίσθητος, ξεροκέφαλος…/ και τρελός εραστής με ρήματα και λέξεις που αγαπώ».
Έτσι προχωράει και ξεφλουδίζει σιγά σιγά το είναι του για να κατανοηθούν τα επίπεδα εκείνου του δυναμικά προβαλλόμενου Γυμνός. Το τι έχει στο πορτοφόλι του, «τη φωτογραφία με τα κορίτσια / και τον μικρό εγγονό ανάμεσά μας», δείχνει τι έχει στην καρδιά του. Η «αθωότητα» κάτω από το δέρμα του δεν φαίνεται. Και η μητέρα, ίσως, θα είναι «ο αληθινός μάρτυρας» μέσα του. Η λέξη επιδέχεται δύο ερμηνείες. Και οι δύο έχουν τη θέση τους, εδώ, στα όσα λέει.
Άνθρωπος γαιώδης, που θα έλεγε ο Ελύτης, δεν θα μπορούσε να προσπεράσει τη φύση, δεν θα μπορούσε να μη δει και να νιώσει δέος στη «θάλασσα κι ένα βουνό», εκεί που ανάσανε «ένα πουλί κι ένα ψάρι», εκεί που το ουράνιο τόξο του έδειξε τον δρόμο, «Με το βουνό / πολεμώ τα χρόνια μου, / και με τη θάλασσα / μαθαίνω τα ταξίδια στον βυθό μου».
Η υπόστασή του επέλεξε για θεμέλιο έτος του το 1955. Η μνήμη του όμως διασχίζει τα χώματα για να συναντηθεί με τους πεθαμένους του. Γηγενής καλλιτεχνική φύση καθώς είναι, μασά «ποιήματα για γεύση», έχει «φλούδες από ρήματα στο στόμα», είναι «ασπρόμαυρος». Μια αντίφαση όλος. Οι στίχοι του δείχνουν πως νιώθει τη χαρά της ζωής και της δημιουργίας αλλά δεν ξεχνά το πώς έφτασε ως εδώ και τι του μέλλεται να γίνει. Γυμνός, στέκεται, μπροστά μας, εν πλήρει αθωότητι, έτοιμος από καιρό και από πάντα, γνωρίζοντας βαθιά μέσα του ότι η ζωή είναι δώρο που πήρε από τους γονείς του και το πρόσφερε στα παιδιά του.
Και σιγά σιγά μπαίνει στις παλιές τις μνήμες: το πατρικό σπίτι, το πρώτο πουκάμισο, η πρώτη γραβάτα, η μάνα και ο πατέρας, ο τρόπος που πέρασαν στην παιδική του αντίληψη «τα μπερδεμένα λόγια της μάνας» και ο φλοίσβος «των φιλιών του πατέρα / σαν απάντηση». Ο σεβασμός, ο πόνος από τον χαμό της· ο πατέρας που δεν κοιμήθηκε ξανά στο «ανδρόγυνο κρεβάτι».
Χαιρετίσματα από το Σούνιο, μας στέλνει, «Έχω αδύνατη ψυχή» μας λέει και φεύγει αφού λούστηκε στα νερά και στο φως. Συγκλονιστικό εκείνο το «θα τον ρωτήσω στη μητρική μου γλώσσα», γιατί σ’ αυτή μόνο νιώθει βαθιά το νόημα των λέξεων. Ο «μετανάστης έχει άγρυπνο το όνειρο και μένει φανατικός μιας νοσταλγίας που πάντα συγκινεί» λέει, θυμάται πάντα το χωριό του. Βάφει τα πάντα πράσινα, «αέρα, πουκάμισο, βλέμμα, μάτια, όνειρα, το λεωφορείο της γραμμής», στα τραγούδια έβαλε «πράσινο πεντάγραμμο», παράγγειλε «πράσινο τάφο», στο ράφι των νεκρών «οι γονείς κι ένας μακρινός ξάδελφος», τον περιμένουν, δεν τους ξεχνάει.
Στην ποίησή του ο Λουάν Τζούλις δεν αναπαράγει προγονικές ποιητικές φωνές, δεν συνεχίζει κάποια ποιητική παράδοση· απλώς διοχετεύει κατευθείαν στον στίχο του τη σεμνή και δωρική φωνή της ψυχής του.
Η «Νεκρή φύση» είναι ένα ποίημα της μοναξιάς. Βλέπει την αλλαγή στη συμπεριφορά των παιδιών, απασχολημένα στις δικές τους δουλειές πια και ο καιρός περνάει. Στην τσέπη του σταθερά κοντά του τα φάρμακα και τα ποιήματα ή απλώς τα ποιήματα που είναι και φάρμακα, σαν εκείνα που ζητά και ο μελαγχολικός καβαφικός Ιάσων Κλεάνδρου εν Κομμαγηνή.
Η «Λάθος αριθμητική» είναι για να μας δείχνει το λάθος που εμείς κάνουμε, «μεγεθυμένοι μόνο από τη φαντασία μας» λέει ο Ελύτης, νομίζουμε πως κάτι είμαστε, δενόμαστε με τα παλιά της νοσταλγίας αντικείμενα, πουλώντας στο παζάρι «αξίες που κανείς δεν αγοράζει» λέει και ο Σεφέρης. Στο παλιό αφεντικό προστέθηκε καινούριο∙ το ζάχαρο, στην οικογένεια «Ο καινούριος γαμπρός»∙ είναι έγχρωμος. Όμως ο Λουάν δεν διαμαρτύρεται, βρίσκει τα προτερήματα του νέου μέλους και τα εκθειάζει.
Το «Τέλος Αυγούστου» έχει μια οικειότητα. Είναι ένας μήνας που φεύγει παίρνοντας μαζί του ό,τι έφερε το καλοκαίρι και προσβλέπει σε ό,τι θα φέρνει το φθινόπωρο. Δεν μικραίνει η μέρα, είναι ο «ήλιος» που «κοιμάται παραπάνω το πρωί». Δεν ξέρω αν κάνω λάθος αλλά έχω μια αόριστη αίσθηση εδώ από την «Κυρά των αμπελιών» του Γιάννη Ρίτσου.
Και να που έφτασα στο όνομά του και δεν συσχέτισα κουτά, λέγοντας λίγο πριν πως το «Λουάν» το ακούω ως Λέων. Λέει λοιπόν ο Λουάν, ο Λέων:
«Δυο μέρες μετά την ανάσταση, με απασχόλησε το όνομά μου… “Λέων”. Ήθελα να με φωνάζουν Αναστάσιο, Ελευθέριο, / Γιώργο, Πασχάλη, Γαβριήλ, / Όνομα δραστικό και αναστάσιμο ίσως…/ Κάτι πιο πράσινο απ’ τον Απρίλη, / πιο άγριο απ’ τον Μάρτη, / πιο γελαστό απ’ τον Μάη, / και πιο ερωτικό από τον Οκτώβρη. / Σαν “Λέων” του παρόντος, / κουρασμένος από τις ζούγκλες, / χαϊδεύω τα λουλούδια / που κάνουν έρωτα οι μέλισσες / και γλείφω τα χείλη μου, / μ’ έναν παραπονεμένο βρυχηθμό».
Και ξαναπιάνω τα ονόματα από την αρχή. Ο Αναστάσιος γιορτάζει το Πάσχα, με την Ανάσταση. Ο Ελευθέριος λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ο Γιώργος τον Απρίλιο, συχνά με το Πάσχα, ο Πασχάλης με την Πασχαλιά, ο Γαβριήλ του Ευαγγελισμού. Όλα ονόματα που σχετίζονται με μεγάλες εορτές. Κι αυτόν τον λένε «Λουάν». Λέων στη ζούγκλα της ζωής που έπρεπε σαν λιοντάρι να παλέψει για να επιβιώσει και δεν είχε γιορτή για να γιορτάσει ποτέ. Και τώρα, πια, «κουρασμένος από ζούγκλες», με εξημερωμένα όλα τα θηρία μέσα του, τρυφερά παρακολουθεί τη φύση και το θαύμα της ζωής, ό,τι δεν πρόλαβε να χαρεί, παραμένοντας με έναν «παραπονεμένο βρυχηθμό». Λουάν και Λέων και λιοντάρι που άντεξε και επιβίωσε και έγραψε και γράφει και υπηρέτησε το αληθινό νόημα της ζωής και της τέχνης.
Ο αναγνώστης δεν μπορεί να κάνει διακειμενικά σχόλια, να βρει επιρροές και επιδράσεις. Τι συμβαίνει, λοιπόν, αφού στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση; Αυτό που συμβαίνει είναι ότι στην ποίησή του ο Λουάν Τζούλις δεν αναπαράγει προγονικές ποιητικές φωνές, δεν συνεχίζει κάποια ποιητική παράδοση· απλώς διοχετεύει κατευθείαν στον στίχο του τη σεμνή και δωρική φωνή της ψυχής του, που καταλήγει στην πηγαία εξομολόγησή του, στη γυμνή αλήθειά του, στην ποίησή του. Γυμνός.
Γυμνός
Λουάν Τζούλις
Τόπος
96 σελ.
ISBN: 978-960-499-052-8
Τιμή: €11,00
Λουάν Τζούλις
Τόπος
96 σελ.
ISBN: 978-960-499-052-8
Τιμή: €11,00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου