Η Ουλρίκε Ράιλανς γεννήθηκε στην Ιένα το 1968. Σπούδασε αγγλική και γερμανική φιλολογία στη Λειψία και το Λονδίνο, ενώ στη διάρκεια των σπουδών της εργάστηκε σε σχολεία της Ουαλίας και του Μάντσεστερ. Έζησε αρκετά χρόνια στην Αγγλία, διδάσκοντας Γερμανικά σε παιδιά και ενήλικες. Από το 2001 κατοικεί μόνιμα με την οικογένειά της στο Σιατλ των Ηνωμένων Πολιτειών. Η πρώτη της νουβέλα εκδόθηκε το 2010 και έκτοτε ζει αποκλειστικά από τη συγγραφή. Εκτός από βιβλία για παιδιά και εφήβους, που μεταφράστηκαν σε έξι μέχρι στιγμής γλώσσες (όχι όμως στα Αγγλικά – αφού, όπως διευκρινίζει, είναι εξαιρετικά δύσκολο να μεταφραστεί παιδικό βιβλίο για την αγγλόφωνη αγορά), έχει γράψει και αστυνομικά μυθιστορήματα για μεγάλους, τα οποία υπογράφει με το πατρικό της επώνυμο. Στη χώρα μας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο η σειρά ιστοριών της για παιδιά με τον γενικό τίτλο «Τα μυστήρια της Πένι Πέπερ», σε μετάφραση της Δαρείας Τζανετάκη. Με αφορμή την ως τώρα έκδοση στα Ελληνικά τεσσάρων βιβλίων της σειράς (συν ενός θεματικού ημερολογίου για το σχολικό έτος 2017-2018) και την επικείμενη κυκλοφορία του πέμπτου, με τον τίτλο Κατάσκοποι στην άμμο, η συγγραφέας έδωσε κλειστή συνέντευξη Τύπου το απόγευμα της Πέμπτης 8 Μαρτίου στη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Goethe, με την Ελληνίδα μεταφράστριά της σε ρόλο διερμηνέα.
Τη συζήτηση άνοιξε η Δαρεία Τζανετάκη, συστήνοντας στους παρευρισκομένους τόσο την Ουλρίκε Ράιλανς, όσο και την Πένι Πέπερ με την παρέα της. Η ιδέα για τη δημιουργία της δεκάχρονης ηρωίδας γεννήθηκε από την αγάπη της συγγραφέα για τα μυστήρια και την αστυνομική έρευνα. Σκοπός της ήταν να παρουσιάσει τις ιστορίες της Πένι σε μορφή που να θυμίζει ταυτόχρονα ημερολόγιο και κόμικ, με κυρίαρχο στοιχείο το χιούμορ. Πηγή έμπνευσής της υπήρξαν οι δικές της παιδικές αναμνήσεις, καθώς και οι δυο κόρες της –που τώρα πια είναι δεκάξι και είκοσι χρονών– και τα σκυλιά τους, τα οποία επίσης τρελαίνονται να παίζουν και να ψάχνουν για ίχνη. Της αρέσει πολύ να διαβάζει βιβλία για παιδιά και, όταν γράφει, αφήνει την ιστορία να την οδηγεί, δίχως να έχει προσχεδιάσει την έκβασή της.
Σε ερώτηση για το αν τα βιβλία της σειράς απευθύνονται κυρίως στα κορίτσια, λόγω του ότι η παρέα που πρωταγωνιστεί σ’ αυτά αποτελείται από κορίτσια, η συγγραφέας απάντησε ότι παρόλο που η ίδια δεν είχε κατά νου έναν παρόμοιο διαχωρισμό, οι εικόνες –και εδώ παρενέβη η Δαρεία Τζανετάκη, για να επισημάνει πόσο ο συγκεκριμένος τύπος εικονογράφησης (που δεν ακολουθεί την «παραδοσιακή» σχέση κειμένου και εικόνας, όπως την έχουμε συνηθίσει στα παιδικά βιβλία) δυσχεραίνει το έργο του μεταφραστή, αλλά και την ψηφιοποίηση των βιβλίων, εξαιτίας των πολλών διαφορετικών γραμματοσειρών που απαιτεί στην κάθε σελίδα– μπορεί να παίζουν κάποιο ρόλο. Αν και η σειρά δεν γράφτηκε αποκλειστικά για κορίτσια, τα αγόρια που τη διαβάζουν είναι πολύ λιγότερα. Το ροζ εξώφυλλο του πρώτου βιβλίου ίσως λειτούργησε αποτρεπτικά για τα αγόρια – όχι τόσο στο εξωτερικό, όσο εδώ στην Ελλάδα, όπου το ροζ χρώμα εξακολουθεί να θεωρείται καθαρά «κοριτσίστικο». Στα υπόλοιπα εξώφυλλα χρησιμοποιήθηκαν πιο «ουδέτερα», από την άποψη αυτή, χρώματα. Εκτός από τα «χαζά» αγόρια, εξάλλου, που δημιουργούν προβλήματα στις ηρωίδες, υπάρχουν πάντα και φιλικά αγόρια που τις βοηθούν. Κανένα τους όμως δεν πρόκειται να γίνει δεκτό στον «πυρήνα» της κοριτσοπαρέας – στα δέκα τους χρόνια, τα αγόρια και τα κορίτσια κάθε άλλο παρά επιδιώκουν τη μεταξύ τους συναναστροφή.
Γιατί η Πένι είναι δέκα ετών; Η Ουλρίκε εξηγεί πως στην ηλικία αυτή, τα παιδιά είναι πιο ανεξάρτητα και κάνουν πολλά πράγματα μόνα τους. Αν η Πένι ήταν έξι ή εφτά χρονών, θα χρειαζόταν διαρκώς την επίβλεψη ενός ενήλικα. Δεν θα ήταν λογικό για ένα τόσο μικρό κορίτσι να έχει τέτοιου είδους ενδιαφέροντα και ασχολίες. Ούτε δεκατριών θα μπορούσε να είναι, γιατί τότε θα είχε περάσει σε άλλη φάση. Στα βιβλία, για παράδειγμα, εμφανίζεται μια έφηβη που καπνίζει και προξενεί δέος στα μικρότερα παιδιά, αλλά κινείται σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος.
Έχει ποτέ δυσκολευτεί να συνεχίσει μια ιστορία που ξεκίνησε να γράφει; Αν τυχόν συμβεί αυτό, μετά τον αρχικό πανικό, η συγγραφέας δεν διστάζει να αλλάξει «πλεύση» προκειμένου να βγει απ’ το αδιέξοδο. Καμιά φορά η πλοκή τυχαίνει να «σκοντάψει» σε πραγματολογικά εμπόδια, που με τον κατάλληλο χειρισμό μπορούν να μετατραπούν σε πλεονεκτήματα ή ακόμα και σε πρωτότυπες λύσεις. Στη συγγραφή αφιερώνει περίπου δύο με τρεις ώρες την ημέρα. Πάντα αγαπούσε το γράψιμο και είχε την ενδόμυχη ελπίδα πως κάποιο κείμενό της θα γνώριζε μια μέρα την επιτυχία. Οι κόρες της διαβάζουν τα βιβλία της, δεν είναι όμως αυστηρές στην κριτική τους – οι ενστάσεις τους αφορούν συνήθως το πώς μιλούν τα παιδιά στη σύγχρονη καθημερινότητα, πράγμα που τη βοηθά ιδιαίτερα. Κατά κανόνα της παίρνει γύρω στους τρεις μήνες να ολοκληρώσει ένα βιβλίο: το χρονικό αυτό διάστημα περιλαμβάνει την πλήρη διαδικασία της συγγραφής, από τον πρωτογενή σχεδιασμό ως την περάτωσή του. Σύμφωνα με το συμβόλαιο που έχει υπογράψει, είναι ήδη στα σκαριά η έκτη ιστορία της Πένι, ενώ η έβδομη θα καθυστερήσει, διότι στο μεταξύ η εικονογράφος Λίζα Χανς έγινε μαμά.
Παρ’ ότι η συγκεκριμένη εικονογράφος ήταν επιλογή του εκδότη και όχι δική της, το ιδιάζον χιουμοριστικό ύφος της ταίριαξε γάντι στο πνεύμα της Πένι Πέπερ – σε ερώτηση, μάλιστα, της μεταφράστριάς της για το πώς συντονίζουν τη συγγραφή με την εικονογράφηση, η Ουλρίκε απάντησε ότι σε πρώτη φάση η ίδια συλλαμβάνει την ιστορία, ανταλλάσσουν ιδέες και από κει και πέρα εργάζονται ξεχωριστά, για να συναρμολογήσουν στο τέλος τη δουλειά τους (τον τελευταίο λόγο, βέβαια, έχει πάντα ο εκδότης). Σχετικά με το αν η ιδιότυπη αυτή εικονογράφηση είναι όντως ελκυστική για τα παιδιά ή ίσως τα κουράζει με την αισθητική του κόμικ και την εναλλαγή των γραμματοσειρών, τόσο η συγγραφέας όσο και η μεταφράστρια διαβεβαιώνουν ότι ισχύει το πρώτο. Επιπλέον, παιδιά που σε κανονικές συνθήκες δεν κάθονται να τελειώσουν ένα «συμβατικό» βιβλίο, τα Μυστήρια της Πένι Πέπερ τα διαβάζουν μονορούφι, επειδή προφανώς είναι πιο «χαλαρά» και άνετα στην ανάγνωση.
Στην ερώτησή μου για το πόσο εύκολο είναι να σκαρφιστεί ένας συγγραφέας μια υπόθεση μυστηρίου που να έχει ενδιαφέρον και συγχρόνως να είναι προσιτή στα παιδιά, δίχως να τα ξενίζει ή να τα τρομάζει, η Ουλρίκε απαντά πως είναι αρκετά δύσκολο. Στο τελευταίο βιβλίο της, λόγου χάρη, είχε σκεφτεί να βάλει ένα απ’ τα κορίτσια να χάνεται στο Λονδίνο, απέρριψε όμως την ιδέα γιατί θα ήταν τρομακτική για τους μικρούς αναγνώστες της. Δεν της έχει ως τώρα γίνει πρόταση να μεταφερθούν τα βιβλία της στην οθόνη, αλλά αν κάποτε συμβεί, θα το δεχτεί χωρίς δεύτερη σκέψη.
Πώς επέλεξε το επώνυμο της ηρωίδας της; «Pepper» στα Αγγλικά είναι το πιπέρι, αλλά στα Γερμανικά η λέξη είναι λίγο διαφορετική («Pfeffer»). Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για κοινή απόφαση με τον εκδότη – το πρωταρχικό κριτήριο ήταν το ότι σε συνδυασμό με το μικρό όνομα, Πένι, ήταν σύντομο, ευκολομνημόνευτο και ακουγόταν αστείο (η μεταφράστρια μας πληροφορεί ότι χρειάστηκε να σοφιστεί λογοπαίγνια στα Ελληνικά και για άλλα ονόματα, ώστε να αποδοθεί το χιούμορ τους). Όσο για το πόσες ακόμα ιστορίες της Πένι Πέπερ σκοπεύει να μας χαρίσει, η Ουλρίκε αποκαλύπτει ότι έχει ιδέες για τουλάχιστον άλλες δύο – στην όγδοη, μάλιστα, η δασκάλα των κοριτσιών θα παντρευτεί τον επιστάτη του σχολείου τους και το μυστήριο που οι μικρές καλούνται να λύσουν πιθανότατα θα εμπλέκει τη γαμήλια τούρτα. Τίποτα, ωστόσο, δεν είναι σίγουρο προς το παρόν, γιατί θα πρέπει να εξασφαλιστεί και η συνεργασία της εικονογράφου.
Είναι η Πένι Γερμανίδα; Ναι – αν και δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια η εθνικότητά της. Ζει σε ένα γερμανικό χωριουδάκι με όνομα που μοιάζει σαν ιταλικό και δεν υπάρχει, είναι επινόηση της συγγραφέα. Η Ουλρίκε δεν θα είχε αντίρρηση να φέρει κάποτε την Πένι στην Αθήνα, σε μια ιστορία με στοιχεία από την ελληνική ιστορία και μυθολογία. Στη συνέχεια, απαντώντας σε ανάλογη ερώτηση, αναφέρθηκε στη γιαγιά της ηρωίδας της, την οποία εμπνεύστηκε από τη δική της γιαγιά, που ήταν κι εκείνη πρόσχαρη και παχουλή και κακομάθαινε τα παιδιά με γλυκά και λιχουδιές, ενώ άκουγε συνεχώς ραδιόφωνο και έβλεπε στην τηλεόραση κουτσομπολίστικες εκπομπές και ριάλιτι. Μολονότι η πρόθεση της συγγραφέα είναι πάνω απ’ όλα να διασκεδάσουν τα παιδιά, το σημαντικότερο μήνυμα που περνά μέσα από τα βιβλία της, με φυσικότητα και δίχως αυστηρό διδακτισμό, είναι η προθυμία της Πένι και της παρέας της να συμπαραστέκονται σε όποιον το έχει ανάγκη, ακόμα και όταν οι ίδιες δεν τον πολυσυμπαθούν.
Η βραδιά έκλεισε με την προβολή σύντομου βίντεο όπου η εικονογράφος Λίζα Χανς έδωσε «επί το έργον» δείγματα της τεχνικής της, ενώ ακολούθησε μικρή δεξίωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου