Να διασχίσω βάλθηκα αυτό το βράδυ
Τους έρημους δρόμους του μικρού μου χωριού
Με συνοδεία μου τ’ όμορφο σούρουπο
Που ’ναι ο μόνος φίλος που μου απομένει.
Όλα είναι όπως παλιά, το φθινόπωρο
Κι η λάμπα της ομίχλης με το θαμπό της φως
Μόνο που ο χρόνος τα σκέπασε όλα
Με τον ωχρό μανδύα της θλίψης.
Ποτέ δε σκέφτηκα, πιστέψτε με, για μία στιγμή
Να επιστρέψω και να δω ετούτη την αγαπημένη γη
Μα τώρα που επέστρεψα δεν καταλαβαίνω
Πώς μπόρεσα να ξεμακρύνω από την πόρτα της.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει, ούτε τα άσπρα σπίτια της
Ούτε οι παλιές της ξύλινες αυλόπορτες.
Όλα είναι στη θέση τους˙ τα χελιδόνια
Στον πύργο που ’ναι πιο ψηλός από την εκκλησία
Το σαλιγκάρι στον κήπο, και τα βρύα
Στην υγρή αγκαλιά της πέτρας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, αυτό είναι το βασίλειο
Του γαλάζιου ουρανού και των ξερών φύλλων
Όπου όλα, το κάθε τι, έχει
Την ξεχωριστή του κι ευανάγνωστη λεζάντα:
Ως και στον ίδιο ίσκιο αναγνωρίζω
Το ουράνιο βλέμμα της γιαγιάς μου.
Αυτά ήταν τ’ αξιομνημόνευτα συμβάντα της ζωής μου
Που παρουσίασε η πρώτη νεότητά μου
Το ταχυδρομείο στη γωνία της πλατείας
Κι η υγρασία στα παλιά τείχη
Όμορφο πράμα, Θε μου! Ποτέ δεν ξέρει
Κανείς να εκτιμήσει την αληθινή ευτυχία,
Όταν τη φανταζόμαστε πιο μακρινή
Τότε ακριβώς βρίσκεται πιο κοντά μας.
Αλίμονό μου, αλίμονό μου! Κάτι μου λέει
Ότι η ζωή άλλο δεν είναι παρά μια χίμαιρα.
Μια ψευδαίσθηση, όνειρο δίχως όχθες
Ένα μικρό σύννεφο που περνά.
Φεύγουμε λίγο λίγο, δεν ξέρω τι λέω καλά καλά,
Η συγκίνηση μου ’χει ανέβει ως το κεφάλι.
Καθώς ήτανε πια η ώρα της σιωπής
Όταν ξεκίνησα τη μοναδική δουλειά μου
Η μια μετά την άλλη, σαν φουσκοθαλασσιά,
Γυρνούσανε στο στάβλο οι προβατίνες.
Τις αποχαιρέτησα όλες προσωπικά
Κι όταν βρέθηκα εμπρός στο μικρό δάσος
Που τρέφει την ακοή του ταξιδιώτη
Με την άφατη μυστική του μουσική
Θυμήθηκα τη θάλασσα και μέτρησα τα φύλλα
Αποτίοντας φόρο τιμής στις νεκρές μου αδερφές.
Πάρα πολύ καλά. Συνέχισα το ταξίδι μου
Σαν κάποιος που τίποτα απ’ τη ζωή δεν περιμένει.
Πέρασα μπροστά απ’ τη ρόδα του μύλου,
Σταμάτησα μπροστά σε κάποιο μαγαζί:
Η μυρωδιά του καφέ είναι πάντα η ίδια,
Πάντα το ίδιο φεγγάρι πάνω απ’ το κεφάλι μου.
Ανάμεσα στο ποτάμι του άλλοτε και σε αυτό του τώρα
Δε διακρίνω καμιά διαφορά.
Το αναγνωρίζω καλά, αυτό είναι το δέντρο
Που φύτεψε ο πατέρας μπροστά στην πόρτα
(Εξαίρετος πατέρας που στις καλές του εποχές
Ήτανε πιο καλός από ανοιχτό παράθυρο.)
Τολμώ να βεβαιώσω ότι το φέρσιμό του
Ήταν μια πιστή μεταφορά απ’ το Μεσαίωνα
Όταν ο σκύλος κοιμότανε γαλήνια
Κάτω απ’ την ορθή γωνία ενός άστρου.
Σ’ αυτά τα υψώματα νιώθω να μου επιστρέφει
Το λεπτό άρωμα απ’ τις βιολέτες
Που η αγαπημένη μου μητέρα καλλιεργούσε
Για να γιατρεύει το βήχα και τη θλίψη.
Πόσος καιρός έχει φύγει από τότε
Δε θα μπορούσα να πω με βεβαιότητα·
Όλα είναι ίδια, σίγουρα,
Το κρασί και το αηδόνι πάνω απ’ το τραπέζι,
Τα μικρότερα αδέρφια μου αυτή την ώρα
Πρέπει να γυρίζουνε απ’ το σχολείο·
Μόνο που ο χρόνος τα έχει σβήσει όλα
Σαν μια λευκή αμμοθύελλα!
Τους έρημους δρόμους του μικρού μου χωριού
Με συνοδεία μου τ’ όμορφο σούρουπο
Που ’ναι ο μόνος φίλος που μου απομένει.
Όλα είναι όπως παλιά, το φθινόπωρο
Κι η λάμπα της ομίχλης με το θαμπό της φως
Μόνο που ο χρόνος τα σκέπασε όλα
Με τον ωχρό μανδύα της θλίψης.
Ποτέ δε σκέφτηκα, πιστέψτε με, για μία στιγμή
Να επιστρέψω και να δω ετούτη την αγαπημένη γη
Μα τώρα που επέστρεψα δεν καταλαβαίνω
Πώς μπόρεσα να ξεμακρύνω από την πόρτα της.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει, ούτε τα άσπρα σπίτια της
Ούτε οι παλιές της ξύλινες αυλόπορτες.
Όλα είναι στη θέση τους˙ τα χελιδόνια
Στον πύργο που ’ναι πιο ψηλός από την εκκλησία
Το σαλιγκάρι στον κήπο, και τα βρύα
Στην υγρή αγκαλιά της πέτρας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, αυτό είναι το βασίλειο
Του γαλάζιου ουρανού και των ξερών φύλλων
Όπου όλα, το κάθε τι, έχει
Την ξεχωριστή του κι ευανάγνωστη λεζάντα:
Ως και στον ίδιο ίσκιο αναγνωρίζω
Το ουράνιο βλέμμα της γιαγιάς μου.
Αυτά ήταν τ’ αξιομνημόνευτα συμβάντα της ζωής μου
Που παρουσίασε η πρώτη νεότητά μου
Το ταχυδρομείο στη γωνία της πλατείας
Κι η υγρασία στα παλιά τείχη
Όμορφο πράμα, Θε μου! Ποτέ δεν ξέρει
Κανείς να εκτιμήσει την αληθινή ευτυχία,
Όταν τη φανταζόμαστε πιο μακρινή
Τότε ακριβώς βρίσκεται πιο κοντά μας.
Αλίμονό μου, αλίμονό μου! Κάτι μου λέει
Ότι η ζωή άλλο δεν είναι παρά μια χίμαιρα.
Μια ψευδαίσθηση, όνειρο δίχως όχθες
Ένα μικρό σύννεφο που περνά.
Φεύγουμε λίγο λίγο, δεν ξέρω τι λέω καλά καλά,
Η συγκίνηση μου ’χει ανέβει ως το κεφάλι.
Καθώς ήτανε πια η ώρα της σιωπής
Όταν ξεκίνησα τη μοναδική δουλειά μου
Η μια μετά την άλλη, σαν φουσκοθαλασσιά,
Γυρνούσανε στο στάβλο οι προβατίνες.
Τις αποχαιρέτησα όλες προσωπικά
Κι όταν βρέθηκα εμπρός στο μικρό δάσος
Που τρέφει την ακοή του ταξιδιώτη
Με την άφατη μυστική του μουσική
Θυμήθηκα τη θάλασσα και μέτρησα τα φύλλα
Αποτίοντας φόρο τιμής στις νεκρές μου αδερφές.
Πάρα πολύ καλά. Συνέχισα το ταξίδι μου
Σαν κάποιος που τίποτα απ’ τη ζωή δεν περιμένει.
Πέρασα μπροστά απ’ τη ρόδα του μύλου,
Σταμάτησα μπροστά σε κάποιο μαγαζί:
Η μυρωδιά του καφέ είναι πάντα η ίδια,
Πάντα το ίδιο φεγγάρι πάνω απ’ το κεφάλι μου.
Ανάμεσα στο ποτάμι του άλλοτε και σε αυτό του τώρα
Δε διακρίνω καμιά διαφορά.
Το αναγνωρίζω καλά, αυτό είναι το δέντρο
Που φύτεψε ο πατέρας μπροστά στην πόρτα
(Εξαίρετος πατέρας που στις καλές του εποχές
Ήτανε πιο καλός από ανοιχτό παράθυρο.)
Τολμώ να βεβαιώσω ότι το φέρσιμό του
Ήταν μια πιστή μεταφορά απ’ το Μεσαίωνα
Όταν ο σκύλος κοιμότανε γαλήνια
Κάτω απ’ την ορθή γωνία ενός άστρου.
Σ’ αυτά τα υψώματα νιώθω να μου επιστρέφει
Το λεπτό άρωμα απ’ τις βιολέτες
Που η αγαπημένη μου μητέρα καλλιεργούσε
Για να γιατρεύει το βήχα και τη θλίψη.
Πόσος καιρός έχει φύγει από τότε
Δε θα μπορούσα να πω με βεβαιότητα·
Όλα είναι ίδια, σίγουρα,
Το κρασί και το αηδόνι πάνω απ’ το τραπέζι,
Τα μικρότερα αδέρφια μου αυτή την ώρα
Πρέπει να γυρίζουνε απ’ το σχολείο·
Μόνο που ο χρόνος τα έχει σβήσει όλα
Σαν μια λευκή αμμοθύελλα!
Ο Νικάνορ Πάρα (1914-2018) ήταν Χιλιανός ποιητής, μαθηματικός και φυσικός. Είναι γνωστός ως «αντι-ποιητής», όρος δικός του που εμφανίστηκε το 1954 με τη συλλογή του Ποιήματα και αντιποιήματα, το τρίτο μέρος της οποίας, τα «Αντιποιήματα», ανοίγει με την «Προειδοποίηση προς τον αναγνώστη»: «Σύμφωνα με τους δόκτορες του νόμου αυτό το βιβλίο δε θα ’πρεπε να εκδοθεί». Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ο Πάρα στρέφεται εναντίον των παραδεδεγμένων ποιητικών τρόπων, του πομπώδους ύφους, του υπέρμετρου λυρισμού και της «ψευτο-έγνοιας» –κατηγορία εναντίον του Νερούδα– για τα λαϊκά στρώματα. Για τον Πάρα η ποίηση έπρεπε να είναι απλή και να γίνεται κατανοητή από όλους. Το παραπάνω ποίημα ανήκει στη συλλογή Ποιήματα και αντιποιήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου