Υπάρχει ένα περιστατικό το οποίο περιγράφει ο Τζορτζ Σμιθ, γνωστός εκδότης του Λονδίνου, στα μέσα του 19ου αιώνα. Στις 30 Μαΐου του 1851, έμπαινε σπίτι του επιστρέφοντας από τον εκδοτικό οίκο, όταν άκουσε φωνές και θόρυβο από τη μεριά του γραφείου του. Άνοιξε την πόρτα και έμεινε άναυδος από το θέαμα που αντίκρισε.
Η μικροκαμωμένη Σαρλότ Μπροντέ τα είχε βάλει με τον μεγαλόσωμο συγγραφέα του Vanity Fair Ουίλιαμ Θάκερι. Ήταν έξαλλη με τον τρόπο που εκείνος είχε επιλέξει να τη συστήσει στη μητέρα του, παρουσία μάλιστα και άλλων. Θέλοντας να σπάσει τον πάγο εκείνος, την είχε αποκαλέσει: «Τζέιν Έιρ».
Ο Σμιθ μπήκε στο γραφείο την ώρα που η συγγραφέας ρωτούσε με θυμό πώς θα του φαινόταν του Θάκερι αν τον σύστηνε σε κάποιους χρησιμοποιώντας το όνομα ενός από τους ήρωές του.
To χειρότερο, όμως, ήταν πως ο Θάκερι είχε αποκαλύψει το μυστικό της: Ήταν η συγγραφέας του διάσημου μυθιστορήματος, καθώς το βιβλίο είχε εκδοθεί το 1847 με ανδρικό ψευδώνυμο (Κάρερ Μπελ) και η Μπροντέ δεν ήθελε να μαθευτεί η ταυτότητά της.
Ωστόσο, ήταν η ίδια που είχε ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Το 1848, η συγγραφέας είχε προκαλέσει τεράστιες συζητήσεις και κουτσομπολιά, όταν αφιέρωσε τη δεύτερη έκδοση της Τζέιν Έιρ στον Θάκερι, χωρίς να σκεφθεί ότι εκείνος ήταν παντρεμένος και πως η σχιζοφρενής σύζυγός του νοσηλευόταν σε ψυχιατρική κλινική.
Οι φήμες δεν άργησαν να φουντώσουν. Πολλοί ήταν εκείνοι που πίστεψαν ότι την Τζέιν Έιρ δεν την έγραψε άλλη παρά η γκουβερνάντα των κοριτσιών του συγγραφέα, η οποία στεκόταν δίπλα τους σαν δεύτερη μητέρα, προσπαθώντας να αναπληρώσει το κενό που άφηνε εκείνη με τη νοσηλεία της στην ψυχιατρική κλινική. Ίσως, μάλιστα, έλεγαν οι φήμες, η γυναίκα αυτή να ήταν και ερωμένη του Θάκερι.
Γι’ αυτό, λοιπόν, τρία χρόνια αργότερα, η Μπροντέ είχε αυτή την έκρηξη όταν εκείνος τη σύστησε ως «Τζέιν Έιρ». Ήταν σαν μαζί με την αποκάλυψη της ταυτότητας να επιβεβαιώνονταν ταυτόχρονα και κάποιες από αυτές τις φήμες, οι οποίες, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είχαν κοπάσει καθόλου.
Είναι αλήθεια πάντως ότι η Μπροντέ ξεκίνησε να ασχολείται με το βιβλίο της όταν συνειδητοποίησε πως ο έρωτας της ζωής της, ένας παντρεμένος Βέλγος δάσκαλος, δεν θα της ξαναέγραφε, καθώς η σύζυγός του είχε απαιτήσει να δοθεί τέλος σε αυτή τη φλογερή επιστολική σχέση.
Κλεισμένη στο σπίτι της στο Μάντσεστερ, περιμένοντας τον αιδεσιμότατο πατέρα της να αναρρώσει από μια επέμβαση καταρράκτη, η Μπροντέ θέλησε να αλλάξει την πραγματικότητα που ζούσε και έβαλε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία στο θρυλικό πια μυθιστόρημα, μόνο που ο ήρωας, σε αντίθεση με τον Βέλγο δάσκαλο, δήλωνε τρελά ερωτευμένος με την Τζέιν Έιρ.
Μετά απ’ όλα αυτά, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι για την περίεργη συμπεριφορά της μάλλον έφταιγε ο αιδεσιμότατος Πάτρικ Μπροντέ, καθώς υποχρέωνε τα παιδιά του, όταν ήταν μικρότερα, να φορούν μάσκες ώστε να μπορούν να πουν άφοβα την αλήθεια που τους έκαιγε αλλά που τελικά θα τα τυραννούσε μια ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου