Στυλιανή Παντελιά
Την ομίχλη της Belle Époque έρχεται να φωτίσει η μορφή του Αυγουστίνου Μουσό (1825-1912), «γιου κλειδαρά και καθηγητή μαθηματικών, ο οποίος στα μέσα του 19ου αιώνα ανακάλυψε την ηλιακή ενέργεια» (γνωστή από την εποχή του Αρχιμήδη). «Η μηχανή που έφτιαξε, δίνοντάς της το προσωνύμιο Οκτάβ, γοήτευσε τον Ναπολέοντα Γ’. Αργότερα, το 1878, παρουσιάστηκε στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού […] Με έμπνευση και γλαφυρότητα, ο Μιγκέλ Μπονφουά φιλοτεχνεί στον Εφευρέτη το συναρπαστικό πορτρέτο μιας ξεχασμένης ιδιοφυΐας» (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου). Το σχεδίασμα βιογραφίας που εξυφαίνει ο Μπονφουά περιγράφει τη «δημιουργική τρέλα αυτού του ξεροκέφαλου, ψυχρού και αυστηρού σοφού» (σ. 11). Είναι γνωστό άλλωστε ότι «οι βιογραφίες προπάντων μας διδάσκουν ότι η ιστορία μιας ζωής είναι κάτι το ανεπανάληπτο» (Έμιλι Ντίκινσον). Η άποψη αυτή ισχύει απόλυτα για την περίπτωση του Μουσό, η οποία συνδυάζει την πρώιμη επιστήμη του 20ού αιώνα με τη γοητεία και το ημίφως του 19ου.
Το παραμύθι ξεκινά με την ιδιότυπη παιδική ηλικία του φιλάσθενου εφευρέτη (χαρακτηριστικό το leitmotiv της ζωής του: «Μπορεί να μοιάζω πεθαμένος, αλλά δεν είμαι») στη γαλλική επαρχία, την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης. Η τεχνολογία του 19ου αιώνα βασίζεται στον άνθρακα, ο ίδιος όμως επικεντρώνεται στον ήλιο. Με προφητική ματιά ο Μουσό υποστηρίζει ένθερμα ότι «ο ήλιος είναι το μέλλον» (σ. 37). Για τον σκοπό αυτό εργάζεται πάνω στην πρακτική συγκέντρωση της ηλιακής ενέργειας χρησιμοποιώντας ένα πολύπλοκο σύστημα κατόπτρων. Εφαρμογές της βασικής συσκευής που ανακάλυψε αποτελούν ο ηλιακός φούρνος, η «ηλιακή πρέσα», ο ηλιακός κινητήρας, ακόμα και οι «ηλιακές μηχανές τσέπης» (!). Ωστόσο, ανάμεσα στους εφευρέτες της εποχής –τον Βόλτα, τον Βατ, τον Φουκό, τον Ντιράν– ο Μουσό είναι σίγουρα ο λιγότερο γνωστός.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια ακολουθούν οι περιπλανήσεις της ενήλικης ζωής και ο βιοπορισμός του με τη διδασκαλία μαθηματικών: «Επί δεκατρία χρόνια, από τα είκοσι έως τα τριάντα τρία του, δίδαξε στα σχολεία της Βουργουνδίας, διανύοντας μια σταδιοδρομία χωρίς αίγλη, σε ατέλειωτα χωριά που παρελαύναν μπροστά στα μάτια του, εξίσου πληκτικά και συνηθισμένα» (σ. 20). Η αρχική ιδέα για τον ήλιο ως πηγή ενέργειας ενισχύεται με την απόκτηση μιας επιστημονικής βιβλιοθήκης που κληρονόμησε από έναν γέρο συνταγματάρχη. Ο ορθολογισμός συμβαδίζει με τις δεισιδαιμονίες: «Προσέξτε, του είπαν όταν του έδωσαν τα κλειδιά. Στο σπίτι αυτό, η επιστήμη φέρνει γρουσουζιά» (σ. 22). Η πρώτη του επιτυχία έρχεται κατά σύμπτωση, όπως οι περισσότερες εφευρέσεις. Είναι γεγονός πάντως ότι «στα τριάντα πέντε του μόλις, κατοχύρωσε την πρώτη του ευρεσιτεχνία για τη χρήση της ηλιακής ενέργειας, που την ονόμασε ηλιαντλία» (σ. 30). Η συσκευή πήρε το όνομα Οκτάβ, από τον αυτοκράτορα Οκτάβιο, για τον οποίο έλεγαν ότι «ήταν τόσο όμορφος, που όλος ο κόσμος χαμήλωνε τα μάτια μπροστά του, ακόμα κι ο ήλιος» (σ. 59). Ο ίδιος αποδεικνύεται ότι είναι «ένας άνθρωπος της σκιάς, που είχε στραφεί προς τον ήλιο μέσα σ’ έναν φωτεινό αιώνα στραμμένο στον άνθρακα» (σ. 32). Οι αντιθέσεις χαρακτηρίζουν την εποχή.
«'Eνας άνθρωπος της σκιάς, που είχε στραφεί προς τον ήλιο μέσα σ’ έναν φωτεινό αιώνα στραμμένο στον άνθρακα».
Παρά τις αντιξοότητες, καθώς η συννεφιά και η βροχή καταστρέφουν τις δημόσιες επιδείξεις των συσκευών του, έρχεται σταδιακά η πορεία προς την αναγνώριση. Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, το Χρυσό Μετάλλιο της Έκθεσης του Παρισιού, το Παράσημο της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής είναι μερικές από τις διακρίσεις του. Εξελίσσεται σε επιστήμονα-οραματιστή, ο οποίος φιλοδοξεί «να ξαναφτιάξει τον κόσμο με τη δύναμη του ονείρου του» (σ. 119). Αντιφατική φύση, εμμονικός και παραληρηματικός, ακολουθεί το όραμά του με μια εκτυφλωτική διαύγεια (σ. 123). Δεν ακολουθεί όμως μόνο τη μοίρα του εφευρέτη, αλλά και του συγγραφέα. Το βιβλίο του ονομάζεται Η ηλιακή ενέργεια και οι βιομηχανικές της εφαρμογές και τυπώνεται τις παραμονές του γαλλοπρωσικού πολέμου. Έναν χρόνο αργότερα, στις 10 Ιουλίου 1871, θα γεννηθεί ο Μαρσέλ Προυστ. Το όνομα αυτό παίζει ρόλο στη ζωή του Μουσό.
Η ανταπόκριση στο κοινό –λαό και ευγενείς– είναι άμεση. Εντυπωσιάζει η ακόλουθη περιγραφή. Ο εφευρέτης «στράφηκε προς τον αυτοκράτορα, σαν να τον είχε παρασύρει η συλλογική χαρά και, μέσα στο πανδαιμόνιο των πανηγυρισμών, τα μέλη της Ακαδημίας και οι βιομήχανοι πετάχτηκαν από το κάθισμά τους. Δέκα λεπτά αργότερα, όλη η ακτή στεκόταν όρθια, χειροκροτούσε κοιτάζοντας τον Μουσό, και ο αυτοκράτορας σήκωσε το μπαστούνι του προς τον ουρανό: “Ζήτω ο ήλιος, ζήτω ο Μουσό”» (σ. 66). Η παραστατικότητα του ύφους αναδεικνύει όλη τη μαγεία των στιγμών, καθώς η επιστήμη κατευθύνεται με γοργά βήματα προς την τεχνολογία. Η «αρχαιολογία των παλιών εποχών» συναντάται με τη νεωτερικότητα, όταν ένας κόσμος φτάνει στο τέλος του και μια νέα εποχή ανατέλλει. Τα στοιχεία του παραμυθιού και της λαϊκής αφήγησης κάνουν το κείμενο απολαυστικό και την ιστορία του εφευρέτη συναρπαστική.
Τα παραμύθια ωστόσο δεν έχουν πάντα καλό τέλος. Ο «σύγχρονος Προμηθέας» αναδεικνύεται σε έναν εφευρέτη-«ορχήστρα», που τα κάνει όλα μόνος του και υφίσταται τις συνέπειες των πειραματισμών του. Ο δρόμος του τον φέρνει στο Αλγέρι, γνωστή γαλλική αποικία, όπου κατασκευάζει τη μεγαλύτερη ηλιακή συσκευή του κόσμου, τον ηλιακό δέκτη ή ηλιακό συμπυκνωτή. Ο άντρας εκείνος «δεν είχε καμία ροπή στον εξωτισμό», αλλά «έδειχνε με το ταξίδι αυτό, την αντανάκλαση του αληθινού μεγαλείου του» (σ. 89). Η περιγραφή είναι υποβλητική. «Το εργοτάξιο ήταν δαντικό. Έστησαν ένα επιβλητικό τέρας, που χανόταν κάτω από μια περίπλοκη αρχιτεκτονική κατόπτρων σαν λέπια, μια στοίβα πλακών σαν μεσαιωνική πανοπλία, μια χαίτη από ελάσματα με βίδες απ’ όπου αναδυόταν στο κέντρο ένα τεράστιο χωνί σαν ανεστραμμένο αμπαζούρ, στολισμένο στο εσωτερικό του με μεταλλικά φύλλα που κύκλωναν ένα δοχείο με νερό» (σ. 103). Το αποτέλεσμα όμως των περιπετειών στην έρημο είναι η επιβάρυνση του ήδη φιλάσθενου οργανισμού του με σκορβούτο, τύφο, πυρετό των ματιών και οξεία τύφλωση. Ο συνεργάτης του, Πιφρ, καρπώνεται τη δόξα αλλά και το χρήμα των ευρεσιτεχνιών του.
Τα στοιχεία του παραμυθιού και της λαϊκής αφήγησης κάνουν το κείμενο απολαυστικό και την ιστορία του εφευρέτη συναρπαστική.
Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια των γερατειών και της σταδιακής εξαθλίωσης, όταν η εξεύρεση οικονομικών πόρων είναι αδύνατη και το κοινό απομακρύνεται. Προκύπτει μια μυθιστορηματική περιγραφή, που θυμίζει τα έργα του Β. Ουγκό και του Ευγ. Σύη (Τα μυστήρια των Παρισίων ή Παρισίων απόκρυφα κατά τον Ισιδωρίδη Σκυλίσση). Η Belle Époque ισοδυναμεί συχνά με μεγάλη εξαθλίωση. Ο εφευρέτης καταντά οικότροφος και τελικά σύζυγος μιας σκοτεινής μορφής, της Πιερέτ Μποτιέ, που θυμίζει τις χειρότερες φιγούρες του Ντίκενς. Το αποτέλεσμα είναι να αποχωριστεί «την τελευταία ηλιακή του μηχανή, σκουπίζοντάς την απ’ τα κουφάρια και τα σκόρπια πούπουλα των ορνίθων, που τις είχαν φάει από μέσα τα σκουλήκια» (σ. 145). Με εξίσου ειρωνικό τρόπο, ο εφευρέτης στερείται τη σύνταξή του γιατί είναι «νεκρός στα μάτια του γαλλικού συνταξιοδοτικού συστήματος» (σ. 147). Τον Μουσό αναλαμβάνει να συνδράμει στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο φύλακας άγγελος με το όνομα Προυστ, γραμματέας της Εταιρείας Φίλων της Επιστήμης. (Δεν πρέπει να έχει σχέση με τον μεγάλο συγγραφέα ούτε με τον πατέρα του, γνωστό γιατρό Αντριέν Προυστ.) Το μόνο πράγμα που βρίσκεται πάνω στο νεκρό σώμα του είναι ένα χαρτί με την εξής φράση: Μπορεί να μοιάζω πεθαμένος, αλλά δεν είμαι.
Η σκιά εξακολουθεί να καλύπτει τη μορφή του εφευρέτη, που αναπαριστά στο βιβλίο του ο Μπονφουά: «Το πρόσωπό του δεν υπάρχει σε κανέναν πίνακα, σε καμιά γκραβούρα, σε κανένα βιβλίο ιστορίας. Κανένας παρών στις νίκες του, ελάχιστοι οι μάρτυρες στις νίκες του. Σε όλα τα αρχεία του αιώνα του, η Γαλλία δεν έχει κρατήσει ούτε μία φωτογραφία του» (σ. 11). Το έργο της αποκατάστασής του αναλαμβάνει ο συγγραφέας με έμπνευση και αγάπη, θυμίζοντας στον αναγνώστη ότι η ανθρώπινη ζωή αποτελεί «ένα μυστήριο που δεν διαλευκάνθηκε ποτέ» (σ. 81). Η έρευνα του αρχειακού υλικού συνδυάζεται με τη λογοτεχνία και το αποτέλεσμα είναι ένα γλαφυρό ανάγνωσμα. Προς την κατεύθυνση αυτή μεγάλη είναι η συμβολή του μεταφραστή Γιώργου Καράμπελα και η απολαυστική απόδοση στα ελληνικά του πρωτότυπου L’Inventeur.
Ο εφευρέτης
Miguel Bonnefoy
μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας
Στερέωμα
160 σελ.
ISBN 978-618-5617-46-2
Τιμή €15,00
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/23785-bonnefoy-efevretis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου