Η ποιήτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια Λίντια Ντίμκοφσκα γεννήθηκε το 1971 στη Βόρεια Μακεδονία και ζει στη Σλοβενία. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές, τέσσερα μυθιστορήματα και μία συλλογή διηγημάτων. Τα βιβλία της έχουν αποσπάσει πολλά βραβεία και έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες. Στο μυθιστόρημα Μια ακόμα ζωή (Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2013) εξιστορεί με τρυφερότητα την πορεία δύο κοριτσιών, σιαμαίων διδύμων, προς την ενηλικίωση και παράλληλα τον μετασχηματισμό της κομμουνιστικής Ανατολικής Ευρώπης. Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση της Γιούλης Σταματίου, η συγγραφέας συζητά μαζί μας γι’ αυτό αλλά και για τη λογοτεχνία γενικότερα.
Το μυθιστόρημα Μια ακόμα ζωή είναι το πρώτο βιβλίο σας που κυκλοφορεί στα ελληνικά. Πώς νιώθετε που έχετε την ευκαιρία να πείτε αυτή την ιστορία στους Έλληνες αναγνώστες;
Νιώθω πολύ ευγνώμων και χαρούμενη. Πριν από αυτό, μόνο ένα διήγημά μου είχε δημοσιευτεί σε μία ανθολογία των Εκδόσεων Βακχικόν (σ.σ. Πέντε ευρωπαϊκές ιστορίες) και κάποια ποιήματά μου είχαν μεταφραστεί στα ελληνικά: το λογοτεχνικό περιοδικό Τεφλόν το 2019 δημοσίευσε μια επιλογή από την ποίησή μου, ενώ την ίδια χρονιά μια ανθολογία ποίησης από τη Βόρεια Μακεδονία κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αντίποδες. Αργότερα, το Τεφλόν μού πρότεινε να παρουσιάσω τη νεότερη ποιητική γενιά της Βόρειας Μακεδονίας με μία εισαγωγή και μία επιλογή ποιημάτων, και ήταν πραγματικά μεγάλη χαρά να βλέπω τους νεότερους ποιητές να μεταφράζονται στα ελληνικά. Η μετάφραση του Μια ακόμα ζωή στα ελληνικά είναι για μένα ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στη λογοτεχνική μου ζωή, γιατί για πολύ καιρό ένιωθα την Ελλάδα εντελώς κλειστή για τη λογοτεχνία μου. Ήταν πιο εύκολο για μένα να δημοσιεύσω στα αγγλικά παρά στα ελληνικά – και η Ελλάδα γειτονεύει με τη Βόρεια Μακεδονία. Εντάξει, δε ζω πια στη Βόρεια Μακεδονία, αλλά γράφω στη γλώσσα μας και νομίζω ότι το μεγαλύτερο επίτευγμα για έναν συγγραφέα είναι πρώτα να μεταφραστεί στις γλώσσες των γειτονικών χωρών. Δεν έχω έρθει ποτέ στην Ελλάδα για λογοτεχνική εκδήλωση, οπότε τώρα, με την ελληνική έκδοση του Μια ακόμα ζωή νιώθω ότι η Ελλάδα ανοίγει επιτέλους την πόρτα στη λογοτεχνία μου. Είμαι ευγνώμων στις Εκδόσεις Βακχικόν γι’ αυτή την ευκαιρία.
Οι πρωταγωνίστριές σας είναι δύο σιαμαίες αδερφές, των οποίων τη ζωή ακολουθούμε από την προεφηβεία έως την ενηλικίωση. Πώς εμπνευστήκατε αυτή την ιστορία και τι θέλατε να επικοινωνήσετε με τους αναγνώστες γράφοντάς την;
Πήρα την ιδέα από ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ για δύο πραγματικές αδερφές από τον αραβικό κόσμο, που είχαν ενωμένα κεφάλια και αποφάσισαν να χωρίσουν η μία από την άλλη σε ώριμη ηλικία. Πέθαναν και οι δύο. Για πολλά χρόνια κουβαλούσα την ιστορία τους στο μυαλό μου και μια μέρα αποφάσισα να γράψω μια ιστορία με παρόμοιους χαρακτήρες, αλλά σε ένα κοινωνικό, πολιτικό, γεωγραφικό πλαίσιο που να είναι γνωστό σε μένα: Βόρεια Μακεδονία και πρώην Γιουγκοσλαβία. Το μυθιστόρημά μου ξεκινά το 1984 και τελειώνει το 2012, επομένως περιλαμβάνει σχεδόν 30 χρόνια προσωπικής ιστορίας των αδερφών και της οικογένειάς τους, αλλά και μιας ιστορικής εποχής, συγκεκριμένους τόπους, αλλαγές στο πολιτικό σύστημα από τον σοσιαλισμό στον καπιταλισμό και τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Το Μια ακόμα ζωή είναι ένα είδος αλληγορίας για τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αλλά φυσικά και μία ιστορία ενηλικίωσης για δύο αδερφές που θέλουν να έχουν ξεχωριστές ταυτότητες, ζωές και μέλλον.
Η συγγραφή μυθοπλασίας είναι κάτι μεταξύ φαντασίας και τεκμηρίωσης.
Μαζί με την ιστορία της Ζλάτα και της Σρέμπρα, παρακολουθούμε και την πορεία του μετασχηματισμού της κομμουνιστικής Ανατολικής Ευρώπης. Γιατί επιλέξατε αυτό το συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο και πώς το συσχετίσατε με τη συγκεκριμένη ιστορία;
Στο βιβλίο, η Ζλάτα και η Σρέμπρα γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’70. Είναι η γενιά στην οποία ανήκω και το μυθιστόρημά μου είναι αφιερωμένο κυρίως σε αυτή τη γενιά. Μεγαλώνουν στα Σκόπια, όπως μεγάλωσα κι εγώ, και είναι μάρτυρες όσων συμβαίνουν γύρω τους αλλά και στην Ευρώπη και στον κόσμο, και ιδιαίτερα του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του ’90. Οι δημοκρατίες θέλουν να χωριστούν η μία από την άλλη ακριβώς όπως η Σρέμπρα και η Ζλάτα θέλουν να χωριστούν η μία από την άλλη. Είναι δυνατά όλα αυτά χωρίς θύματα; Έπειτα από κάθε χωρισμό, σωματικό ή άλλο, κάποιος ή κάτι βρίσκεται στη θέση του θύματος. Στο μυθιστόρημά μου, η τραγωδία του χωρισμού της πρώην Γιουγκοσλαβίας δεν βρίσκεται στον διαχωρισμό ως ιδέα, επιθυμία ή πρόταση: βρίσκεται στον τρόπο, τον πιο βάναυσο και πρωτόγονο, με τον οποίο συνέβη, με έναν ανόητο πόλεμο που κατέστρεψε ζωές, ανθρώπους, μέρη και ανθρωπιά. Η αλληγορία μεταξύ των ενωμένων κεφαλιών της Ζλάτα και της Σρέμπρα (παρεμπιπτόντως, τα ονόματά τους σημαίνουν Χρυσή και Ασημένια) και της διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας δεν ήταν η αρχική ιδέα όταν ξεκίνησα να γράφω το μυθιστόρημα, αλλά στη διαδικασία συγγραφής πολλές νύξεις και συνδέσεις μεταξύ τους εμφανίζονταν αυθόρμητα, με πραγματικές αναφορές και υπαινιγμούς.
Οι δύο αδερφές βρίσκονται κάποια στιγμή μπροστά στην απόφαση του ιατρικού διαχωρισμού. Πώς μελετήσατε και χειριστήκατε αυτό το λεπτό, δύσκολο θέμα και την ψυχολογία των πρωταγωνιστριών σας;
Έκανα πολλή έρευνα, μίλησα με νευροψυχιάτρους, πήγα σε ένα λογοτεχνικό πρόγραμμα στο Λονδίνο, επαλήθευσα όλα τα μέρη στα οποία εκτυλίσσεται η ιστορία, επαλήθευσα όλες τις ιστορικές ημερομηνίες. Για μένα η συγγραφή μυθοπλασίας είναι κάτι μεταξύ φαντασίας και τεκμηρίωσης. Μου αρέσει να βάζω τις προσωπικότητες σε πραγματικούς τόπους και σε πραγματικό χρόνο, και για να το κάνω αυτό πρέπει να γνωρίζω ακριβώς τον τόπο και τον χρόνο που συμβαίνει η ιστορία. Στην αρχή, ήταν δύσκολο να τοποθετήσω τα σώματα της Ζλάτα και της Σρέμπρα στον χώρο εξαιτίας των ενωμένων κεφαλιών τους, έτσι τις σχεδίασα για να είμαι σίγουρη ότι δεν θα έκανα λάθη στην περιγραφή της θέσης τους. Ερεύνησα τα σιαμαία δίδυμα και προσπάθησα να βάλω τον εαυτό μου στη θέση τους: πώς ζουν την καθημερινότητά τους, για παράδειγμα, πώς κοιμούνται, πηγαίνουν στην τουαλέτα, κάθονται, τρώνε κ.λπ. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστεί κανείς τι κάνουν δυο σώματα που είναι τόσο κοντά το ένα στο άλλο σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Προσπάθησα να μπω στο πετσί τους και να νιώσω το συναίσθημά τους, να τις καταλάβω ψυχολογικά, ειδικά επειδή έχουν πολύ διαφορετικές προσωπικότητες. Για μένα, η Ζλάτα, η αφηγήτρια ήταν πιο κοντά στις δικές μου αντιλήψεις και σκέψεις, οπότε δεν ήταν τόσο δύσκολο να γράψω από αυτή τη θέση, αλλά ταυτόχρονα έπρεπε να κατανοήσω και να παρουσιάσω αυθεντικά τη Σρέμπρα. Έδωσα στην αφηγήτρια όλη την ελευθερία να εκφραστεί. Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Ένιωσα τον εαυτό μου να «πιάνεται» στη φωνή της Ζλάτα και, κατά κάποιον τρόπο, ένιωσα ότι εγώ ανήκα σε αυτήν και στην ιστορία, και όχι εκείνη σε μένα. Απλώς ακολούθησα τη φωνή της, τον ρυθμό της, το μυαλό της, την καρδιά της.
Τα ποιήματα κατά κάποιον τρόπο γράφονται μόνα τους, όταν θέλουν.
Το βιβλίο σας τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2013. Τι σημαίνει για εσάς ένα βραβείο;
Τα βραβεία ανοίγουν κάποιες πόρτες στον λογοτεχνικό κόσμο, είναι σαν το σήμα: «Προσοχή!» για τους αναγνώστες, τους μεταφραστές και τους εκδοτικούς οίκους. Τα βραβεία βάζουν τα βιβλία στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων και στα ράφια των βιβλιοθηκών, τα βραβεία είναι γλυκά πράγματα στη σκληρή ζωή του συγγραφέα και είναι θαύματα τριών ημερών – τρεις μέρες γεμάτες συγχαρητήρια, likes στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δημοσιεύματα στον Τύπο, τηλεφωνήματα συγγενών και φίλων, ένας λόγος να τους κεράσουμε ποτά και γεύματα, είναι ακόμη τελετές και αιτήματα για συνεντεύξεις. Και ύστερα από τρεις μέρες η ζωή συνεχίζεται όπως πριν και, έπειτα από όλο αυτό το υπέροχο, όμορφο και αστείο τσίρκο, μένεις πάλι μόνη/ος με τον εαυτό σου. Αυτό είναι πραγματικά καλό για μια/έναν συγγραφέα. Τα βιβλία, βραβευμένα ή όχι, έχουν τη δική τους ζωή και από αυτά εξαρτάται πόσο καιρό θα τα κρατήσει ζωντανά ένα βραβείο.
Πώς ξεκίνησε η δική σας ιστορία με τη συγγραφή;
Πολύ κλασική ιστορία. Άρχισα να γράφω απ’ όταν έμαθα να γράφω, στο δημοτικό σχολείο, και είχα την ενθάρρυνση της δασκάλας μου να δημοσιεύσω τα ποιήματά μου σε παιδικά περιοδικά. Εκείνη έστελνε ποιήματά μου σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και πήρα κάποια βραβεία, ταξίδεψα στη Βόρεια Μακεδονία με άλλα παιδιά-ποιητές. Στο σπίτι έφτιαξα και «εξέδωσα» το πρώτο μου βιβλίο με ποιήματα σε ένα αντίτυπο. Όταν ήμουν 21 ετών, δημοσίευσα το πρώτο μου αληθινό βιβλίο ποίησης μαζί με έναν άλλο ποιητή, τον Μπόρις Τσαβκόσκι, μισό βιβλίο δικό μου και μισό βιβλίο δικό του, όπως το γιν και το γιανγκ. Το βιβλίο μας κέρδισε το Βραβείο Καλύτερου Ποιητικού Βιβλίου Πρωτοεμφανιζόμενων στη Βόρεια Μακεδονία. Κατόπιν, συνέχισα να εκδίδω ποιητικά βιβλία και το 2004 κυκλοφόρησε το πρώτο μου μυθιστόρημα, Κρυμμένη κάμερα. Μέχρι στιγμής έχω εκδώσει επτά ποιητικά βιβλία, μια συλλογή διηγημάτων και τέσσερα μυθιστορήματα – το τελευταίο, ο Προσωπικός αριθμός αναγνώρισης, συνδέεται άμεσα με το ελληνικό πρόβλημα του χωρισμού της Κύπρου το 1974, με κύριο πρόσωπο έναν μετανάστη από την Κύπρο στη Βόρεια Μακεδονία.
Έχετε γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, πολλή ποίηση. Πώς δουλεύετε όταν γράφετε διαφορετικό είδος κάθε φορά;
Στη ζωή μου, η ποίηση και η πεζογραφία είναι δύο είσοδοι/έξοδοι της ίδιας γέφυρας και από κάτω κυλάει το ποτάμι που λέγεται Ζωή. Για πολύ καιρό πίστευα ότι μπορώ να γράφω μόνο ποίηση, αλλά όταν ανακάλυψα μέσα μου την επιθυμία να πω μια ιστορία, να δημιουργήσω χαρακτήρες, στην πραγματικότητα ερωτεύτηκα τη συγγραφή πεζών. Υπάρχουν φορές που γράφω περισσότερη πεζογραφία ή περισσότερη ποίηση. Μερικές φορές η ποίηση και η πεζογραφία «τσακώνονται» μέσα μου, ζητώντας τον χρόνο τους, τον δικό τους χώρο. Αλλά το να γεννάω λέξεις είναι το πιο όμορφο πράγμα για μένα – στην πραγματικότητα, όταν γράφω είμαι ένας απόλυτα χαρούμενος άνθρωπος, ανεξάρτητα από το αν γράφω για ένα χαρούμενο ή λυπηρό θέμα. Μόλις άρχισα να νιώθω την επιθυμία να γράψω μυθοπλασία, έγινα διπλά ευτυχισμένος άνθρωπος. Ακόμα κι αν γράφω τα μυθιστορήματά μου σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, πάντα κουβαλάω την ιστορία για χρόνια πριν καθίσω να τη γράψω. Με την ποίηση είναι διαφορετικά: Τα ποιήματα κατά κάποιον τρόπο γράφονται μόνα τους, όταν θέλουν. Δεν είμαι από τις/τους δημιουργούς που λένε: «Θα γράψω ένα βιβλίο ποίησης φέτος». Απλώς γράφω σιγά σιγά ποιήματα και, όταν έχω αρκετά για ένα βιβλίο, συγκεντρώνομαι στη δομή του. Για μένα το γράψιμο είναι σαν να αναπνέω – γράφω γιατί το χρειάζομαι, για να επιβιώσω ή να πεθάνω.
Κάθε συγγραφέας θέλει να τον διαβάζουν και να τον αγαπούν οι αναγνώστες. Αλλά αν κάποιος σας ρωτήσει: Γιατί γράφετε; Τι σημαίνει για εσάς η ίδια η γραφή;
Αναπνοή για να είμαι ζωντανή, ευτυχία ακόμα κι όταν γράφω για τραγικά πράγματα –και κυρίως γράφω για τέτοια–, γνήσια επιθυμία να πω ιστορίες, διαγράφοντας την απόσταση ανάμεσα στη ζωή και τη λογοτεχνία.
Μία ακόμα ζωή
Λίντια Ντίμκοφσκα
μετάφραση: Γιούλη Σταματίου
Εκδόσεις Βακχικόν
σ. 550
ISBN: 978-618-231-017-5
Τιμή: 16,96€
https://diastixo.gr/sinentefxeis/xenoi/22020-lidija-dimkovska-sinenteuxi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου