Ο ποιητής και μυθιστοριογράφος Χόρχε Γκαλάν (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Τζορτζ Αλεξάντερ Πορτίγιο) γεννήθηκε στο Σαν Σαλβαδόρ (πρωτεύουσα του Ελ Σαλβαδόρ) το 1973 και πραγματοποίησε φιλολογικές σπουδές στο κεντροαμερικανικό Πανεπιστήμιο Χοσέ Σιμεόν Κάνιας. Το έργο του προσέχτηκε από πολύ νωρίς και απέσπασε σειρά διακρίσεων και βραβείων. Τον Ιούνιο του 2017 επισκέφθηκε την Αθήνα στο πλαίσιο του αφιερωμένου στην ισπανόφωνη λογοτεχνία φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία Εν Αθήναις – του οποίου η λατινική μεταγραφή, LEA, τυχαίνει να είναι και η προστακτική του ρήματος «διαβάζω» στα Ισπανικά), που έλαβε χώρα από τις 7 ως τις 19 του μηνός, αλλά και με αφορμή την κυκλοφορία στα Ελληνικά του αφηγήματός του Δωμάτιο στο βάθος του σπιτιού, από τις εκδόσεις Ψυχογιός (σε εξαιρετική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη).
Σε συνέντευξη Τύπου που δόθηκε στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Ψυχογιός την Πέμπτη, 15 Ιουνίου 2017, ο συγγραφέας (με διερμηνέα τη μεταφράστρια Σαπφώ Διαμάντη, η οποία συμμετέχει ως συντονίστρια στο φεστιβάλ ΛΕΑ) μίλησε κυρίως για το Δωμάτιο στο βάθος του σπιτιού, όπως και για τη σύγχρονη λογοτεχνία της πατρίδας του, τον κοινωνικό ρόλο και τις προοπτικές της, ενώ ανέλυσε διεξοδικά την τεταμένη πολιτικοκοινωνική κατάσταση που επικρατεί τις τελευταίες δεκαετίες στο Ελ Σαλβαδόρ και τις ολέθριες συνέπειές της για τη χώρα.
Από τις εκδόσεις Ψυχογιός πρόκειται σύντομα να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα άλλο ένα μυθιστόρημα του Χόρχε Γκαλάν, με τον τίτλο Νοέμβριος, το οποίο αναφέρεται στην εκτέλεση έξι ιησουιτών και δυο άλλων ατόμων κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 1989, κατονομάζοντας μάλιστα τους υπεύθυνους. Εξαιτίας του βιβλίου αυτού, ο συγγραφέας δέχτηκε διώξεις και απειλές κατά της ζωής του, που τον εξανάγκασαν να εγκαταλείψει μόνιμα το Ελ Σαλβαδόρ.
Σε σχετική ερώτηση, ο Γκαλάν απάντησε ότι παρόμοια περιστατικά δεν είναι καθόλου ασυνήθιστα στη χώρα του – γνωρίζει προσωπικά και άλλους συγγραφείς που ζουν αυτοεξόριστοι για τον ίδιο λόγο. Το χειρότερο συναίσθημα που του προξενεί η αδυναμία να επιστρέψει στην πατρίδα του είναι το ότι νιώθει παγιδευμένος στον κόσμο, δίχως να μπορεί να γυρίσει στο σπίτι του. Θα κατορθώσει ποτέ μια πολύπαθη χώρα σαν το Ελ Σαλβαδόρ να επανέλθει σε ισορροπία; «Είμαστε ένα από τα πιο επικίνδυνα μέρη στον πλανήτη. Σύμφωνα με έρευνα της εφημερίδας Guardian, κάθε ώρα σημειώνεται και μία δολοφονία. Είμαστε μια χώρα τόσο μικρή, με έξι και κάτι εκατομμύρια κατοίκους, και κοντεύουμε να ξεπεράσουμε το ποσοστό των πενήντα δολοφονιών ημερησίως. Η κοινωνία μας νοσεί – και πολλές φορές φτάνω στο σημείο να πιστέψω ότι δεν πρόκειται ποτέ να βρεθεί λύση. Διότι η βία επανέρχεται, η πορεία της είναι κυκλική στην ιστορία της χώρας μου. Και τον τελευταίο τουλάχιστον αιώνα, ήταν πάντα παρούσα. Γι’ αυτό πιστεύω ότι μπορεί και να μην έχουμε καμιά μοίρα».
Θα μπορούσε η λογοτεχνία να βελτιώσει με κάποιον τρόπο τις συνθήκες που επικρατούν στο Ελ Σαλβαδόρ; «Η κοινωνία μας έχει ζήσει μεταξύ σιωπής και λησμονιάς. Μέσω της λογοτεχνίας, η σιωπή και η λησμονιά καταργούνται – και έχω την ελπίδα ότι θα δημιουργηθεί μια επίγνωση, μια συνειδητοποίηση που ως τώρα δεν υπήρχε. Σπάνια συναντά κανείς παιδιά κάτω των είκοσι ετών που να έχουν ιδέα για τις δολοφονίες των ιησουιτών, οι οποίες διαπράχθηκαν μόλις τριάντα χρόνια πριν. Χωρίς ιστορική μνήμη, δεν είναι δυνατόν να ξεπεράσουμε τα σφάλματα του παρελθόντος. Και η δουλειά της λογοτεχνίας ίσως είναι αυτή ακριβώς: να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη, ούτως ώστε οι επόμενες γενιές να καταφέρουν να επανορθώσουν – και ίσως, έτσι, ξαναθυμηθούμε πως κάποτε ήμασταν μια υπέροχη χώρα για να ζει κανείς».
Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Γκαλάν συμπεριλαμβάνει ιστορικά στοιχεία στα βιβλία του – νιώθει μια νοσταλγία για κάτι που ο ίδιος δεν έζησε ποτέ: «Υπήρξε μια εποχή, μέσα στις δεκαετίες του ’40 και του ’50, που η χώρα μου ήταν αληθινός παράδεισος και θα μου άρεσε πολύ να το είχα ζήσει αυτό. Αφού όμως κάτι τέτοιο δεν γίνεται, επιχείρησα να το ανασυνθέσω σε ορισμένα από τα μυθιστορήματά μου. Όχι πως δεν είχαμε βία τότε, αλλά η κατάσταση δεν συγκρινόταν σε καμιά περίπτωση με τη σημερινή. Μπορούσες ακόμα να ζήσεις...»
Μήπως η νέα γενιά έχει κουραστεί να μαθαίνει για την ταραγμένη ιστορία του τόπου και θα προτιμούσε να κάνει μια καινούρια αρχή, πέρα απ’ τα όσα έχουν συμβεί; Ή απλώς οι συνθήκες που επικρατούν την εμποδίζουν να γνωρίζει τα γεγονότα; «Η ιστορία της χώρας μου σε μεγάλο βαθμό αποσιωπάται» εξηγεί ο συγγραφέας. «Ο σημαντικότερος ποιητής μας, λόγου χάρη –ο Ρόκε Ντάλτον– μου ήταν παντελώς άγνωστος και έμαθα για την ύπαρξή του μόνο όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο. Είχα διαβάσει Όμηρο πολύ πριν διαβάσω Ρόκε Ντάλτον. Ήξερα επίσης όλους τους Ισπανούς συγγραφείς, ενώ για τον Ντάλτον δεν είχα ιδέα – απλώς και μόνο επειδή το έργο του δεν διδασκόταν στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ο Ντάλτον δολοφονήθηκε το 1975 και όχι μονάχα οι δολοφόνοι του παραμένουν ελεύθεροι και ατιμώρητοι, μα κανείς δεν γνωρίζει πού βρίσκεται το πτώμα του. Το αναφέρω αυτό ως παράδειγμα της σιωπής που περιβάλλει την ιστορία μας – και η οποία οφείλω να παραδεχτώ ότι μειώνεται διαρκώς».
Στις μέρες μας, ο Ρόκε Ντάλτον έχει μεταφραστεί σε όλο τον κόσμο και παρόλο που στο παρελθόν τα βιβλία του δεν δημοσιεύονταν καν στο Ελ Σαλβαδόρ, από τότε που άλλαξε η κυβέρνηση το έργο του άρχισε να κυκλοφορεί πλέον ελεύθερα (κατά σύμπτωση, τον καιρό εκείνο ο Γκαλάν ήταν επιμελητής στον κρατικό εκδοτικό οίκο και είχε την ευκαιρία να συμμετάσχει ο ίδιος στην έκδοση). Επομένως η παρουσία του Ντάλτον είναι πολύ περισσότερο ορατή στη σύγχρονη κοινωνία της χώρας του.
Αν και ο Γκαλάν είναι γνωστότερος ως ποιητής παρά ως πεζογράφος, καταπιάστηκε για πρώτη φορά και με τα δύο είδη την ίδια περίπου εποχή – άργησε όμως πολύ να δημοσιεύσει τα μυθιστορήματά του. Ο λόγος; «Είχα την αίσθηση ότι δεν κατείχα αρκετά το θέμα μου. Το πρώτο μου μυθιστόρημα το είχα ολοκληρώσει μέσα σε οχτώ με εννιά μήνες και ήθελα οπωσδήποτε να το ξαναδουλέψω. Μερικές φορές νόμιζα ότι έγραφα ανοησίες. Ομολογώ πως σάστισα όταν έδωσα σε κάποιον να διαβάσει το χειρόγραφο του Δωματίου στο βάθος του σπιτιού και του άρεσε. Γιατί δεν επρόκειτο για συνηθισμένο αφήγημα, αλλά για μια σπονδυλωτή ιστορία με κυρίαρχο το συστατικό της φαντασίας και δεν πίστευα πως θα άρεσε σε κανέναν. Να όμως που κατέληξα να ασχολούμαι αποκλειστικά και μόνο με την πεζογραφία».
Ο Χόρχε Γκαλάν έχει τιμηθεί για το έργο του τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην πατρίδα του – από την οποία, ωστόσο, έχει εκδιωχθεί. Του προξενεί πικρία το γεγονός αυτό; «Μου απένειμαν το κρατικό βραβείο πεζογραφίας για ένα διήγημα το οποίο δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Είχα βέβαια επίσης την τύχη να διακριθώ με βραβεύσεις στην Ισπανία και σε άλλες χώρες, δεν παύω όμως να νιώθω βαθιά απογοήτευση για τον τόπο μου, αν και τον αγαπώ πολύ».
Όσο για το στοιχείο του «μαγικού ρεαλισμού» που δεσπόζει στο Δωμάτιο στο βάθος του σπιτιού, ο συγγραφέας διευκρίνισε ότι όλα όσα γράφει στο βιβλίο αυτό δεν είναι παρά ιστορίες που είχε ακούσει να του διηγούνται στα παιδικά του χρόνια. Θέλησε κυρίως να μιμηθεί τη ροή του προφορικού λόγου παρά να οδεύσει προς τον «μαγικό ρεαλισμό». Ως μεγαλύτερη επιρροή του αναφέρει τον Φόκνερ, τον οποίο εξακολουθεί να διαβάζει κάθε χρόνο. Κανένας άλλος πεζογράφος δεν του προσφέρει τόσο πολλά. Διαβάζει συνεχώς και πολύ, πάντα όμως επιστρέφει στον Φόκνερ, είτε για να διαβάσει μερικές σελίδες είτε ένα ολόκληρο βιβλίο του. Τελευταία νιώθει να ταυτίζεται αρκετά με τον Κόρμακ ΜακΚάρθι, μα κι αυτό στην ουσία αποτελεί προέκταση της επιρροής του Φόκνερ. Είναι λοιπόν σαν να κλείνει ένας κύκλος. Και είτε φαίνεται παράδοξο είτε όχι, η σπουδαιότερη επιρροή του Φόκνερ υπήρξε ο Γκαρσία Μάρκες – από τον οποίο (όπως και από τον Χουάν Ρούλφο) έχουν, εξάλλου, επηρεαστεί όλοι οι Λατινοαμερικανοί συγγραφείς.
Στη δική μου ερώτηση σχετικά με το γιατί ο «μαγικός ρεαλισμός» συναντάται κατεξοχήν στη λατινοαμερικανική λογοτεχνία, ο Γκαλάν απαντά ότι είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας: «Για μας είναι κάτι το καθημερινό, το συνηθισμένο και ήθελα να το αντικατοπτρίσω στα κείμενά μου. Όλοι οι Λατινοαμερικανοί έχουμε δει φαντάσματα ή γνωρίζουμε κάποιον που έχει δει. Όποτε, ας πούμε, ήμασταν υποψήφιοι για βράβευση, ξέραμε πάντοτε από πριν αν θα κερδίζαμε ή όχι, γιατί κάποιος το είχε δει στον ύπνο του. Και του είχαμε απόλυτη εμπιστοσύνη, αφού ουδέποτε έπεφτε έξω. Μπορεί να είναι μια “μαγική” πραγματικότητα, αλλά αυτό δεν την κάνει λιγότερο αληθινή. Για μας, είναι απλώς η αλήθεια. Στο Δωμάτιο στο βάθος του σπιτιού οι ιστορίες φαίνονται ίσως φανταστικές, εμένα όμως μου τις διηγήθηκε κάποιος σαν να επρόκειτο για πραγματικά περιστατικά».
Πώς βλέπει το μέλλον της λογοτεχνίας στο Ελ Σαλβαδόρ; «Θεωρώ ότι χαίρει άκρας υγείας, τόσο στο πεδίο της πεζογραφίας όσο και της ποίησης. Τη συγκεκριμένη στιγμή, η λατινοαμερικανική λογοτεχνική παραγωγή είναι ένα σύμπαν πολύ πλούσιο».
Από τους σύγχρονους ποιητές, θαυμάζει τον Οκτάβιο Πας και τον Νερούδα, ενώ μεταξύ των νεότερων λογοτεχνών ξεχωρίζει την Πιεδάδ Μπονέτ, τον Ρομπέρτο Μπολάνιο και τον Οράσιο Καστεγιάνος Μόγια, καθώς και τους Νικαραγουανούς ποιητές Κλαριμπέλ Αλεγρία (η οποία πρόσφατα τιμήθηκε με το βραβείο «Βασίλισσα Σοφία») και Ερνέστο Καρντενάλ. Όσο για το αν γράφεται «πολιτική ποίηση» στις μέρες μας, ο Γκαλάν ομολογεί ότι ο ίδιος, όπως και πολλοί άλλοι, έχει εκφράσει κοινωνικούς προβληματισμούς στα ποιήματά του, μια και τα κακώς κείμενα της σύγχρονης πραγματικότητας είναι τόσο εμφανή ώστε δεν γίνεται να αγνοηθούν.
Όσον αφορά τη σημερινή πολιτική κατάσταση στο Ελ Σαλβαδόρ, ο Γκαλάν επισημαίνει ότι παρά την άνοδο στην εξουσία δυνάμεων από τον αριστερό χώρο, η κοινωνία εξακολουθεί να είναι κατεστραμμένη και να μαστίζεται από τον «ανταρτοπόλεμο» και το εμπόριο ναρκωτικών: «Είναι πολύ δύσκολο να δούμε μια διέξοδο, γιατί όλες εκείνες οι συνθήκες που οδήγησαν στον πόλεμο μια χώρα με σαθρότατη κοινωνική οργάνωση και δίχως ευκαιρίες, συνεχίζουν να ισχύουν ακόμα και τώρα. Εάν δεν υπάρξει πραγματική διαρθρωτική αλλαγή στην κοινωνία, όλα είναι καταδικασμένα να παραμείνουν ως έχουν...».
Μάριον Χωρεάνθη Δημοσιεύτηκε 27 Ιουνίου 2017
Μάριον Χωρεάνθη, συγγραφέας, κριτικός, εικαστικός, μουσικός και προγραμματίστρια Η/Υ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου