Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Κατερίνα Καριζώνη: «Σκοτεινός χρόνος»

Αν οι πεζογράφοι χρησιμοποιούν την πένα τους ως καλέμι επιχειρώντας σφυριά τη σφυριά να ανοίξουν μια ρωγμή στον σκοτεινό τοίχο που περιβάλλει την ανθρώπινη ύπαρξη, ώστε να μπορέσουμε να δούμε από μια άλλη οπτική γωνία τον κόσμο, οι ποιητές, χρησιμοποιώντας την πένα τους ως κοντάρι, μας σηκώνουν με ένα άλμα –σαν αυτό του επί κοντώ– τόσο ψηλά που περνώντας πάνω από τον τοίχο, έχουμε τον κόσμο στα πόδια μας.
Έτσι και η Κατερίνα Καριζώνη με τη νέα της ποιητική συλλογή Σκοτεινός χρόνος, μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε τον κόσμο με διαφορετική ματιά, μας δημιουργεί ερωτήματα, διλήμματα και προβληματισμούς, μας καλεί να ψηλαφήσουμε μαζί ανοιχτές πληγές, αλλά και να μπούμε σε ακατοίκητες ίσως περιοχές της ιστορίας και της συλλογικής μνήμης.
Όμως η ποίηση της Καριζώνη δεν είναι ποίηση φυγής από την πραγματικότητα, δεν είναι απλά το καταφύγιο από τις δυσκολίες της καθημερινότητας, δεν είναι ποίηση της εσωστρέφειας και της ατομικής διαφυγής, της ύπουλης νοσταλγίας ή της εύκολης λησμοσύνης, ούτε ακόμα ποίηση που λειτουργεί ως παρηγορήτρα, ως νάρκωση και ανακούφιση.
Είναι «Ποίηση ενός μυστικού, αινιγματικού και αφώτιστου χρόνου, ο οποίος καταγράφεται και περιγράφεται με αλληγορίες και συμβολισμούς, μύθους και σπαραγμένα προσωπικά βιώματα», όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο της συλλογής, με έντεχνα σφιχταγκαλιασμένες λέξεις που ψηλαφούν σημάδια από τις δαγκωματιές του έρωτα, θα συμπληρώσουμε εμείς.
Πρόκειται για μια συλλογή που στα ποιήματά της –αν και δεν έχουν όλα το ίδιο ύφος– κυριαρχεί η λιτότητα των εκφραστικών μέσων και οι αφαιρετικές φόρμες, με κύριο χαρακτηριστικό τη φειδωλή χρήση επιθέτων, ενώ η διαπραγμάτευση με την ιστορία και το σήμερα έχει έντονα στοιχεία αλληγορίας και είναι επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από το κίνημα του σουρεαλισμού.
Στα ποιήματά της –αν και δεν έχουν όλα το ίδιο ύφος– κυριαρχεί η λιτότητα των εκφραστικών μέσων και οι αφαιρετικές φόρμες, με κύριο χαρακτηριστικό τη φειδωλή χρήση επιθέτων, ενώ η διαπραγμάτευση με την ιστορία και το σήμερα έχει έντονα στοιχεία αλληγορίας και είναι επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από το κίνημα του σουρεαλισμού.
Επιχειρώντας να ομαδοποιήσουμε τα ποιήματα της συλλογής παρατηρούμε ότι υπάρχει μια αξιοσημείωτη ισορροπία. Οκτώ είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, οκτώ σε δεύτερο πρόσωπο και οκτώ σε τρίτο πρόσωπο, ενώ τρία είναι μικτά γραμμένα σε πρωτοδεύτερο ή δευτερότριτο πρόσωπο.
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής η Καριζώνη μας μεταφέρει στο Βυζάντιο «μηνί Μαρτίω ινδικτιώνος του 1351, ημέρα που έγινε μια διαστροφή του κέρματος, πέσαν απότομα τα χάλκινα και ανέβηκε ο χρυσός κι έχασαν την αξία τους οι λιγοστές εισπράξεις» του φτωχού σαλδαμάριου-μπακάλη, για να μας μιλήσει όμως για το σήμερα.
Αντίθετα, στο τελευταίο ποίημα, το «Στρατώνι» ξεκινά να μας μιλά για το σήμερα «στα καφενεία πρέφα, στα μεταλλεία θάνατος» για να μας μεταφέρει στο παρελθόν όπου «ο ανθρακωρύχος έκλεβε παλιά δυναμίτιδα για τους αντάρτες και τη μετέφερε κρυμμένη μες στα ψάρια», για να καταλήξει στην αλληγορία, «άλλοτε πάλι μεταμορφωνόταν σε γλάρο / και πετούσε κρώζοντας παράφωνα / πάνω από τα νερά».
Στον Πασβάντη της Κομοτηνής μάς περιγράφει τον μυστήριο νυχτοφύλακα που «…δεν φορούσε παπούτσια αλλά σιδερένιες οπλές κι ένα παλιό αμπέχονο από κάποιον σκοτωμένο» την εποχή όπου «Εκείνα τα χρόνια δεν είχε ηλεκτρικό / παρά μονάχα λάμπες πετρελαίου καπνισμένες / και μνήμες που ήταν ακόμα νωπές σαν πληγές».
Στο «Προπατορικό λάθος» αντιπαραβάλλει την αντίσταση απέναντι στην απάθεια και την υποταγή, λέγοντάς μας: «τα δένδρα είναι πανάρχαια πουλιά / που δεν τ’ αφήσαν να πετάξουν / τις κρίσιμες ώρες της δημιουργίας / κι εκείνα το αποδέχτηκαν. / Για αυτό έρχονται / και κουρνιάζουν στα κλαδιά τους τα πουλιά / που τότε αντισταθήκανε / κερδίζοντας τον ουρανό» και στο «Σκάκι» μάς μεταφέρει στην Ινδία, όπου κάποτε το έπαιζαν με ζωντανά πιόνια – «τους ηττημένους τους θανάτωναν αλύπητα», ενώ τώρα «το παίζουμε κρυφά κάτω από τις λέξεις εκεί που οι σκάλες δεν σταματούν ποτέ».
«Έξω ακούω να στήνουν το βάθρο της Άνοιξης» μας λέει σε πρώτο πρόσωπο στο ποίημα «Ιστορία», εκεί «όπου εκτέλεσαν πενήντα άτομα στην Κατοχή γιατί οι δικοί μας σκότωσαν έναν μολυβένιο στρατιώτη». Και στο γραμμένο σε δεύτερο πρόσωπο ποίημα με τίτλο «Κοσμογονία», μας υπενθυμίζει ίσως τη λειτουργία της τέχνης, «όταν τραβήχτηκαν στο τέλος τα νερά, φάνηκε η έρημος με τα ποιήματα».
Στο «Μετρό της Θεσσαλονίκης» μάς περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο πως αυτό «βυθίζεται στα ερείπια κάτω από την πόλη και φορτώνει τους νεκρούς εμπόρους, χρυσοχόους, τεχνίτες του χαλκού ακόμα και ραβίνους και μαυραγορίτες», ενώ ο ποιητής παρατηρεί «τους λιωμένους χάρτες να μιλούν για τον υδράργυρο που αναπνέουν οι εργάτες στις υπόγειες αρτηρίες».
Στο γραμμένο σε πρώτο και δεύτερο πρόσωπο ποίημα με τίτλο «Συρτάρια», μας μιλά για όλα όσα έχουμε ερμητικά κλειδωμένα μέσα μας: «Τα δάκρυα σου κύλησαν και λάδωσαν τις κλειδαριές / και τα κλειδιά γύρισαν όπως τα μαχαίρια / κι άνοιξαν ξάφνου τα συρτάρια στο σώμα / σαν πληγές».
Τα ποιήματα με τίτλο «Το φουστάνι», «Αρεόπολις»,«Thedancingplague» και «Το σχίσμα» μάς μεταφέρουν πίσω στον χρόνο.
Το πρώτο στον Μεσαίωνα, όπου τα φουστάνια χρωματίζονταν με αρσενικό και χαλκό και όταν έβρεχε δηλητηρίαζαν το σώμα που το φορούσε, «…άμα βγεις στη βροχή, θα σε σκοτώσει, ... αν το φορέσεις, θα ’ρθει να σε βρει κάτω από το δέρμα, μέσα από τις ραφές».
Το δεύτερο μας μεταφέρει στα χρόνια που η Τουρκία και η Βενετία διεκδικούσαν την κυριαρχία τους στη θάλασσα και οι κακαβούληδες της Μάνης τραβούσαν με τεχνάσματα την προσοχή των ναυτικών και παγιδεύοντάς τους σε ξέρες τούς λήστευαν φορώντας σιδερένιες χύτρες στο κεφάλι.
Το τρίτο μάς γυρίζει στα 1518 όπου το μολυσμένο σιτάρι προκαλούσε έκσταση και ξέφαντους χορούς «κι εσύ μου έγνεφες κρυφά να μη χορέψω. Δεν είναι γιορτή, μου λέγαν παρακλητικά τα μάτια σου, είναι η dancing plague, θα μολυνθείς».
Και τέλος το τέταρτο, ακόμα πιο πίσω, στα 1054, την ημέρα που έγινε το σχίσμα και αφορίστηκε η ανατολική Εκκλησία από τον Πάπα και μαζί της ο Υπερκαινοφανής αστέρας που είχε κάνει την εμφάνισή του εκείνη τη μέρα και «έλαμπε πιο φωτεινός κι απ’ την ολόγιομη πανσέληνο κι οι αστρονόμοι έσβησαν τις λάμπες τους κι οι καρδινάλιοι σβήσαν τις επίσημες γραφές για το ύποπτο αυτό σημάδι όπως είπαν».
Αν και η λέξη χρόνος υπάρχει στον τίτλο της συλλογής, στα 27 ποιήματά της τη συναντάμε μόνο τρεις φορές. Κοινό στοιχείο των τριών αυτών ποιημάτων είναι το γεγονός πως και τα τρία είναι γραμμένα σε δεύτερο πρόσωπο: «Σε είδα κλεισμένο σε μια σταγόνα βροχής, … κι ο χρόνος δεν έχει την ίδια σημασία που του δίναμε», μας λέει στο «Φθινόπωρο» και «...δεν θα ξανασυναντηθούμε μου φώναξες, γιατί δεν υπάρχει χρόνος στο σύμπαν» στο ποίημα «Μνήμη», «κι έτσι πέρασε αμετάκλητα ο χρόνος» στο «Mother».
Ο ποιητικός χρόνος της Καριζώνη είναι ενιαίος, ολιστικός, δεν λειτουργεί γραμμικά, δεν κομματιάζεται. Το παρελθόν συμπλέκεται με το παρόν ανακαλώντας κομμάτια της ιστορίας μέσα από ένα σύγχρονο κοίταγμα του κόσμου. Μιλώντας για το χτες αναφέρεται στο σήμερα και σκιαγραφεί το αύριο κι ο τόπος διαστέλλεται για να χωρέσει τον αδιαίρετο χρόνο που στα ποιήματά της λειτουργεί ως τέταρτη διάσταση.
Έτσι ο χρόνος γίνεται ο τόπος της ιστορίας και οι εποχές συνομιλούν άμεσα, χωρίς διαμεσολαβήσεις.«...Ρωτάς τώρα που όλα τα ρολόγια έδειξαν φθινόπωρο», μας λέει στην «Αλληλογραφία», ενώ στο «Φθινόπωρο» διαβάζουμε: «ο τελευταίος ωρολογοποιός της πόλης / πέθανε μου φώναξες».
Η ποίηση της Καριζώνη δίνει χώρο στον αναγνώστη, φέρνει στην επιφάνεια απόκρυφες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, απελευθερώνει ανθρώπινα συναισθήματα, ανοίγει τα μάτια του μυαλού και ψυχής, διεγείρει τις ανησυχίες, ακονίζει την κριτική σκέψη, δίνει φωνή στις αναζητήσεις, αμφισβητεί, αλληλεπιδρά με το περιβάλλον και τις αντιφάσεις του αρνούμενη να βουλιάξει στην παγίδα του ναρκισσισμού. Αγγίζει ανθρώπινες διαδρομές που αγωνιούν να ξαναδούν το νόημα του κόσμου και να φτιάξουν ένα καινούριο όραμα. 
Σκοτεινός χρόνοςΚατερίνα Καριζώνη
Καστανιώτης
48 σελ.
ISBN 978-960-03-6149-0
Τιμή: €8,48
Βασίλης Τσιράκης Δημοσιεύτηκε 07 Ιουλίου 2017

Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου