Ο Ιππόλυτος υμνεί την Άρτεμη
Ακολουθάτε ψάλλοντας, ακολουθάτε!
Την Άρτεμη,
του Δία την ουράνια κόρη
τώρα θα υμνήσουμε.
Πάνσεμνη, σεβαστή παρθένα, χαίρε!
Χαίρε, αγνή κόρη του Δία Άρτεμη,
χαίρε, ω, χαίρε,
κόρη του Δία και της Λητώς,
η πιο ωραία συ μες στις παρθένες,
εσύ που στον απέραντο ουρανό
μες στην ωραία του πατέρα σου αυλή
και στα πολύχρυσα παλάτια κατοικείς.
Χαίρε, πανέμορφη,
η πιο ωραία απ’ τις παρθένες του Ολύμπου,
Άρτεμη!
Για χάρη σου, κυρά μου, έχω φέρει το στεφάνι αυτό,
που ’χω πλεγμένο μ’ αγριολούλουδα
κομμένα από ανέγγιχτο λιβάδι.
Εκεί μήτε βοσκός μήτε κοπάδι έχει πατήσει
μήτε δρεπάνι έχει μπει ποτέ,
μόνο η μέλισσα περνάει την άνοιξη
απ’ το απείραχτο λιβάδι
και το ποτίζει η Αιδώς
με δροσερά των ποταμών νερά,
για να μπορούν να παίρνουν τον ανθό,
χωρίς κανείς να τους το μάθει,
οι καλόγνωμοι. Άνθη από κει
κανείς κακός να κόψει δεν μπορεί.
Μα δέξου, αγαπημένη μου κυρά,
για τη χρυσή σου κόμη το στεφάνι
απ’ το ευλαβικό ετούτο χέρι.
Γιατί σ’ εμένα απ’ όλους τους θνητούς
έλαχε η τιμή μαζί σου να γυρνώ,
να σε ακούω να μου μιλάς, να σου μιλώ,
χωρίς τα μάτια σου να βλέπω.
Αχ, κάνε, όπως άρχισα να ζω,
έτσι αγνή και να τελειώσει η ζωή μου...
Οι συμβουλές του πιστού υπηρέτη
Λένε, ένας βράχος σε γκρεμό * νερό απ’ τον Ωκεανό
τρεχούμενο σταλάζει, * πηγή καθάρια τρέχει.
Εκεί στα πλούσια τα νερά, * στο ρέμα το δροσάτο
μια φιλενάδα έπλενε * κόκκινα πέπλα κι άπλωνε
πάνω στα βράχια τα ζεστά, * στον ήλιο να στεγνώσουν.
Αυτή το νέο μας έφερε * κι είπε πως η κυρά μας
λιώνει και βασανίζεται * απ’ τον κρυφό καημό της,
μονάχη κι αβοήθητη * στου πόνου το κρεβάτι.
Μπουκιά ψωμί δεν έβαλε * στο στόμα της τρεις μέρες
και τα ξανθά της τα μαλλιά * λεπτά πέπλα σκιάζουν.
Κρυφό ένα πάθος τη δονεί * και πάσχει και επιθυμεί
η δύστυχη τον τάφο.
Οι σκέψεις της παραμάνας
Μπας και σου πήρε τα μυαλά, * κυρά μου, η Εκάτη;
Μη ο Πάνας ο τραγόμορφος * σου ’ριξε τόση θλίψη;
Μήπως με τους Κορύβαντες * γυρνάς και την Κυβέλη
τη μάνα τη βουνίσια τους;
Μην έβλαψες την Άρτεμη * και σε παιδεύει τώρα;
Μήπως θυσίες δεν πρόσφερες * για κείνη όπου συχνάζει
στις λίμνες τις πανέμορφες * και στη στεριάν απάνω
και στου πελάγου τ’ αλμυρά * νερά και στων κυμάτων
των αφρισμένων τις κορφές...
Ή μήπως των Ερεχθειδών * το βασιλιά σου κι άντρα,
τον ευγενή, τραβολογάει * καμιά μες στο παλάτι
κρυφά από σένα και μαζί * στην κλίνη σου πλαγιάζουν;
Μήν απ’ την Κρήτη έφτασε * στο μόλο το φιλόξενο
ναύτης με ένα καράβι * κι έφερε στη βασίλισσα
μήνυμα λύπης άξιο * για συμφορές και βάσανα
εκείνων που έχει αφήσει * στην Κρήτη κι από τον καημό
λιώνει η ψυχή της τώρα;
Συμβαίνει κάμποσες φορές, * όταν κοιλοπονάνε
να δυστροπούνε μερικές * γυναίκες και να λιώνουν
από αξεδιάλυτο καημό...
Αχ, ποια από μας δεν πέρασε * τέτοια σφοδρή φουσκονεριά;
Όμως εμείς την Άρτεμη * την καλοξεγεννήτρα,
καλούσαμε και με χαρά, * με την βοήθεια των θεών
και με την ευλογία, * η ουρανία η Άρτεμη
ερχόταν στο πλευρό μας.
Οι Τροιζήνιες υμνούν τον έρωτα
Αχ, έρωτα, αχ, έρωτα, που απ’ τα μάτια στάζεις
τον πόθο και γλυκιά χαρά μέσα στα στήθια βάζεις
εκείνων που οι σαΐτες σου κατάκαρδα τρυπάνε,
ποτέ μπροστά μου μη φανείς με συμφορά σαν τούτη
κι ούτε παράφορος να ’ρθεις εμέ να σαϊτέψεις.
Μηδέ φωτιάς μηδ’ αστραπής πιο φοβερό το βέλος
δεν είναι από της Κύπριδας που με τα χέρια ρίχνει
ο γιος του Δία, ο έρωτας, και τις καρδιές πληγώνει.
Μάταια, αλί, στον Αλφειό για τον μεγάλο Απόλλωνα
και στους Δελφούς, στα Πύθια σφάζει αζευγάρωτα η Ελλάδα
βόδια και θυσιάζει. Και δε σεβόμαστε, όταν ’ρθει,
τον έρωτα που τριγυρνάει κι όλο τον κόσμο τυραγνάει,
αυτόν που τα κλειδιά κρατεί της Κύπριδας των μυστικών,
ερωτικών θαλάμων, που θανατώνει και δεινά
σωρεύει στους ανθρώπους...
Πουλάδα αζευγάρωτη –παρθένα την Ιόλη–
από την Οιχαλία, ανύμφευτη κι ανίδεη,
απ' τα παλάτια του Ευρύτιου δρομάδα τη Ναϊάδα έζεψε
σαν Βάκχη και με αίματα, φωτιά, καπνούς και ύμνους
η Κύπρη φονικούς παρέδωσε νύφη στης Αλκμήνης το γιο
Ω, κακότυχοι γάμοι!
Ω ιερό της Θήβας τείχος,
ω, της Δίρκης πηγή,
πέστε κι εσείς πώς έρποντας
φτάνει η Κύπριδα!
Πώς με τη δίφλογη βροντή
τη μάνα του δίγονου του Βάκχου
με φονική μοίρα νυμφεύοντας,
αποκοίμισε...
Φοβερή παντού η πνοή της
απλώνεται
κι όπως η μέλισσα
από τη μια στην άλλη
πετάει μεριά.
Θρήνος της Φαίδρας
Αχ, οι ταλαίπωρες, αχ, οι κακότυχες
των γυναικών οι μοίρες!
Τι κάνω τώρα; Με ποιον τρόπο,
πώς μπορώ από αυτό το μπέρδεμα να βγω;
Καταδικαστήκαμε, γυναίκες!
Αλί μου, γη, και φως του ήλιου!
Αχ, πού να πάω; Πώς να ξεμπλέξω από τη μοίρα;
Αχ, πώς να κρύψω, φίλες, τη ντροπή μου;
Ποιος άνθρωπος ή ποιος θεός θα εμφανιζόταν
προστάτης μου ή συνεργός στ’ άδικα έργα;
Αχ, η δική μου συμφορά
τα όρια της ζωής μου ξεπερνάει.
Δεν την αντέχω πια, δεν τη μπορώ!
Η πιο κακότυχη απ’ τις γυναίκες είμαι εγώ...
Κάτι σαν ξόρκι...
Αχ, σε βαθιές σπηλιές κάτω απ’ τη γη
να ήμουνα
ή φτερωτό μες στα πετούμενα
πουλί κάποιος θεός να με είχε βάλει
και να πετούσα ως τις ακτές της Αδριατικής
πάνω απ’ της θάλασσας τα κύματα
κι ίσαμε τα νερά του Ηριδανού,
όπου κεχριμπαρένια δάκρυα κάτω χύνουνε
οι κόρες οι ταλαίπωρες
στην κυματούσα του πατέρα θάλασσα
απ’ τον καημό για το Φαέθοντα
όλες του χρόνου τις χρυσές αυγές.
Και να ’φτανα ίσαμε τις μηλόφυτες ακτές
όπου μοιρολογούν οι Εσπερίδες
κι όπου ο παντοκράτορας της θάλασσας
το δρόμο φράζει των θαλασσινών
εκεί στην ιερή του ουρανού, που ο Άτλαντας
βαστάει την άκρη,
και βρύσες τρέχουν θεϊκές σιμά στις κοίτες
των μεγάρων
κι η ζωοδότρα άγια γη πληθαίνει,
χαρά για τους θεούς μεγάλη.
Αλί, λευκόφτερο καράβι κρητικό
που κυματόδαρτο
μέσ’ απ’ του πόντου τ’ αλμυρά νερά
πέρασες τη βασίλισσά μας
απ’ τα ευτυχισμένα παίρνοντας παλάτια,
την άμοιρη, την κακοπαντρεμένη.
Αχ, ολοκάθαρα και για τα δυο το δείχναν
τα σημάδια:
όταν από τη γη της Κρήτης
για την Αθήνα πέταξε την ξακουστή,
κι όταν στης Μουνιχίας το λιμάνι
τις άκρες των πλεχτών παλαμαριών
δέσαν οι ναύτες
και στην απέραντη βαδίσανε στεριά.
Για τους ανόσιους τους έρωτες,
τη φοβερή της Κύπρης νόσο,
έχασε, αλί, τα λογικά της
κι ανίκανη το τρομερό των συμφορών
το βάρος να σηκώσει
μ’ ένα σκοινί δεμένο στο δοκάρι του
νυφικού της κρεβατιού
θηλειά θα βάλει στο λευκό της το λαιμό,
απ’ τη σκληρή της μοίρα τρομαγμένη,
τη φήμη την καλή της για να σώσει
κι απ’ της καρδιάς της το μαρτύριο,
τον άγριο έρωτα ν’ απαλλαχτεί
και να γλιτώσει...
Οι Τροιζήνιες μοιρολογούν
Ιγού, ιγού! Ταλαίπωρη,
οι μαύρες συμφορές σου...
Ποπό κι εσύ τι έπαθες!
Κακό μεγάλο έκαμες
και τα παλάτια γκρέμισες.
Χαρά στην τόλμη σου, κυρά,
βίαια να πεθάνεις
και με ανόσια συμφορά,
με το δικό σου χέρι
παλεύοντας εχάθηκες.
Ποιος άραγε, ταλαίπωρη,
σπιλώνει τη ζωή σου;
Ο θρήνος του Θησέα
Αχ, αχ, αλί και τρισαλί
σε μένα και σε σένα!
Μαύρη σα νύχτα η συμφορά
σε πλάκωσε, καημένη,
ασήκωτη κι ανείπωτη!
Αλί μου, καταστράφηκα!
Το σπίτι μου ρημάχτηκε
και τα παιδιά ορφανέψαν...
Γιατί με εγκατέλειψες
και τα παιδιά που γέννησες,
πικρή μου αγαπημένη,
η πιο καλή απ’ τις καλές,
γυναίκες, και τις συνετές
που χαίρονται του ήλιου το φως
τη μέρα, και τη νύχτα
τον αστροφώτιστο ουρανό;
Ο αντίλογος των γυναικών
Ιγού, ιγού! Σε συμπονώ.
Αλίμονο, τι τρομερό
στο σπίτι σου έπεσε κακό!
Τι συμφορά μεγάλη!
Βρύση τα δάκρυα χύνω εδώ...
Μα το χειρότερο κακό
το βλέπω νά ’ρχεται κι εγώ
με πιάνει τρόμος και ριγώ...
Η πρόγνωση του κακού
Ιγού, ιγού! Ποπό ποπό!
Καινούριο, μέγιστο κακό
στου βασιλιά το σπιτικό
κάποιος θεός φέρνει και πάλι...
Τη συμφορά, την πιο μεγάλη,
απάνω στο παλάτι ρίχνει
κι αβίωτο το βίο κάνει...
Αλί και τρισαλί κι ωιμένα,
τέτοια είν’ της μοίρας τα γραμμένα...
Αλίμονο! Καταστραφήκαν!
Τα μέγαρα πάνε, χαθήκαν...
Θε μου, αν είναι μπορετό,
στη συμφορά μην τα βυθίσεις
τα μέγαρα, παρακαλώ,
και στο θυμό σου τ’ αφανίσεις.
Άκου με που σε ικετεύω.
Απ’ τα σημάδια το μαντεύω,
το μαύρο το κακό που φτάνει
το βασιλιά για να ξεκάνει.
Οι Τροιζήνιες θρηνούν για τον Ιππόλυτο
Όταν πολύ τους βάλει ο νους μου τους θεούς,
νιώθω να ξαλαφρώνω από τη λύπη.
Μα μόλις κάμω λίγο να ελπίσω
αμέσως απελπίζομαι ξανά
θωρώντας των θνητών τα έργα και τις τύχες.
Γιατί όλα αλλάζουνε κάθε στιγμή
και των ανθρώπων μεταβάλλεται η ζωή,
η πολυπλάνητη αιώνια.
Είθε σε μένα που προσεύχομαι απ’ το θεό
τύχη καλή να μου χαρίσει η μοίρα
κι απείρακτη από πόνους την καρδιά.
Η γνώμη μου αγύριστη ας μην είναι
κι αλλοπρόσαλλη
κι η συμπεριφορά μου ας είναι εύκολη,
και τον καιρό που έρχεται αλλάζοντας
μακάρι πάντα στη ζωή μου να ευτυχούσα.
Δεν έχω πια νου καθαρό
μ’ αυτά τ’ ανέλπιδα που βλέπω,
αφού το πιο λαμπρό άστρο της Ελλάδας,
την Αθήνα,
την είδαμε, την είδαμε απ’ του πατέρα την οργή
σε άλλη γη να ορμάει.
Ω, της πατρίδας μου αμμουδερό ακρογιάλι,
ω, δάση των βουνών όπου με γοργοπόδαρα σκυλιά
πλάι στη σεβαστή του Δίκτυννα,
ελάφια κυνηγούσε...
Πάνω σ’ ενετικό ζευγάρι πουλαριών
δεν πρόκειται ν’ ανέβεις πια
τον παραλίμνιο ιππόδρομο γεμίζοντας
με γυμνασμένου αλόγου ποδοβολητό.
Μέσα στο πατρικό σου το παλάτι
η μούσα κι ο κοίμητος της λύρας σου
ο σκοπός θα σταματήσει
κι οι τόποι οι δασωμένοι που αναπαύεται
της λατρευτής Λητώς η κόρη
θα μένουν πια αστεφάνωτοι.
Με το δικό σου το χαμό
θα πάψουνε κι οι κοπελιές
την άμιλλα για τη δική σου κλίνη...
Αλλά κι εγώ με τη δική σου συμφορά
μέσα στα δάκρυα θα διαβώ
την άτυχη τη μοίρα.
Μάνα ταλαίπωρη, πικρή,
άδικα γέννησες, αλί!
Με τους θεούς τα βάζω.
Των γάμων οι προστάτιδες,
ω, χάριτες, γιατί
από την πατρική του γη
διώχνετε τον αναίτιο
κι απ’ το δικό του σπίτι;
Οι Τροιζήνιες υμνολογούν την Κύπριδα
Κύπριδα,
εσύ και θεών και θνητών
τον αλύγιστο νου κυβερνάς
κι ολόγυρά σου γοργά φτερουγάει
ο ποικιλόφτερος έρωτας.
Και πετάει στη στεριά
και πάνω από τον αλμυρό,
πολυκύμαντο πόντο.
Και γοητεύει κι ορμάει
φτερωτός, μανιασμένος
λάμποντας χρυσαφένιος ο έρωτας,
σ’ όλα τα ζωντανά της στεριάς
και της θάλασσας
που βλέπει ο ήλιος φλεγόμενος
και στους ανθρώπους.
Των συμπάντων τιμημένη
βασίλισσα Κύπρη,
μόνη εσύ βασιλεύεις σε όλα.
Η Άρτεμη αποκαλύπτει...
Ω, θλίψεις, πόνοι και δαρμοί
και συμφορά μεγάλη!
Με ξεσκισμένο το κορμί
και το ξανθό κεφάλι,
φέρνουν το όμορφο παιδί
οι δούλοι κι οι συντρόφοι.
Διπλό το πένθος θε να δει
το μέγαρο κι λόφοι,
όπου γυρνούσε. Οι δρυμοί
στα μαύρα όλοι ντυθήκαν
και στα παλάτια οι θνητοί
απ’ τους θεούς το βρήκαν...
Το πένθος τούτο κοινό σ’ όλους εμάς
τους πολίτες ανέλπιστα ήρθε.
Πολλών δακρύων θα τρέξουν ποτάμια.
Για τους μεγάλους δα οι πένθιμες
πιο γρήγορα απλώνονται οι φήμες...
(Παλαιό Φάληρο, 2 Ιουλίου 2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου