Δεν υπάρχει ωραιότερο καλοκαιρινό ανάγνωσμα από ένα καλογραμμένο βιβλίο για το χιούμορ των αρχαίων Ελλήνων διανθισμένο με αμέτρητα αποσπάσματα που διατρέχουν όλο το απέραντο πέλαγος της διασωθείσας αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Αυτή η έξοχη διάθεση που απαντάται μόνο στον άνθρωπο ελαφραίνοντας τη σκληρή επιβίωσή του ήταν μία από τις μεγαλύτερες αρετές των αρχαίων και είναι εκπληκτικό ότι το σκωπτικό πνεύμα διατηρήθηκε καθ’ όλη την ιστορία της αρχαίας λογοτεχνικής παραγωγής, από την ανατολή της μέσα από τα σκοτάδια της προϊστορίας μέχρι τις πιο παρακμιακές της περιόδους, αυτές δηλαδή των χρόνων της ρωμαϊκής κατάκτησης που τερμάτισε τον βίο των ελεύθερων ελληνικών πόλεων.
«Καλύτερα να σπάζω πέτρες στο λατομείο παρά ν’ ακούω τις αηδίες του!» φέρεται ότι είπε ο διθυραμβοποιός Φιλόξενος από τα Κύθηρα στον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο Α΄, που ως απόλυτος μονάρχης επιθυμούσε όλη η αυλή του να κολακεύει και να επαινεί την ασήμαντη ποιητική του παραγωγή. «Όλοι οι Κίλικες είναι άνθρωποι πονηροί· στους Κίλικες ένας μόνο είναι καλός, ο Κινύρης· αλλά και ο Κινύρης είναι Κίλιξ» έλεγε σκωπτικά ο Δημόδοκος ο Λέριος, άγνωστος εντελώς ποιητής του οποίου κάποιες φράσεις γνωρίζουμε επειδή παρατίθενται από τον Αριστοτέλη στα Ηθικά Νικομάχεια. Ο κωμωδιογράφος Επίχαρμος από τα Μέγαρα Υβλαία της Σικελίας, συγγραφέας 37 κωμωδιών που χάθηκαν, περιγράφοντας τον τρόπο που έτρωγε ο αδηφάγος Ηρακλής στο έργο τουΒούσιρις λέει: «Θα πέθαινες αν τον έβλεπες πρώτη φορά να τρώει· τραντάζει μέσα ο φάρυγγας, χτυπάει το σαγόνι ο τραπεζίτης κάνει πάταγο, τρίζει και ο κυνόδους...». Ο Θάσιος παρωδός Ηγήμων λένε ότι όταν έγραψε τη Γιγαντομαχίαδιασκέδασε τόσο πολύ τους Αθηναίους ώστε κρύβοντας το πρόσωπό τους συνέχιζαν να γελούν ακόμα κι όταν έφτασε η είδηση της συμφοράς στη Σικελία. Ο ποιητής Ιππώνακτας, πάλι, περιγράφει τα παθήματά του στα θραύσματα αποσπασμάτων που σώθηκαν από τους χωλίαμβούς του:
Ερμή, φίλε μου Ερμή, της μαίας γιε, Κυλλήνιε,
προσεύχομαι παρακαλώντας σε, γιατί πολύ άσχημα κρυώνω.
Δώσε μια κάπα στον Ιππώνακτα και χιτώνα
και στατήρες χρυσούς εξήντα.
προσεύχομαι παρακαλώντας σε, γιατί πολύ άσχημα κρυώνω.
Δώσε μια κάπα στον Ιππώνακτα και χιτώνα
και στατήρες χρυσούς εξήντα.
Και κάπου αλλού διαμαρτύρεται:
Και ο Πλούτος, όταν θεόστραβος καθώς είναι, ήλθε για μένα
στο σπίτι μου, καθόλου δεν σκέφτηκε να πει: «Ιππώναξ,
σου δίνω αργύρου μνες τριάντα
και ακόμη άλλα πολλά» – διότι είναι στο μυαλό λειψός.
στο σπίτι μου, καθόλου δεν σκέφτηκε να πει: «Ιππώναξ,
σου δίνω αργύρου μνες τριάντα
και ακόμη άλλα πολλά» – διότι είναι στο μυαλό λειψός.
Βιβλία σαν αυτό [...] λειτουργούν σαν κλειδιά, σαν αποκωδικοποιητές ενός παρελθόντος μακρινού και απρόσιτου που σε βοηθούν να διεισδύσεις στα πιο βαθιά μυστικά ενός κόσμου χαμένου, ανατρέχοντας τον τεράστιο όγκο της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής και προσφέροντάς μας μια μοναδική ευκαιρία να ανοίξουμε μια πόρτα και να βαδίσουμε μονοπάτια άγνωστα.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν και οι παροιμίες των αρχαίων, τις οποίες ο Αριστοτέλης χαρακτήριζε «Σοφίας παλαιάς εγκαταλείματα» και τις είχε μελετήσει στο χαμένο του έργο Περί παροιμιών. «Αν είναι να κρεμαστείς ας είναι από καλό ξύλο» λέει μία και κάποια άλλη, που οι ειδικοί δεν μπορούν να ερμηνεύσουν, όμως το μαύρο χιούμορ της είναι αναμφισβήτητο, αναφέρει: «Η γριά δεν είναι ευχαριστημένη που πέθανε, ζητάει χρήματα παραπανίσια», ενώ για τις περιπτώσεις απαίδευτων ανθρώπων που έπρεπε να τους υποστεί κάποιος υπήρχε η φράση: «Με ποιο τέρας η τύχη μ’ έριξε στην ίδια φυλακή» («Οίω με ο δαίμων τέρατι συγκαθείρξεν»). Σε περιπτώσεις ασυνεννοησίας χρησιμοποιούσαν την παροιμία: «Ο μηνυτής πολύ κουφός και ο μηνυόμενος το ίδιο, ο δικαστής θεόκουφος». Μια άλλη πασίγνωστη φράση ήταν η «Αγορά Κεκρώπων», που θα μπορούσε να αποδοθεί ως «σωματείο απατεώνων» και προερχόταν, σύμφωνα με τον αρχαίο σχολιαστή, από τους Κέκρωπες, κάποιους απατεώνες της Εφέσου για τους οποίους διαδιδόταν η φήμη ότι είχαν προσπαθήσει να εξαπατήσουν ακόμη και τον ίδιο τον Δία!
Βιβλία σαν αυτό του Ιωάννη Σ. Τουλουμάκου, ομότιμου καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, λειτουργούν σαν κλειδιά, σαν αποκωδικοποιητές ενός παρελθόντος μακρινού και απρόσιτου που σε βοηθούν να διεισδύσεις στα πιο βαθιά μυστικά ενός κόσμου χαμένου, ανατρέχοντας τον τεράστιο όγκο της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής και προσφέροντάς μας μια μοναδική ευκαιρία να ανοίξουμε μια πόρτα και να βαδίσουμε μονοπάτια άγνωστα, προς ένα πεδίο γνώσης εξαιρετικά ελκυστικό. Ο συγγραφέας διανθίζει το κείμενό του με άφθονες παραπομπές κάνοντας χρήση αναφορών από αυθεντίες πανεπιστημιακές που διδάσκουν στα καλύτερα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και λατρεύουν την πνευματική παραγωγή της αρχαίας Ελλάδας, αν και προέρχονται από τελείως διαφορετικές κουλτούρες. Το τελικό αποτέλεσμα αποτελεί απόσταγμα μελέτης, εμπειρίας και σκέψης πάνω σε δύσκολα φιλολογικά ζητήματα, όπως λόγου χάρη την περίπτωση της παρωδίας ομηρικών στίχων, η οποία μπορεί να φαίνεται διασκεδαστική και ευχάριστη, όμως είναι τόσο καλοφτιαγμένη που προϋποθέτει άριστη γνώση των τεχνικών του ποιητή της Οδύσσειας.
Τούτο το βιβλίο ίσως είναι το καλύτερο στο είδος του και είναι γραμμένο μ’ έναν τρόπο που το καθιστά ολοζώντανο, δημιουργώντας την αίσθηση ότι όλα τα παρατιθέμενα κείμενα γράφτηκαν μόλις χτες από ανθρώπους πολύ οικείους, κι ας έχουν μεσολαβήσει χιλιάδες χρόνια. Άλλωστε, είναι προνόμιο των κατοίκων αυτού του τόπου να μπορούν να αντιλαμβάνονται όλα τα θαυμάσια δημιουργήματα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής ευκολότερα από κάθε άλλον, έχοντας μεγαλώσει κάτω από τις ίδιες συνθήκες, την ίδια φύση, τον ίδιο αέρα, τον ίδιο ήλιο που έκαιγε και τότε όπως και τώρα κάθε καλοκαίρι πυρπολώντας ανελέητα την απόληξη της βαλκανικής χερσονήσου. Η δύναμη αυτών των σατιρικών δημιουργημάτων είναι τόσο μεγάλη ώστε δεν μπορεί να μην προσφέρουν ευχαρίστηση σε όποιον μπει στον κόπο να διαβάσει, για παράδειγμα, τους στίχους του ποιητή Θέογνη, που αδιάφορος για το τι συμβαίνει γύρω του διαλαλεί : «Ας κοιμηθούμε· για την πόλη οι φύλακές της θα νοιαστούν…», δεν μπορεί να μη μειδιάσει διαβάζοντας για τον Στρατόνικο, έναν φοβερό τύπο και άθλιο κιθαρωδό για τον οποίο κυκλοφορούσαν άφθονα ανέκδοτα την ελληνιστική εποχή, κι όταν ρωτήθηκε «“Ποιοι είναι περισσότερο βάρβαροι, οι Βοιωτοί ή οι Θεσσαλοί;”, “Οι Ηλείοι” είπε». Δεν μπορείς να μη γελάσεις διαβάζοντας τον ποιητή Μνησίμαχο που, κοροϊδεύοντας των στρατό των Μακεδόνων του Φιλίππου μιλά για άντρες που τρώνε ξίφη κοφτερά, καταπίνουν δαδιά αναμμένα, ακίδες βελών κι έχουν για προσκέφαλα ασπίδες και θώρακες. Και δεν μπορείς να μη νιώσεις θαυμασμό για παροιμίες οι οποίες έχουν την αστεία τους πλευρά, όμως κρύβουν έννοιες υψηλής σοφίας που είχε κατακτήσει ο στοχασμός των αρχαίων – παραδείγματος χάριν τις φράσεις που περιέγραφαν διάλογο κωφών «Μιλάς με την ακροθαλασσιά» και «Συζητάς με τον άνεμο» («Ανέμω διαλέγη») ή το απόφθεγμα το οποίο δείχνει την βαθιά πίστη των αρχαίων στη δικαιοσύνη, που είχε γι’ αυτούς θεϊκή υπόσταση: «Αργά αλέθουν οι μύλοι των θεών, αλέθουν όμως και μάλιστα ψιλά».
Χιούμορ και σάτιρα των αρχαίων ΕλλήνωνΤρόποι ζωής, ιδέες, πρόσωπα και περιστάσεις
Ιωάννης Τουλουμάκος
Εκδόσεις Κυριακίδη
848 σελ.
ISBN 978-960-599-165-4
Τιμή: €42,30
Απόστολος Σπυράκης Δημοσιεύτηκε 12 Ιουλίου 2017Ιωάννης Τουλουμάκος
Εκδόσεις Κυριακίδη
848 σελ.
ISBN 978-960-599-165-4
Τιμή: €42,30
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου