Το καυτό καλοκαίρι του 1935, ένα κοριτσάκι μόλις 12 ετών που ζούσε σε μια μικρή πόλη ανθρακωρύχων, λίγο έξω από το Γιοχάνεσμπουργκ, κατάλαβε για πρώτη φορά στη ζωή του τι ακριβώς σημαίνει Απαρτχάιντ, το καθεστώς δηλαδή που είχαν επιβάλει στους μαύρους της Νότιας Αφρικής οι λευκοί δυνάστες τους 13 χρόνια νωρίτερα.
Οι αρχές απαγόρευαν στους μαύρους να αγοράζουν αλκοόλ και έκαναν συχνές εφόδους στα σπίτια τους για να διαπιστώσουν αν τηρούσαν τον νόμο. Εκείνο το βράδυ πάνοπλοι αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι των Γκόρντιμερ και άρχισαν να ψάχνουν τα πράγματα της Νέτι, της οικιακής βοηθού της οικογένειας. Οι γονείς της μικρής Ναντίν παρακολουθούσαν τρομαγμένοι τα όσα συνέβαιναν και δεν τόλμησαν καν να ζητήσουν από τους αστυνομικούς να δείξουν το ένταλμά τους, το οποίο βέβαια δεν είχαν.
«Άρχισα να αναρωτιέμαι ποιο τελικά ήταν το λάθος της Νέτι, αλλά δεν έβρισκα κάτι που θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια τέτοια συμπεριφορά» θα πει πολλά χρόνια αργότερα η συγγραφέας σε μια συνέντευξή της στην εφημερίδα Scotsman, το 2010, τρία χρόνια πριν τον θάνατό της.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή το κοριτσάκι άρχισε να αποκτά πολιτική σκέψη και τη διάθεση να αντιδράσει στο σύστημα. Από τότε ακτιβισμός και συγγραφή πήγαιναν χέρι χέρι στη ζωή της. Και βέβαια σχεδόν όλα της τα έργα ήταν μια καταγγελία για το Απαρτχάιντ.
Η ιστορία αυτή, όπως παραδέχθηκε η ίδια, την έκανε να γίνει συγγραφέας. Τρία χρόνια αργότερα, θα δημοσιεύσει το πρώτο της διήγημα, λέγοντας ψέματα για την ηλικία της – ήταν μόλις 15 ετών και έναν μήνα νωρίτερα είχε ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος.
Η δημοσίευση αυτή ήταν πιο σημαντική στη ζωή της ακόμη και από το βραβείο Νόμπελ, αν και η ίδια είχε δηλώσει με περιπαικτική διάθεση: «Α, δεν είμαι περήφανη για τίποτε. Καλύτερα να με ρωτήσετε για ποια πράγματα μετανιώνω».
«Για ποια μετανιώνετε, λοιπόν;» θα τη ρωτήσει ο Σουηδός δημοσιογράφος, ο οποίος μόλις την είχε ενημερώσει τα ξημερώματα ότι κέρδισε το Νόμπελ, και εκείνη θα απαντήσει γελώντας: «Μα δεν θα μπορούσα ποτέ να σας πω...».
Το διάβασμα υπήρξε δεύτερη φύση για τη συγγραφέα. Οι γονείς της δούλευαν πολλές ώρες και εκείνη έμενε μόνη στο σπίτι με συντροφιά τα βιβλία που της είχε επιτρέψει η μητέρα της να δανείζεται από την τοπική βιβλιοθήκη. Δεν είχε κλείσει καν τα δέκα όταν πρωτοδιάβασε Τσέχοφ, Λόρενς και Φόρστερ.
Μεγαλώνοντας η Γκόρντιμερ γίνεται μια δυναμική ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των μαύρων και ο θρυλικός ηγέτης της Νότιας Αφρικής, Νέλσον Μαντέλα, διαβάζει τα βιβλία της μέσα στο κελί του, στις φυλακές στο νησί Ρόμπιν. Θα είναι ο πρώτος άνθρωπος που θα συναντήσει όταν αποφυλακίζεται το 1990. Έναν χρόνο αργότερα εκείνη αποκτά το βραβείο Νόμπελ όχι μόνο για το σύνολο του έργου της αλλά και για τους αγώνες της ενάντια στο Απαρτχάιντ.
Έγραφε πάντοτε σε γραφομηχανή, συνήθως χειμώνα, στη βεράντα του σπιτιού της, με ήλιο, πάνω σε ένα παλιό, ταλαιπωρημένο τραπέζι. Συνήθιζε να επικαλείται τα λόγια του Γκράμσι, γιατί η ίδια ένιωθε πως ζούσε διαρκώς σε μια μεσοβασιλεία:
«Το παλιό πεθαίνει και το νέο δεν μπορεί να γεννηθεί».
Κάποτε, ωστόσο, μια δημοσιογράφος της βρετανικής Telegraph τη ρώτησε γιατί είναι τόσο σημαντικό και απαραίτητο το γράψιμο ενός βιβλίου, για να πάρει την αφοπλιστική απάντηση: «Γιατί ανεβαίνει κανείς στο Έβερεστ? Μα, γιατί απλώς είναι εκεί...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου