H Πατρίσια Χάισμιθ γεννήθηκε στο Φορτ Ουόρθ του Τέξας στις 19 Ιανουαρίου του 1921. Ως συγγραφέας, έδωσε καινούρια κατεύθυνση στην αστυνομική λογοτεχνία, επιμένοντας να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα των ηρώων της, ρίχνοντας το βάρος της αφήγησης στη συμπεριφορά και στον ψυχισμό τους. Επομένως, δεν την ενδιέφερε το έγκλημα αυτό καθαυτό, αλλά το πώς φθάνει κανείς στο σημείο να ξεπεράσει τις αναστολές του και να εγκληματήσει. Έτσι, προσπάθησε να ψυχογραφήσει τους ήρωές της, δείχνοντας τις σκοτεινές τους πλευρές, οι οποίες τους οδηγούν στον φόνο. Κύριο χαρακτηριστικό των ηρώων της είναι το αίσθημα της ενοχής, η ζωή τους σημαδεύεται από ενοχές. Αυτοί οι ήρωες χωρίζονται σε συμπαθητικούς και αντιπαθητικούς – για τους δεύτερους επιφυλάσσει κάτι κακό. Πάντως, η Χάισμιθ είχε μια κλίση προς το τρομακτικό και το μακάβριο, κι αυτό φαίνεται καθαρά κυρίως στα διηγήματά της που έχουν επιρροές από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε (είχαν την ίδια μέρα γενεθλίων).
Όπως διαβάζουμε στη βιογραφία της, γραμμένη από τον Άντριου Γουίλσον (μετάφραση Ραλλού Θεοδωρίδου, Νεφέλη, 2004), «ήταν θιασώτρια του παράλογου, του χάους, της συναισθηματικής αναρχίας, και θεωρούσε τον εγκληματία ως την ιδανική ενσάρκωση του υπαρξιακού ήρωα του εικοστού αιώνα, ως έναν άνθρωπο που, όπως πίστευε, είναι δραστήριος και με ελεύθερο πνεύμα».
Συνήθως, οι ήρωες της Χάισμιθ ταξιδεύουν ή ζουν μακριά από τον τόπο τους και, γι’ αυτό, όπως γράφει ο Ανδρέας Αποστολίδης στο βιβλίο του Τα πολλά πρόσωπα του αστυνομικού μυθιστορήματος (εκδόσεις Άγρα, 2009) «είναι εν μέρει on the road, αλλά καθόλου ιδεολόγοι μπίτνικ, δεν είναι όμως και τουρίστες, αν και κάνουν τουρισμό, δεν είναι μετανάστες, αν και ζούνε σε άλλη χώρα, είναι κυρίως περαστικοί ή ξένοι – με μια έννοια κοντά στον Καμύ».
Στην εργογραφία της συγγραφέως (υπάρχει στο Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ, μετάφραση Ανδρέας Αποστολίδης, εκδόσεις Άγρα, 2009) διαβάζουμε πως το αγαπημένο ανάγνωσμά της από τη βιβλιοθήκη των γονιών της ήταν το Ανθρώπινο μυαλό του Καρλ Μέννιγκερ, ένα βιβλίο με μελέτες πάνω σε περιπτώσεις κλεπτομανών, πυρομανών, δολοφόνων κατ’ εξακολούθηση και γενικά πάνω στις ανωμαλίες του ανθρώπινου μυαλού. Η ίδια είπε πως αυτές οι περιπτώσεις ήταν γι’ αυτήν πιο ενδιαφέρουσες από τα παραμύθια και είχε την πεποίθηση ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα πρέπει να φαίνονταν εξωτερικά φυσιολογικοί και ότι θα μπορούσαν να ζουν και στο δικό της περιβάλλον. Ασφαλώς διάβαζε και λογοτεχνία: Ντίκενς, Ντοστογέφσκι (κυρίως το Έγκλημα και τιμωρία), Ουόλπολ, Κίπλινγκ, Χένρι Τζέιμς. Επίσης, διαβάζοντας ανακάλυψε τους Κίρκεγκορ, Πόε, Στίβενσον, Έλιοτ, Καμί.
Την περίοδο μετά το 1938 έκανε σπουδές λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, με βασικό μάθημα τα αγγλικά, ενώ έκανε λατινικά, ελληνικά και ζωολογία. Παράλληλα δημοσίευσε διηγήματα στο περιοδικό της σχολής της, όπου έγινε και αρχισυντάκτρια. Ένα διήγημά της που απορρίφθηκε από την εφημερίδα του πανεπιστημίου αγοράστηκε από ένα περιοδικό και περιελήφθη σε μια ανθολογία για τα καλύτερα διηγήματα του 1946.
Αφού έγραψε ποιήματα, το 1948, όταν εργαζόταν ως υπάλληλος στο τμήμα παιγνιδιών μεγάλου πολυκαταστήματος της Νέας Υόρκης, κι ενώ είχε τελειώσει τη συγγραφή του Ξένοι στο τρένο, η συνάντησή της με μια πελάτισσα την ώθησε ν’ αρχίσει το γράψιμο ενός αισθηματικού μυθιστορήματος με ηρωίδες δύο γυναίκες, την Τερέζα και την Κάρολ. Στην ουσία, επρόκειτο για μια ιστορία λεσβιακού έρωτα, κάτι τολμηρό και μάλλον επικίνδυνο για εκείνη τη συντηρητική εποχή.
Ως συγγραφέας ήταν τυχερή. Διότι το 1950, μερικές εβδομάδες μετά την έκδοση του Ξένοι στο τρένο, του πρώτου της βιβλίου, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου κι ο Ρέιμοντ Τσάντλερ ανέλαβε να γράψει το σενάριο. Η ταινία βγήκε στις αίθουσες το 1951 κι αμέσως η Χάισμιθ έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο: η λογοτεχνική πορεία της απογειώθηκε.
Το 1952 εξέδωσε το αισθηματικό μυθιστόρημα με το ψευδώνυμο Κλερ Μόργκαν και τίτλο Η τιμή του αλατιού. Πολύ αργότερα, το 1990, το επανέκδωσε με τον τίτλο Κάρολ (μετάφραση Θεόδωρος Τσαπακίδης, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2015). Το ίδιο μυθιστόρημα εκδόθηκε για πρώτη φορά σε μετάφραση της Χρύσας Σπυροπούλου (εκδόσεις Πρόσπερος, 1993). Ήταν μια ιστορία που σημάδεψε τη συγγραφέα, η οποία ερωτεύτηκε την πελάτισσα, ένα αίσθημα που τη γέμισε ενοχές. Όπως διαβάζουμε στη βιογραφία της, η Χάισμιθ είχε πολλές ερωτικές συντρόφους στη ζωή της τις οποίες χρησιμοποιούσε ως μούσες, «δοκιμάζοντας πάνω τους τις αμφίθυμες συναισθηματικές αντιδράσεις της».
Με τα χρήματα που πήρε από τα δύο βιβλία της πραγματοποίησε ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη – είχε προηγηθεί ένα άλλο τρία χρόνια πριν (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία), που διήρκεσε πάνω από δύο χρόνια, ακολουθώντας τα ίχνη του λογοτεχνικού της προτύπου, του Χένρι Τζέιμς: Λονδίνο, Παρίσι, Μόναχο, Σάλτσμπουργκ, Ασκόνα, Μαγιόρκα, Τεργέστη, Φλωρεντία, Ποζιτάνο της Κάτω Ιταλίας. Εκεί, σε αυτό το μέρος, κοντά στη Νάπολη, συνάντησε έναν άντρα, ο οποίος της ενέπνευσε τον Τομ Ρίπλεϊ, τον ήρωα-απατεώνα-φονιά που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Ο ταλαντούχος κύρος Ρίπλεϊ (1955) και άλλες τέσσερις φορές μέχρι τον θάνατό της – το πέμπτο μυθιστόρημα είναι το Ο Ρίπλεϊ σε βαθιά νερά (1991). O συμπαθητικός φονιάς, o πιο γνωστός ήρωάς της, τράβηξε την προσοχή του Ρενέ Κλεμάν, ο οποίος μετέφερε την ιστορία του στον κινηματογράφο με τίτλο Plein Soleil και πρωταγωνιστές τον Αλέν Ντελόν, τη Μαρί Λαφορέ και τον Μορίς Ρονέ.
To 1963 η Χάισμιθ εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη και αγόρασε σπίτι στην Αγγλία, εγκαταλείποντας για πάντα την πατρίδα της. Ίσως αυτό συνέβη επειδή στην Ευρώπη ένιωθε πιο άνετα από την Αμερική, όπου είχε βιώσει τραυματικές εμπειρίες. Ίσως. Στη βιογραφία της αναφέρεται κάτι που ίσως επηρέασε τη ζωή της και στοίχειωσε τις αναμνήσεις της. Προς το τέλος της ζωής της, όταν επιχείρησε να αναδιφήσει τον εσωτερικό της κόσμο και να αναλύσει τον εαυτό της, ομολόγησε σε μια φίλη της πως την είχαν κακοποιήσει σεξουαλικά σε ηλικία τεσσάρων με πέντε χρονών. «Είμαι γεννημένη κάτω από δυσοίωνο άστρο, έγραψε σ’ ένα ποίημα το 1942.
Σε αρκετά μυθιστορήματά της πρωταγωνιστούν δύο άντρες, οι οποίοι βρίσκονται σε αντιπαλότητα για ποικίλους λόγους. Αυτό συμβαίνει τόσο στοΞένοι στο τρένο, όσο και στο Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ Ειδικά στο δεύτερο οι αντίπαλοι είναι Αμερικανοί, κάτι που ισχύει για τα Δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου. Αμερικανοί είναι επίσης, γαμπρός και πεθερός, οι ήρωες στο Those who walk away (1993) που μεταφράστηκε από τον Βασίλη Πουλάκο και εκδόθηκε στην Ελλάδα με τον τίτλο Κρυφτό με το θάνατο (εκδόσεις Ροές, 2003 και εκδόσεις Μίνωας, 2017). Το συγκεκριμένο διαδραματίζεται στη Βενετία, όπου οι πρωταγωνιστές προσπαθούν να εξοντώσουν ο ένας τον άλλο.
Αν και ήταν από νεαρή ηλικία πολιτικοποιημένη (είχε υποστηρίξει τους Δημοκρατικούς στον ισπανικό Εμφύλιο και δήλωνε κομμουνίστρια), στα βιβλία της δεν πολιτικολογεί. Στην προαναφερθείσα συνέντευξη και στην ερώτηση αν η λογοτεχνία μπορεί να είναι στρατευμένη απάντησε: «Κανονικά θα έπρεπε να είναι. Ο Καμί ίσως να τα είχε καταφέρει, εμένα όμως δεν με απασχολεί καθόλου το θέμα…».
Μπορεί στα βιβλία της να μιλάει για την ηθική των ανθρώπων ή για την απουσία της, αλλά στο Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας (και δράσης) (μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου, εκδόσεις Πατάκη, 2007), υποστηρίζει πως στις ιστορίες της υπάρχει το στοιχείο του παιγνιδιού που είναι απαραίτητο «γιατί απελευθερώνει τη φαντασία». Στο ίδιο λέει: «Οι μυθιστοριογράφοι είναι διασκεδαστές. Αρέσκονται να παρουσιάζουν πράγματα με τρόπο γοητευτικό και διασκεδαστικό, κάνοντας το κοινό ή τον αναγνώστη να ξαφνιαστεί, να τους προσέξει και να περάσει καλά».
Η Πατρίσια Χάισμιθ πέθανε στο Λοκάρνο της Ελβετίας στις 4 Φεβρουαρίου του 1995. Ήταν διάσημη και πλούσια.
Φίλιππος Φιλίππου, συγγραφέας
Φίλιππος Φιλίππου Δημοσιεύτηκε 17 Ιουλίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου