Η Μαρία Ρασσιά με το ντεμπούτο της στη λογοτεχνική σκηνή της χώρας μας επέλεξε τα δύσκολα. Μέσα από τις εννέα ιστορίες που περιλαμβάνονται στο παρόν βιβλίο (δύο μεγαλύτερες σε έκταση κι επτά μικρότερες) περιδιαβαίνει την ανθρωπογεωγραφία εκείνων που επέζησαν (προσωρινά τουλάχιστον) μιας φυσικής, τρόπον τινά, καταστροφής, όπως περίπου θα το έκανε ένα δελτίο ανθρώπινου καιρού. Μόνο που δεν μας μιλά για καταιγίδες και καύσωνες, φωτιές και πλημμύρες εξωτερικές, αλλά για τα ερείπια που αφήνουν πίσω τους οι εσωτερικοί σεισμοί και τα ηφαίστεια που εκρήγνυνται∙ και που ενεργοποιούνται μέσ’ από φαινομενικά «κανονικές» απώλειες, τις οποίες ο καθένας μας θα κληθεί –ή έχει ήδη κληθεί– ν’ αντικρίσει κατάματα τουλάχιστον μια φορά στη διάρκεια του «συνηθισμένου» βίου του, έστω κι αν πρόκειται για την πλέον οδυνηρή, δηλαδή τον θάνατο ενός οικείου προσώπου.
Οι ήρωες που επέλεξε η συγγραφέας σε μια πρώτη ανάγνωση φαντάζουν μάλλον ασυνήθιστοι, κυρίως όμως εξαιτίας του τρόπου που διαχειρίζονται (ή και δεν διαχειρίζονται) αυτές τις απώλειες και πιο σπάνια γιατί οι ίδιες οι συνθήκες είναι, σε κάποιες από αυτές, ιδιαίτερες. Δεν θα βρείτε σίριαλ κίλερς και πληρωμένους δολοφόνους, εξωγήινα τέρατα και παρανοϊκούς εξουσιαστές στις σελίδες αυτού του βιβλίου, αλλά όμως θ’ αποτεθεί στα χέρια σας ένας φακός που κινηματογραφεί, πίσω από τα προσωπεία τους, τους ανθρώπους που περπατούν δίπλα ή και μπροστά μας είτε και σε μια παράλληλη στιγμή σε άλλη γειτονιά, σ’ άλλο μέρος του κόσμου. Σε μια δεύτερη, πιο γενναία ανάγνωση, μάλιστα, θα διακρίνετε ακόμα και σκιές του εαυτού σας να τους ακολουθούν.
Η συλλογή ανοίγει με τον «Ξένο», ένα μεγάλο διήγημα 58 σελίδων, με τη γραμμική αφήγηση των ρεαλιστικών γεγονότων σε πρώτο πλάνο και εγκιβωτισμένες, σχεδόν ήσυχα, τις ανάδρομες ή και παράλληλες αφηγήσεις στον χώρο του πραγματικού ή και του ονειρικού/υποσυνείδητου. Ο Ξένος μάς παρουσιάζεται ως ένας νεαρός άντρας, ορφανός ήδη από μητέρα, χωρισμένος πολύ πρόσφατα –με την αγάπη όμως ακόμα να επιμένει–, που ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του τον αρπάζει βίαια απ’ τα μούτρα, λίγο πριν φύγει το πρωί για την καινούρια, απαραίτητη για τον βιοπορισμό, εργασία του. Παντελώς ανέτοιμος να διαχειριστεί οτιδήποτε σχετικό, παίρνει την –κατά τη γενική κρίση– παράλογη απόφαση να πράξει ως μη γενόμενο. Έτσι, και μετά από έναν δεύτερο αιφνιδιασμό, βρίσκεται στην ολωσδιόλου παράταιρη για την περίσταση θέση, εκτός έδρας σε διήμερο επαγγελματικό σεμινάριο, με τον νεκρό πατέρα να «περιμένει» κάποιον να πράξει τα δέοντα για το κατευόδιό του. Στον τόπο διεξαγωγής του σεμιναρίου, βαρύθυμος και φορτισμένος με ποικίλα συναισθήματα και σκέψεις, γίνεται ο μαγνήτης που έλκει –και έλκεται από– εξομολογήσεις, εξιστορήσεις και καταστάσεις ασυνήθιστες με αγνώστους, οι οποίες όμως όλες μαζί δίνουν θαρρείς ένα νόημα λογικό στην προηγούμενη παράλογη αδράνειά του. Για να οδηγηθεί εντέλει σε μια βαθιά κατάδυση στο παρελθόν και τον εαυτό και μέσα από μια σχεδόν μυστικιστική/μεταφυσική εμπειρία να προετοιμαστεί για τον αναπόφευκτο διττό αποχαιρετισμό, του πατέρα αλλά και του παιδιού που μέχρι εκείνη τη στιγμή, έστω και για έναν μόνον άνθρωπο πια, υπήρξε. («Να μην πάρει μαζί του τον μικρό μου παιδικό εμένα» μονολογεί ο Ξένος, στην ονειρώδη καταβύθισή του.)
Η συλλογή ανοίγει με τον «Ξένο», ένα μεγάλο διήγημα 58 σελίδων, με τη γραμμική αφήγηση των ρεαλιστικών γεγονότων σε πρώτο πλάνο και εγκιβωτισμένες, σχεδόν ήσυχα, τις ανάδρομες ή και παράλληλες αφηγήσεις στον χώρο του πραγματικού ή και του ονειρικού/υποσυνείδητου. Ο Ξένος μάς παρουσιάζεται ως ένας νεαρός άντρας, ορφανός ήδη από μητέρα, χωρισμένος πολύ πρόσφατα –με την αγάπη όμως ακόμα να επιμένει–, που ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του τον αρπάζει βίαια απ’ τα μούτρα, λίγο πριν φύγει το πρωί για την καινούρια, απαραίτητη για τον βιοπορισμό, εργασία του. Παντελώς ανέτοιμος να διαχειριστεί οτιδήποτε σχετικό, παίρνει την –κατά τη γενική κρίση– παράλογη απόφαση να πράξει ως μη γενόμενο. Έτσι, και μετά από έναν δεύτερο αιφνιδιασμό, βρίσκεται στην ολωσδιόλου παράταιρη για την περίσταση θέση, εκτός έδρας σε διήμερο επαγγελματικό σεμινάριο, με τον νεκρό πατέρα να «περιμένει» κάποιον να πράξει τα δέοντα για το κατευόδιό του. Στον τόπο διεξαγωγής του σεμιναρίου, βαρύθυμος και φορτισμένος με ποικίλα συναισθήματα και σκέψεις, γίνεται ο μαγνήτης που έλκει –και έλκεται από– εξομολογήσεις, εξιστορήσεις και καταστάσεις ασυνήθιστες με αγνώστους, οι οποίες όμως όλες μαζί δίνουν θαρρείς ένα νόημα λογικό στην προηγούμενη παράλογη αδράνειά του. Για να οδηγηθεί εντέλει σε μια βαθιά κατάδυση στο παρελθόν και τον εαυτό και μέσα από μια σχεδόν μυστικιστική/μεταφυσική εμπειρία να προετοιμαστεί για τον αναπόφευκτο διττό αποχαιρετισμό, του πατέρα αλλά και του παιδιού που μέχρι εκείνη τη στιγμή, έστω και για έναν μόνον άνθρωπο πια, υπήρξε. («Να μην πάρει μαζί του τον μικρό μου παιδικό εμένα» μονολογεί ο Ξένος, στην ονειρώδη καταβύθισή του.)
Δεν θα βρείτε σίριαλ κίλερς και πληρωμένους δολοφόνους, εξωγήινα τέρατα και παρανοϊκούς εξουσιαστές στις σελίδες αυτού του βιβλίου, αλλά όμως θ’ αποτεθεί στα χέρια σας ένας φακός που κινηματογραφεί, πίσω από τα προσωπεία τους, τους ανθρώπους που περπατούν δίπλα ή και μπροστά μας.
Ιδιαίτερα πετυχημένη «εισαγωγή» θεωρώ το διήγημα αυτό, καθώς απλώνεται σε όλους τους προβληματισμούς και τα ζητήματα που πραγματεύεται η συγγραφέας, αλλάζοντας βέβαια κάθε τόσο θέαση, μέσα από τις ιστορίες αυτού του βιβλίου. Η σχέση με τον πατέρα και τη μητέρα –χωριστά–, η σχέση του εκάστοτε γονιού με το παιδί αλλά και του ενήλικου παιδιού με το αληθινό-παιδί-εαυτό που κάποτε υπήρξαμε, είτε βρίσκονται στο επίκεντρο των περισσότερων ιστοριών είτε θίγονται υπόρρητα. Και, σε κάθε περίπτωση, φωτίζονται και αποκτούν τις αληθινές τους διαστάσεις μέσα από το πολυεδρικό πρίσμα της φθοράς, της απώλειας, του θανάτου. Και βέβαια, της αγάπης. Της αγάπης που υπολείπεται, της αγάπης που περισσεύει, εκείνης που χάνεται, εκείνης που μένει και, προπαντός, της αγάπης που καλείται, κάθε φορά ανεξαιρέτως αλλά σπάνια επιτυγχάνει, ν’ αντισταθμίσει το αδυσώπητο βάρος που ρίχνει πάνω μας ο ίσκιος της θνητότητάς μας.
Η γλώσσα της Μαρίας Ρασσιά, συνεπής και υπάκουη μόνο ως προς αυτό που οι εκάστοτε ήρωες της υπαγορεύουν, υπονομευτική όμως ως προς αυτό που επιτάσσουν οι τυπικές, φιλολογικές προσεγγίσεις της γραφής, αποκτά μια σπάνια ελευθερία και μιαν ιδιαιτερότητα που την κάνει να ξεχωρίζει αλλά και να εξυπηρετεί εύστοχα το εκάστοτε θέμα της. Η ματιά της διεισδυτική, συνειρμική και καλειδοσκοπική ταυτόχρονα, ανοίγει διαρκώς παρενθέσεις καθηλωτικών εικόνων, που εκείνες προκαλούν θαρρείς τη διανόηση, τον στοχασμό παρά το αντίστροφο.
«Το ’ξερε κι εκείνη ότι ο χρόνος δε θα σβήσει τους κυματισμούς της. Θα μπορούσε να αιωρείται αιώνια και στη μικρή λεκάνη της να συγκρατεί τους κόσμους» γράφει στα «Ραμμένα χείλη».
«Η λευκή καμπούρα μου ρουφούσε το δέρμα μου, κάνοντάς με να μοιάζω με άσχημο μυθικό πλάσμα που σίγουρα έχει διαπράξει έγκλημα» διαβάζουμε στην «Κοιλιά του Λωτ».
Δεν θα αναφερθώ στο κάθε διήγημα ξεχωριστά. Αξίζει όμως νομίζω να σταθώ για λίγο στο «Η Μήδεια θέλει να γεράσει» που είναι και η μεγαλύτερη σε έκταση ιστορία αλλά αποτελεί και μια τρόπον τινά κορύφωση του βιβλίου ως η πλέον αιρετική. Η Μήδεια της Μαρίας Ρασσιά τοποθετείται στη σύγχρονη εποχή, διατηρώντας τον βασικό σκελετό και αρκετά ακόμα στοιχεία του αρχικού μύθου. Μόνο που στην παρούσα διασκευή, ο νόμος και η κοινωνία την έχουν απαλλάξει από τις κατηγορίες, θεωρώντας τον θάνατο των παιδιών ατύχημα, και η μόνη που γνωρίζει την ενοχή της είναι η ίδια. Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, στην εκδοχή της Μήδειας που κατατίθεται εδώ δεν δίνεται ουσιαστικά κανενός είδους συγχωροχάρτι είτε κι ελαφρυντικό, αφού η ίδια δεν αναγνωρίζει κανένα στον εαυτό της.
Μετά από δέκα χρόνια φυγής αποφασίζει να επιστρέψει για να ομολογήσει το έγκλημά της, παρακαλώντας βαθιά μέσα της να την πιστέψουν. Δεν είναι όμως συντετριμμένη, φορτωμένη αβάσταχτες ενοχές, όπως θα περίμενε κανείς, παρά «καταραμένη να αισθάνεται πάντα την ανάγκη για εκδίκηση [του Ιάσονα], να τρέφεται για πάντα μ’ αυτή την τοξική τροφή που σε διατηρεί σε πάγο», όπως χαρακτηριστικά λέει. Η ανάγκη της να ομολογήσει και να τιμωρηθεί μοιάζει να είναι πρωτίστως για να λυτρωθεί από αυτό το συναίσθημα, το οποίο η λήθη και η αδιαφορία όλων αντί να καταλαγιάζει διογκώνει. Κι ακόμα, για να της αναγνωριστεί, να αποδεχτεί ο κόσμος το γεγονός ότι υπάρχουν πλάσματα σαν κι εκείνη, αποκρουστικά έστω στην ψυχή για τους πολλούς, που δεν μπορούν ν’ αγαπήσουν τα παιδιά τους, κι όμως «η φύση θέλει να υπάρχουν για να δικαιολογήσει τις ατέλειές της».
Πέραν τούτου, ολόκληρο το διήγημα (ή νουβέλα, όπως θέλετε πείτε το) αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα παραβολή για τη σημερινή εποχή και τις κοινωνίες: ο διεφθαρμένος πολιτικός πατέρας και ο καθ’ ομοίωσή του μετέπειτα σύζυγος, η ανδροκρατούμενη κοινωνία που χειραγωγεί το συναίσθημα σύμφωνα με τις προσταγές της εξουσίας, καθιστώντας κάθε κοινωνική, προσωπική, περιβαλλοντική ή άλλη ευαισθησία και ενσυναίσθηση μια μορφή αναπηρίας κ.ο.κ.
Αναδιατυπώνοντας τον μύθο της Μήδειας ουσιαστικά, η συγγραφέας δημιουργεί έναν σχεδόν ολοκαίνουριας κοπής χαρακτήρα, μια τραγική φιγούρα με εγκυρότητα, που δεν μας είναι πια και τόσο ξένη.
Όλοι ανεξαιρέτως οι ήρωες της Ρασσιά στο παρόν βιβλίο παλεύουν με τους δαίμονες και τη θνητότητά τους, με τη σκιά τους, υποστηρίζοντας (και υποστηριζόμενοι από) τον τίτλο αυτής της συλλογής. Που όμως δεν είναι ακριβώς συλλογή παρά μια συνθετική αποτύπωση των σκοτεινών και των φωτεινών μας όψεων μαζί, με φορείς αυτούς τους ήρωες. Οι οποίοι και αναλαμβάνουν να σηκώσουν ο καθένας το δικό του βάρος και να εξηγηθούν απέναντί μας, χωρίς να γνωρίζουν ότι τους παρακολουθούμε, κρυμμένοι πίσω από έναν διπλό δυσερμήνευτο καθρέφτη. Εκείνον που απεργάζεται και τις δικές μας αγωνίες, τους ιδιωτικούς μας εφιάλτες ενόσω διάγουμε μια, κατά γενική ομολογία, άρτια, ήσυχη και φυσιολογική ζωή.
Η απόλαυση της σκιάςΜαρία Ρασσιά
Κέδρος
200 σελ.
ISBN 978-960-04-4770-5
Τιμή: €11,00
Χριστίνα Οικονομίδου Δημοσιεύτηκε 24 Ιουλίου 2017Κέδρος
200 σελ.
ISBN 978-960-04-4770-5
Τιμή: €11,00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου