Τα πολιτικά γεγονότα που συντάραξαν τη Γερμανία τη δεκαετία του είκοσι, γνωστή και ως περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, και η αποτυχία της σοσιαλιστικής επανάστασης του Νοέμβρη του 1918 μετά το χάος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, δεν μπορούσαν να αφήσουν αμέτοχους και απαθείς τους καλλιτέχνες και τους συγγραφείς. Είναι γνωστό στους παροικούντες τη γερμανική λογοτεχνία ότι δύο καλλιτέχνες, ο Αυστριακός Χανς Άισλερ, συνθέτης μεταξύ άλλων και δημοφιλών αγωνιστικών τραγουδιών της εποχής και θεωρητικός της μουσικής, και ο δραματουργός Ερνστ Τόλερ, μετά τη συντριβή της επανάστασης του Νοέμβρη του 1918 υπέστησαν διώξεις, και ο μεν πρώτος δολοφονήθηκε, ο δε νεαρός Ερνστ Τόλερ καταδικάστηκε, φυλακίστηκε και το 1939 αυτοκτόνησε. Παράλληλα με τις κοινωνικές και τις πολιτικές έριδες, υπήρχαν και έντονες ζυμώσεις και λογοτεχνικές διαμάχες στον χώρο της λογοτεχνίας, που κορυφώθηκαν στην περίφημη «Διαμάχη για τον Εξπρεσσιονισμό», στους κόλπους κυρίως των μοντερνιστών και των αριστερών εκπροσώπων του κριτικού ρεαλισμού. Ουσιαστικά αυτό που καταλόγιζαν οι συγγραφείς του κριτικού ρεαλισμού στους μοντερνιστές ήταν ο έντονος ψυχολογισμός και η υποταγή τους στην καπιταλιστική αλλοτρίωση και στην αστική ιδεολογία, καθώς και ότι αγνοούσαν τις αντικειμενικές συνθήκες της κοινωνικής πραγματικότητας. Μέσα από τη διαμάχη αυτή, ξεπήδησε το κίνημα της Αντικειμενικής Πραγματικότητας στην οποίαν η ιστορία της λογοτεχνίας κατατάσσει και τον Χανς Φάλαντα. Η διαλεκτική σχέση μεταξύ πραγματικού και φανταστικού είναι αυτή που δημιουργεί τις μυθοπλαστικές φιγούρες του μυθιστορήματος κι όχι η πιστή απομίμηση της πραγματικότητας, που θα καταδείκνυε τη μονοσήμαντη πλευρά της ζωής τους, ενώ ο συγγραφέας, οργανώνοντας ευφυώς το υλικό του, μας δίνει ένα πολυσήμαντο έργο. Παίρνοντας αποστάσεις από τον εξπρεσιονισμό, επιδιώκει να αποτυπώσει με νηφάλιο βλέμμα και με μια ελευθερία απαλλαγμένη από κάθε εκστατικό συναισθηματισμό, τα καθημερινά γεγονότα της σύγχρονης ζωής σε μια γλώσσα λαϊκή, όπως το απαιτεί το πρόγραμμα ενός κοινωνικού μυθιστορήματος με ήρωες ανθρώπους από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Λόγιος ο ίδιος, πλάθει τη γλωσσική του ύλη με ιδιολέκτους, κοινωνιολέκτους και διάλεκτο της Πομερανίας, με στόχο να επιτύχει την αυθεντικότητα της αφήγησης και των χαρακτήρων αλλά και τις ψυχικές τους παλινδρομήσεις.. Τα μυθιστορήματα που γράφονται από τους συγγραφείς του κινήματος είναι ευκολοδιάβαστα, γραμμένα σε απολύτως κατανοητή γλώσσα και δεν έχουν καμιά φιλοδοξία να εκφράσουν υψηλά νοήματα, ο συγγραφέας αρκείται μόνο να πληροφορήσει τον αναγνώστη «για τους πραγματικούς, χειροπιαστούς συσχετισμούς» και να λειτουργήσει κατά κάποιον τρόπο ως «το μάτι μιας κάμερας», που καταγράφει τα τεκταινόμενα της κοινωνίας αποστασιοποιημένα, ως ξένος μάρτυρας και δίχως συναισθηματική εμπλοκή.
Πριν κυκλοφορήσει σε βιβλίο από τον εκδοτικό οίκο Rowohlt στις 10 Ιουνίου του 1932, και γνωρίσει παγκόσμια επιτυχία, ο Ανθρωπάκος είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στη Vossische Zeitung, εφημερίδα της δεξιάς που απευθυνόταν στις μεσαίες τάξεις, και κέρδισε αμέσως το γερμανικό κοινό. Ο Φάλαντα εξιστορεί τα έτη 1931/’32 στο Βερολίνο, και δεδομένης της ανόδου των ναζί, το 1933, ο εκδότης, φοβούμενος μια ενδεχόμενη χρεοκοπία, συμφωνεί με τον Φάλαντα να επανεκδώσουν το βιβλίο, αφαιρώντας περίπου εκατό σελίδες στις οποίες οι περιγραφές του συγγραφέα για τα καταγώγια, τη νυχτερινή ζωή στο Βερολίνο, τους Εβραίους, τους γυμνιστές, και οι πολιτικού και σεξουαλικού περιεχομένου περιγραφές του, θα μπορούσαν να ενοχλήσουν τους εθνικοσοσιαλιστές και να το κατατάξουν στην εκφυλισμένη τέχνη.
Το βιβλίο που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Gutenberg είναι μετάφραση της ολοκληρωμένης μορφής που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2016 στη Γερμανία και αξίζει να διαβαστεί, αφενός επειδή ο συγγραφέας μάς δίνει μια γλαφυρή και πλούσια σε λεπτομέρειες εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στη Γερμανία την εποχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, και αφετέρου διότι ο αναγνώστης που θα το διαβάσει, δεδομένης της ανάλογης κρίσης που βιώνει ο κόσμος σήμερα και παρά τη χρονική και πολιτισμική απόσταση που τον χωρίζει από τα δρώμενά του, θα αναγνωρίσει ένα σύμπαν που του είναι οικείο.
Ο Φάλαντα γράφει ένα βιβλίο ποταμό, με σφιχτό αφηγηματικό ιστό και δυναμικούς και ζωντανούς χαρακτήρες, στο οποίο περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια τους σύγχρονούς του μικροαστούς υπαλλήλους και προλετάριους, τον τρόπο ψυχαγωγίας τους, την ηθική τους αξιακή κλίμακα, τις συμβάσεις τους και γενικώς την καθημερινή τους ζωή. Ενσωματώνει στην πλοκή με πολύ φυσικό τρόπο πολλά πραγματολογικά στοιχεία, για παράδειγμα για το σύστημα υγείας, για τον κόσμο των δημοσίων υπαλλήλων και τη γραφειοκρατία, για τον τρόπο ένδυσης, για την άνθηση της βιομηχανίας μαζικής ψυχαγωγίας, για την κουλτούρα της κατοικίας που καλλιεργούνταν την εποχή εκείνη μέσα από τα διάφορα μέσα επικοινωνίας, για τη διάλυση του οικογενειακού ιστού εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, για τη σύνδεση των προϊόντων του λόγου με άλλα μέσα τέχνης όπως ο κινηματογράφος και η φωτογραφία, και όλα αυτά με πρώτο και κύριο μέλημά του τη γλώσσα. Επιλέγει τη ζωντάνια και την ελαφράδα του προφορικού λόγου ή του «γλωσσικού ντοκιμαντέρ» για να κερδίσει την ταχύτητα της ομιλίας και να πλάσει φυσικούς και ατόφιους χαρακτήρες. Οι λέξεις είναι κοινές και δεν υπερβαίνουν ποτέ το επίπεδο της σκέψης και των εμπειριών των ηρώων του. Σε γενικές γραμμές, πλάθει αντιήρωες που υποφέρουν από κοινωνικές και πολιτικές συγκυρίες και βρίσκονται στον αντίποδα του μοντέλου του θετικού ήρωα του αστικού μυθιστορήματος.
Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι ο συγγραφέας αντλεί κατευθείαν από τα στόματα των λαϊκών ανθρώπων τη γλώσσα που μιλούν και τη μετακενώνει στο χαρτί, και μέσω της γλώσσας και μόνον αυτής φέρνει στην επιφάνεια τις ψυχικές τους διαθέσεις, τη ροή της συνείδησής τους, τους φόβους, την αγωνία τους για την επιβίωση, την απόγνωση και τελικά τη συντριβή. Κρυμμένος πίσω από το τρίτο ενικό πρόσωπο, ο Φάλαντα παρατηρεί και αφηγείται τη ζωή και τα πάθη του βασικού του ήρωα, του Πίνεμπεργκ, και της πολυαγαπημένης του γυναίκας που την αποκαλεί χαϊδευτικά Μανάρι. Ο καμβάς πάνω στον οποίον κεντά την αφήγησή του είναι η ζωή και ο συγκινητικός έρωτας, στην πλέον εξευγενισμένη του μορφή, του Γιοχάνες Πίνεμπεργκ και της Έμα Μέρσελ την εποχή της μεγάλης ύφεσης, με όλα τα παρεπόμενά της. Όμως στην περιφέρεια, σκιαγραφεί αδρομερώς με καυστικό χιούμορ και σαρκασμό μια σειρά από δευτερεύοντες ανθρωπολογικούς τύπους, καθώς και το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται, δίχως να προβαίνει σε κρίσεις ή ψυχολογικές αναλύσεις. Ο σαρκασμός του και το χιούμορ του γίνονται αμέσως αντιληπτά από τους επιτίτλους των διαφόρων κεφαλαίων.
Το βιβλίο γράφεται τις τελευταίες μέρες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και εισάγει τον αναγνώστη απευθείας στην καθημερινότητα των δύο βασικών ηρώων του και των υπόλοιπων χαρακτήρων, περιγράφοντάς την με απαράμιλλο αφηγηματικό τέμπο και με διεισδυτικές παρατηρήσεις της ατμόσφαιρας που επικρατεί εκείνη την περίοδο στη Γερμανία, μέσα από την οποίαν αναδύεται μια ολόκληρη κοινωνία. Επιστρατεύει τον λεκτικό τρόπο της ειρωνείας και τον σαρκασμό προκειμένου να μην ολισθήσει το μυθιστόρημα στον μελοδραματισμό και τον συναισθηματισμό και διαβαστεί μόνο ως ένα ειδυλλιακό ρομάντσο, για να μας πληροφορήσει καταρχήν για το πώς περνά η ζωή ενός χαμηλόμισθου λογιστάκου σε μια μικρή επιχείρηση δημητριακών στην επαρχία, και στη συνέχεια ως πωλητή σε ένα πολυκατάστημα ανδρικής ένδυσης στο Βερολίνο, για την ψυχολογική πίεση και τις ταπεινώσεις που δέχεται ένας μικροϋπαλληλάκος από τους ιεραρχικά ανώτερούς του, για την έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ των συναδέλφων, για τον χαφιεδισμό, τον φόβο της απόλυσης, τη διάχυτη ανασφάλεια, το αίσθημα της απομόνωσης και της ξενότητας στη μεγαλούπολη ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης και του περιορισμένου προϋπολογισμού της οικογένειας που δεν τους επιτρέπει να απολαμβάνουν όλα όσα τους προσφέρει μια πόλη. Τέλος, την αδυναμία του ήρωα να αντιταχθεί στον καθένα που έχει εξουσία επάνω του, από τον γιατρό που κάνει τη διάγνωση της εγκυμοσύνης της γυναίκας του μέχρι τον δημόσιο υπάλληλο από τον οποίον εξαρτάται κάποιο επίδομα που δικαιούται.
Το βιβλίο γράφεται τις τελευταίες μέρες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και εισάγει τον αναγνώστη απευθείας στην καθημερινότητα των δύο βασικών ηρώων του και των υπόλοιπων χαρακτήρων, περιγράφοντάς την με απαράμιλλο αφηγηματικό τέμπο και με διεισδυτικές παρατηρήσεις της ατμόσφαιρας που επικρατεί εκείνη την περίοδο στη Γερμανία, μέσα από την οποίαν αναδύεται μια ολόκληρη κοινωνία. Επιστρατεύει τον λεκτικό τρόπο της ειρωνείας και τον σαρκασμό προκειμένου να μην ολισθήσει το μυθιστόρημα στον μελοδραματισμό και τον συναισθηματισμό και διαβαστεί μόνο ως ένα ειδυλλιακό ρομάντσο, για να μας πληροφορήσει καταρχήν για το πώς περνά η ζωή ενός χαμηλόμισθου λογιστάκου σε μια μικρή επιχείρηση δημητριακών στην επαρχία, και στη συνέχεια ως πωλητή σε ένα πολυκατάστημα ανδρικής ένδυσης στο Βερολίνο, για την ψυχολογική πίεση και τις ταπεινώσεις που δέχεται ένας μικροϋπαλληλάκος από τους ιεραρχικά ανώτερούς του, για την έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ των συναδέλφων, για τον χαφιεδισμό, τον φόβο της απόλυσης, τη διάχυτη ανασφάλεια, το αίσθημα της απομόνωσης και της ξενότητας στη μεγαλούπολη ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης και του περιορισμένου προϋπολογισμού της οικογένειας που δεν τους επιτρέπει να απολαμβάνουν όλα όσα τους προσφέρει μια πόλη. Τέλος, την αδυναμία του ήρωα να αντιταχθεί στον καθένα που έχει εξουσία επάνω του, από τον γιατρό που κάνει τη διάγνωση της εγκυμοσύνης της γυναίκας του μέχρι τον δημόσιο υπάλληλο από τον οποίον εξαρτάται κάποιο επίδομα που δικαιούται.
Αυτό που συνάγεται από το βιβλίο του Φάλαντα είναι ότι οι φοβερές κοινωνικές κρίσεις που διατρέχουν απ’ άκρη σ’ άκρη τη Γερμανία εκείνη την εποχή δεν οφείλονται τόσο στα πολιτικά λάθη αλλά στη γενική ανικανότητα να αναπτύξουν οι άνθρωποι μεταξύ τους σχέσεις απαλλαγμένες από εγωισμό, μικρόνοια και επιθετικότητα, να αναπτύξουν σχέσεις στη βάση της αλληλεγγύης. Ο ήρωας του μυθιστορήματος, όπως και ο ίδιος ο Φάλαντα που ανήκε στο σοσιαλιστικό κόμμα, δεν επεδίωκε να αρέσει ούτε στους αριστερούς ούτε στους ναζιστές, αλλά παίρνει ξεκάθαρα θέση υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης των ανθρώπων και μιας απλής αξιοπρεπούς ζωής, ιδιότητες που ο συγραφέας θεωρούσε ότι αποτελούσαν τον θεμέλιο λίθο κάθε υγιούς κοινωνίας. Καταδεικνύει πως η ανθρώπινη μικροπρέπεια και η ανικανότητα που κρύβεται πίσω από την πολιτική δράση διαστρεβλώνουν και καθιστούν αυτές τις ιδιότητες αναποτελεσματικές. Είναι άραγε ο Φάλαντα ένας συγγραφέας πολιτικών μυθιστορημάτων, όπως ο Μπαλζάκ των Χωρικών; Πολλοί κριτικοί το αμφισβητούν, θεωρούν ότι παρέμεινε πιστός στο κάπως θολό και συναισθηματικό όραμα μιας μη συγκρουσιακής κοινωνίας, θεμελιωμένης στη βάση της συνεργασίας καλοπροαίρετων και έντιμων ανθρώπων που κάνουν μόνο το καθήκον τους και μοχθούν για το κοινό καλό. Παραδειγματική φιγούρα κι ο ίδιος ενός εύθραυστου ψυχικά και εξαρτημένου από το αλκοόλ και τη μορφίνη έκπτωτου ανθρώπου, ο Φάλαντα δεν θα πάψει ποτέ να πιστεύει στις αξίες που κουβαλούσε από την οικογένειά του, η οποία ανήκε στην μπουρζουαζία της βιλχελμινικής εποχής.
Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως δεν πρόκειται για μυθοπλασία αλλά για μια πραγματικότητα που βρίσκει την επιτομή της στη φωνή του αφηγητή, ο οποίος, ιδίως σε πολλά σημεία των μονολόγων του βασικού του ήρωα, εναλλάσσει την αφήγηση από το τρίτο στο πρώτο πρόσωπο ενικού, με αποτέλεσμα αφηγητής και ήρωας του βιβλίου να ταυτίζονται – αν όχι πλήρως, σε μεγάλο βαθμό. Στο βιβλίο ο Φάλαντα σχεδόν αυτοβιογραφείται, υπάρχει στενός δεσμός μεταξύ του ήρωα και του συγγραφέα. Όπως και ο ήρωάς του, ο Ρούντολφ Ντίτσεν ή αλλιώς Χανς Φάλαντα, αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες, άλλαξε πολλά επαγγέλματα, κατέφυγε στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά, βίωσε τον σκοτεινό κόσμο των ασύλων, με λίγα λόγια έζησε κι εκείνος τη ζωή ενός ανθρωπάκου. Η επαφή του με ανθρώπους από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και η συμπάθειά του γι’ αυτούς, η προσωπική του θέληση να παραμείνει έντιμος και αξιοπρεπής παρά τις αντιξοότητες και, τέλος, το απαράμιλλα γλαφυρό αφηγηματικό του ταλέντο, σκιαγραφούν την εικόνα του εμβληματικού κοινωνικού τύπου της εποχής εκείνης, του ιδιωτικού υπαλλήλου. Με την κριτική που ασκεί στις υπαλληλικές οργανώσεις οι οποίες δέχονται να εργάζονται οι υπάλληλοι υπερωρίες άνευ επιπλέον αμοιβής και στην απολίτικη στάση τους, το μυθιστόρημα εντάσσεται σε μια λογοτεχνική, κινηματογραφική, φωτογραφική και εικαστική παράδοση, που φέρνει στο προσκήνιο το επάγγελμα του υπαλλήλου. Το ενδιαφέρον των λογοτεχνών και των κινηματογραφικών εταιρειών της δεκαετίας του ’20 για το γραφειοκρατικό σύμπαν εξηγείται από το γεγονός ότι, περισσότερο από όλα τα άλλα επαγγέλματα, οι υπάλληλοι κάθε κατηγορίας, είτε ιδιωτικοί είτε δημόσιοι, σε αντίθεση με τους εργάτες, είναι ή απολίτικοι και άρα εύκολα χειραγωγήσιμοι από την προπαγάνδα, είτε πρόσκεινται κατά τη δεκαετία του ’20 ιδεολογικά στη δεξιά και ριζοσπαστικοποιούνται μόνο κατά τη δεκαετία του ’30, με ένα μεγάλο μέρος τους να προσχωρεί στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα. Στο μυθιστόρημά του ο Φάλαντα το θέμα του ναζισμού το προσεγγίζει υπαινικτικά και μόνον ακροθιγώς αναφέρεται στους Εβραίους: ο Γιοχάνες Πίνεμπεργκ δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική ζωή. Σε αντίθεση με τη μαχητική γυναίκα του, ο ίδιος είναι αδύναμος, δειλός και αναποφάσιστος, δεν πάει κόντρα στο σωματείο ιδιωτικών υπαλλήλων του σοσιαλιστικού κόμματος στο οποίο ανήκει και το οποίο είναι υποταγμένο στην εργοδοσία. Η αναφορά του Φάλαντα στους Εβραίους δεν εμπεριέχει καμία κρίση, τους περιγράφει μάλιστα ως συμπαθείς ανθρώπους, πολύ πιο συμπαθείς απ’ ό,τι τον ναζί συνάδελφό του Λάουτερμπαχ, που τον προσεγγίζει με καρικατουρίστικη και χιουμοριστική διάθεση. Μόνο σε ένα σημείο του βιβλίου ακούμε την ενταγμένη στο σοσιαλιστικό κόμμα γυναίκα του ήρωα να λέει: «Εμένα δεν μου αρέσουν καθόλου οι Εβραίοι», δίχως όμως να αναλύει περαιτέρω το γιατί. Σε έναν από τους μονολόγους του ο σύζυγός της θεωρεί ότι αυτές τις απλοϊκές ιδέες «δεν τις επινόησε η ίδια αλλά τις έχει μέσα της» και είναι ιδέες που ταιριάζουν περισσότερο σε κάποιον ο οποίος ανήκει στο κομμουνιστικό κόμμα, κι όχι στο σοσιαλιστικό.
Υπήρξαν πολυάριθμες ιστορικές και κοινωνιολογικές μελέτες για την κατάσταση και τις διαφορές μεταξύ εργατών και των διαφόρων κατηγοριών υπαλλήλων την εποχή εκείνη. Μία από τις πλέον σημαντικές, με τον τίτλο «Die Angestellten», που σημαίνει «Ιδιωτικός Υπάλληλος», είναι του Ζίγκφριντ Κράκαουερ, αριστερού διανοούμενου, δημοσιογράφου, κοινωνιολόγου, θεωρητικού και κριτικού του κινηματογράφου, πάνω στην οποίαν στηρίχτηκε και το μυθιστόρημα ο Ανθρωπάκος. Ο Κρακάουερ διεξήγαγε πολύμηνη εξονυχιστική έρευνα πεδίου στο Βερολίνο: μελέτησε τις συνθήκες κατοικίας και εργασίας στα εργοστάσια και στα γραφεία, τα μεταφορικά μέσα που χρησιμοποιούσαν, συζήτησε με τους υπαλλήλους και τους εργοδότες τους και συμμετείχε στις δραστηριότητές τους κατά τον ελεύθερο χρόνο τους, παρακολούθησε την ιδιωτική τους ζωή σε βαθμό που έφτασε στο σημείο να διαβάζει μέχρι και την ιδιωτική τους αλληλογραφία. Αφού ολοκλήρωσε την έρευνά του στο τέλος του 1929, τη δημοσίευσε καταρχήν σε δέκα συνέχειες στη Frankfurter Allgemeine, την εφημερίδα με την οποίαν συνεργαζόταν, και την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε σε βιβλίο. Όλα αυτά τα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα, ο Φάλαντα, όπως διαβάζουμε σε επιστολή του προς τον Κρακάουερ, τα χρησιμοποιεί και τα ενσωματώνει αριστουργηματικά στη μυθοπλασία του. Επίσης το βιβλίο του μπορεί να διαβαστεί και ως λογοτεχνική απεικόνιση και δύο μεγάλων πτυχών που αναπτύσσει ο Κρακάουερ στη μελέτη του: η πρώτη αφορά τις νέες συνθήκες εργασίας των υπαλλήλων που πλήττονται από τα μέτρα ορθολογιστικής διαχείρισης των επιχειρήσεων, και η δεύτερη την κουλτούρα τους. Κατά τον Κρακάουερ, οι υπάλληλοι είναι «πνευματικά άστεγοι», και για να αντισταθμίσουν αυτή την πραγματικότητα, καταφεύγουν στη μαζική κουλτούρα και στις διασκεδάσεις που τους προσφέρει η μεγαλούπολη, κυρίως στο σινεμά και στον αθλητισμό. Ο Φάλαντα, απεικονίζει πιστά ένα Βερολίνο όπου οι απόκληροι, οι αποκλεισμένοι και οι εξαθλιωμένοι, τρέμουν το βλέμμα ενός αστυφύλακα, αλλά παρόλα αυτά συναναστρέφονται με τους εκκεντρικούς και τους μποέμ οι οποίοι χάνουν σε μια βραδιά τον μισθό μιας ολόκληρης χρονιάς ενός υπαλλήλου.
Ο προσεκτικός αναγνώστης που θα διαβάσει το βιβλίο θα διαπιστώσει ότι η σταδιακή προλεταριοποίηση του ήρωα αντανακλάται και στη γλώσσα που χρησιμοποιεί, κι εκεί θαυμάζει κανείς όλη την αφηγηματική δεξιοτεχνία του Φάλαντα. Στην αρχή ο Πίνεμπεργκ, ο ήρωας του βιβλίου, προσπαθεί να χρησιμοποιεί την επίσημη γερμανική, για παράδειγμα όταν τον συστήνει η γυναίκα του στους προλετάριους γονείς της μπορεί ακόμα και ελέγχει τη γλώσσα και τις αντιδράσεις του. Επίσης, μπροστά στο κατάστημα επίπλων με την τουαλέτα υπνοδωματίου που κάνει τη γυναίκα του να ονειρεύεται, η τελευταία χρησιμοποιεί μια λαϊκή γερμανική λέξη, τη λέξη «heulen» που σημαίνει «πλαντάζω στο κλάμα» αντί της επίσημης γερμανικής «weinen» που σημαίνει «κλαίω». «Θεέ μου Μικρέ, αν μπορούσαμε να τ’ αγοράσουμε αυτό, νομίζω πως θα πλάνταζα στο κλάμα από τη χαρά μου!», λέει η Έμα, για να λάβει την απάντηση από τον σύζυγό της: «Αυτοί που μπορούν να την αγοράσουν δεν πλαντάζουν στο κλάμα από τη χαρά τους», υπαινισσόμενος ότι η χρήση της γλώσσας, όπως και το λευκό κολάρο που φορεί ως εργαζόμενος για να διαχωρίσει τη θέση του από τους εργάτες και τους άνεργους, αποτελεί σύμβολο κοινωνικού στάτους. Στη συνέχεια όμως της πλοκής και με τη σταδιακή του υποβάθμιση στην κοινωνική κλίμακα, βλέπουμε τη γλώσσα του να γίνεται πιο λαϊκή, πιο χυδαία, πιο επιθετική στον χώρο της δουλειάς του και στις διάφορες δημόσιες υπηρεσίες ή με τον πωλητή του καταστήματος επίπλων και με τη νοσοκόμα του Μαιευτηρίου. Οι καταιγιστικοί διάλογοι των δύο βασικών ηρώων μεταξύ τους στην αρχή του βιβλίου και με όσους τους περιβάλλουν αντανακλούν την ανυπομονησία τους για μια καλύτερη ζωή αλλά και το άγχος τους για τον τρόπο με τον οποίον θα το επιτύχουν. Όσο συνειδοποιούν την αδυναμία τους και τη θλιβερή κατάστασή τους, οι διάλογοι σπανίζουν και ο συγγραφέας εισάγει εκεί τη διαδικασία του εσωτερικού μονολόγου όπως και ο σύγχρονός του Νταίμπλιν στο Αλεξάντερπλατς, κατά τον οποίον αναδύονται στην επιφάνεια τα διάφορα αλληλοσυγκρουόμενα επίπεδα της συνείδησής του, οι αντιφάσεις και οι αμφιβολίες του για τις αποφάσεις που πρέπει να λάβει. Ο Πίνεμπεργκ νιώθει όλο και πιο ανίκανος να προσαρμοστεί στις νέες, εξορθολογισμένες συνθήκες εργασίας στην πόλη, σε αντίθεση με τον συνάδελφό του Χάιλμπουτ, που είναι το υπόδειγμα του επιτυχημένου, μοντέρνου υπαλλήλου ο οποίος έχει την ικανότητα να ελίσσεται και να αποστασιοποιείται κατά τον ελεύθερο χρόνο του από τον χώρο εργασίας του. Ακόμα και τα ονόματα που προσδίδει στους ήρωές του δεν είναι τυχαία, διότι τα ονόματα σημαίνουν και είναι σε πλήρη αντιστοιχία με τον χαρακτήρα του κάθε ήρωα – το Χάιλμπουτ, π.χ., είναι είδος ψαριού που μπορεί και ξεγλιστρά από τις δύσκολες καταστάσεις. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Πίνεμπεργκ στο σπίτι αντανακλά και τα κακά εμπορικά του αποτελέσματα στη δουλειά του, είναι όλο και πιο εκνευρισμένος εξαιτίας του γεγονότος ότι αδυνατεί να συμβιβάσει τον ιδιωτικό και τον εργασιακό του βίο. Με τη δεύτερη απόλυσή του και την ανεργία, θα μιλά όλο και πιο σπάνια και, τελικά, θα περιπέσει στη σιωπή. Κι εκεί αναλαμβάνει ρόλο η Έμα. Ο Φάλαντα, υποστηρικτής του φεμινιστικού κινήματος της εποχής, προσδίδει στην ηρωίδα του τα χαρακτηριστικά του ιδανικού γυναικείου προτύπου που έχει στο μυαλό του: ως εκπρόσωπος της κατώτερης κοινωνικής τάξης που έχει μάθει να επιβιώνει μέσα σε δύσκολες και απειλητικές συνθήκες, η Έμα, που κατά την άποψή μου είναι ευθεία αναφορά στην Έμα Μποβαρί του Φλομπέρ, αλλά στον αντίποδα εκείνης, αποτελεί μια υβριδική φιγούρα στο μεταίχμιο του παλιού και νέου κόσμου. Μαχητική, πεισματάρα, ώριμη και λογική, πιστή στη ρομαντική της άποψη περί γάμου, είναι το απάγκειο στο οποίο βρίσκει παρηγοριά ο άνεργος πλέον σύζυγος, είναι αυτή που αναλαμβάνει τα βάρη της οικογένειας, τον στηρίζει ηθικά αλλά δεν επιδοκιμάζει αυτή την αντιστροφή των παραδοσιακών ρόλων. «Πείτε μου, κύριε Γιάχμαν, θα κρατήσει πολύ αυτό, να κάθονται οι άντρες στο σπίτι και να ασχολούνται με το νοικοκυριό ενώ δουλεύουν οι γυναίκες; Μα είναι δυνατόν!» ρωτά η Έμα τον καλόκαρδο μποέμ εραστή της πεθεράς της στη σελίδα 605 του βιβλίου, και επιστρατεύει όλη τη δύναμη του μεγάλου της έρωτα ενάντια στην ηθική κατάπτωση στην οποίαν, από την αρχή ακόμα της κοινής τους ζωής, κινδυνεύουν να περιπέσουν εξαιτίας των στερήσεων, καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να διατηρήσει τις ηθικές της αξίες μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης διαφθοράς , εκφυλισμού και παρεκβατικής συμπεριφοράς και να μην παρεκκλίνει μέσα στη δυστυχία του από την ελπίδα και τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή.
Ο Φάλαντα πλάθει και δημιουργεί πραγματικούς ήρωες που ζουν ανάμεσά μας και στων οποίων τη μοίρα ο αναγνώστης αναγνωρίζει τη δική του. Ο ρυθμός της αφήγησης ακολουθεί και παρακολουθεί τα βιώματα των δύο κύριων ηρώων και των δευτερευόντων χαρακτήρων, τους παρακολουθεί στη μίζερη καθημερινότητά τους. Στο πρόσωπό τους ο συγγραφέας αναγνωρίζει και περιγράφει τη μοίρα εκατομμυρίων άλλων προλεταριοποιημένων υπαλλήλων, εργατών, ανέργων, μποέμ, οι οποίοι, εγκλωβισμένοι στην πολύβουη πόλη του διεφθαρμένου και διχασμένου Βερολίνου, κάνουν ό,τι μπορούν για να επιβιώσουν. Το είδωλο του ζεύγους Πίνεμπεργκ, πολλαπλασιασμένο μέσα σε πολλαπλούς καθρέφτες, αντανακλά τα ανθρώπινα πεπρωμένα που αγωνίζονται, μοχθούν, υποφέρουν και έρχονται σε σύγκρουση με τον εξωτερικό κόσμο, για να μην παρεκτραπούν από την αξιακή τους κλίμακα και απωλέσουν τον ίδιο τους τον εαυτό, να μην πουλήσουν την ψυχή τους στον διάβολο, πράγμα πολύ εύκολο να συμβεί σε μια πόλη-Βαβυλώνα, σε μια πόλη Μολώχ που κονιορτοποιεί και εκμηδενίζει το άτομο το οποίο ζει σε συνθήκες οικονομικής ένδειας.
Ποιο είναι το όφελος που θα αποκομίσει ο αναγνώστης από το βιβλίο; Καταρχήν μια μεγάλη ευχαρίστηση, διότι είναι και «dulce» και «utile», για να δανειστώ την περίφημη φράση του Οράτιου, είναι τερπνό και ωφέλιμο μαζί. Εκτός από την αισθητική απόλαυση που απορρέει από τη χρήση της γλώσσας, μας υπενθυμίζει ότι υπάρχουν διαχρονικές πανανθρώπινες αξίες, ηθικές και πολιτισμικές, που λειτουργούν ανεξάρτητα από το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο. Είναι ένα ευανάγνωστο μυθιστόρημα που βαδίζει πάνω σε ευθεία και βατή οδό, που βοηθά τον αναγνώστη να βγάλει συμπεράσματα για το δικό του σήμερα, να αντιληφθεί ότι ο κόσμος και η ιστορία κατασκευάζονται από εμάς τους ίδιους, ότι η απάθεια και η αδιαφορία μάς οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε καταστάσεις βαρβαρότητας και φρίκης, κι όλα αυτά δίχως ίχνος διδακτισμού.
Ιωάννα Αβραμίδου Δημοσιεύτηκε 25 Ιουνίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου