......Α...Ν...Τ...Ω...Ν...Η...Σ...... Μ...Ι...Κ...Ε...Λ...Η...Σ...
«Μονάχος στη Βαρδιόλα», θαλασσινά ποιήματα, Αθήνα 2018
«360 θαλασσινές πορείες», ποιήματα, Αθήνα 2018
– Ο ποιητής της θαλάσσιας αύρας και του στοχασμού –
Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, φίλες- φίλοι, σας ευχαριστώ για την παρουσία σας.
Όταν η ποίηση ακολουθεί τη ρότα της θάλασσας και το λιμάνι της ψυχής δέρνεται από μια φουρτούνα –ολοζωής– τότε κι η ποίηση, όπως γεννιέται κι όπως προσαράζει στο νου και στο χαρτί, δεν είναι τίποτε λιγότερο – τίποτε περισσότερο από ένα βαθύ στιχουργικό αναστεναγμό, άλλοτε πικρόχολο, άλλοτε ξεπλυμένο με την αλμύρα της θάλασσας και του αιώνιου ταξιδιού του ανθρώπου στη ζωή, άλλοτε με το ανήσυχο ρόπτρο της επιβίωσης να χτυπάει την εξώθυρα της οικογένειας και την έγνοια της, άλλοτε μ’ ένα μεσοπέλαγο θρήνο μοναξιάς και σιγοτραγουδισμένο στίχο, αυτοαναθέρμανσης της προσωπικής διάθεσης, άλλοτε μ’ ένα κόμπο ελπίδας για μια πιο ξαστερωμένη μέρα αυριανή. Ο ποιητής Αντώνης Μικέλης στις 360 ατέλειωτες θαλασσινές του πορείες, γίνεται ένας –ηθελημένος– ταξιδιώτης και πραματευτής της ζωής, μ’ ένα πρόσθετο πλεούμενο της ψυχής του, ένας αρμυρόδετος και λυμένος κάβος, που αναζητάει –μέσω της ποίησης– ν’ ακουμπήσει ονείρατα, πάθη, οράματα, τάσεις φυγής και επαναφοράς, στην ορθάνοιχτη παντιέρα της λέξης, του ήχου, της μουσικής, της εξομολόγησης και της ποίησης. Έτσι που κάθε στίχος, κάθε όνειρο, κάθε φωτισμένο παράπονο της μέρας, του χρόνου ή των δεκαετιών του στη θάλασσα, να ’ναι ντυμένο με θαλάσσιο φύκι –πλέον– της δικής του ανάσας, της δικής του προσμονής, της δικής του ποντοπόρας ελπίδας. Γράφει (σελ. 24):
«Βουνό το κύμα υψώνεται και η φουρτούν’ αγριεύει
κι ένα καΐκι στα βαθιά // για να σωθεί γυρεύει.
Βαριά φουρτούνα πλάκωσε, το πέλαγο αφρίζει,
τα πάντα κατακλύζονται // και το τιμόνι τρίζει».
Ενδεικτικοί στίχοι μιας απόλυτης και προσωποποιημένης ζωής στη φουρτούνα της απέραντης ενδοχώρας του. Έτσι που το στοιχείο της φουρτούνας γίνεται το ανειρήνευτο στοιχείο της πάλης και της όποιας παρακινδυνευμένης αντιμετώπισης της ζωής, στα πλαίσια πάντα μιας κοινωνικής θάλασσας ή οικογενειακής αγωνίας ή προσωπικής κουπαστής και απάγκιο, στα συνήθη των καιρών μας αγριο-πλαντάγματα της (φουρτουνιασμένης) επικοινωνίας και προσωπικής του δημιουργίας. Έχουμε να δούμε πολλούς κυκλώνες στίχων και εσωτερικών τρανταγμάτων, στην ποίησή του.
Προσωπικά εκτιμώ, ότι διατρέχει –ως ποιητής, ακόμα, παρά την ηλικιακή του πορεία και την στάθμη ζωής στα δρώμενα, τα κοινωνικά πράγματα–, ως ένας αέναος ταξιδευτής και Ποσειδώνιος νεανίας (των εορτών και των γεγονότων της ζωής) που βέβαια, τις ανακυκλώνει ποιητικά, τις ενσωματώνει κοινωνικά, τις απαλύνει ερωτικά, τις αγναντεύει –ακόμη, από την πλώρη της τρίτης του ηλικίας– και τις πηδαλιουχεί καταμεσής στο πέλαγος και της τωρινής του [ μας ] καθημερινότητας. Γράφει (σελ. 36):
«Νύχτα γλυκιά απλώνεται κι εγώ ακουμπισμένος
στην κουπαστή του καραβιού κοιτάζοντας τα μάκρη
τ’ ορίζοντα τ’ ατέλειωτα, όπου δεν έχουν άκρη,
νιώθω μονάχος, έρημος, πολύ βασανισμένος».
Και: «Σαν άκουσα στη σιγαλιά του τριζονιού το άσμα
και να στολίζουν το ρυθμό μικρές πυγολαμπίδες,
με την ανάσα των κλαδιών με γέμιζε ελπίδες,
το τότε και το σήμερα χωρίζει ένα χάσμα».
Ο ποιητής θεωρεί τον εαυτό του –εδώ– ως λαθρεπιβάτη και γίνεται ο ίδιος ένας ενιαίος κρίκος σύνδεσης του πριν και του τώρα, έτσι που φανερώνεται –ταυτόχρονα– το ίδιον του προσώπου του, ήτοι το αρμυροθαλασσοδαρμένο –ψυχικά και σωματικά– τοπίο των δικών του στοιχείων της αντοχής, της εγκαρτέρησης, της διαρκούς πάλης, της απροσμέτρητης πορείας –κάποτε χωρίς πυξίδα– και της πελαγίσιας λησμονιάς και πεθυμιάς, που χαρίζει ή σου φλερτάρει το μουράγιο της ζωής.
Εύκολα διαπιστώνει ο αναγνώστης, ότι ακολουθεί το δικό του μονοπάτι έκφρασης, αρκετά προσιτό και εύπεπτο, χωρίς τις ναυτικές αποχρώσεις των ιδιότυπων λέξεων, που χρησιμοποιούν συχνά οι ναυτικοί. Ως πλοηγός της δικής του ζωής και της ποίησης. Είναι συγκινησιακά μουσικός, μετρικός, με στρωτό κι αναγνώσιμο ευχάριστο 15σύλλαβο, πολλές φορές με εκτροπή και ξαναμάζεμα του πλούσιου συναισθήματός του, κι άλλες φορές πηγαίος και γλαφυρά εικαστικός και εκφραστικός. Εφορμά με ποίηση θαλάσσης και μας προσαράζει με ποίηση στοχασμού, βαθιά ριζωμένη στον άνθρωπο ταξιδευτή και βαθιά ποθοτράνταχτη, στην αγάπη, στη μοναξιά και στην αγκυροβολημένη του σκέψη. Πότε ξέπνοος και πότε τελεσίδικα μπαρκαρισμένος ταξιδευτής !!
Η επιλογή του είναι πλέον καθοριστική, αμετακίνητη και Οδυσσεακή. Γράφει για τη μοναξιά της θάλασσας:
«Στο κύμα και στη θάλασσα όταν βοά κι αφρίζει
τη ρίχνεις μεσοπέλαγα και με το νου σου τρέξε
όπου ποθείς κι ό,τι ζητάς, αγάπη να χαρίζει
και με δροσιά του γυρισμού λίγο το σώμα βρέξε.
Η θάλασσα έγινε βίωμα και σταυροδρόμι κοινωνικής απαντοχής. Η θάλασσα εγκολπώνει το σήμερα και το χτες. Η θάλασσα είναι η βάρδια, το στίγμα, ο άνεμος, το ξημέρωμα, ο περήφανος τιμονιέρης, η αγκαλιά και η θαλπωρή της ζωής, το λατρεμένο στοιχείο που ξαναγεννιέται και ξαναζεί ο ποιητής. Γράφει (σελ. 70):
«Τη θάλασσα την άφησα, σε σκέψεις αρμενίζω
στο νου μου μένει συνεχώς, εκεί ξαναγυρίζω.
Όσο κι αν με παίδεψε, τίποτε δεν φοβάμαι,
σε αγκαλιά θαλασσινή για πάντα θέλω να ’μαι.
«360 θαλασσινές πορείες», ποιήματα, Αθήνα 2018
– Ο ποιητής της θαλάσσιας αύρας και του στοχασμού –
Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, φίλες- φίλοι, σας ευχαριστώ για την παρουσία σας.
Όταν η ποίηση ακολουθεί τη ρότα της θάλασσας και το λιμάνι της ψυχής δέρνεται από μια φουρτούνα –ολοζωής– τότε κι η ποίηση, όπως γεννιέται κι όπως προσαράζει στο νου και στο χαρτί, δεν είναι τίποτε λιγότερο – τίποτε περισσότερο από ένα βαθύ στιχουργικό αναστεναγμό, άλλοτε πικρόχολο, άλλοτε ξεπλυμένο με την αλμύρα της θάλασσας και του αιώνιου ταξιδιού του ανθρώπου στη ζωή, άλλοτε με το ανήσυχο ρόπτρο της επιβίωσης να χτυπάει την εξώθυρα της οικογένειας και την έγνοια της, άλλοτε μ’ ένα μεσοπέλαγο θρήνο μοναξιάς και σιγοτραγουδισμένο στίχο, αυτοαναθέρμανσης της προσωπικής διάθεσης, άλλοτε μ’ ένα κόμπο ελπίδας για μια πιο ξαστερωμένη μέρα αυριανή. Ο ποιητής Αντώνης Μικέλης στις 360 ατέλειωτες θαλασσινές του πορείες, γίνεται ένας –ηθελημένος– ταξιδιώτης και πραματευτής της ζωής, μ’ ένα πρόσθετο πλεούμενο της ψυχής του, ένας αρμυρόδετος και λυμένος κάβος, που αναζητάει –μέσω της ποίησης– ν’ ακουμπήσει ονείρατα, πάθη, οράματα, τάσεις φυγής και επαναφοράς, στην ορθάνοιχτη παντιέρα της λέξης, του ήχου, της μουσικής, της εξομολόγησης και της ποίησης. Έτσι που κάθε στίχος, κάθε όνειρο, κάθε φωτισμένο παράπονο της μέρας, του χρόνου ή των δεκαετιών του στη θάλασσα, να ’ναι ντυμένο με θαλάσσιο φύκι –πλέον– της δικής του ανάσας, της δικής του προσμονής, της δικής του ποντοπόρας ελπίδας. Γράφει (σελ. 24):
«Βουνό το κύμα υψώνεται και η φουρτούν’ αγριεύει
κι ένα καΐκι στα βαθιά // για να σωθεί γυρεύει.
Βαριά φουρτούνα πλάκωσε, το πέλαγο αφρίζει,
τα πάντα κατακλύζονται // και το τιμόνι τρίζει».
Ενδεικτικοί στίχοι μιας απόλυτης και προσωποποιημένης ζωής στη φουρτούνα της απέραντης ενδοχώρας του. Έτσι που το στοιχείο της φουρτούνας γίνεται το ανειρήνευτο στοιχείο της πάλης και της όποιας παρακινδυνευμένης αντιμετώπισης της ζωής, στα πλαίσια πάντα μιας κοινωνικής θάλασσας ή οικογενειακής αγωνίας ή προσωπικής κουπαστής και απάγκιο, στα συνήθη των καιρών μας αγριο-πλαντάγματα της (φουρτουνιασμένης) επικοινωνίας και προσωπικής του δημιουργίας. Έχουμε να δούμε πολλούς κυκλώνες στίχων και εσωτερικών τρανταγμάτων, στην ποίησή του.
Προσωπικά εκτιμώ, ότι διατρέχει –ως ποιητής, ακόμα, παρά την ηλικιακή του πορεία και την στάθμη ζωής στα δρώμενα, τα κοινωνικά πράγματα–, ως ένας αέναος ταξιδευτής και Ποσειδώνιος νεανίας (των εορτών και των γεγονότων της ζωής) που βέβαια, τις ανακυκλώνει ποιητικά, τις ενσωματώνει κοινωνικά, τις απαλύνει ερωτικά, τις αγναντεύει –ακόμη, από την πλώρη της τρίτης του ηλικίας– και τις πηδαλιουχεί καταμεσής στο πέλαγος και της τωρινής του [ μας ] καθημερινότητας. Γράφει (σελ. 36):
«Νύχτα γλυκιά απλώνεται κι εγώ ακουμπισμένος
στην κουπαστή του καραβιού κοιτάζοντας τα μάκρη
τ’ ορίζοντα τ’ ατέλειωτα, όπου δεν έχουν άκρη,
νιώθω μονάχος, έρημος, πολύ βασανισμένος».
Και: «Σαν άκουσα στη σιγαλιά του τριζονιού το άσμα
και να στολίζουν το ρυθμό μικρές πυγολαμπίδες,
με την ανάσα των κλαδιών με γέμιζε ελπίδες,
το τότε και το σήμερα χωρίζει ένα χάσμα».
Ο ποιητής θεωρεί τον εαυτό του –εδώ– ως λαθρεπιβάτη και γίνεται ο ίδιος ένας ενιαίος κρίκος σύνδεσης του πριν και του τώρα, έτσι που φανερώνεται –ταυτόχρονα– το ίδιον του προσώπου του, ήτοι το αρμυροθαλασσοδαρμένο –ψυχικά και σωματικά– τοπίο των δικών του στοιχείων της αντοχής, της εγκαρτέρησης, της διαρκούς πάλης, της απροσμέτρητης πορείας –κάποτε χωρίς πυξίδα– και της πελαγίσιας λησμονιάς και πεθυμιάς, που χαρίζει ή σου φλερτάρει το μουράγιο της ζωής.
Εύκολα διαπιστώνει ο αναγνώστης, ότι ακολουθεί το δικό του μονοπάτι έκφρασης, αρκετά προσιτό και εύπεπτο, χωρίς τις ναυτικές αποχρώσεις των ιδιότυπων λέξεων, που χρησιμοποιούν συχνά οι ναυτικοί. Ως πλοηγός της δικής του ζωής και της ποίησης. Είναι συγκινησιακά μουσικός, μετρικός, με στρωτό κι αναγνώσιμο ευχάριστο 15σύλλαβο, πολλές φορές με εκτροπή και ξαναμάζεμα του πλούσιου συναισθήματός του, κι άλλες φορές πηγαίος και γλαφυρά εικαστικός και εκφραστικός. Εφορμά με ποίηση θαλάσσης και μας προσαράζει με ποίηση στοχασμού, βαθιά ριζωμένη στον άνθρωπο ταξιδευτή και βαθιά ποθοτράνταχτη, στην αγάπη, στη μοναξιά και στην αγκυροβολημένη του σκέψη. Πότε ξέπνοος και πότε τελεσίδικα μπαρκαρισμένος ταξιδευτής !!
Η επιλογή του είναι πλέον καθοριστική, αμετακίνητη και Οδυσσεακή. Γράφει για τη μοναξιά της θάλασσας:
«Στο κύμα και στη θάλασσα όταν βοά κι αφρίζει
τη ρίχνεις μεσοπέλαγα και με το νου σου τρέξε
όπου ποθείς κι ό,τι ζητάς, αγάπη να χαρίζει
και με δροσιά του γυρισμού λίγο το σώμα βρέξε.
Η θάλασσα έγινε βίωμα και σταυροδρόμι κοινωνικής απαντοχής. Η θάλασσα εγκολπώνει το σήμερα και το χτες. Η θάλασσα είναι η βάρδια, το στίγμα, ο άνεμος, το ξημέρωμα, ο περήφανος τιμονιέρης, η αγκαλιά και η θαλπωρή της ζωής, το λατρεμένο στοιχείο που ξαναγεννιέται και ξαναζεί ο ποιητής. Γράφει (σελ. 70):
«Τη θάλασσα την άφησα, σε σκέψεις αρμενίζω
στο νου μου μένει συνεχώς, εκεί ξαναγυρίζω.
Όσο κι αν με παίδεψε, τίποτε δεν φοβάμαι,
σε αγκαλιά θαλασσινή για πάντα θέλω να ’μαι.
Μ’ αγάπη πάντα έρχομαι στη μνήμη μου και πάλι
πυξίδα – μπούσουλας – φτερό και το μακρύ το κιάλι
κουμπάσο, διπαράλληλος, το σφάλμα στον εξάντα
να μην ξεχάσω διόρθωση στο νου μου έχω πάντα».
Ο ποιητής Αντώνης Μικέλης αρωματίζει ποιητικά,την βιωμένη του παρουσία στα πράγματα. Η πελαγίσια μουσική κι ο έρωτας, τον κρατούν αγκρέμιστο κι αφουντάριστο στη λήθη της καθημερινότητας. Δεν θα μπορούσε, έτσι αποντάριστος από την κακοκαιρία της ζωής, να μη σκύψει ευλαβικά στο γυναικείο χάδι της γυναίκας που κράτησε το νοικοκυριό και την οικογένεια συμμαζεμένη και καλοπόρευτη στη ζωή. Γράφει (σελ. 65):
«Με περηφάνια περισσή κρατούσες το τιμόνι
κι όσο μακριά βρισκόμαστε η αγάπη μεγαλώνει.
Σ’ όλες τις δύσκολες στιγμές που η ζωή μας βάνει
πάντα μονάχη έβρισκες υπήνεμο λιμάνι».
πυξίδα – μπούσουλας – φτερό και το μακρύ το κιάλι
κουμπάσο, διπαράλληλος, το σφάλμα στον εξάντα
να μην ξεχάσω διόρθωση στο νου μου έχω πάντα».
Ο ποιητής Αντώνης Μικέλης αρωματίζει ποιητικά,την βιωμένη του παρουσία στα πράγματα. Η πελαγίσια μουσική κι ο έρωτας, τον κρατούν αγκρέμιστο κι αφουντάριστο στη λήθη της καθημερινότητας. Δεν θα μπορούσε, έτσι αποντάριστος από την κακοκαιρία της ζωής, να μη σκύψει ευλαβικά στο γυναικείο χάδι της γυναίκας που κράτησε το νοικοκυριό και την οικογένεια συμμαζεμένη και καλοπόρευτη στη ζωή. Γράφει (σελ. 65):
«Με περηφάνια περισσή κρατούσες το τιμόνι
κι όσο μακριά βρισκόμαστε η αγάπη μεγαλώνει.
Σ’ όλες τις δύσκολες στιγμές που η ζωή μας βάνει
πάντα μονάχη έβρισκες υπήνεμο λιμάνι».
Ο Αντώνης Μικέλης ματζακονίζει τη ζωή του καθημερινά και το ανυπόμονο φίλτρο της ποιητικής δημιουργίας θα τον ακολουθεί πάντα. Ο Αντώνης Μικέλης μπαρκάρει καθημερινά και το ταξίδι του είναι η μόνιμη πλέον φορεσιά των στίχων του. Όταν, βέβαια, φυλακίζεσαι ή φιλοξενείσαι για δεκαετίες στη σκουριά και στη λαμαρίνα του πλοίου, είναι φυσικό να σε ακολουθεί το στοιχείο ή το στοιχειό της θάλασσας και της μοναχικότητας και τότε γίνεσαι ένα ιδιότυπο πλεούμενο της ζωής, με στοιβαγμένες μέσα σου απηχήσεις ονείρων και οραμάτων. Έτσι που ο εκλεκτός Αντώνης Μικέλης να συνεχίζει να βλέπει ή να διαβλέπει τα πράγματα, άλλοτε μ’ ένα στεναγμό άλγους και παραπόνου και άλλοτε μ’ ένα καλοσυνάτο αλλά ποντοπόρο μειδίαμα υποδοχής, καρτερίας και σιωπής, αρμενίζοντας ακόμα στις αβούλιαχτες εγκολπώσεις που χαρίζει ο ωκεανός της ζωής και τα μήκη των οριζόντων. Παραμένει πιστός στη ρίμα, στον ήχο της θάλασσας, στα ξάρτια και στις αντένες των κοινωνικών πραγμάτων, φλερτάροντας το αύριο, όχι ως απόμαχος των λιμανιών, αλλά ως βάρδος της ποίησης και της ψυχής, στη μεγάλη κουπαστή της ζωής, των ονείρων, της συνέχειας και της ευπροσήγορης συμμετοχής του στα δρώμενα.
Από καρδιάς Αντώνη, σου ευχόμαστε υγεία, αισιοδοξία, δημιουργία και ενάλιο κουπί ποίησης στη ζωή και στα λογοτεχνικά μας.
Σας ευχαριστώ που με ακούσατε !!
---Κώστας Καρούσος πρόεδρος Ετ.Ε.Λ. Δοκ/φος-κριτ.λογ.εικαστικός--Αίτιον – Ακρόπολη--22/12/2018
Από καρδιάς Αντώνη, σου ευχόμαστε υγεία, αισιοδοξία, δημιουργία και ενάλιο κουπί ποίησης στη ζωή και στα λογοτεχνικά μας.
Σας ευχαριστώ που με ακούσατε !!
---Κώστας Καρούσος πρόεδρος Ετ.Ε.Λ. Δοκ/φος-κριτ.λογ.εικαστικός--Αίτιον – Ακρόπολη--22/12/2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου