Suspiria
(“Suspiria”, Λούκα Γκουαντανίνο, 2ω32λ)
Καστ: Ντακότα Τζόνσον, Τίλντα Σουίντον, Κλόε Μόρετζ, Μία Γκοθ, Τζέσικα Χάρπερ
Η προηγούμενη ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο: To “Να Με Φωνάζεις Με τ’Όνομά Σου”, μια από τις ωραιότερες ταινίες της περσινής χρονιάς για την οποία μας είχε μιλήσει κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
H καινούρια: Ριμέικ του κλασικού αριστουργήματος τρόμου του Ντάριο Αρτζέντο από το 1977,μια από τις καλύτερες Χριστουγεννιάτικες ταινίες όλων των εποχών. Η Σούζι Μπάνιον (Ντακότα Τζόνσον) είναι αμερικανίδα χορεύτρια που γίνεται μέλος της σχολής χορού Μάρκος στο Βερολίνο των ‘70s. Η διευθύντρια, Μαντάμ Μπλανκ (Τίλντα Σουίντον) ενθουσιάζεται με τη Σούζι την ώρα που ο 80χρονος Γιόζεφ Κλέμπερερ (και πάλι η Τίλντα Σουίντον, υπό το ψευδώνυμο Λουτζ Έμπερσντορφ) προσπαθεί να ανακαλύψει τη σύνδεση της σχολής με εμφάνιση μεταφυσικών στοιχείων. O Γκουαντανίνο προτιμά για την ταινία του όρους όπως το cover, επανεκτέλεση δηλαδή, αντί για ριμέικ.
Και πώς είναι: Ακόμα πιο δόκιμος όρος αντί για ριμέικ, θα ήταν η φιλμική ανάλυση πάνω στο πρωτότυπο φιλμ, γιατί κάπως έτσι μοιάζει να έχει σχηματιστεί στο μυαλό του Γκουαντανίνο. Ο Ιταλός είναι μέγας σινεφίλ και γνώστης, βλέπει σινεμά περισσότερο (και με τολμώ να πω πιο ενδιαφέροντα τρόπο) από ό,τι φτιάχνει, είναι κριτικός στην καρδιά. Ως εκ τούτου έχει πολύ παγιωμένη αισθητική για το σινεμά εξ ου και το πείσμα του να αφοσιώνεται στην ενέργεια της κίνησης, είτε γυρίζει μια τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης είτε ένα γκροτέσκο έργο αίματος, χορού και αφύπνισης. Η ταινία του διατηρεί κάθε ένα από τα δομικά στοιχεία του πρωτότυπου, την εποχή, την αισθητική, τους χαρακτήρες και την πλοκή, αλλά τα τοποθετεί σε ένα όχι ακριβώς διαφορετικό, αλλά πιο πλούσιο context, οδηγώντας την ιστορία αλλού. Είναι κάτι μεταξύ φιλμικής ανάλυσης του πρωτότυπου και δοκιμιακού τύπου προσέγγιση πάνω στις θεματικές που εντοπίζονται (ή ενδεχομένως κατά τον Γκουαντανίνο θα άξιζε να εντοπιστούν) σε αυτό.
Αν αυτό ακούγεται βαρετό τότε οφείλω με πόνο να αναφέρω πως σε μεγάλο βαθμό η ταινία είναι πράγματι βαρετή, λιγοστά διασκεδαστική και καθόλου τρόμου. Είναι πιθανώς και λιγότερο έξυπνη από ό,τι πιστεύει, εισάγοντας παράλληλες θεματικές για τη δράση του Κόκκινου Στρατού, την Παλαιστίνη και τη μνήμη του Ολοκαυτώματος δίπλα στο βίαιο χορό των γυναικών της σχολής μαγισσών. Μια τρικυμία. Είναι άτσαλο και συγχυσμένο όμως μέσα από όλα τα προβληματικά του στοιχεία νιώθω πως έχει κάτι ενδιαφέρον να πει (έστω να θίξει) πάνω στο πρωτότυπο φιλμ, την εποχή του, και την αναγκαιότητα του κοινωνικού πλαισίου, πάνω στη βιαιότητα της γυναικείας εμπειρίας -δίχως να διαθέτει τίποτα το ασφαλές στην κατασκευή του, το οποίο εκτιμώ- με τον τεράστιο βέβαια αστερίσκο πως όλο αυτό έχει γραφτεί και σκηνοθετηθεί από άντρες, και στη σύνδεση της βίας με το χορό, ο οποίος εδώ δεν έχει τίποτα το αιθέριο ή το απαλό.
Στο κείμενο για το “Να Με Φωνάζεις Με τ’Όνομά Σου” γράφαμε για το πώς ο Guadagnino αντιλαμβάνεται το σινεμά ως την αισθητική των κινήσεων κι αυτό παραμένει όχι απλά αληθές αλλά και κεντρικό εδώ. Γκροτέσκος χορός, αίμα, μυστικισμός και βία γίνονται ένα κάτω από τις μελαγχολικές ιαχές τρόμου της πρωτότυπης μουσικής του Τομ Γιορκ των Radiohead και στο τέλος (σε μια κάπως αξέχαστης εκρηκτικότητας κορύφωση) ξύνουμε τα κεφάλια μας- ή σιγουρευόμαστε ότι είναι ακόμα στη θέση τους. Το πόσο ανοιχτή είναι η κατασκευή αυτής της ταινίας το καταλαβαίνουμε επειδή για μέρες μετά μπορεί να μην είμαστε σίγουροι αν μας άρεσε ή όχι. Ο Γκουαντανίνο μάλλον μας έχει αρχίσει στο δούλεμα.
Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Η πρώτη σκηνή χορού, όπου οι κινήσεις της χορεύτριας συνδέονται με μια οριακά καρτουνίστικη, οριακά φρικώδη σκηνή βίας σε ένα άλλο δωμάτιο. Αναδιπλωθήκαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου