(Photo: www.avgi.gr)
Αθήνα,
14/11/2018
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Εκκινεί σήμερα, με πρωτοβουλία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ,
η κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος. Είναι
διαδικασία κορυφαία ανεξαρτήτως της εκάστοτε συγκυρίας, στην οποία λαμβάνει
χώρα, καθώς η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί -θα έλεγα- την αναθεώρηση των
ίδιων των κανόνων της πολιτικής αντιπαράθεσης, του ίδιου του πλαισίου εντός του
οποίου κινείται η πολιτική. Γι’ αυτό και το Σύνταγμα -και όχι άδικα- έχει
χαρακτηριστεί και ως το «δίκαιο της πολιτικής».
Σήμερα, όμως, αυτή η διαδικασία παίρνει ακόμα ευρύτερο περιεχόμενο και
αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, διότι έρχεται σε μια μεταβατική στιγμή για τη
χώρα, για την κοινωνία και για την οικονομία, τη στιγμή, δηλαδή, που κάνουμε τα
πρώτα μας βήματα μετά την ολοκλήρωση μιας πολυετούς περιόδου, της μνημονιακής
περιόδου, μιας δύσκολης και σκληρής περιόδου για τη χώρα, μιας περιόδου που έληξε,
όμως, με την καθαρή έξοδο από το τελευταίο πρόγραμμα προσαρμογής τον περασμένο
Αύγουστο.
Και εδώ δεν έχουμε να κάνουμε -θα έλεγα- απλώς με μία χρονική σύμπτωση
δύο ανεξάρτητων μεταξύ τους καταστάσεων. Το αντίθετο. Η ολοκλήρωση της
μνημονιακής περιόδου και η εκκίνηση της συνταγματικής αναθεώρησης αμέσως μετά,
συμπίπτουν χρονικά από επιλογή. Διότι σήμερα πλέον εκτός από την υποχρέωση,
έχουμε και τη δυνατότητα -θα έλεγα- να σκεφθούμε πάνω στην εμπειρία αυτών των
χρόνων που πέρασαν, να σκεφθούμε πάνω στην εμπειρία της χρεοκοπίας, στην
εμπειρία της κρίσης συνολικά, αλλά και στην εμπειρία που αποκομίσαμε από τη
διαχείριση αυτής της κρίσης, να στοχαστούμε πάνω στις θεσμικές αιτίες τους
-γιατί, βεβαίως, υπάρχουν και άλλες, μη θεσμικές- να αντλήσουμε από την εμπειρία
μας αυτή και να εξάγουμε αναγκαία διδάγματα.
Διότι αν η κρίση ήταν πράγματι μια συντριπτική εμπειρία για τη μεγάλη
πλειονότητα του ελληνικού λαού που σήκωσε δυσανάλογα βάρη, μας έκανε -θα έλεγα-
ταυτόχρονα σοφότερους για πάρα πολλά. Μας οδήγησε στο να κοιτάξουμε κατάματα το
δημοκρατικό έλλειμμα του πολιτικού μας συστήματος, τις θεσμικές, αλλά και τις
διοικητικές μας ανεπάρκειες, αλλά και να κατανοήσουμε τους τρόπους οργάνωσης
και αυτοπροστασίας των οικονομικών και πολιτικών ελίτ, που σε μεγάλο βαθμό
σχετίζονται και με το Σύνταγμα.
Και ακριβώς επειδή η κρίση λειτούργησε αφυπνιστικά, έφερε στο
προσκήνιο, με ένταση, λαϊκά αιτήματα για περισσότερη Δημοκρατία, περισσότερη
ισότητα, περισσότερη κοινωνική προστασία, αλλά και το αίτημα για τη ριζική
μεταρρύθμιση του ελληνικού κράτους, ενός κράτους του οποίου η οργανωτική
δυσμορφία δεν ήταν αποτέλεσμα της δήθεν ανεπάρκειας των κυβερνήσεων της
Μεταπολίτευσης, διότι σε άλλα ήταν εξαιρετικά επαρκείς αυτές οι κυβερνήσεις.
Ούτε, φυσικά, έχει να κάνει με τη δήθεν αποτυχία της Μεταπολίτευσης, όπως μας
έλεγαν και όπως μας λένε ακόμα κάποιοι εκπρόσωποι του παλιού πολιτικού
συστήματος που οδήγησε τη χώρα στην κρίση, που όταν μιλούν για τους άλλους,
τους διεφθαρμένους, τους φοροφυγάδες, το πελατειακό σύστημα στη χώρα, στην
πραγματικότητα μιλούν για τις δικές τους ευθύνες, ενδεχομένως για τους εαυτούς
τους.
Δεν ήταν, λοιπόν, ανεπάρκεια αυτή η κατάσταση. Ήταν πολιτική επιλογή,
καθώς το οργανωτικό και διοικητικό χάος αποτέλεσε από μόνο του, θα έλεγα, μια
τεχνολογία εξουσίας. Ήταν η προϋπόθεση για την αναπαραγωγή σχέσεων εξάρτησης
των πολιτών από το πολιτικό σύστημα, για τη δημιουργία, τη συντήρηση και τη
συγκάλυψη εστιών διαφθοράς από τη βάση μέχρι τις κορυφές του διοικητικού
μηχανισμού, αλλά, θα έλεγα και προϋπόθεση για την ανοχή στη γενικευμένη
φοροδιαφυγή, που λειτούργησε ως καταλύτης για την ηγεμονία του
νεοφιλελευθερισμού, την αποδοχή του, δηλαδή, από ευρύτερα λαϊκά στρώματα και
κυρίως από τα μεσαία στρώματα.
Έχω, λοιπόν, την πεποίθηση ότι μια από τις θετικές παρακαταθήκες της
κρίσης ήταν η ευαισθητοποίηση των πολιτών όχι μόνον εναντίον των πολιτικών της
λιτότητας, αλλά και εναντίον ενός πολιτικού συστήματος που περιορίζει τη
συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων, που υποτιμά εν τέλει τον ρόλο και
τη νοημοσύνη τους και εγκαθιδρύει ένα καθεστώς αδιαφάνειας σε κρίσιμες
επιλογές. Αυτό ήταν άλλωστε και το αίτημα για περισσότερη και ουσιαστικότερη
δημοκρατία και για μεταρρύθμιση του κράτους, που αναδείχθηκε τα πρώτα χρόνια
της κρίσης από το λεγόμενο «κίνημα των πλατειών». Εγώ θα έλεγα ειδικότερα της
κάτω πλατείας, εκείνης όπου είχε λιγότερα συνθήματα και περισσότερες προτάσεις
και περισσότερο αναστοχασμό.
Εμείς, λοιπόν, με την πρόταση που καταθέτουμε σήμερα στο Ελληνικό
Κοινοβούλιο για τη συνταγματική μεταρρύθμιση, ερχόμαστε να επιχειρήσουμε να
κατανοήσουμε και να αφουγκραστούμε αυτήν τη λαϊκή απαίτηση και τη λαϊκή
προσδοκία για μεταρρύθμιση του κράτους.
Την ίδια στιγμή, όμως, η πρότασή μας επιχειρεί να απαντήσει και στις
μεγάλες προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη κάθε οργανωμένη κοινωνία
στην αυγή του 21ου αιώνα.
Όπως έχω πει αρκετές φορές, η πρότασή μας για τη συνταγματική
αναθεώρηση δεν είναι μια πρόταση που κοιτάει προς τα μέσα. Ταυτόχρονα, λαμβάνει
υπ’όψιν τους μετασχηματισμούς του κράτους και των θεσμών, αλλά και την ανάδυση
πολλαπλών εθνικών, υπερεθνικών, δημόσιων και ιδιωτικών κέντρων εξουσίας, που
δυστυχώς δεν ελέγχονται πλέον αυτά τα κέντρα εξουσίας από τον λαό, αλλά
αντίθετα επιβάλλουν πολιτικές και οικονομικές επιλογές, ασκώντας την πειθαρχική
τους λειτουργία πάνω στον λαό και στους εκλεγμένους αντιπροσώπους του.
Επιβάλλουν επιλογές επειδή υποτίθεται πως κατέχουν τη γνώση, μια γνώση
ουδέτερη και αντικειμενική, μια γνώση που τη στερείται το πολιτικό σύστημα, οι
αντιπρόσωποι του λαού ή ο ίδιος ο λαός, μια γνώση, λοιπόν, που είναι στην
πραγματικότητα από μόνη της μια εξουσία, όπως συνήθιζε να λέει ο Νίκος
Πουλαντζάς, μια εξουσία στην οποία ο λαός πρέπει να πειθαρχήσει.
Μέσα, λοιπόν, σε αυτήν την παγκόσμια μεταδημοκρατική συνθήκη και
λαμβάνοντας υπ’όψιν τις εθνικές ιδιομορφίες και τα αποτελέσματα της κρίσης,
είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε.
Καταθέτουμε, λοιπόν, μία πρόταση αναθεώρησης που έχει ως κύριο σκοπό
της την ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού, την εμβάθυνση της Δημοκρατίας και της
λαϊκής συμμετοχής, την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, την κατάργηση των
προνομιακών θεσμών υπέρ της πολιτικής ελίτ, ας μου επιτραπεί ο όρος.
Καταθέτουμε, όμως, και μία πρόταση που αποφεύγει τον συνταγματικό
μαξιμαλισμό και τον βολονταρισμό, διότι ξέρουμε -το έχουμε μάθει πλέον αυτό-
ότι δεν εξαρτώνται όλα από το Σύνταγμα.
Αυτό που μπορεί να κάνει το Σύνταγμα είναι να θέσει τους όρους και τα όρια, να
καθορίσει τις μορφές της πολιτικής σύγκρουσης και όχι να προκαταβάλει ή να
προεξοφλήσει το αποτέλεσμα της πολιτικής σύγκρουσης.
Και ακριβώς επειδή αυτό το γνωρίζουμε, δεν έχουμε καμία φιλοδοξία να
θέλουμε να δημιουργήσουμε το τέλειο Σύνταγμα, απλούστατα γιατί δεν μπορούμε να
δημιουργήσουμε το τέλειο Σύνταγμα, γιατί δεν υπάρχει τέλειο Σύνταγμα. Διότι
πάντοτε το ερώτημα που θα προβάλλει αμείλικτο είναι, τέλειο για ποιον;
Επομένως, αυτό που επιχειρούμε δεν είναι να επιβάλλουμε τις δικές μας
απόψεις και προτάσεις, τις καταθέτουμε με στόχο να αναζητήσουμε συναινέσεις,
συναινέσεις σε θέσεις και προτάσεις που θεωρούμε αναγκαίες για τους σκοπούς που
θέλουμε να υπηρετήσουμε.
Εκτιμώ πως αυτοί οι σκοποί δεν είναι μόνο ή αποκλειστικά δικοί μας,
δηλαδή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ που καταθέτει αυτή την πρόταση.
Εκτιμώ ότι υπάρχουν αρκετοί και αρκετές σε αυτό το Κοινοβούλιο που μοιράζονται
αυτούς τους σκοπούς, ενδεχομένως από άλλη ιδεολογική ή πολιτική αφετηρία.
Εκτιμώ ότι είναι αρκετοί εκείνοι που συμφωνούν στην ανάγκη μιας νέας
αρχιτεκτονικής του πολιτεύματος που σήμερα προτείνουμε, στην ανάγκη για την
ενίσχυση για παράδειγμα της πολιτικής σταθερότητας, την ενίσχυση του
Κοινοβουλίου αλλά και των κυβερνήσεων με την εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας,
αλλά και τον ταυτόχρονο εσωτερικό εξισορροπητικό μηχανισμό του αναλογικού
εκλογικού συστήματος, όπως και στην ανάγκη να αποσυνδεθεί η διαδικασία της
εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την πρόωρη διάλυση της Βουλής. Και
φυσικά συμφωνούν με την προσπάθεια να δημιουργήσουμε θεσμικούς όρους και
προϋποθέσεις που θα εξαντλούν κάθε φορά τα περιθώρια αυτής της συναίνεσης.
Και αυτό νομίζω ότι επιτυγχάνεται με την πρόταση που καταθέτουμε, την
πρόταση των διαδοχικών ψηφοφοριών, διότι εδώ οποιαδήποτε άλλη λύση -μετά από
δύο ή τρεις αποτυχημένες προσπάθειες για την εκλογή του Προέδρου της
Δημοκρατίας το να πηγαίνουμε απευθείας στο λαό, πρόταση την οποία είχαμε
καταθέσει και εμείς αρχικά- ενέχει την πιθανότητα ενός κινδύνου.
Ο κίνδυνος είναι να έχουμε έναν δυϊσμό στην κορυφή της εκτελεστικής
εξουσίας διότι, όταν ο συνταγματικός νομοθέτης προβλέπει ότι αμέσως μετά από
δύο τρεις άκαρπες διαδοχικές ψηφοφορίες, θα έρχεται η κρίση του λαού, ποτέ το
εκάστοτε πολιτικό σύστημα -ανεξαρτήτως των κοινοβουλευτικών ισορροπιών- δεν θα
συναινέσει στην εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Βουλή, αλλά θα δίνει
την προοπτική άμεσης εκλογής από τον λαό.
Η προοπτική της άμεσης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον
λαό δίνει -προφανώς ανεξαρτήτως των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας-
μια ιδιαίτερη ισχύ στον εκλεγμένο απευθείας από τον λαό Πρόεδρο της
Δημοκρατίας. Το ερώτημά μας είναι το εξής: Επιθυμούμε αυτό τον δυϊσμό; Η δική
μας σκέψη και η δική μας πρόταση δεν είναι αυτή, δεν είναι να δημιουργήσουμε
ένα διπολικό σύστημα.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι να υιοθετήσουμε την άποψη ότι δεν πρέπει να
έχουμε ούτε στο τέλος της διαδικασίας την ύστατη εκδοχή της καταφυγής στη λαϊκή
κρίση και να δώσουμε τη δυνατότητα εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, μετά
από τρεις διαδοχικές αστοχίες, τρεις διαδοχικές ψηφοφορίες που δεν θα
καταλήξουν, στους εκατόν πενήντα ένα.
Εδώ έχουμε τον κίνδυνο να δημιουργηθεί το αντικίνητρο συναίνεσης,
δηλαδή το αντικίνητρο να δημιουργηθεί συναίνεση για το πρόσωπο εκείνο που εκ
του Συντάγματος πρέπει να είναι ο εκφραστής της ενότητας του πολιτεύματος και
άρα να δώσουμε τη δυνατότητα στην απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία των εκατόν
πενήντα ένα να εκλέγει Πρόεδρο της Δημοκρατίας και μάλιστα χωρίς τη μεσολάβηση
εκλογών.
Νομίζω, λοιπόν, ότι η πρόταση που, μετά από πολλή βάσανο, καταθέτουμε
αντιμετωπίζει στο μέτρο του δυνατού και τους δύο αυτούς κινδύνους που
προανέφερα.
Επίσης, για να περάσω σε ένα άλλο θέμα, συναίνεση θεωρώ ότι μπορούμε
να πετύχουμε όχι μόνο στην αποσύνδεση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από
τη διάλυση της Βουλής, αλλά μπορούμε να πετύχουμε και ως προς την ανάγκη να
ενισχύσουμε την άμεση συμμετοχή του λαού στη λήψη των αποφάσεων, όχι επειδή ο
λαός έχει πάντα δίκιο, αλλά επειδή ο λαός είναι η πηγή κάθε εξουσίας, εκτός αν
αυτό για κάποιους είναι απλώς μια απολιθωμένη συνταγματική διακήρυξη και όχι
μια ζωντανή και ενεργή αρχή. Για μας είναι μια ζωντανή και ενεργή αρχή. Θα
έπρεπε για όλους μας να είναι.
Γνωρίζω πολύ καλά ότι υπάρχουν αρκετοί σε αυτή την Αίθουσα -για να το
πω λίγο κομψά- που δεν εμπιστεύονται και τόσο πολύ τη λαϊκή κρίση, που
ενδεχομένως θεωρούν κάποιες φορές ότι η λαϊκή πλειοψηφία είναι αδαής ή που
έχουν την άποψη, για να είμαι πιο ευγενικός, ότι ο λαός παρασύρεται εύκολα, ότι
κάνει λάθη. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτές είναι απόψεις ενός άλλου
συστήματος, όχι της δημοκρατίας, της αριστοκρατίας.
Εγώ θα αρκεστώ στο να παραφράσω μια γνωστή φράση μιας μεγάλης
προσωπικότητας, μιας επαναστάτριας στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, της Ρόζας
Λούξεμπουργκ. Θα την παραφράσω, όμως, γιατί αυτή το έλεγε για την Κεντρική
Επιτροπή και θα πω το εξής: «Προτιμώ τα λάθη του λαού, παρά το αλάθητο των
εκπροσώπων του».
Ας αναλογιστούμε σε ποια λογική οδηγούμαστε, εάν θεωρούμε ότι ακριβώς
επειδή ο λαός κάνει λάθη, πρέπει να περιορίσουμε την εξουσία σε αυτούς οι
οποίοι ξέρουν να μην κάνουν λάθη. Πρέπει, λοιπόν, να μάθουμε να εμπιστευόμαστε
τον λαό, όπως πρέπει να μάθουμε να εμπιστευόμαστε και τη δημοκρατία, γιατί
είναι το ίδιο ακριβώς.
Γι’ αυτό και σας καλώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να στηρίξετε
αυτές τις προτάσεις που αφορούν τα δημοψηφίσματα με λαϊκή πρωτοβουλία, που
αφορούν το υποχρεωτικό δημοψήφισμα σε περίπτωση που έχουμε μια διεθνή συμφωνία
που παραχωρεί κυριαρχικές αρμοδιότητες του κράτους σε διεθνείς οργανισμούς,
αλλά και την πρόταση για τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία.
Το ίδιο θα σας καλέσω να κάνετε και με τις προτάσεις εκείνες που
επιχειρούν να βάλουν ένα τέλος στη σημερινή συνταγματική λογική, ότι το
πολιτικό μας προσωπικό αποτελείται μια κάστα που χρήζει ειδικής μεταχείρισης
και δικαιούται ειδικά προνόμια.
Το ίδιο σάς καλώ να κάνετε και με τις προτάσεις εκείνες που θέλουν να
καταργήσουν τους θεσμούς που συγκροτούν τη βάση και οργανώνουν το πελατειακό
κράτος, γιατί στη δημοκρατία μας δεν μπορούμε να ανεχόμαστε την ύπαρξη πολιτών
διαφορετικών ταχυτήτων, την ύπαρξη πολιτών πρώτης και δεύτερης κατηγορίας.
Νομίζω, λοιπόν, ότι έχει έρθει πλέον η ώρα -και θέλω να πιστεύω ότι
αυτό αποτελεί κοινό τόπο για τη μεγάλη πλειοψηφία της Βουλής- σήμερα να
προχωρήσουμε με θάρρος στην τροποποίηση των διατάξεων που αφορούν την ευθύνη
των Υπουργών, ώστε να καταργηθεί η σύντομη παραγραφή για τα αδικήματα που
τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και με τον τρόπο αυτόν να
εξισωθεί η ποινική μεταχείριση στο μέτρο που πρέπει, με την ποινική
μεταχείρισης που αφορά όλους τους υπόλοιπους πολίτες.
Επίσης, πιστεύω ότι είναι η ώρα και για την τροποποίηση των διατάξεων
που αφορούν τη βουλευτική ασυλία, ώστε αυτή να καλύπτει επίσης αποκλειστικά τα
αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων των Βουλευτών. Ακόμα ένα
βήμα παραπάνω, πιστεύω ότι είναι ώριμο -και η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία το
βλέπει απολύτως θετικά- να προχωρήσουμε στη θέσπιση ορίου θητειών για τη
συνεχόμενη εκλογή για τους Βουλευτές, ώστε να σταματήσει πλέον η πλειοψηφία της
ελληνικής κοινωνίας να θεωρεί ότι ο Βουλευτής είναι επάγγελμα, διότι δεν πρέπει
να είναι επάγγελμα, πρέπει να είναι λειτούργημα, δίπλα στον λαό, για τον λαό,
για να εκπροσωπεί τον λαό.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Επιτρέψτε μου, όμως, να περάσω σε ένα θέμα που δεν σχετίζεται με το
πολίτευμα και την αρχιτεκτονική του, δεν σχετίζεται με την κρίση και τη
χρεοκοπία, αλλά αφορά την ίδια την καταγωγή και τους ιστορικούς όρους
διαμόρφωσης του ελληνικού κράτους και αναφέρομαι στις σχέσεις κράτους και
Εκκλησίας. Νομίζω ότι σήμερα η πολιτεία, η Εκκλησία, το Κοινοβούλιο, οι πολίτες
αλλά και οι πιστοί, που είναι η συντριπτική πλειοψηφία, έχουν πλέον κατανοήσει
ότι πρέπει να γίνουν βήματα για τον εξορθολογισμό των σχέσεων αυτών και ότι
πρέπει ταυτόχρονα να επιχειρήσουμε να λύσουμε ιστορικές εκκρεμότητες. Πρέπει να
διαμορφώσουμε με την αναγκαία ευαισθησία και τον απαιτούμενο σεβασμό όρους και
προϋποθέσεις για να διακριθούν οι ρόλοι από τη μια μεριά του κράτους και από
την άλλη της Εκκλησίας, διότι έτσι μόνο μπορούμε να δημιουργήσουμε και τις
κατάλληλες συνθήκες για μια επωφελή συνεργασία εκεί που αρμόζει, να αφήσουμε
στην άκρη παλιές διενέξεις και συγκρούσεις, να αφήσουμε στο παρελθόν τις
μονομερείς ενέργειες και να προχωρήσουμε με αμοιβαία κατανόηση.
Έχω την εκτίμηση ότι και σε αυτό το σημείο μπορούν να διαμορφωθούν
ευρείες συναινέσεις εντός και εκτός του Κοινοβουλίου, ώστε να περάσουμε σε μια
νέα εποχή. Διότι ούτε η Εκκλησία ούτε η πολιτεία επιθυμούν, θέλουν τον
εναγκαλισμό τους εντός ενός θεσμικού πλαισίου που δημιουργεί σύγχυση για τα
όρια και για τους ρόλους τους. Έχει έρθει, λοιπόν, ο καιρός ώστε να κατοχυρωθεί
ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους, γιατί το
κράτος δεν θρησκεύει, αλλά αποτελεί τον εγγυητή της θρησκευτικής ελευθερίας για
όλους τους πολίτες του, μιας αναφαίρετης και μη αναθεωρήσιμης ελευθερίας που
παρέχει το Σύνταγμά μας σε κάθε πολίτη. Και αυτή η ρητή κατοχύρωση φρονώ ότι
δεν θα βρει αντίθετη την Εκκλησία, που και εκείνη θέλει ένα σαφές περίγραμμα
των σχέσεων της με το κράτος. Και έχει μόνο οφέλη από αυτό. Και πιστεύω
ταυτόχρονα ότι θα είναι και ένα σημαντικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό και τη
φιλελευθεροποίηση του Συντάγματός μας, ένα σημαντικό βήμα για τον εξορθολογισμό
των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους, που βεβαίως -θα συμφωνήσω με πολλούς από
εσάς που το έχουν πει δημόσια- δεν είναι ένα αποκλειστικά συνταγματικό θέμα,
αλλά αφορά ένα δαιδαλώδες νομοθετικό και κανονιστικό πλέγμα, το οποίο βεβαίως
δεν αλλάζει από τη μια ημέρα στην άλλη. Αντίθετα, για να εκσυγχρονιστεί, για να
αλλάξει, προϋποθέτει διάλογο με σεβασμό και με ειλικρίνεια, προϋποθέτει καλή
θέληση και μακρόχρονη κοινή εργασία.
Αποδείχθηκε νομίζω με την πρόσφατη δημοσιοποίηση του πλαισίου, της
πρότασης Συμφωνίας που καταθέσαμε με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, ότι όταν αυτές
οι προϋποθέσεις καλύπτονται, μπορούν να βρεθούν λύσεις ακόμη και στα πιο
δυσεπίλυτα προβλήματα, λύσεις ταυτόχρονα συμβιβαστικές, αλλά και προωθητικές.
Θέλω να κλείσω, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, την παρέμβασή μου αυτή με
το τελευταίο μεγάλο θέμα που αγγίζει η πρότασή μας για την αναθεώρηση του
Συντάγματος, το θέμα της κοινωνικής προστασίας, της ενίσχυσης των κοινωνικών
δικαιωμάτων, της αναγκαίας κοινωνικής παρέμβασης που επερωτά τα θέσφατα του
νεοφιλελευθερισμού, που αμφισβητεί την κυρίαρχη θέση των νεοφιλελεύθερων -και
βεβαίως υπάρχουν και σε αυτή την Αίθουσα αρκετοί τέτοιοι- ότι η προϋπόθεση για
την ανάπτυξη είναι η συντριβή της εργασίας του κοινωνικού κράτους, διότι στην
πραγματικότητα εμείς πιστεύουμε ότι το αντίθετο ισχύει.
Δεν υπάρχει ανάπτυξη για την κοινωνική πλειοψηφία δίχως προστασία της
εργασίας, δίχως θωράκιση του κοινωνικού κράτους. Και είναι ακριβώς γι’ αυτόν
τον λόγο που, λαμβάνοντας υπόψη και την τραγική εμπειρία της κρίσης, αλλά και
της διαχείρισής της, οφείλουμε να κινηθούμε στην κατεύθυνση της στήριξης, της
διεύρυνσης και της εμβάθυνσης των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο και ακολουθώντας αυτήν την λογική,
καταθέτουμε σήμερα τις προτάσεις μας για την προστασία του νερού και της
ηλεκτρικής ενέργειας από την επέλαση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, για να
κατοχυρώσουμε εμφατικά την προστασία της εργασίας και των εργαζόμενων, για να
αναγνωρίσουμε την αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων να ορίζουν
τον κατώτατο μισθό, για να ενισχύσουμε τις κρατικές εγγυήσεις, ώστε να υπάρχει
παροχή υπηρεσιών υγείας σε όλους.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Έχουμε κατά την άποψη μου -και θέλω να κλείσω με αυτήν την αναφορά-
ήδη χάσει πολύ χρόνο, πολύτιμο χρόνο. Οι δύο τελευταίες συνταγματικές
αναθεωρήσεις, το 2001 και το 2008, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν αναθεωρήσεις
που έχασαν τον στόχο τους και απέτυχαν. Ξεκίνησαν φιλόδοξα προσπαθώντας να
αλλάξουν τα πάντα στο Σύνταγμα και τελικά δεν άλλαξαν τίποτα ή άλλαξαν πάρα
πολύ λίγα.
Τα θεμέλια του πελατειακού κράτους πάντως παρέμειναν στη θέση τους. Ο
κοινοβουλευτισμός παρέμεινε αδύναμος και απροστάτευτος και το πληρώσαμε τραγικά
αυτό, όταν ήρθε επελαύνουσα η κρίση και τα μνημόνια και αναδείχθηκαν νέα κέντρα
εξουσίας, έξω από αυτήν εδώ την Αίθουσα. Ο λαός παρέμεινε ξεκομμένος από το
πολιτικό σύστημα και έχασε την εμπιστοσύνη του ακόμα περισσότερο στο κράτος και
τους θεσμούς. Η πολιτική απαξιώθηκε. Το κοινωνικό κράτος συγκλονίστηκε από τη
χρεωκοπία. Εγκαθιδρύθηκε αυτό που εμείς ονομάζουμε «συνταγματική συνθήκη της
ατιμωρησίας και της συγκάλυψης», με το άρθρο 86, το οποίο αποτελεί ντροπή για
το πολιτικό σύστημα.
Για όλα αυτά βεβαίως υπάρχουν αναμφίβολα πολιτικές ευθύνες. Ευθύνες
που έχουν αναζητηθεί και συνεχίζουν να αναζητούνται, ευθύνες που έχουν
καταλογιστεί και θα συνεχίσουν να καταλογίζονται. Σήμερα, όμως, δεν είναι η ώρα
των ευθυνών. Είναι ώρα το Ελληνικό Κοινοβούλιο να πάρει ρηξικέλευθες
πρωτοβουλίες, να υπερβεί μικροπολιτικές σκοπιμότητες και τακτικισμούς, για να
δώσει απαντήσεις που δεν αφορούν στο σήμερα, αλλά στο αύριο. Να αρθεί στο ύψος
των προσδοκιών και των απαιτήσεων των πολιτών και να αναζητήσει συναινέσεις
εκεί όπου αυτές είναι εφικτό να αναζητηθούν.
Γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι δεν θα είναι εύκολο να πράξουν έτσι για
αρκετούς λόγους, δεν θα είναι εύκολο να λειτουργήσουν έτσι αρκετοί και αρκετές
σε αυτήν την αίθουσα. Διότι, παρά τις απόψεις τους, πολλοί είτε θα
χειραγωγηθούν από ηγεσίες που μοναδική τους σκοπιμότητα είναι το όψιμο πολιτικό
όφελος είτε θα καθοδηγηθούν από πολιτικές εμπάθειες της τρέχουσας συγκυρίας.
Έτσι όμως κινδυνεύουμε να χάσουμε άλλα δέκα χρόνια. Και νομίζω ότι αυτό είναι
αυτοκαταστροφικό για το πολιτικό σύστημα και για την ίδια τη δημοκρατία.
Καλώ λοιπόν τις ηγεσίες όλων των πολιτικών κομμάτων να το ξανασκεφτούν
και να μην θέσουν στη διαδικασία αυτή, που ξεκινάει από σήμερα, ζήτημα
κομματικής πειθαρχίας. Να αφήσουν τους Βουλευτές να εκφράσουν ελεύθερα τις
απόψεις και τις προτάσεις τους και να ψηφίσουν ελεύθερα.
Είμαι βέβαιος ότι αν αυτό συμβεί, η μεγάλη πλειοψηφία των Βουλευτών θα
λειτουργήσει με αίσθημα πολιτικής και κοινωνικής ευθύνης. Θα λειτουργήσει με
στόχο να υπάρξει συναίνεση εκεί όπου μπορούμε, θα διαφωνήσει εκεί που θα
διαφωνήσει εποικοδομητικά και θα συμφωνήσει εκεί που πρέπει να συμφωνήσει
μεγαλόψυχα.
Αυτό σκοπεύει να κάνει σίγουρα ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτό φαντάζομαι ότι σκοπεύουν
να κάνουν και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Ελπίζω αυτό να αποφασίσουν και οι ηγεσίες
των άλλων κομμάτων.
Για εμάς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν υπάρχουν
προτάσεις-τελεσίγραφα, αλλά προτάσεις για συζήτηση, προτάσεις που επιδιώκουν
την αναζήτηση της συναίνεσης, γιατί αυτό επιτάσσει το Σύνταγμα, αυτό επιτάσσει
ο νομοθέτης που έχει ορίσει αυτήν τη διαδικασία, να μπορεί να αλλάξει το
Σύνταγμα μετά από δύο διαφορετικές περιόδους -τη μία με151, την άλλη με 180 ή
τη μία με 180, την άλλη με 151- και αυτό επιτάσσει στο τέλος της ημέρας και το
πολιτικό μας καθήκον, έτσι όπως εμείς το αντιλαμβανόμαστε. Και βεβαίως αυτό το
καθήκον αφορά και αυτές τις ίδιες τις αρχές της δημοκρατίας, του
κοινοβουλευτισμού, αρχές που υπηρετούμε και αρχές που επιδιώκουμε μ’ αυτήν τη
διαδικασία να ενισχύσουμε και να θωρακίσουμε.
[ΣΥΡΙΖΑ Βικτώρια]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου