Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2022

«Ο φορτηγατζής» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

 
Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού

Τις πιο σοφές κουβέντες τις έχω ακούσει από έναν φίλο φορτηγατζή. Και τις πιο απίθανες ιστορίες. Παράξενη φυλή οι φορτηγατζήδες. Ο φίλος μου όμως είναι ο πιο παράξενος της φυλής των φορτηγατζήδων. Είχε τελειώσει Γυμνάσιο και Λύκειο, γύρω στη δεκαετία του ’80. Ανυπόταχτος στο σχολειό, πάνω και πέρα από τα γράμματα που του μάθαιναν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές του. Τα μόνα βιβλία που διάβαζε ήταν τα ειδικά περιοδικά γι’ αυτοκίνητα, όλα τα ένθετα των εφημερίδων γι’ αυτοκίνητα. Ο μεγάλος καημός του όμως ήταν τ’ αγωνιστικά. Ήξερε τα ονόματα και τα μοντέλα τους καλύτερα κι απ’ τους σχεδιαστές. Παρακολουθούσε όλα τα καινούρια μοντέλα που κυκλοφορούσαν: Lotus 25, McLaren MP4/4, Williams FW14B, Renault RB9, Maserati, Lancia, Alfa Romeo… Όλα τα σιρκουί στις μεγάλες πίστες του κόσμου: Μόντσα, Μονακό, Σιλβερστόουν, Χοκενχάιμ, Ζιλ Βιλνέβ στο Μόντρεαλ του Καναδά, Σαν Πάολο Βραζιλίας… Ήξερε με λεπτομέρειες τη βιογραφία των μεγάλων πιλότων του βολάν. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά των αγωνιστικών αυτοκινήτων. Τα ισχυρά και τα αδύνατα σημεία τους. Τις μεγάλες τεχνικές τους βελτιώσεις – το πρώτο αυτοκίνητο που «ξάπλωσε» τον οδηγό κόκπιτ. Το πρώτο αγωνιστικό χωρίς σασί, η κατασκευή monocoque. Το μοντέλο που έφερε την εποχή της ενεργητικής ανάρτησης, το traction control. Έκανε κριτική των επιδόσεων αυτοκινήτων και οδηγών καλύτερα από τον εμπειρότερο sportscaster του μηχανοκίνητου αθλητισμού. Και φυσικά ζούσε για να γίνει μια μέρα ένας οδηγός της Formula 1. Ένας «βασιλιάς της ταχύτητας».

Μεγάλο ταλέντο ο φίλος μου. Το είχε νιώσει από τα γεννοφάσκια του. Αντί για κλάμα ακούστηκε κλάξον αυτοκινήτου. Στο παιδικό του ποδήλατο είχε προσαρμόσει τιμόνι αυτοκινήτου. Ήταν το πρώτο «υβριδικό» ποδήλατο. Στην ηλικία των πέντε χρόνων οδήγησε το πρώτο μηχανοκίνητο όχημα. Ένα θηρίο τρακτέρ. Στα δέκα του ήξερε να οδηγεί φορτηγό. Στα δώδεκα απόχτησε μοτοσικλέτα. Μια Gilera Runner, 125 κυβικών. Mε κείνη απογειώθηκε. Έτρεχε σαν τον άνεμο. Σε ευθείες, σε ανηφόρες, σε κατηφοριές επικίνδυνες, τα φτερά της μηχανής κόντευαν να ξεκολλήσουν από την αντίσταση του αέρα. Σε μοτοκρός. Ανέβαινε και κατέβαινε σκάλες, φοβερός αναβάτης αυτός και ατρόμητος. Έκανε τότε το δρομολόγιο Λευκάδα-Αθήνα σε 4 ώρες, όταν ο μέσος χρόνος ήταν 6-7 ώρες.

Στην Αθήνα από την Α’ τάξη Λυκείου συνδέθηκε με ανήσυχους «ομοϊδεάτες», μεγαλύτερους στην ηλικία, λάβαινε μέρος σε κόντρες με μηχανές ή αυτοκίνητα στη Συγγρού, στη Βουλιαγμένης, στη λεωφόρο Σουνίου. Καμιά δύναμη δεν τον συγκρατούσε. Κόχλαζε το αίμα του, άναβε σαν το μούγκρισμα μηχανής μεγάλου κυβισμού. Είχε παρακολουθήσει εκατοντάδες ώρες αγώνων. Έφτανε στην πίστα πριν από τους δημοσιογράφους, τους φωτορεπόρτερ, πριν από τους οδηγούς. Ένας αλυτάρχης, εξωθεσμικός αυτός, αλλά με μάτι περισσότερο ασκημένο στα μυστικά της πίστας, ήταν παρών όταν οι διαπιστευμένοι επόπτες παρέδιναν την πίστα στους πρωταγωνιστές. Ο ίδιος μαζί με τους δημοσιογράφους είχε καταφέρει να εξασφαλίσει ελεύθερη πρόσβαση σε όλους τους χώρους και στα πιτς. Και το πιο θαυμαστό: είχε καταφέρει να δημιουργήσει φανατικό fan club πριν ακόμα βγει επίσημα στα αγωνιστικά paddock. Του έλεγαν φίλοι και γνωστοί, που νόμιζαν πως ήξεραν από μέσα τα πράγματα για dirty tricks (βρόμικα παιχνίδια) και άλλα περίεργα στις μεγάλες πίστες του γκραν πρι, όπως άλλωστε παντού, όπου ποντάρουν σε μεγάλα κέρδη. Αυτός αμετανόητος. Ζούσε για να νιώθει την αδρεναλίνη να κοχλάζει στις φλέβες του, την απόλυτη έκσταση της ταχύτητας. Ο «βρυχηθμός των Αγγέλων» τον έβγαζε από τα όρια της γης.

Όταν τέλειωσε το σχολείο είχε δώσει επιτυχώς τις εξετάσεις του. Ήξερε τι ήθελε να κάμει στη ζωή του, είχε δοκιμαστεί, ένιωθε έτοιμος να εξορμήσει. Είχε τα πάντα με το μέρος του. Άριστες δεξιότητες, άριστα αντανακλαστικά, ψυχραιμία, θάρρος, ικανότητα αυτοσυγκέντρωσης, αυτοπεποίθηση, παρατηρητικότητα, αντοχή στη σκληρή προσπάθεια… Ήταν αναμφισβήτητα μια χαρισματική περίπτωση. Ο μόνος που είχε διαφορετική άποψη ήταν ο οφθαλμίατρος, όταν υποχρεωτικά τον εξέτασε. Έπασχε από αχρωματοψία… Το όνειρο καταρρέει με ταχύτητα γκραν πρι…

Έφυγε στο Λονδίνο για σπουδές. Οικονομικά. Δεν είχε άποψη. Έτσι τον συμβούλεψαν, καλές σπουδές, μοντέρνες, είχε και ψωμί. Γράφτηκε σε πανεπιστήμιο εκεί. Παρακολούθησε κάποια courses ανόρεχτα. Αγόρασε ένα μεταχειρισμένο μίνι κούπερ, διαδρομές Λονδίνο-Σέφιλντ, εκδρομές με φίλους και θαυμάστριες στον Ατλαντικό. Και «σιρκουί» στην αγγλική ύπαιθρο. Δεν ολοκλήρωσε σπουδές. Δεν του ταίριαζαν, όπως και το υπαλληλίκι στην Ευρώπη που του προτάθηκε. Αφροπαξίμαδο δεν ήταν. Γραφείο, χαρτιά, πρωτόκολλα, διεκπεραιώσεις – μούχλα… Και πουθενά ουρανός… Σκέτη αυτοκτονία!

Ήρθε στην Ελλάδα. Άρπαξε το φορτηγό του πατέρα του και έγινε επαγγελματίας. Πρόκοψε στη δουλειά, ήταν και καλές εποχές, βρήκε πλάτες και από τον πατέρα του, ξανοίχτηκε στα βαθιά νερά. Διεθνείς μεταφορές. Πάνω από έξι φορτηγά, αργότερα μέχρι δέκα, εταιρείες σε Αθήνα και Λονδίνο. Οι μεταφορές από Αθήνα-Αγγλία κι από Αγγλία-Αθήνα, κυρίως μέσω βαλκανικών χωρών μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 – όπου και «έγραψε» τις πιο συναρπαστικές ιστορίες που έχω ακούσει μέχρι τώρα στη ζωή μου. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, τα ταξίδια «εξημερώθηκαν», μέσω Ιταλίας, Γερμανίας, Γαλλίας… Οι ιστορίες πια χάνουν τη σπιρτάδα και το ρίσκο τους.

Κάθε φορά που τον έβλεπα, αντίκριζα έναν ευτυχισμένο άνθρωπο. Έβλεπα στην πράξη πώς είναι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. «Ξέρεις τι είναι να έχεις επάγγελμά σου την ευτυχία; Αυτό έπρεπε να γράφει η αστυνομική μου ταυτότητα», μου έλεγε συχνά. «Κανένας άνθρωπος δεν σπούδασε την ευτυχία – όπως φερειπείν τη φιλολογία ή, άλλος, τα οικονομικά. Και πολύ περισσότερο κανένας άνθρωπος δεν άσκησε επαγγελματικά την ευτυχία. Εγώ όμως…»

Και σταματούσε με μια σπίθα παράξενη στα μάτια. Ένα τιμόνι στο χέρι. Και η μαγεία του ταξιδιού. Του δρόμου που μοιάζει σπιθαμή προς σπιθαμή με κινηματογραφικό καρέ. Κι αυτός «οπτιρατέρ», που ανοιγοκλείνει ανάλογα το καρέ. Μεγάλα τζάμια φορτηγού σαν καθρέφτες μαγικοί του κόσμου, να βλέπει την ομορφιά των τόπων. Ποτέ δεν έμεινε στα γραφεία της εταιρείας του. Ούτε στην Αθήνα, ούτε στο Λονδίνο. Ήθελε μονάχα να ζει αυτή την παρέλαση ομορφιάς. Τοπία γραφικά, δέντρα και βλάστηση της άνοιξης, βουνά χιονισμένα και θάλασσες με χρώματα εμπνευσμένης παλέτας ζωγράφου. Πολλές φορές κατέβαινε στα μισά της διαδρομής από το φορτηγό για να κόψει ένα μικρό κλωνάρι δέντρου και ν’ ανασάνει την ομορφιά. Ή ν’ αγναντέψει τον μακρινό ορίζοντα, εκεί που συγκεντρώνονται τα όνειρα των ανθρώπων. Κάποιες φορές να ανασάνει αλμυρό αέρα, που έφτανε τρέχοντας απ’ τη θάλασσα. Άκουγε κλασική μουσική στους απέραντους μονότονους δρόμους από Ιταλία-Γαλλία. Κι όταν τον ρωτούσα πώς συνδυάζει την κλασική μουσική με το νεύρο που θέλει η δουλειά του:

«Μα δεν το ξέρεις; Η κλασική μουσική με κάνει πιο παραγωγικό… ανεβάζει την ντοπαμίνη…»

Ο φίλος μου ο φορτηγατζής είχε αποχτήσει κι άλλο ένα «κουσούρι». Διάβαζε. Βιογραφίες σπουδαίων ανθρώπων, ιστορικά βιβλία, περιπέτειες, επιστημονική φαντασία. Μια φορά έπεσε στα χέρια του ένα από τα λεγόμενα, λίαν επιεικώς, μπεστ σέλερ ή, κατά το ελληνικότερον, ευπώλητα. Διάβασε μερικές σελίδες μέσα στο καράβι από Αγκόνα και το παράτησε. Όταν βρεθήκαμε, μου λέει:

«Έχεις ακούσει τον τάδε συγγραφέα; Έχεις διαβάσει κανένα του βιβλίο;» Και πριν προλάβω καν ν’ απαντήσω, είχε κιόλας έτοιμη την κριτική του. «Αυτά διαβάζουν τώρα οι …ψαγμένοι; Ευτυχώς που είμαι φορτηγατζής…»

Στις παρέες άλλων συναδέλφων φορτηγατζήδων, σε σταθμούς που συναντιόνταν ή μέσα στο καράβι Πάτρα-Αγκόνα, Ηγουμενίτσα-Μπρίντεζι, έλεγαν για φορτία, για ναύλα, για έρωτες και γυναίκες –φανταστικές οι περισσότερες–, κι άλλα «κατορθώματα» ή καλαμπούρια. Τους κοίταζε μ’ ένα αδιόρατα ειρωνικό χαμόγελο. Από εκείνον περίμεναν πάντα κάτι τις το ιδιαίτερο. Και σταματούσαν απότομα τις δικές τους κουβέντες και τα πειράγματα και τις μαγκιές και…

«Μωρέ Λεωνίδα, σαν να ’χεις δίκιο. Μπας κι είμαστε ευτυχισμένοι και δεν το πήραμε χαμπάρι; Καλά λες. Πιάνουμε το τιμόνι, ανοίγουμε το ραδιόφωνο, ρίχνουμε κάνα νταλκά στο κασετόφωνο και σβήνουμε και τα χρέη, και την γκρίνια, και τα πρόστιμα και τις εφορίες και τους διαβόλους και τους τριβόλους, και τις γυναίκες μας, ακόμα και τα παιδιά μας… Μεγάλος μάγος ο δρόμος που κυλάει. Σα να παίρνει τα αχ και τα βαχ μας, φίλε».

«Αυτό το έχετε δει; Τούτο το έχετε παρατηρήσει; Το άλλο το έχετε προσέξει;» Κι άνοιγε την οθόνη του υπερσύγχρονου τηλεφώνου του. Χείμαρρος από ασύδοτες, εναρμονισμένες εικόνες – το μεγάλο διάφορο των ταξιδιών του. Ένα κομμάτι θάλασσας, ένα δέντρο, μια συστάδα δέντρων, περίεργα σπίτια, ρυθμοί αρχιτεκτονικοί εκκλησιών, ταχτοποιημένα πάρκα, φτερούγισμα πουλιών που εξακολουθούν την πτήση τους στην οθόνη του… «Τα έχετε προσέξει ποτέ στα ταξίδια μας;»

«Εμείς δεν περνάμε από κει. Δεν είναι στο δρόμο μας… Ο δρόμος μονάχα. Αυτός είναι στο δρόμο μας, φίλε… Χιλιόμετρα. Από τη βάση, στον προορισμό μας και τανάπαλιν… Τίποτ’ άλλο…»

«Μα πού τα βρίσκεις εσύ, μωρέ; Πώς τα φτιασιδώνεις;»

«Σε μένα παρουσιάζονται σαν αδιάφορες γυναίκες», λέει ο Στέφανος. «Ούτε που γυρίζω να τους ρίξω μια ματιά. Εσύ σα να τα μεταμορφώνεις… Και σου κάθονται… Όλα και όλες σού κάθονται, κατεργάρη…» Και γελούν και κλείνουν το μάτι πονηρά.

Ο φίλος μου ο φορτηγατζής παίζει κι αυτός τα παιχνίδια του μαζί τους. Όπως οι μικροδάσκαλοι στα μικρά παιδιά. Τους δείχνει μια εικόνα. Ένα δάσος, μια θάλασσα, ένα τοπίο, ένα άγαλμα…

«Από πού είναι αυτά; Σε ποια χώρα τα συναντάμε;»

«Και πού θες να ξέρουμε; Μπας και δεν μπορείς να τα δεις σ’ όποια χώρα; Ακόμα και στον πλανήτη Άρη μπορείς να δεις δάσος…»

Εκείνος επιμένει. Κι επιμένει. Κι εκείνοι στο μηδέν.

Ωραίο παιχνίδι. Που το συνηθίζουν σιγά σιγά. Και το ζητάνε σε κάθε σταθμό. Στο καράβι, στο πάρκινγκ, σε κανένα στέκι για φαγητό. Και το παίζουν και το χαίρονται… Και το πιο απίθανο. Ζωντανεύουν και οι οθόνες των δικών τους κινητών. Δέντρα, δάση, θάλασσες, βουνά, λωρίδες της λεωφόρου, οικήματα. Και ποζάρουν σε σέλφι με φόντο. Κι ανοίγουν τα μάτια τους…

«Ρε συ, τώρα βλέπουμε! Μα τυφλάδια ήμαστε τόσα χρόνια; Να τι πα να πει, φίλε μου, βλέπω. Τώρα ναι, βλέπουμε. Και ξέρεις κάτι, που δεν μας το ’χεις πει; Μας βλέπουν κι αυτά όλα. Και μας κάνουν παρέα. Μερόνυχτα στο τιμόνι και δεν μας κακοφαίνονται τα χιλιόμετρα. Καλά το ’λεγες. Δεν είναι ίδια τα χιλιόμετρα. Αλλάζουν, φίλε, όπως κι οι γυναίκες. Αρκεί να μπορείς να τις δεις…»

«Είμαστε τυφλοκούταβα, δεν το ξέρετε; Αυτός δεν είναι σαν εμάς», λέει ο Στέφανος. «Εγώ πάντα σας το ’λεγα. Να τον ακούτε αυτόν. Απ’ όλα πέρασε. Σχολειά και σχολειά. Δεν έμεινε σε κανένα. Ήταν λεύτερος αυτός. Όπως τα πουλιά. Ή όπως οι καλλιτέχνες… Άκου να δεις, ποιος το ’λεγε αυτό. Όπως οι καλλιτέχνες…»

«Καλά, μωρέ Στέφανε, κοίτα μη σε χάσουμ’ εσένα. Δεν είναι για το δικό σου το βρομόστομα οι… καλλιτέχνες. Τζόβενο είσαι συ, ένα τζόβενο, που δεν έβλεπε τη θάλασσα τόσα χρόνια. Στραβωμάρα σκέτη. Ξύλο απελέκητο…»

«Μα γι’ αυτό είναι οι δάσκαλοι», επιμένει ο Στέφανος. «Για να πελεκάνε τα ξύλα τ’ απελέκητα…»

«Άντε να βγάλουμε μια σέλφι δίπλα από το άγαλμα του Έρωτα…»

«Όχι, δίπλα από το λιοντάρι».

«Τι λες; Προτιμάς τα ζώα από τις γυναίκες;» πετιέται προσβεβλημένος ο Στέφανος.

«Στην Αγγλία είμαστε. Το ξέρετε πως τα αγάλματα των ζώων είναι διπλάσια απ’ αυτά των γυναικών;» Ο φίλος μου ο φορτηγατζής είχε τον τελευταίο λόγο.

«Μωρέ, εσύ έπρεπε να γίνεις δάσκαλος», του λέω. «Κατάλαβες τι γράμματα τους έμαθες; Τους ξεστράβωσες στην κυριολεξία, που έλεγαν παλιότερα για τους δασκάλους…»

«Όχι ακριβώς. Απλώς τους… έβαλα γυαλιά».

Έτσι είπε κι έβαλε μπρος τη μηχανή ο φίλος μου ο φορτηγατζής. Και μαρς για την… ευτυχία. Οι άλλοι μπορεί για το ψωμί, εκείνος αμετανόητα για την… ευτυχία!

Παρασκευή (Βιβή) Κοψιδά-Βρεττού, διδάκτωρ Φιλολογίας, συγγραφέας και ποιήτρια

https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/18822-o-fortigatzis





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου