Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022

«Ο ειμαρμένος έρως» της Ελένης Λαδιά

 
Ελένη Λαδιά

– Ποιος είναι αυτός; Δώσε μου έναν ορισμό, συγγραφέα!

– Στην αρχή δεν τον αντιλαμβάνεσαι. Είναι μεταμφιεσμένος σε φιλία ή απλή κοινωνική γνωριμία. Από τον κόσμο των Μοιρών έχει τα χαρακτηριστικά της Ατρόπου. Γίνεται αναπότρεπτος, αναπόδραστος μέχρι θανάτου. Έχει μακρά κυοφορία και αργή εκδήλωση.

Εκμυστήρευση της Δάφνης: Βρίσκομαι πάνω στο πλοίο καταμεσής του πελάγους. Δύο Νήσοι όρισαν την ερωτική μου ζωή. Αυτή που άφησα πίσω μου και δεν ήθελα να ξαναγυρίσω. Αν ξαναγυρνούσα, θα βυθιζόμουν οριστικώς στο παρελθόν. Δεν υπήρχε πλέον χρονική ροή, ήταν όλα στατικά, σαν βαλσαμωμένα. Όταν με πήγε εκεί ο Φίλιππος, κορίτσι ετών είκοσι, στο περιβόλι με τα δέντρα, τα κατάφορτα από εσπεριδοειδείς καρπούς, δεν υπήρχε ο όφις. Αυτός εμφανίσθηκε αργότερα στην πρωτεύουσα με την μορφή της προδοσίας και της απιστίας. Μόλυνε τα πάντα, ακόμη και την Νήσο, που μου θύμιζε την ταπεινόφρονα και ευλογημένη ποίηση του Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Δεν μπορούσα όμως να πάω και στην Νήσο που ήταν μπροστά μου. Δεν με ήθελε πλέον, με απόδιωχνε, ενώ στην αρχή, όταν πήγαμε με τον Τηλέμαχο, ήταν η όαση της ψυχής μου. Τώρα όμως, αν προχωρούσε το πλοίο προς την μεριά της, έβλεπα πως με περίμενε ένα θλιβερό μέλλον. Όμως είχε κάποια ζωή, έστω και φθαρμένη.

Και οι δύο Νήσοι, το τραγικό παιχνίδι της μοίρας μου, ήταν της ίδιας συνομοταξίας, ανήκαν στο ίδιο πέλαγος.

Έπρεπε να αποφασίσω, να μετακινηθεί το πλοίο, ειδάλλως θα πνιγόμουν, θα χανόμουν καταμεσής του πελάγους και κολύμπι δεν ήξερα. Στην πρώτη Νήσο, όπου πήγαινα με τον Φίλιππο, δεν πλησιάζαμε την θάλασσα, ο Φίλιππος δεν αγαπούσε γενικώς το νερό, το φοβόταν σαν γάτος, κι εγώ ήμουν ανίδεη όντας στεριανή από πάππο προς πάππο.

Πώς θα έφτανα τώρα στην στεριά; σε ποια Νήσο; Στην Νήσο που με απόδιωχνε τώρα, γνώρισα την θαυμάσια θάλασσα, τον ήλιο, κάθε ελπίδα και χαρά της νεότητός μου, μαζί με τον Τηλέμαχο που με λάτρευε. Αυτός ο Τηλέμαχος παρακολουθούσε την ζωή μου από τότε που ήμουν μαθήτρια γυμνασίου, που ως φίλος του Φιλίππου με συνόδευαν μέχρι το σπίτι μου και οι δυο, υπήρξε σιωπηλός μάρτυρας του ερωτικού μου δεσμού με τον Φίλιππο, της συμβίωσής μου με εκείνον, ώσπου έφτασε το πλήρωμα του καιρού, κι αυτός ο φίλος έγινε βαθμηδόν ο νέος μου αγαπημένος, δεν το καταλάβαμε αρχικώς, μας πήρε πολύ χρόνο. Πρώτη μου κίνηση ήταν τα τηλεφωνήματα στην εργασία του, που τον ξάφνιαζαν αλλά κατόπιν τα περίμενε με αδημονία και λαχτάρα. Ύστερα τα μικρά σημειώματά μου, αποτυπώματα συγκεχυμένων συναισθημάτων, που του άρεσαν και τα έπαιρνε στα κοντινά του ταξίδια εργασίας. Δεν ήμουν σίγουρη με αυτόν, δεν ξέρω αν ήταν έρωτας αμοιβαίος, έστεκε πάντα σαν απολιθωμένος, μη δυνάμενος να κάνει καμιά κίνηση, που να επιβεβαιώνει κάτι, έστω ακαθόριστο. Δεν ήμουν σίγουρη για τίποτα, και το πρώτο μου μέλημα ήταν να διακόψω με τον Φίλιππο, έχοντας χίλια δίκαια, διότι με απατούσε συστηματικώς, όπως με πληροφορούσαν φωνές γνωστών ή πνιχτά τηλεφωνήματα, όταν σήκωνα το ακουστικό.

Το πλοίο δεν προχωρούσε, έμενε ακίνητο σαν στοιχειωμένο κι εγώ φοβόμουν τον υγρό θάνατο. Αν εκείνο βυθιζόταν, θα πέθαινα πνιγμένη από τα νερά. Δεν ήθελα αυτόν τον ύπουλο θάνατο, να σε ρουφάνε τα θαλάσσια υποχθόνια, προτιμούσα την ηρωική πτώση από αεροπλάνο, ελεύθερη στον αέρα και νεκρή στην στεριά. Αχ, η στεριά με την ασφάλεια και το ευλογημένο της έδαφος, την είχα τόσο επιθυμήσει!

Και τώρα βρίσκομαι στο μεσοδιάστημα των δύο Νήσων, που με τον χρόνο σβήστηκαν τα πρόσωπα του έρωτός μου και απέμειναν τα νησιά. Οι Νήσοι των ερώτων. Φοβισμένη πιανόμουν από το κατάρτι και βάδιζα σιγά στο κατάστρωμα, βλέποντας την θάλασσα που αγρίευε τώρα και μούγκριζε σαν λιοντάρι. Όλα τα τρομερά ξύπνησαν μέσα μου, έβλεπα να έρχεται ο βιβλικός Λεβιάθαν, αποτρόπαιος κροκόδειλος για να με κατασπαράξει, φανταζόμουν πως κυνηγούσα την φάλαινα Μόμπι Ντικ μαζί με τους ναύτες του τρελού καπετάνιου, αλλά το επίτευγμα της ψευδαίσθησης ήταν το πλοίο που έβλεπα να αιωρείται στον ορίζοντα, αλλοιωμένο και διπλασιασμένο, με ενωμένα τα δύο είδωλα κατά κορυφήν, αυτό που γνώριζα καλά από τα διαβάσματά μου· επρόκειτο για το φαινόμενο της Fata Morgana. Ένα παρόμοιο ιστιοφόρο είχα δει μία νύχτα να λάμπει στον ορίζοντα, όταν το αυτοκίνητο περνούσε μία κοιλάδα. Δεν ξέρω αν το είδε ο οδηγός και η γυναίκα του, εγώ όμως από το πίσω κάθισμα το έβλεπα καθαρά και για αρκετή ώρα.

Κάποιο καλοκαίρι, λοιπόν, την ώρα που έκανα οικιακές εργασίες, χτύπησε το τηλέφωνό μου. Το σήκωσα και έκπληκτη άκουσα την φωνή του Τηλέμαχου να με ρωτά για την υγεία μου. Επιτέλους έσπασε το φράγμα, ο Τηλέμαχος απέκτησε κίνηση, και έκτοτε μου τηλεφωνούσε συχνά από την Νήσο του, που δεν είχα ακόμη γνωρίσει. Δεν μπορούσα να φαντασθώ τότε πως το επόμενο καλοκαίρι και πολλά ακόμη καλοκαίρια θα ήμασταν μαζί, πολλές ώρες στην θάλασσα και στον ήλιο. Με το αυτοκίνητό μου γυρίσαμε ολόκληρη την Νήσο, που την θυμάμαι σπιθαμή προς σπιθαμή. Ο Τηλέμαχος ήταν πιστός αλλά με τον χρόνο έβγαζε ιδιοτροπίες που δεν φανταζόμουν πως οι ρίζες τους οδηγούσαν σε ψυχοπαθολογικά αίτια, και τις εκλάμβανα σαν βέλη εναντίον μου. Με τον Φίλιππο είχα ξεμπλέξει χωρίς πόνο, μάλιστα είχα όλο το δίκαιο με το μέρος μου. Κι αναθυμόμουν με ικανοποίηση αυτόν τον πολύχρωμο τσαλαπετεινό (και τσαρλατάνο), τον γάτο των κεραμιδιών με τις πολλές κατακτήσεις, να με παρακαλεί έντρομος σαν ορφανεμένο παιδί, όπως έλεγε, να μην τον διώξω. Ορκιζόταν πως με αγαπούσε, πως με μεγάλωσε με τα χάδια του αλλά όλη αυτή η περιγραφή μού έφερνε ναυτία. Δεν με συγκινούσε καθόλου, ήθελα να φύγει αυτοστιγμεί και μάλιστα εγώ του ετοίμασα τις αποσκευές του. Γνώριζα τα τερτίπια και τα κόλπα του, όταν με κυνηγούσε από παιδάκι, μικρό αγρίμι του δάσους, με πολιορκούσε και μου έστηνε παγίδες για να ενδώσω στα ερωτικά του παιχνίδια. Ποτέ δεν ερωτεύθηκα τον Φίλιππο, μαζί του γνώρισα μόνον τον σαρκικό έρωτα, που τότε η άγνοια και η παρθενία μου φοβόταν και μεγαλοποιούσε.

Όμως με τον διστακτικό Τηλέμαχο, πόσο γίνονταν όλα ποιητικά. Το πρώτο φιλί με υπόκρουση τα τραγούδια του Μεγάλου Ερωτικού και η πρώτη μας επαφή, όπου ήταν τόσο αγνός και τρυφερός, ώστε μου ξύπνησε τους ωραίους στίχους του Ελύτη. Πήρα στα χέρια μου το κεφάλι του και κοιτάζοντας τα βαθιά του μάτια, απήγγειλα: «Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε/ τα μεγάλα μάτια του μες στα σπλάχνα μου/ την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν». Ήταν προχωρημένο σούρουπο θυμάμαι κι έμπαινε το φως δειλό και τεμαχισμένο από τις γρίλιες. «Διοτίμα μου», ψιθύρισε κι αληθινά ένιωσα σαν ιέρεια που τον μυούσε στον έρωτα.

Με τον χρόνο έμαθα την ιστορία του, την οποία διηγιόταν αποσπασματικώς και χρειαζόταν βαθιά παρατηρητικότητα για να την συναρμολογήσεις. Σημάδι στην ζωή του η ψυχοπάθεια της μητέρας του, που την παρομοίαζε με την πτώση ενός θεϊκού όντος. Ελάχιστες οι αναμνήσεις του από αυτήν, μετρημένες στα δάχτυλα, που μου τις εξομολογήθηκε με τον πρέποντα σεβασμό. Με το πέρασμα της ηλικίας φανέρωνε κι αυτός ψυχώσεις και παράξενες συμπεριφορές. Δεν παραδεχόταν πως είχε πρόβλημα, ήταν υπεράνω ασθενειών, έλεγε περιφρονώντας ακόμη και την λήψη μιας ασπιρίνης. Αρκετές φορές δεν τον αναγνώριζα, αγρίευε και φώναζε για το τίποτα, μάλωνε για τα αυτονόητα. Έφτασαν και στιγμές που υπήρξε υβριστικός μαζί μου. Με κούραζε αυτός ο έρωτας με τις ψυχαναγκαστικές του κινήσεις και τις αντιλήψεις περί καθαριότητας, τις τόσο μανιακές. «Μάγισσα», μου φώναζε, «εσύ δεν με άφηνες να κοιμηθώ τις νύχτες, όταν ήσουν με τον Φίλιππο». Με κατηγορούσε πως τον ξεπλάνεψα, για να τον ρίξω στα όργια, ενώ αυτός διήγε την γνήσια και ταπεινή ζωή του Παπαδιαμάντη. Και πράγματι, όταν καθόταν στην πολυθρόνα, έτοιμος να χαμηλώσει τα μάτια για να αποκοιμηθεί, στο πρόσωπό του απλωνόταν μία παπαδιαμάντεια ευλαβική αίγλη. Είχε διαβάσει πολύ αυτόν τον συγγραφέα, τον μεγαλύτερο της Ελλάδος, όπως έλεγε, και είχε αποστηθίσει μεγάλα τμήματα από το έργο του.

Πολλές φορές σκέφτηκα να τον διώξω ή να φύγω αλλά...

Αυτό το «αλλά…». Έι, συγγραφέα, φώναξα μια φορά απελπισμένη, ο ορισμός σου για τον ειμαρμένο έρωτα είναι ελλιπής. Το θεμέλιο αυτού του έρωτα είναι ο οίκτος! Έρως με οίκτο! Ό,τι πιο βάναυσο μπορεί να τύχει σε έναν ερωτευμένο. Ναι, τον λυπόμουν και καταλάβαινα όλες του τις απρέπειες. Τον φανταζόμουν μικρό αγόρι να μιλάει στην μητέρα του, κι εκείνη να μην του απαντά, βυθισμένη στην σιωπή των σχιζοφρενών. Και τότε υιοθετούσα ρόλους μητρικούς κι αγκάλιαζα αυτόν τον ώριμο άνδρα που κυοφορούσε ακόμη το πένθος ενός μικρού αγοριού. Και έμενα κοντά του, για να τον προστατεύω εγώ η πάντοτε απροστάτευτη και μόνη. Ο οίκτος διαπότιζε τον έρωτά μου, μετατρέποντάς με σε μάνα ή αδελφή. Αυτός ηρεμούσε, αλλά συντόμως ξανάπαιρνε την άγρια μορφή του, με ένα πείσμα να δει πού υπάρχουν τα όριά μου. Και αυτό συνεχιζόταν μέχρι που αρρώστησε, επισκεπτόταν ψυχίατρο και μπήκε σε ψυχιατρική κλινική. Και δίπλα του πάντα εγώ, λυγισμένη από τον οίκτο μου που μου κατέτρωγε την υγεία. Το ήξερα πλέον, αυτός ήταν ο ειμαρμένος μου έρως! Μέχρις εσχάτων, μέχρι θανάτου.

Τώρα στις δύο Νήσους, που ανήκουν στο ίδιο πέλαγος, βρίσκονται οι τάφοι των εραστών: θαμμένος ο καθένας στην δική του Νήσο. Στην Νήσο που δεν ήθελα ο Φίλιππος και στην Νήσο που με απόδιωχνε ο Τηλέμαχος. Τι ζητούσα πλέον στο καρφωμένο πλοίο καταμεσής του πελάγους; γιατί άφησα τόσο την ψυχή μου να καταπονηθεί και να γεμίσει αποστήματα πόνου; Γιατί αυτή ήταν η ειμαρμένη μου! Κι όσο πιο τραγική, τόσο πιο αγαπητή για την δική μου τρέλα. Γιατί αυτά παθαίνει όποιος γεύεται το παράλογο.

Βημάτιζα στο κατάστρωμα, έτοιμη να εκραγώ από πόνο, αβάσταχτο πόνο, εξοντωτικό πόνο κατάθλιψης. Και μετά, σαν από τον Θεό σταλμένη, έπεσε μία καταρρακτώδης βροχή, που βαθμηδόν ξέπλενε τα κακά αποστήματα της ψυχής. Μία βροχή ευεργετική, πεντακάθαρη και λυτρωτική τόσο, ώστε είδα από μακριά ένα τμήμα στεριάς.

Στεριά! φώναξα στον στοιχειωμένο καπετάνιο και το καράβι μετακινήθηκε για άλλο δρόμο, μακριά από τις Νήσους με τα πτώματα. Κι έγινα κι εγώ τότε τμήμα του φαινομένου της Fata Morgana, που έβλεπε ένας φαντασιόπληκτος παρατηρητής της στεριάς...

Ελένη Λαδιά, πεζογράφος


https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/18895-eimarmenos-eros


https://diastixo.gr/ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου