Η Μαρέντε ντε Μόορ γεννήθηκε στη Χάγη το 1972. Τη δεκαετία του ’90 έζησε στη Ρωσία, όπου σπούδασε θέατρο. Επιστρέφοντας στην Ολλανδία, εργάστηκε ως συντάκτρια στα περιοδικά Elsevier και HP/De Tijd. Έχει εκδώσει τρία μυθιστορήματα, μια νουβέλα, μια συλλογή διηγημάτων και έναν τόμο με άρθρα της από την περίοδο όπου ζούσε στη Ρωσία και έγραφε για το ολλανδικό περιοδικό De Groene Amsterdammer. Το 2010 εκδόθηκε το μυθιστόρημά της De Nederlandse maagd (Η Ολλανδή παρθένος), το οποίο έγινε δεκτό με διθυραμβικές κριτικές, απέσπασε το AKO Literature Prize το 2011 και στη συνέχεια το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2014. Πρώτη φορά τώρα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση του Γιάννη Ιωαννίδη. Με αφορμή την κυκλοφορία του η συγγραφέας μάς μιλά για το βιβλίο, για ό,τι αποτέλεσε έμπνευση για την ιστορία του, για τη συγγραφή, αλλά και για τη θέση της λογοτεχνίας στο σήμερα.
Το βιβλίο σας Η Ολλανδή παρθένος κυκλοφορεί πλέον και στα ελληνικά. Πώς νιώθετε που μπορείτε να επικοινωνήσετε αυτό το κομμάτι της δουλειάς σας στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό;
Το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε δεκαέξι γλώσσες μέχρι στιγμής και με έχει μεταφέρει σε πολλά μέρη στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ για αναγνώσεις. Ως εκ τούτου, μου έχει δείξει τον κόσμο με έναν τρόπο που δεν το περίμενα όταν το έγραφα, όντας σε απομόνωση. Επίσης, αυτό που παρατήρησα είναι ότι οι αναγνώστες σε όλο τον κόσμο το αντιλαμβάνονται και το απολαμβάνουν το ίδιο, με άλλα λόγια οι άνθρωποι δεν διαφέρουν τόσο πολιτισμικά όσον αφορά την εκτίμηση της λογοτεχνίας. Για να δούμε τι θα φέρει η μετάφρασή του στην Ελλάδα, όπου δεν έχω κληθεί ακόμη.
Πώς εμπνευστήκατε την υπόθεση του βιβλίου;
Το σκηνικό είναι εμπνευσμένο από τη γεωγραφική κατάσταση όπου ζω και γράφω: κοντά στα σύνορα τριών χωρών. Τέτοιες περιοχές είναι πάντα πλούσιες σε ιστορία και δράμα, το έδαφος είναι διαποτισμένο από αυτά. Επίσης, ήμουν ενθουσιώδης ξιφομάχος εκείνη την εποχή και ένιωθα ότι αυτή η τέχνη είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλώς ένα άθλημα. Έχει να κάνει με την υπέρβαση των ορίων, το να παίρνεις ρίσκα προς και από το πεδίο του αντιπάλου σου.
Μια έντονα προσωπική ιστορία ενηλικίωσης σε μια άγρια ιστορική περίοδο, που θα φέρει την άνοδο των Ναζί. Πώς συνδέεται η ιστορία με το ιστορικό πλαίσιο; Ποιος ήταν ο στόχος σας;
Είναι μια ιστορία για την παραβίαση των ορίων, την υπέρβαση των ορίων. Το κατώφλι μεταξύ παιδικής ηλικίας και ενηλικίωσης, μεταξύ δυο χωρών, μεταξύ δύο παλιών φίλων, μεταξύ δύο παγκοσμίων πολέμων. Τι θα συμβεί όταν θα διαστρεβλώσετε την ισορροπία, το status quo; Και τι γίνεται με τους παρατηρητές; Σε έναν αγώνα ξιφασκίας, όπως σε μια μονομαχία, υπάρχουν πάντα παρατηρητές, οι λεγόμενοι «δεύτεροι». Παλιά, όταν η μονομαχία ήταν ποινικό αδίκημα, οι «δεύτεροι» ήταν και συνεργοί. Πόσο καιρό, λοιπόν, μπορεί να είναι κάποιος παρατηρητής μιας σύγκρουσης, προτού η ουδετερότητα μετατραπεί σε συνενοχή; Προφανώς, αναφέρθηκα στην ουδέτερη θέση της Ολλανδίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο – η Ολλανδία χρησιμοποίησε την έκφραση «Η Ολλανδή παρθένος» για αυτή την ουδετερότητα. Εξ ου και ο τίτλος.
Γιατί επιλέξατε χρονικά τον Μεσοπόλεμο για να στήσετε την ιστορία σας;
Διότι ήταν ένα κατώφλι μεταξύ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο η Ολλανδία –όχι με τα δικά της προσόντα, παρεμπιπτόντως– μπόρεσε να διατηρήσει την ουδετερότητά της, και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για τον οποίο ήταν άσχημα προετοιμασμένη. Ήθελα να τονίσω την άγνοια σε περιόδους έντασης και λειτούργησε ως η μέση γραμμή σε ένα γήπεδο ξιφασκίας: και οι δύο αντίπαλοι εξακολουθούν να φαίνονται ίδιοι στις ίδιες θέσεις, αλλά η κατάσταση σύντομα θα αλλάξει προς το χειρότερο.
Πόσο καιρό, λοιπόν, μπορεί να είναι κάποιος παρατηρητής μιας σύγκρουσης, προτού η ουδετερότητα μετατραπεί σε συνενοχή;
Το μυθιστόρημά σας κέρδισε το AKO Literature Prize και το EUPL 2014. Πώς νιώθετε για αυτές τις διακρίσεις;
Έφεραν μεγάλη προσοχή στο βιβλίο, κάτι που συνήθως μπορεί να επιτευχθεί μόνο με πολύ μάρκετινγκ. Τα βραβεία βοήθησαν το βιβλίο να ταξιδέψει. Αλλά έλαβε επίσης πολύ θετικές και διεισδυτικές κριτικές σε σημαντικές εφημερίδες, όπως η Frankfurter Allgemeine και οι New York Times – δεν είμαι σίγουρη ότι θα είχαν προσέξει το βιβλίο τόσο εύκολα σε διαφορετική περίπτωση.
Πότε ξεκινήσατε να γράφετε και ποια θα λέγατε ότι ήταν η καθοριστική σας στιγμή;
Είμαι δημοσιογράφος και δοκιμιογράφος από τα είκοσί μου. Οι καταστάσεις που συνάντησα απαιτούσαν απλώς έκθεση. Ιστορίες που ήθελα να διαβάσω αλλά δεν είχαν γραφτεί ακόμα, έπρεπε να τις γράψω μόνη μου.
Τι επιδιώκετε όταν γράφετε;
Είναι μια ατελείωτη προσπάθεια να προκαλέσεις εικόνες, ατμόσφαιρα και συναισθήματα με λέξεις. Λέξη προς λέξη.
Υπάρχει κάτι σχετικά με τον τομέα, τη θέση ή τον ρόλο της λογοτεχνίας σήμερα που θα θέλατε να δείτε να αλλάζει;
Δυστυχώς, αυτή η ορισμένη νωθρότητα και η έλλειψη προσοχής που έχει επικρατήσει στον κόσμο έχει επίδραση και στη λογοτεχνία. Όσο για τους αναγνώστες, είναι πιο εύκολο να ενεργοποιήσουν το Netflix παρά να χρησιμοποιήσουν τη φαντασία τους διαβάζοντας βιβλία. Στην ίδια λογική, αρκετοί συγγραφείς αγωνίζονται να μην πέσουν λεία του εφησυχασμού και του ναρκισσισμού των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, καθώς συμφέρει να επενδύσουν σε ευπώλητες μορφές και διαφημιστικές εκστρατείες περισσότερο από το να κάνουν προσπάθεια να φτάσουν σε μια άριστης ποιότητας γραφή. Εμείς οι συγγραφείς μπορούμε να κάνουμε το καλύτερο: να προσπαθήσουμε να βρούμε τη συγκέντρωση για να γράψουμε καλά βιβλία. Αυτό δεν είναι εύκολο όταν κάποιος αναμένεται ότι πρέπει να είναι και διαφημιστικός πράκτορας του εαυτού του. Πιστεύω ειλικρινά ότι είναι αφύσικο για έναν συγγραφέα να είναι πολύ απασχολημένος με την αυτοπροβολή, καθώς το εγώ δεν έχει θέση στη διαδικασία της συγγραφής, και ακόμη και η παραμικρή ιδέα ενός κοινού κατά τη διαδικασία αυτή θα θέσει σε κίνδυνο την ειλικρίνεια της συγγραφικής τέχνης.
Η Ολλανδή παρθένος
Μαρέντε ντε Μόορ
μετάφραση: Γιάννης Ιωαννίδης
Εκδόσεις Βακχικόν
σ. 334
ISBN: 978-618-5662-58-5
Τιμή: 14,84€
https://diastixo.gr/sinentefxeis/xenoi/18837-marente-de-moor
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου